«Μεταξύ και ανάμεσα: Η οριακή περίοδος στις "διαβατήριες τελετές"» στο έργο του Victor W. Turner



Ο Victor W. Turner (1920- 1983) επικέντρωσε την προσοχή του πάνω στο θεωρητικό οικοδόμημα του Arnold Van Gennep {ο οποίος στο έργο του The Rites of Passage-Διαβατήριες Τελετές (1959) χαρακτήρισε μία τάξη τριών σημαντικών στιγμών στην τελετουργική ζωή[1], όπου συμπεριλαμβάνονται α) ο αποχωρισμός (separation), β) το περιθώριο (margin), και γ) η ομαδοποίηση (aggregation)}, σχετικά με τις ιδιότητες της "παραμελημένης περιόδου" (neglected period), η οποία αναφέρεται στις διαβατήριες τελετές χαρακτηρίζοντας το περιθωριοποιημένο ή οριακό χρονικό διάστημα. Πρόκειται για τις τελετουργίες που ορίζουν τα μεγάλα "περάσματα" και που σημαδεύουν τα κρίσιμα γεγονότα της ζωής: τη γέννηση, την μύηση, το γάμο και το θάνατο[2].
Για τον Turner, οι τελετές μύησης[3] έχουν συγκεκριμένες οριακές περιόδους, όπου οι νεοφώτιστοι, τυπικά, μετακινούνται- κρύβονται και απομονώνονται· στην ουσία, ο μυημένος βρίσκεται "μεταξύ και ανάμεσα"(betwixt and between), ούτε εκεί ούτε εδώ, ούτε είναι παιδί μα ούτε και ενήλικος. Κατά την διάρκεια της μετάβασης ανάμεσα σε καταστάσεις, όπου βρίσκονται χαρακτηριστικά στοιχεία που αφορούν το θάνατο και την αποσύνθεση ή την κυοφορία και την γέννα – σημεία που χαρακτηρίζουν το κοινωνικά αποσαφηνισμένο άτομο- ο μυημένος έχει γίνει και πρόκειται να γίνει (the initiate has been and will become). H συμβολή τού Turner ψαύεται στην ανακάλυψη αυτών των πάμπολλων ενδεχομένων όσο και της κοινωνικής σπουδαιότητας ολόκληρης εκείνης της κατηγορίας ονομάζοντάς την ως μία δια-κατασκευαστική- δια-δομική φάση (interstructural phase), η οποία δεν είχε μελετηθεί αρκετά, έως τις ημέρες του[4]. Πίστευε πως οι τελετουργίες θέτουν την οριακή περίοδο, στην διάρκεια της οποίας ανατρέπονται όλες οι αντιλήψεις της κοινωνικής δομής και ακολουθεί μία περίοδος αντι-δομής[5].
Λαμβάνοντας υπόψη την ταξινόμηση των τελετουργικών διαδικασιών, με βάση το έργο του Van Gennep, ο Turner προϋποθέτει στην έρευνά του την πρόταση ότι εφόσον το βασικό μοντέλο της κοινωνίας μας είναι ένα οικοδόμημα από θέσεις (structure of positions), θα πρέπει, συνακολούθως, να αντιμετωπίσουμε την περίοδο της περιθωριοποίησης ή του ορίου (liminality) ως μία διακατασκευαστική φάση (interstructural situation)[6].
Οι διαβατήριες τελετές βρίσκονται σε όλες τις κοινωνίες, μα τείνουν να φτάσουν στην πλέον ειλικρινή τους έκφραση σε μικρής κλίμακας κοινωνίες, συγγενικά σταθερών και κυκλικών, όπου οι αλλαγές είναι συνδεδεμένες με τους βιολογικούς και μετεωρολογικούς ρυθμούς και τις επαναλήψεις, παρά μέσω τεχνολογικών καινοτομιών και αλλαγών. Τέτοιες τελετές, με τις οποίες εκφράζεται η υποταγή στους νόμους της ύπαρξης, καθορίζουν και δημιουργούν τις μεταβάσεις ανάμεσα σε καταστάσεις (states)[7].
Ο Van Gennep είχε χαρακτηρίσει τις διαβατήριες τελετές ως τελετές που συνοδεύουν κάθε αλλαγή τόπου, κατάστασης, κοινωνικής θέσης και ηλικίας, ήτοι τα μεγάλα περάσματα από τα σημαντικά σημεία της ύπαρξης (γέννηση, μύηση, γάμος, θάνατος). Ο Turner επεξεργάζεται τον όρο state συμπεριλαμβάνοντας όλους τους υπόλοιπους όρους. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, για τον Van Gennep όλες οι διαβατήριες τελετές διακρίνονται από τρεις φάσεις: αυτήν του αποχωρισμού, κατά την οποία οι υποψήφιοι δεν πρέπει να εκτεθούν στα μάτια των μη μυημένων, του περιθωρίου και της ομαδοποίησης. Κατά την διάρκεια της μεσολαβητικής περιόδου (intervening liminal period) η κατάσταση του τελετουργικού υποκειμένου, τουτέστιν του μυημένου, είναι αμφίβολη· περνάει από έναν χώρο, ο οποίος δεν έχει κάποιο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παρελθόντος ή ακόμα και της μελλούσης κατάστασης, φτάνοντας στην ολοκλήρωση. Ένα παροντικό μηδέν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ένας μηδενικός χρόνος για τον μυημένο. Το υποκείμενο της τελετής, ανεξάρτητο ή μέρος ενός συνόλου, βρίσκεται σε ακόμα μία κατάσταση και ενδυναμωμένος από αυτήν έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός αποσαφηνισμένου και οργανικού/ δομικού (structural) τύπου και υποτίθεται πως θα συμπεριφερθεί με σίγουρες- συνήθεις νόρμες και ηθικά στερεότυπα.
 Οι διαβατήριες τελετές δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες πολιτισμικές ζωτικές κρίσεις (culturally defined life- crises), αλλά μπορούν να συνοδεύουν κάθε αλλαγή από μία κατάσταση σε μία άλλη, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που μια φυλή οδεύει προς πόλεμο. Επιπλέον, οι διαβατήριες τελετές, μέσα από το πρίσμα της κοινωνιολογίας, δεν περιορίζονται σε δραστηριότητες μεταξύ αποσαφηνισμένων καταστάσεων. Αναφέρονται επίσης και στην είσοδο σε καινούρια στάδια, όπως λόγου χάρη ενός πολιτικού αξιώματος ή μιας ομάδας κάποιας κλειστής ή μυστικής κοινωνίας. Συν τις άλλοις, ενδεχομένως να επιτρέπεται η είσοδος στους δεσμούς μιας θρησκευτικής ομάδας, όπου σε αυτήν δεν συμπεριλαμβάνεται ολόκληρη η κοινωνία.
Ο Turner, στο εν λόγω έργο του, επικεντρώνει την προσοχή του στις διαβατήριες τελετές, που τείνουν να αποκτήσουν ή έχουν ήδη καλά εγκαθιδρυμένες οριακές περιόδους· γι’ αυτόν, οι τελετές μύησης αναδεικνύουν, με παραδείγματα, την μετάβαση (transition), από την στιγμή που έχουν επακριβώς οριοθετήσει τις φάσεις του περιθωρίου ή του ορίου (marginal or liminal phases). Αναφερόμενος στο υποκείμενο της μεταβατικής τελετουργίας (the subject of passage ritual[8]) στις οριακές περιόδους, ο  Turner το χαρακτηρίζει ως αόρατο (invisible). Αυτή η ιδιότητα που προσάπτει στον μυημένο εξηγείται από το γεγονός ότι το μεταβατικό διάστημα από το σημείο του αποχωρισμού μέχρι την στιγμή της επανένταξης προσπερνάται από την κοινωνική ματιά, εφόσον τα σημεία που αναγνωρίζονται από το κοινωνικό σύνολο είναι τα διασαφηνισμένα· χαρακτηριστικά: «…as members of society, most of us see only what we expect to see and what we expect to see is what we are conditioned to see when we have learned the definitions and classifications of our culture[9]».
Το μεταβατικό ον (the transitional -being) ή άλλως η οριακή περσόνα προσδιορίζεται α) από ένα όνομα και β) από ένα σύνολο συμβόλων. Το ίδιο όνομα, συνηθέστερα, χρησιμοποιείται με σκοπό να ορίσει αυτούς που υπόκεινται σε μύηση σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους· χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το όνομα mwadi ανάμεσα στα μέλη των Ndembu στην Ζάμπια, το οποίο αποδίδεται πέραν της μίας ερμηνείας (για τον αρχάριο σε τελετές περιτομής, για την πρώτη τελετουργική σύζυγο κ.ά.). Για το δυτικό κόσμο, οι όροι μυημένος και νεοφώτιστος έχουν μία παρόμοια χροιά έκφρασης.
Από την άλλη πλευρά, ο συμβολισμός που αναφέρεται και χαρακτηρίζει το οριακό άτομο είναι το ίδιο περίπλοκος και παράξενος. Η δομική αφάνεια (the structural invisibility) των οριακών περσόνων έχει έναν διττό χαρακτήρα· ξαφνικά από την μία πλευρά, δεν είναι πλέον κατηγοριοποιημένη (once no longer classified) και από την άλλη, δεν είναι ακόμα ταξινομημένη (not yet classified). Σχετικά με την πρώτη περίπτωση, τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν τα άτομα, σε πολλές κοινωνίες, είναι δανεισμένα από την βιολογία του θανάτου, της αποσύνθεσης, της μιαρότητας και του ακάθαρτου και από άλλες φυσιολογικές διαδικασίες, που απηχούν αρνητικότητα, όπως η εμμηνόρροια. Μέχρι τούδε, καθώς ο νεοφώτιστος είναι δομικά νεκρός[10], αντιμετωπίζεται για μικρό ή μεγάλο διάστημα όπως ένα πτώμα, σύμφωνα με τα έθιμα της κοινωνίας του. Ο μυημένος, ενδεχομένως να ενταφιαστεί ή ακόμα και να αναγκαστεί να ξαπλώσει αναίσθητος (motionless) στην στάση ενός εθιμοτυπικά νεκρού, όπως ακόμα και να συρθεί πάνω στο χώμα βρωμίζοντας εαυτόν· συμπεραίνει κανείς από αυτό το σημείο ότι συγκεκριμένες μορφές μετατρέπονται σε γενικό θέμα[11].
 Αναφορικά στην δεύτερη κατηγορία (not yet classified) η συμβολική της έκφραση συνήθως περιστρέφεται γύρω από τα μοντέλα διαδικασιών, όπως η κυοφορία και η γέννα. Οι νεοφώτιστοι αντιμετωπίζονται ως έμβρυα ή νήπια μέσω συμβολικών ερμηνειών, οι οποίες διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία. Αυτό που ευκόλως μεταφράζεται σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πως οι μυημένοι τυγχάνουν συμπεριφοράς ενός ούτε ζωντανού ούτε και νεκρού ατόμου από την μία και ταυτόχρονα, από την άλλη, και νεκρού και ζωντανού· γεγονός το οποίο προδίδει πως η κατάστασή τους βρίθει αμφιβολιών και παράδοξου· χαρακτηρίζεται από μια σύγχυση όλων των εθιμικών κατηγοριών και μια έντονη αμφισημία απέναντι στο νεκρό πνεύμα. Ο φόβος παρακινεί προς τη χρήση εξορκισμών και ταυτόχρονα επιχειρείται συμφιλίωση με το νεκρό πνεύμα μέσω προσφορών.
Επιπλέον, ο Turner αποδίδοντας τις πραγματικές διαστάσεις του οριακού ατόμου- του νεοφώτιστου ή του μυημένου- δανείζεται από το έργο της Mary Douglas Purity and Danger[12], την άποψή της ότι το σκεπτικό της μιαρότητας είναι μία αντίδραση προκειμένου να προστατευθούν κατοχυρωμένες αρχές και κατηγορίες από την αντίφαση· αυτό που είναι ακάθαρτο και αντιφατικό- από την οπτική του κοινωνικού ορισμού- τείνει να θεωρηθεί ως (τελετουργικά) βρώμικο[13]. Με βάση αυτήν την άποψη, ο Turner εκφράζει, δικαιολογώντας, την μιαρότητα που χαρακτηρίζει τα μεταβατικά άτομα, εφόσον βρίσκονται σε μία κατάσταση στην οποία είναι και δεν είναι, δεν είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα και πάλι είναι, βρίσκονται κάπου την ίδια στιγμή που δεν βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση. Επικυρώνοντας την υπόθεση της Douglas, ο Turner θεωρεί τις οριακές περσόνες, σχεδόν πάντοτε, ως μιαρές απέναντι σε αυτούς που δεν τηρούν πλέον τις κοινωνικές-συλλογικές προϋποθέσεις, εφόσον και οι ίδιοι υπήρξαν μυημένοι στις ίδιες καταστάσεις. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε μεταξύ των μιαρών ιδεών α) αυτές που αφορούν καταστάσεις, που έχουν χαρακτηρισθεί με αμφιβολία και αντίφαση και β) αυτές που προέρχονται από τελετουργικές μεταβάσεις από κατάσταση σε κατάσταση.
Μιλώντας για το οριακό (liminality) δεν έχουμε να κάνουμε με δομικές αντιφάσεις, τουναντίον, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους κατά βάση μη δομημένους (essentially unstructured) και συχνά οι άνθρωποι από μόνοι τους το βλέπουν αυτό, όταν φέρνουν τους νεοφώτιστους σε επαφή με το υπερφυσικό, με αυτό που θεωρείται άπειρο και άνευ ορίων· από την στιγμή, που οι μυημένοι δεν είναι μόνο δομικά αόρατοι αλλά και τελετουργικά μιαροί βρίσκονται απομονωμένοι, επιμέρους ή ολοκληρωτικά, από το βασίλειο των πολιτισμικά αποσαφηνισμένων και καθιερωμένων καταστάσεων και συνθηκών[14].
Σε κοινωνίες, όπου κυριαρχούν οι συγγενικού δεσμοί, τα χαρακτηριστικά του φύλου κατέχουν μεγάλη δομική σημασία· και πάνω σε αυτά έχουν εδραιωθεί clans πατριαρχικού και μητριαρχικού τύπου. Όσον αφορά τις οριακές καταστάσεις (liminal situations), οι νεοφώτιστοι ενίοτε αντιμετωπίζονται ή και παρουσιάζονται συμβολικά ως όντα χωρίς συγκεκριμένο φύλο, δηλαδή ούτε ως αρσενικά ούτε ως θηλυκά. Σε μία εναλλακτική περίπτωση, χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα και των δύο φύλων, ανεξαρτήτως του βιολογικού τους (φύλου)· συμβολικά λοιπόν, είτε δεν χαρακτηρίζονται από κάποιο φύλο είτε θεωρούνται αμφιφυλόφιλοι· θα μπορούσαν να ονοματιστούν ως ένα είδος ανθρώπου prima materia –ένα αδιάκριτο ακατέργαστο υλικό. Σε αυτό το σημείο ο Turner ενστερνίζεται κατά κάποιο τρόπο τον ορισμό του Πλάτωνα στο Συμπόσιον, όπου αναφερόμενος στους πρώτους ανθρώπους τους αποκαλεί ανδρόγυνα. Κατανοητό από τα παραπάνω, έως τώρα, το σκεπτικό πως από την στιγμή που τα χαρακτηριστικά του φύλου αποτελούν σημαντικά συστατικά της δομικής κατάστασης, σε μία μη δομημένη (structureless) πραγματικότητα τα μεταβατικά άτομα δεν ανταποκρίνονται.
Επιπροσθέτως, αξίζει να σημειωθεί ένα ακόμη αρνητικό δομικό χαρακτηριστικό των εν λόγω ατόμων και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός του ότι δεν έχουν τίποτα (they have nothing)· δεν έχουν κοινωνική θέση, ιδιοκτησία, διακριτικά, ρούχα και ούτω καθεξής[15]. Θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς πως η θέση τους χαρακτηρίζεται ως η πλέον πρωτό-τυπη της ιερής φτώχειας, εφόσον δεν απασχολούνται με καταστάσεις που αφορούν τα προαναφερθέντα δικαιώματα· και από την στιγμή που δεν απασχολούνται με αυτά, φυσικώς επακόλουθα, οι νεοφώτιστοι να μην τα εξασκούν.
Μολονότι μέχρι τούδε ο Turner έχει αναφερθεί στον δια-δομικό χαρακτήρα της οριακής περιόδου, εν τούτοις ανάμεσα στους νεοφώτιστους και τον εκπαιδευτή (όπου αυτός υπάρχει) ακόμα και στη σχέση μεταξύ των μυημένων επικρατεί ένα σύνολο σχέσεων, οι οποίες συνθέτουν συμπληρωματικά η μία την άλλη, ως μια μορφή κοινωνικής δομής συγκεκριμένου τύπου· ανάμεσα στους μυημένους και τον εκπαιδευτή συνήθως υπάρχει πλήρης εξουσία και υποταγή, ενώ αναμεταξύ των μυημένων, συνήθως επικρατεί ένα πνεύμα αμοιβαίας ισότητας. Αν και υπάρχει ποικιλία όσον αφορά τα είδη τόσο των υποχρεώσεων όσο και των δικαιωμάτων, σε αντιδιαστολή, στην οριακή περίοδο τέτοιες διακρίσεις και διαβαθμίσεις τείνουν να εξαφανιστούν. Αυτό το καταλαβαίνει κάποιος αν χρησιμοποιήσει το εξής πρίσμα παρατήρησης: η εξουσία των πρεσβύτερων πάνω στους νεοφώτιστους δεν βασίζεται σε νόμιμες κυρώσεις και τιμωρίες· αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την προσωποποίηση της προφανούς εξουσίας της παράδοσης (the personification of the self- evident authority of tradition). Με απλά λόγια, η εξουσία των μεγαλυτέρων είναι απόλυτη, καθώς εκπροσωπεί το ίδιο απόλυτα, τις αξιωματικές αρχές της κοινωνίας, στην οποία εκφράζονται το κοινό όφελος από την μία και το κοινό ενδιαφέρον από την άλλη[16]. Εν αντιθέσει με την σχέση πλήρους υποταγής των μυημένων στους μεγαλύτερους, η ολοκληρωμένη ισότητα χαρακτηρίζει την σχέση στο σύνολο των νεοφώτιστων, οπόταν οι τελετές είναι συλλογικές.
 Η οριακή ομάδα είναι μια κοινότητα συντρόφων και όχι μια διαβαθμισμένη ιεραρχική δομή θέσεων· αυτή η συντροφικότητα υπερβαίνει τα διακριτικά της ηλικίας, της συγγενικής κατάστασης, της κοινωνικής θέσης και σε μερικά είδη λατρευτικών ομάδων ακόμα και φύλου[17]. Μία έκφραση που πιθανώς να ερμηνεύει απτά τον χαρακτήρα αυτής της συντροφικότητας είναι η φράση του Αλέξανδρου Δουμά του πρεσβύτερου, ένας για όλους και όλοι για έναν[18]. Αυτή η συντροφικότητα- με την σπανιότητα των καθιερωμένων συγγενειών και την έμφασή της στις αξιωματικές αξίες τής κοινωνικότητας- την οποία ο Τurner αποδίδει ως αμοιβαία ειλικρίνεια, είναι ένα ακόμα προϊόν του δια-δομικού ορίου (interstructural liminality). Παρ’ όλα αυτά, η παθητικότητα που χαρακτηρίζει τους νεοφώτιστους απέναντι στους εκπαιδευτές τους, το εύπλαστο της ύπαρξής τους, η αναγωγή τους σε μία ομοιόμορφη προϋπόθεση, όλα αυτά αποτελούν σημάδια της διαδικασίας με σκοπό την εκ νέου διαμόρφωση, με τη συνδρομή επιπρόσθετων δυνάμεων, ώστε να τα βγάλουν πέρα με την νέα τους ζωή. 
Σε κάποιες φυλές ή κοινωνίες η όλη διαδικασία αυτή της μύησης εκπροσωπείται με τον όρο μεγαλώνω (grow), ενώ η φράση να μεγαλώσει (to grow) εκφράζει το πώς οι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους τις διαβατήριες τελετές. Το να μεγαλώσει ένα κορίτσι σε γυναίκα εκφράζει μια οντολογική μεταμόρφωση· δεν είναι απλά μια μεταβίβαση ενός απαράλλαχτου περιεχομένου από μία θέση σε μία άλλη μέσω μιας  μηχανικής δύναμης[19]. Άλλωστε πολλοί μυημένοι διώχνονται γιατί δεν ακολουθούν την τελετουργική διαδικασία. Τέτοιοι βιολογικά ώριμοι άνδρες δεν κατάφεραν να χαρακτηριστούν άνδρες (made men) ή μεγάλες κοπέλες δεν μεγάλωσαν σε γυναίκες με την σωστή τελετουργική διαδικασία, κάτι που προδίδει πως το τελετουργικό και η ενδόμυχη μάθηση είναι αυτά τα στοιχεία, που μεγαλώνουν κορίτσια και κάνουν άνδρες. Και αυτή η μεταμόρφωση δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου αποκτήματος, μα μιας αλλαγής του όντος.
Στην συνέχεια του έργου του, ο Turner προσπαθώντας να παρουσιάσει την δομική απλότητα της οριακής κατάστασης, προτείνει πως αυτή, στις περισσότερες περιπτώσεις, παραγκωνίζεται από την αντίστοιχη πολιτιστική πολυπλοκότητα της τελετής μύησης· και για να δικαιολογήσει αυτήν του την άποψη, καταπιάνεται με την ζωτικής σημασίας επικοινωνία του sacra, την καρδιά του ζητήματος του ορίου[20]. Το sacra αποτελείται από τρία συστατικά: α) τις εκθέσεις, τουτέστιν τι παρουσιάζεται (exhibitions, what is shown), β) τις δράσεις, τι συμβαίνει (actions, what is done) και γ) τις οδηγίες, τι λέγεται (instructions, what is said). Αναφορικά με τις εκθέσεις, σε αυτές περιλαμβάνεται μία ποικιλία από όργανα επίκλησης ή ιερά αντικείμενα, κύμβαλα, τα churingas, μάσκες, φιγούρες και ούτω καθεξής. Οι δράσεις, όπως είναι αυτονόητο, αναφέρονται στις δραστηριότητες και τις πρακτικές των τελετών και τέλος, σχετικά με τις οδηγίες που δίνονται στους νεοφώτιστους, θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε θεματικές, όπως η αποκάλυψη του πραγματικού(the revelation of the real), ονομασίες των θεοτήτων ή των πνευμάτων, που πιστεύεται πως προΐστανται των τελετών, αλλά και το γενικό περίγραμμα γύρω από την κοσμογονία, την θεογονία και την μυθολογική ιστορία της κοινωνίας ή της φυλής των μυημένων, συνήθως μέσω της αναφοράς στο sacra που παρουσιάζεται. Άξιο λόγου παραμένει γύρω από το sacra ό,τι δίνεται μεγάλη σημασία στην μυστικότητα που το περιβάλλει.
Από τη μελέτη των επικοινωνιών του sacra, ανακύπτουν τρία προβλήματα, που τις αφορούν: α) η συχνή δυσαναλογία τους, β) το αλλόκοτο /τερατώδες και γ) το μυστήριό τους. Μέσω της έρευνάς του στους Ndembu, o Turner παρατήρησε πως στην περιτομή και στις τελετές της ταφής, συγκεκριμένα πολιτιστικά και φυσικά στοιχεία (κεφάλι, φαλλοί, τόξα) παρουσιάζονται δυσανάλογα μεγάλα ή μικρά σε σύγκριση με άλλα παρεμφερή. Η δικαιολογία γι’ αυτήν την υπερβολή, που συνήθως φτάνει σε σημείο καρικατούρας, είναι ότι μεγαλώνοντας, μικραίνοντας ή και αποχρωματίζοντας τα χρηστικά- για την τελετουργία- ιερά αντικείμενα, είναι ένας αρχέγονος τρόπος αφηρημένης εννοιολόγησης, όπου το εξαιρετικά δυσανάλογο σε μέγεθος στοιχείο μετατρέπεται σε αντικείμενο στοχασμού. Αν αυτή η υπερβολή των στοιχείων δεν είναι παράλογη, μα πρόκληση για σκέψη, το ίδιο θα μπορούσε να υποστηριχθεί και για την αναπαράσταση των τεράτων. Για τον Turner, τα τέρατα είναι επινοημένα αποκλειστικά για να μάθουν στους νεοφώτιστους την διάκριση ανάμεσα στους διαφορετικούς παράγοντες της πραγματικότητας, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στον πολιτισμό τους. Αυτή η υποβολή στο τερατώδες τούς βοηθά να κατανοήσουν τα στοιχεία που συναποτελούν την κουλτούρα τους· τα τέρατα ξαφνιάζουν τους μυημένους οδηγώντας τους στην σκέψη γύρω από τις σχέσεις, τα αντικείμενα, τα πρόσωπα και τα συστατικά του περιβάλλοντος, τα οποία μέχρι εκείνη την στιγμή τα θεωρούσαν δεδομένα[21].
Σε όλες αυτές τις προοπτικές και συνιστώσες των διαβατήριων τελετών από μία κατάσταση σε μία άλλη, με όλο το μυστήριο που χρωματίζει τον τελετουργικό χαρακτήρα μύησης, φανερώνεται πως παρά τον τρόπο παρουσίασης τής μετάβασης, το σώμα θεωρείται ωσάν συμβολικό υπόβαθρο για την επίτευξη της γνώσης (gnosis), της μυστικιστικής ενημέρωσης (mystical knowledge) για την φύση των πραγμάτων και για το πώς κατέληξαν (οι μυημένοι) να γίνουν αυτό που είναι. Γι ‘αυτό, λοιπόν, η  επικοινωνία του sacra, από την μια μεριά διδάσκει τους νεοφώτιστους πώς να σκέφτονται για την πολιτιστική τους περιουσία- με κάποιο βαθμό αφαίρεσης- δίνοντάς τους τα απαραίτητα δεδομένα για δικαιολόγηση και από την άλλη, θεωρείται πως αλλάζει η φύση τους μεταμορφώνοντάς τους από ένα είδος ανθρώπου σε ένα άλλο[22]. 
Τελειώνοντας την αναφορά στο έργο του Victor W. Turner, Betwixt and Between, The Liminal Period in Rites of Passage, καταλαβαίνει κανείς το σημαίνον και το σημαινόμενο της οριακής περιόδου, αυτής της αόρατης μα με ορατά αποτελέσματα φάσης της ολοκλήρωσης του κόσμου των μυημένων. Ένα δια-κατασκευαστικό διάστημα, στο οποίο πραγματώνεται ένας συγκερασμός ενός πρόωρου θανάτου και μιας δεύτερης γέννησης του ανθρώπου, καταλήγοντας στην ολοκλήρωσή του.      
    
 
   





[1] Τελετουργία (ritual) ονομάζεται κάθε μορφή καθορισμένης συμπεριφοράς, που επαναλαμβάνεται περιοδικά –ακυρώνοντας τον χρόνο με αυτόν της τον επαναληπτικό χαρακτήρα -και συνδέει τις πράξεις του ατόμου με μια μεταφυσική τάξη ύπαρξης. Βλ. επίσης, ό.π., Paul A. Erickson, Liam D. Murphy, σελ.258
[2] Βλ. Ph. Laburthe- Tolra, J.P. Warnier, σελ. 199
[3] Η μύηση γενικώς, συνιστά την πρόσβαση σε κάποια μορφή γνώσης, η οποία μπορεί και να χρειαστεί να περάσουν χρόνια, μέχρι να ολοκληρωθεί το άτομο έχοντας αποκτήσει την γνώση αυτή· συνήθως- αν και όχι αναγκαστικά- συνδέεται με την περιτομή και την κλειτοριδεκτομή.
[4] Bλ. Ritual- Victor W. Turner- Betwixt and Between, The Liminal Period in Rites of Passage, London (1964), στο Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W. A. Vogt, 1972,  σελ. 338
[5] Βλ. Paul A. Erickson, Liam D. Murphy, σελ. 185
[6] Βλ. ό.π., Victor W. Turner, σελ. 338
[7] Αξίζει σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε την ιδιαίτερη προσοχή στην έκφραση του Turner, καθότι χρησιμοποιεί τον όρο state και όχι τον αντίστοιχο status, δικαιολογώντας την επιλογή του αυτήν, καθώς ερμηνεύει την έννοια state ως "συγκριτικά αμετάβλητη ή σταθερή προϋπόθεση" (a relatively fixed or stable condition), θέλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποδώσει στον όρο αυτόν ένα πιο περιεκτικό σκεπτικό από αυτό που θα απέδιδε ο όρος status ή office,εφόσον αναφέρεται σε οποιονδήποτε τύπο σταθερής και παραδεδεγμένης κατάστασης, που είναι πολιτιστικά αναγνωρίσιμη. Σε όποια άλλη περίπτωση, ο όρος transition έχει διαφορετικές πολιτιστικές ιδιότητες από αυτές του state. Βλ. στο ίδιο, σελ. 338
[8] Ο Turner χρησιμοποιεί εδώ τον όρο ritual (τελετουργικός /ή /ό), διότι –επεξηγεί- ανταποκρίνεται περισσότερο στις μορφές της θρησκευτικής συμπεριφοράς, που έχουν να κάνουν με την κοινωνική μετάβαση και όχι τον αντίστοιχο όρο ceremony (εθιμοτυπία, επισημότητα), γιατί έχει πιο στενή σχέση με θρησκευτικές συμπεριφορές, που συνδέονται με κοινωνικές καταστάσεις, όπου οι θεσμοί πολιτικής νομιμότητας έχουν επίσης μεγαλύτερη σημασία·  ritual is transformative, ceremony (is) confirmatory.
[9] «…ως μέλη της κοινωνίας, οι περισσότεροι από εμάς βλέπουμε μονάχα ό,τι περιμένουμε να δούμε και αυτό που περιμένουμε να δούμε είναι αυτό που είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε, εφόσον έχουμε μάθει τους ορισμούς και τις αποσαφηνίσεις του πολιτισμού μας.» Βλ. Ritual -Victor W. Turner – Betwixt and Between, the Liminal Period in Rites of Passage, London (1964), σελ. 339
[10] Ο αποχωρισμός έχει ολοκληρωθεί με τον θάνατο.
[11] Για παράδειγμα στην φυλή των Beti εξωθείται ο μυημένος στην υιοθέτηση βίαιης συμπεριφοράς απέναντι στο συγγενικό θηλυκό φύλο. Βλ. ό. π., Ph.Laburthe- Tolra, J.P.Warnier,  σελ. 200
[12] Βλ. Mary Douglas –Purity and Danger, an Analysis of Concepts of Pollution and Taboo, Routledge & Kegan, London (1966),
[13] Βλ. ό.π., Victor W. Turner, σελ. 340
[14] Βλ. στο ίδιο, σελ. 340 -341
[15] Εξάλλου, δεν είναι συμβατό ένας μη χαρακτηρισμένος άνθρωπος να φέρει τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου.
[16] Βλ. ό.π., Victor W. Turner, σελ. 341-342
[17] Χαρακτηριστικά, στους Beti παιδιά των 6 έως 8 χρονών συνυπάρχουν με άνδρες άνω των 15 και 20 ετών.
[18] …ένας λεκτικός συμβολισμός, που δηλώνει την ζωτικής σημασίας αλληλεγγύη και συντροφικότητα.
[19] Το πλέον σύνηθες παράδειγμα είναι η μετάβαση στο αρσενικό από την φάση του αγοριού. Η ιδιότητα του ενηλίκου θεωρείται ότι θα ολοκληρωθεί μόνο στο αρσενικό γένος, εξ ου και η σημασία της μύησης των αγοριών. Για την ακρίβεια η μύηση συνιστά επαλήθευση της αρσενικής ταυτότητας του αρσενικού. Βλ. Ό.π., Ph. Laburthe- Tolra, J.P. Warnier, σελ. 201
[20] Βλ. ό.π., Victor W. Turner, σελ. 343
[21] Βλ. ό.π.., Victor W. Turner, σελ. 344
[22] Άλλωστε, οι νεοφώτιστοι είναι αυτοί που συγκρατούν την αξία του προγονισμού, μέσω τιμών, θυσιών και τελετουργιών της ίδιας διαδρομής, που ακολούθησαν αυτοί και θα ακολουθήσουν οι επόμενες γενιές και ούτω καθεξής. 

Σχόλια