Από ένα άτιτλο έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα


«...Κυρίες και κύριοι,
Δεν πρόκειται να σηκωθεί η αυλαία για να διασκεδάσει το κοινό με λογοπαίγνια, ούτε με κάποιο σκηνικό που θα δείχνει ένα σπίτι όπου δεν συμβαίνει τίποτα αλλά είναι στραμμένοι απάνω του οι προβολείς του θεάτρου για να σας προσελκύσει και να σας κάνει να πιστέψετε πως η ζωή είναι αυτή. Όχι. Ο ποιητής, και με τις πέντε του αισθήσεις σέ απόλυτη εγρήγορση, θα έχει όχι την ευχαρίστηση, αλλά την δυσαρέσκεια να σας παρουσιάσει απόψε μια τόση δα γωνίτσα της πραγματικότητας.
(…)Ερχόσαστε στο θέατρο με μόνη έγνοια να διασκεδάσετε, κι έχετε συγγραφείς που τους πληρώνετε, και καλά κάνετε, σήμερα όμως ο ποιητής σας έστησε παγίδα, επειδή θέλει και σκοπεύει να ταρακουνήσει τις καρδιές σας, δείχνοντας εκείνα που δεν θέλετε να δείτε, φωνάζοντας εκείνες τις απλούστατες αλήθειες που δεν θέλετε ν’ ακούσετε.
Γιατί; Αν πιστεύετε σε Θεό, κι εγώ πιστεύω, γιατί φοβόσαστε τον θάνατο; Και αν πιστεύετε στον θάνατο, τότε γιατί όλη αυτή η σκληρότητα, αυτή η αδιαφορία για τον αβάσταχτο πόνο του διπλανού σας;
Χα Χα Χα Χα! Θα μου πείτε πως κάνω κήρυγμα. Ε και; Κακό είναι το κήρυγμα;
(…) Μα το να δεις την πραγματικότητα είναι δύσκολο. Και πόσο μάλλον να την δείξεις. Είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Μα δεν πειράζει.
Ειδικά εσείς, οι άνθρωποι της πόλης, που ζείτε στην πιο κακορίζικη και θλιβερή ψευδαίσθηση. Το μόνο που κάνετε είναι να ψάχνετε τρόπους για να μείνετε ανενόχλητοι. Όταν σφυρίζει ό άνεμος, βάζετε μουσική για να μην ακούτε τα λόγια του. Για να μη βλέπετε τον τεράστιο χείμαρρο των δακρύων που μας περικυκλώνει, σκεπάζετε με δαντέλες τα παράθυρα. Για να μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι και για να σωπάσετε το επίμονο τριζόνι της συνείδησης, επινοείτε τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Κήρυγμα! Μάλιστα, κήρυγμα! Γιατί θα πρέπει τάχα να πηγαίνουμε πάντα στο θέατρο για να δούμε τι συμβαίνει εκεί και όχι τι συμβαίνει μ’ εμάς; Ο θεατής είναι ήσυχος γιατί ξέρει ότι το έργο δεν θα τον θίξει. Τι ωραία που θα ήταν όμως αν τον φώναζαν στο σανίδι και τον έβαζαν να μιλήσει, κι ό ήλιος της σκηνής να του ’καιγε το χλομό, παγιδευμένο του πρόσωπο!
Η πραγματικότητα αρχίζει επειδή ο συγγραφέας δεν σας θέλει καθισμένους στο θέατρο, παρά στη μέση του δρόμου. Γι’ αυτό και δεν θέλει να κάνει ποίηση, ρυθμό, λογοτεχνία, θέλει να δώσει ένα μαθηματάκι στις καρδιές σας, γι’ αυτό είναι ποιητής, έστω πολύ σεμνά.
(…) Ωραία μυρίζουν τα λευκά κρίνα, εγώ όμως προτιμώ τη μυρουδιά της θάλασσας. Θα μπορούσα να πω ότι η μυρουδιά της θάλασσας ξεχύνεται από τα στήθη των σειρήνων και ένα σωρό άλλα τέτοια, εκείνη όμως ούτε τη νοιάζει, ούτε τ’ ακούει όλα αυτά, εκείνη σκάει στις ακτές περιμένοντας καινούργιους πνιγμένους. Έτσι μονάχα την ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Μα πώς να φέρεις τη μυρουδιά της θάλασσας σε μια αίθουσα θεάτρου ή πώς να πλημμυρίσεις την πλατεία με άστρα; (…) (Katiousa.gr)

Σχόλια