Εικονοκλάστες, εικονολάτρες και άγιος


Στην προσπάθειά μας να εξετάσουμε τη διαμάχη μεταξύ των εικονοκλαστών και των εικονολατρών, πρώτο μέλημά μας θα αποτελούσε ο ορισμός της διαμάχης αυτής: Η ουσία της, όπως θα αναπτυχθεί παρακάτω χρησιμοποιώντας ως πηγή το κείμενο του Peter Brown "A Dark Age crisis: Aspects of the Iconoclastic controversy", είναι μία δημόσια συζήτηση-αντιπαράθεση αναφορικά με τη θέση του Αγίου στη βυζαντινή κοινωνία.

Οι εικονομάχοι θεωρούσαν συγκεκριμένα υλικά αντικείμενα ως ιερά-άγια, εφόσον ήταν ευλογημένα από χειροτονημένους ιερείς και αυτή η ευλογία τα είχε εξυψώσει από την υλική στην υπερφυσική ατμόσφαιρα και αποτελούσαν, πλέον, αντικείμενα λατρείας ύψιστου βαθμού (όπως για παράδειγμα το ψωμί της θείας κοινωνίας). Μονάχα τρία πράγματα κατείχαν αυτήν την ιδιότητα: α) η θεία κοινωνία, β) οι εκκλησίες και γ) ο σταυρός. Ειδικά στην περίπτωση του σταυρού, αυτός δεν ήταν απλώς ένα ιερό αντικείμενο, εν αντιθέσει αποτελούσε μία ένδειξη απευθείας από το Θεό στον άνθρωπο (και μάλιστα έχοντας πρωτοεμφανιστεί στον Κωνσταντίνο).

Για τους εικονομάχους, οι εικόνες έσπαζαν τα καθιερωμένα και οροθετημένα σύνορα μεταξύ ιερού και εγκόσμιου. Οι εικονομάχοι επίσκοποι του 754 μ.Χ. προσπαθούσαν να τις επαναφέρουν στη θέση τους, διότι δεν ήταν ιερές, καθώς είχαν καθαγιαστεί από κοσμικούς και όχι από το Θεό. Θεωρούνταν απλώς ιερές «για τον ίδιο απαίσιο λόγο» που θεωρούνταν τα παγανιστικά σύμβολα. «Ο διάολος εκμεταλλεύτηκε την απλότητα του κόσμου, ώστε να προωθήσει στους χριστιανούς τη λανθασμένη άποψη για την ειδωλολατρεία, άρα και οι εικόνες έχουν την ίδια μοίρα με τα παγανιστικά σύμβολα», τουτέστιν το κάψιμο στην πυρά.

Οι εικονολάτρες, αναφορικά με το πρόβλημα, είχαν κληρονομήσει μία λύση από την Ύστερη Αρχαιότητα, η οποία πρότεινε πως εφόσον οι εικόνες μπορούν να δραστηροποιήσουν τον παρατηρητή, να του αφηγηθούν, ακόμα και να του επαναφέρουν στη μνήμη του πρόσωπα και άλλες καταστάσεις, τότε με το ίδιο σκεπτικό μπορούσαν και να κοινωνήσουν το χριστιανικό μήνυμα. Αποτελούσαν γι' αυτούς πιο σταθερές υπενθυμίσεις απ' ότι τα ίδια τα Ευαγγέλια και η Λειτουργία. Δεν τις θεωρούσαν απλώς χρήσιμες, μα τις παρουσίαζαν ως ιερές σκέψεις, ως ένα είδος τρύπας στο φράγμα μεταξύ ορατού και θεϊκού (περνούσε ο θεϊκός οίκτος). Εν ολίγοις, ήταν γι' αυτούς ενεργές. Οι εικονολάτρες χρησιμοποίησαν ως εργαλείο τους το κυριότερο κριτήριο αγιότητας των εικονομάχων, που δεν ήταν άλλο από τον καθαγιασμό. Και όχι απαραίτητα τον επίσημο, όπως γίνονταν για παράδειγμα με το ψωμί της θείας κοινωνίας. Ειχαν παραλείψει, στην ουσία, το στοιχείο, το οποίο ακόμη και ένας μάγος που σέβεται τον εαυτό του θα αναγνώριζε και αυτό ήταν ο απόκρυφος καθαγιασμός (της εικόνας). Επέμεναν επίσης πως κάποιες εικόνες ήταν απευθείας θεϊκές, δεν είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινα χέρια, ήταν υπεράνω τέχνης. Είχαν δοθεί στους ανθρώπους από τον Θεό με έναν τρόπο που ικανοποιούσε και το κριτήριο για την αγιοσύνη, από μεριάς των εικονομάχων. Οι άλλες υπήρχαν καθαγιασμένες είτε από το παρελθόν είτε από τους ανθρώπους που απεικονίζονταν, όπως για παράδειγμα το "μαντήλι" από την Έδεσσα.

Αναφορικά στον καθαγιασμό από το παρελθόν, οι εικονολάτρες του 8ου αιώνα πίστευαν πως οι εικόνες και τα Ευαγγέλια ήταν ταυτόχρονα αποκλειστικά και κρατούσαν την ισχύ των στο πέρας των χρόνων. Αυτό στο οποίο υπολείπονταν οι εικόνες, σχετικά με τον καθαγιασμό εκ των άνω, το εξισορροπούσαν μέσω του καθαγιασμού από το παρελθόν.

Για τους εικονοκλάστες, η πρόληψη των εικονολατρών ήταν μία μορφή αιμορραγίας του θείου μέσα από τα σύμβολα (σταυρός, θεία κοινωνία) σε μυριάδες εικόνες. οι εικονομάχοι λοιπόν προσωποποιούσαν μία κεντρομόλο αντίδραση: την υποστήριξη σε κάποια λιγοστά και συγκεκριμένα σύμβολα της χριστιανικής κοινότητας, τα οποία ήταν καθαγιασμένα εκ των άνω, εναντίον στις φυγόκεντρες τάσεις της ευλάβειας, που είχαν διευρύνει την κατηγορία της αγιοσύνης σε μία πληθώρα μη καθαγιασμένων αντικειμένων. Αυτή η διαφορά μεταξύ ιερού και εγκόσμιου, επισημαίνει ο Brown, σε μία κοινωνία γκρεμίζει τη δομή και τις ανάγκες της (και παράλληλα θα ήταν ίσως γόνιμο να εξεταστεί τι σήμαινε για την κοινωνική-θρησκευτική ζωή του 8ου αιώνα του Βυζαντίου και τι συνεπάγονταν για τις προηγούμενες). Πάντως, όπως υποστηρίζει, μία συζήτηση για το ιερό δεν έχει να κάνει με τίποτα που να σχετίζεται με την τέχνη.

Συμπερασματικά, αυτό που διακυβεύονταν τον 8ο αιώνα στη βυζαντινή κοινωνία ήταν η ταυτότητα της εικόνας, αναφορικά με το ιερό και η απόρριψη αυτής της αξίωσης από τους εικονοκλάστες και όχι η κατάσταση των τεχνών. Τόσο ο Grabar όσο και ο Kitzinger -με πλέον σαφήνεια- προτείνουν πως πρόβλημα αποτέλεσε η αύξηση της λατρείας των εικόνων κατά τη διάρκεια του 6ου και 7ου αιώνα και όχι οι αρχές των εικονομάχων. Σχετικά με τον Kitzinger, είναι γεγονός ό,τι η τάση να λατρεύονται ξεχωριστές εικόνες υπήρξε πάντοτε ίδιον του ανθρώπου της Μεσογείου. Μολονότι μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα η ελίτ της χριστιανικής εκκλησίας συνεχώς αντιστέκονταν στις αφελείς και ανιμιστικές ιδέες του λαού, εν τούτοις αυτή η αντίδραση απέναντι στις μάζες, στα τέλη του 6ου αιώνα, μειώθηκε. Η μεταβολή αυτή αφείλεται στους συτοκράτορες και όχι στους επισκόπους. Ο Kitzinger θεωρεί πως μία πτυχή του θρησκευτικού συναισθήματος, για τις προσωπικές φιγούρες, συνεχίζονταν στο αυτοκρατορικό πρόσωπο. Ανάλογος βαθμός σεβασμού προς τις θρησκευτικές εικόνες άρχισε να σημειώνεται στον 6ο αιώνα ή λίγο νωρίτερα και, από τη μεριά τους οι αυτοκράτορες ενθάρρυναν αυτήν την τάση, επιτρέποντας στις εικόνες της Παναγίας και του Χριστού να θαυμάζονται δίπλα στις δικές τους με την ίδια ειλικρινή ευλάβεια. Κατά τον 7ο αιώνα τέτοιες εικόνες αποτελούσαν μέρος της δημόσιας λατρείας στη βυζαντική αυτοκρατορία.

Ο εντοιχισμός της εικόνας στις δημόσιες τελετές δεν ήταν το μοναδικό στήριγμα του οικοδομήματος της εικονολατρείας. Οι Βυζαντινοί του 6ου-8ου αιώνα έβρισκαν στις θρησκευτικές εικόνες ό,τι δεν έβρισκαν στον αυτοκράτορα, όπως θεραπευτικά θαύματα και τα ακόμη μεγαλύτερα, αυτά της μεταμέλειας. Άλλωστε οι εικονολάτρες διακατέχονταν από μία ψυχολογική κατάσταση περιφρόνησης προς τις μορφές της εξουσίας, κάτι που αποτελούσε συχνό φαινόμενο στην ανατολική αυτοκρατορία, όπως επίσης και για τους επισκόπους. Θα ήταν λάθος όμως να πει κανείς πως είτε και αν δεν έχαιραν υποδοχής είτε δεν στέκονταν ως αντικείμενα αντίδρασης, λατρεύονταν. Το βέβαιο ήταν πως λαμβάνονταν ως δεδομένο. Παράλληλα, ο φόβος για τις αυτοκρατορικές φιγούρες βρίσκονταν συνεχώς υπό την απειλή της αυξάνουσας φήμης ενός μίμου, κάποιου στρατηλάτη ή ενός σκληρού μαχητή.

Και σε αυτό το σημείο αποκτάει σημασία η μορφή του αγίου. Ο άγιος από τον 4ο αιώνα και έπειτα, ενόσω ζούσε, παρουσιάζονταν σαν μία ζωντανή εικόνα και όταν πέθαινε γίνονταν κατευθείαν εικόνα. Αποτελούσε έναν αποσαφηνισμένο τόπο αγιότητας στη γη (άλλωστε μία ολόκληρη κοινωνική και θρησκευτική ιστορία ψαύεται στην παρουσία του αγίου στην περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας). Η παρουσία του στη συλλογική πνευματικότητα του βυζαντινού κόσμου, του 6ου και 7ου αιώνα, εδράζονταν σε έναν βαθιά χαραγμένο μηχανισμό και αυτός δεν ήταν άλλος από την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει σε ένα υποκείμενο, εν προκειμένω στον ερημίτη ελπίδες και φόβους, οι οποίοι στην αντίθετη περίπτωση θα διασκορπίζονταν και θα χάνονταν στον ουρανό. Στην περίπτωση του αγίου, αυτό γίνονταν απευθείας και πλέον συγκεκριμένα. Αποτελούσε τη μορφή του παραλήπτη στου οποίου το πρόσωπο κατευθύνονταν ικεσίες, καλοπιάσματα και απειλές. Και οι προσευχές που απέστελνε προς τα πάνω θα αποδίδονταν επακριβώς. Αυτή του η ικανότητα μεσολάβησης προς τον Θεό ήταν ο κεντρικός άξονας της δύναμής του κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Είτε ζωντανός είτε νεκρός αποτελούσε τον αγαπημένο μεσολαβητή (με χαρακτηριστικά τόλμης) προς τον Θεό, ώστε να επιτυγχάνει την επικοινωνία μαζί του επιτυχώς για τα αιτήματα των προστατευόμενών του, πριν τη β' Παρουσία.

Πασίδηλα, αν οι βυζαντινοί δεν πίστευαν στην αποτελεσματική δημιουργία όντων ως μεσολαβητικούς κρίκους με τον Θεό, δεν θα συνέβαινε ποτέ αφενός μεν η ανάδειξη του αγίου και αφετέρου δε η αντίστοιχη ανάδειξη των εικόνων. Η εικόνα απλώς συμπλήρωνε το κενό από την απουσία του αγίου. Οι ίδιοι μηχανισμοί που είχαν επικεντρωθεί στην μορφή του αγίου ασκούσαν επιρροή και στην εικόνα (τόσο σιωπηλός και μακριά από τον πιστό ο Συμεών ο Στυλίτης, όπως κάθε εικόνα). Μπορούσαν να εξυψωθούν χάρην της ιδιότητας του σιωπηλού πορτραίτου της νεκρής μορφής, λαμβάνοντας έτσι μεγαλύτερη βαρύτητα και ιδεαλισμό, δίχως να ανταποκρίνονται-απαντούν.

Σε αντιδιαστολή, το πρώιμο Ισλάμ διαρκώς απέρριπτε αυτή τη μορφή πνευματικής απορρόφησης. Αντίθετα με τον βυζαντινό Χριστό, ο Αλλάχ ήταν απόλυτος μονάρχης, η θέληση του οποίου ήταν αμετακίνητη από όποια προσπάθεια των γήινων εκπροσώπων του. Η μόνη δύναμη ήταν αυτή του Αλλάχ. Αυτονόητο, πως η εικόνα δεν κατείχε καμία χρησιμότητα. Απέρριπταν εικόνες όπως και ναούς και πρόσωπα, επειδή ο παράδεισος τνω Μουσουλμάνων δεν είχε ανθρώπους μεσολαβητές.

Στον πρώιμο βυζαντινό κόσμο, τόσο η πεποίθηση της μεσολάβησης όσο και η επακόλουθη ανάγκη να προσωποποιηθούν οι ελπίδες στη μορφή ενός μεσολαβητή ενέπνευσαν τη θρησκευτική τέχνη της εποχής. Οι εικόνες που εμφανίστηκαν νωρίτερα αποσαφηνίζουν αυτόν το μηχανισμό μεσολάβησης. Από τα τέλη του 5ου αιώνα έχουμε εικόνες με σκηνές από την "αυλή" του παραδείσου, την Παναγία να κρατάει το βρέφος και να την πλαισιώνουν οι άγγελοι, που από παλιά εκπροσωπούσαν τις μορφές προστασίας των ανθρώπων και βρίσκονταν πιο κοντά στον Θεό. Από την άλλη, όσον αφορά την Παναγία, η παρουσία της ήταν αποφασιστικής σημασίας. Αποτελούσε την ακμή της θνητής μεοσλάβησης στον παράδεισο και οι άγιοι την περιτριγύριζαν μεσολαβώντας στο θείο βρέφος.

Ο άγιος λοιπόν ήταν ο ιμπρεσάριος της ευσέβειας που επικεντρώνονταν στην εικόνα, η απτή μεσολαβητική παρουσία προς τον Θεό. Ενέπνεε την τάση να θεωρείται ένα υλικό αντικείμενο ως όχημα για τις θεραπείες. Και τέτοια αντικείμενα ευλογημένα από τον άγιο, ύστερα από τον 4ο αιώνα (ο αγιασμός για παράδειγμα) αποτελούσαν την απτή και δραστική θεία προστασία για τον δεινοπαθούντα. Στα τέλη του 6ου αιώνα, εικόνες που σχετίζονταν με άγιους ή ήταν ευλογημένες από αυτούς συμπλήρωναν τα πλέον απρόσωπα ευλογημένα αντικείμενα. Συμπερασματικά, ο ρόλος του αγίου στην Ύστερη Αρχαιότητα (προσευχόμενος, ευλογών, ομιλών) μετέφραζε την απλησίαστη αγάπη του Θεού μέσω της επιβεβαίωσης του ανθρώπινου προσωπείου.

Αυτή η τάση για την αναζήτηση αυτόφωτων προσώπων πέρασε μέσα από τις αλλαγές του 6ου αιώνα στην παραδοσιακή μορφή των λειψάνων. Οι εικόνες ενώθηκαν με τα λείψανα. Ο συνδυασμός των δύο, για τον Brown, διαδραμάτισε -ψυχολογικά- ρόλο ανάλογο του αγίου. Όμως οι άγιοι και οι εικόνες ενεπλάκησαν σε έναν μεγαλύτερο βαθμό. Ενώ δηλαδή και τα δύο τεχνικά αποτελούσαν μη καθαγιασμένα αντικείμενα, εν τούτοις η έλξη που ασκούσαν έγκειται στο γεγονός ό,τι βρίσκονταν έξω από την καθιερωμένη ιεραρχία της βυζαντινής εκκλησίας. Ο άγιος ήταν άγιος γιατί η αγιότητά του αναγνωρίζονταν από τους πιστούς του και όχι από τους επισκόπους (στο σημείο αυτό ο Brown υπογραμμίζει τη σημασία της λαϊκής αποδοχής σε αντιδιαστολή με την επίσημη εκκλησιαστική). Κατά το τέλος του 6ου αιώνα η μορφή του αποκτάει μεγαλύτερη σημασία και αυτό χάρη στην αυτόκλητη μυστικότητα που χαρακτήρισε το μοναστικό ένδυμα, το σχήμα. Αυτό ήρθε να αντικαταστήσει τον καθαγιασμό και όπως και η εικόνα, το μοναστικό σχήμαμπορούσε να αξιώσει τον καθαγιασμό μόνον από το παρελθόν (όπως συνέβαινε και με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή).

Καθώς για τον Brown η θρησκεία αποτελεί μία ακόμη γλώσσα της κοινωνίας, αξίζει να σημειώσουμε ό,τι η αγιότητα που περιέβαλε τις εικόνες κατά τον 6ο και 7ο αιώνα συνέχιζε να εκφράζει τις διαρκείς ανάγκες της αρχαίας πόλης. Από την μία πλευρά, το Βυζάντιο τον 7ο αιώνα αντιμετώπιζε τόσο μία κρίση εδαφικής επικράτειας όσο και μία αντίστοιχη κρίση ανεξαρτησίας, λόγω των α' σλαβικών και αραβικών επιθέσεων, οπότε το αίσθημα του πατριωτισμού ήταν έντονο και εξηγεί την εξάρτηση στη χρήση των εικόνων και από την άλλη πλευρά, ίδιον των μεγάλων μεσογειακών πόλεων, ακόμη και από τους ρωμαϊκούς χρόνους, αποτελούσε η συγκέντρωση συλλογικού αισθήματος στις λατρευτικές μορφές (στην προκείμενη περίπτωση η λατρεία της εικόνας- ερμηνεύοντας ταυτόχρονα και την αύξηση της ιδιωτικότητας στις υψηλές τάξεις.

Η εικόνα αποτέλεσε το μεσολαβητικό κρίκο μεταξύ του αγίου και του λειψάνου, έναν κρίκο μέσω του οποίου ικανοποιούνταν οι ανάγκες των ανθρώπων της Ύστερης Αρχαιότητας. Και αυτές οι ανάγκες ήταν ανθρώπινες και όχι λαϊκές. Δεν είχαν συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα ως βάση και ούτε επηρέαζαν τους λιγότερο μορφωμένους. Από όλα τα άλλα όμως, οι ανάγκες της ελίτ ικανοποιούνταν από τη λατρεία των εικόνων σε αντιδιαστολή με τις ανικανοποιήτεςε ανάγκες της πληθυσμιακής μάζας, γενικότερα. Επιπλέον, ακόμα και η εικονοκλαστική αντίδραση δεν εκπροσωπούσε μία ανεπηρέαστη προσπάθεια να ελεγχθεί η προκατάληψη των χαμηλότερων στρωμάτων. Οι αλλαγές ψαύονται σε άλλες κατευθύνσεις. Η έξαρση του πατριωτισμού (και ακόμα περισσότερο στο ανατολικό κομμάτι της αυτοκρατορίας) αποτέλεσε στοιχείο που επηρέασε περισσότερο τη θρησκευτική ζωή του 6ου αιώνα. Τότε η χριστιανική εκκλησία εδραιώθηκε ως συγκεντρωτική δύναμη του συλλογικού αισθήματος. Η ανησυχία για πόλεμο αύξησε την ανάγκη για κοινά σύμβολα προστασίας και υποταγής και η λατρεία των αστικών αγίων ήταν αυτή που ανταποκρίθηκε. Η εικόνα έγινε η ορατή έκφραση του αόρατου δεσμού, η οποία συνέδεσε την κοινότητα με τη μεσολάβηση του προστάτη άγιου.

Αν και η ανανεωμένη αστική συνείδηση ήταν αυτή που δημοσιοποίησε τις εικόνες στη Μεσόγειο κατά τον 6ο αιώνα, ο άγιος ήταν αυτός που τις προσέδωσε πιο στενή και σταθερή θρησκευτική θέση. Οι μοναχοί τις έφεραν μέσα στις εκκλησίες. Η μοναστική ευσέβεια, ήτοι η ευσέβεια του απλού ανθρώπου, επέδρασε στη διάδοση της εικόνας. Ο άγιος είχε γίνει ο ρυθμιστής της χριστιανικής πειθαρχίας στην κοινότητα και σε αυτόν και όχι στον επίσκοπο αναζητούσε ο αμαθής και απλός βυζαντινός πως να συμπεριφερθεί. Ένας ρόλος που διατηρήθηκε μέχρι τον 8ο αιώνα. Αυτή η εξέλιξη προμήθευσε το βυζαντινό κλήρο με αυτό που πραγματικά χρειάζονταν σε μία περίοδο κρίσης: ένα οικοδόμημα ιδεών, το οποίο ήταν οργανωμένο και κατανοητό, με σκοπό να παρουσιάσει πιθανές εκδοχές, ώστε να αποφευχθεί η κρίση.

Η εικονοκλαστική διαμάχη είχε έναν ατελέσφορο χαρακτήρα, κα΄τι το οποίο ερμηνεύουν και οι αραβικές επιδρομές του τέλους του 7ου αιώνα στη Μ. Ασία. Εξαιτίας της εξέλιξης αυτής , οι εικόνες απώλεσαν σημαντικό τμήμα της υπόστασής τους. Από τον 8ο αιώνα, η εικόνα ως χαρακτηριστικό αγιότητα φθείρεται, το ηθικό των πόλεων είναι κατεστραμμένο και τα λείψανα των αγίων έχουν εγκαταλειφθεί ή μεταφερθεί απρόσεκτα. Πλέον οι πρόσφυγες έφρναν από κάθε μέρος εικόνες, οι οποίες δεν έχαιραν κοινωνικής αξίωσης. Και αυτή η κρίση εμφανίζεται, πρώτα ως είναι λογικό στις δυτικές επαρχίες της Μ. Ασίας. Εν μέρει, η αξίωση στις εικόνες αποδοκιμάστηκε, καθώς αποτελούσαν σύμβολα μιας έκπτωτης πολιτικής κατάστασης. Πλεόν, για το μειωμένης εδαφικής επικράτειας Βυζάντιο, ο σταυρός, ο οποίος αποτελούσε το σύμβολο της νίκης για τους αυτοκράτορες, ήταν πιο αρχαίο και συμπαγές σύμβολο από όποια εικόνα. Με αυτήν τη συνιστώσα, οι εικονομάχοι μεθόδευσαν την πολεμική τους και ο Κων/νος ο Ε' αποτέλεσε -αναφορικά με την κοσμική εξουσία- τη συγκεντρωτική δύναμη που εκτόπιζε τις κατά τόπους υποδυνάμεις και -αναφορικά με την εικονολατρεία- τον εκπρόσωπό τους ενάντια στους παγανιστές εικονόδουλους. Οι εικόνες των Πατέρων των 6 Οικουμενικών Συνόδων εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από πορτραίτα αγαπημένων αρματηλατών του αυτοκράτορα. Πλάι στην αυτοκρατορική εξουσία παρουσιάζονταν και το σύνολο των επισκόπων, με την αμείλικτη πειθαρχία που απαιτούσαν από το ποίμνιο. Τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι επίσκοποι, σύμπλεοι αντιτίθονταν στον άγιο του μοναστικού υπόβαθρου.

Ο άγιος, βεβαίως ήταν ένας μοναχός. Και οι επιθέσεις των εικονομάχων στα μοναστήρια εξυπηρετούσαν το σκοπό της διάσπασης των συνδετικών κρίκων μεταξύ του αγίου και του προσωπικού του. Γι' αυτούς και ο άγιος και οι εικόνες αποτελούσαν εστίες, οι οποίες αντιστέκονταν στην πρωτοκαθεδρία της εκκλησίας και ήταν καθαγιασμένες από τα κάτω. Στην πράξη, αυτό σήμαινε πως και τα δύο (άγιος και εικόνες) βρίσκονταν στο κέντρο ενός κόσμου με ανάγκες και σχέσεις, οι οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονταν στην επίσημη δομή της εκκλησίας και των συλλογικών της τελετών. Ο άγιος είχε την τάση να ευλογεί και να προωθεί την εικόνα, και σε αντίθεση ο επίσκοπος έκρινε πως το γεγονός αυτό αντίκειται στο νόμο του θεού, όπως τον μετέφραζε αυτός και ο αυτοκράτορας. Αποτέλεσμα ήταν -κατά την αυτοκρατοεία του εικονομάχου Κων/νου Ε'- οι μοναχοί άγιοι να απεκδυθούν βιαίως το μοναστικό σχήμα και στη θέση του να φορέσουν, εν μέσω καθιερωμένων τελετών στον ιππόδρομο, το ένδυμα του γάμου.

Αυτό, εν κατακλείδι, αποδεικνύει την αρχική διατύπωση του Brown ό,τι η εικονοκλαστική διαμάχη στην ουσία αποτελούσε μία συζήτηση-διένεξη αναφορικά με τη θέση του αγίου στη βυζαντινή κοινωνία.


    

      


Σχόλια