Από την Πειθαρχική Κοινωνία Στην Κοινωνία του Ελέγχου...


“Αν δεν υπήρχε ο θάνατος, η ζωή θα ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο, χωρίς κινδύνους ή μυστήριο· μια κακόφωνη επανάληψη εμπειριών, ίσαμε τον πλέον αποτρόπαιο και ανούσιο κορεσμό.  Χάρη στο θάνατο υπάρχει η αγάπη, η επιθυμία, η φαντασία, οι τέχνες, η επιστήμη, τα βιβλία, ο πολιτισμός, όλα όσα κάνουν τη ζωή ανεκτή, απρόβλεπτη, συναρπαστική. Η λογική μας το εξηγεί αυτό, αλλά ο παραλογισμός που ζει μέσα μας μάς εμποδίζει να το δεχτούμε. Ο τρόμος των επιδημιών είναι απλά ο φόβος του θανάτου, ο οποίος πάντα θα μας συνοδεύει, σαν σκιά.” Μ.Β.Γιόσα

“Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης” - “Κατάσταση Εξαίρεσης” - “Αόρατος Εχθρός” - “Απαγορεύσεις Συναθροίσεων” - “Περιοριστικά Μέτρα” - “Απαγόρευση Κυκλοφορίας” - “Αναστολή Λειτουργίας Καταστημάτων” - “Περιστολή Συνταγματικών Ελευθεριών” - “Αύξηση της Αστυνόμευσης” - “Παρουσία Στρατού” και πόσες ακόμη φράσεις και τίτλοι πολεμικής χροιάς και επίγευσης εν καιρώ ειρήνης...!

Ο φόβος του κορωνοϊού έχει καταλήξει πιότερο έντονος από τον αντίστοιχο φόβο της τρομοκρατίας νομιμοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε πρωτοφανή επίπεδα την καταστολή. Το δίκτυο της εξουσίας, για ακόμη μία φορά (μετά από το 1989, μετά το 2001, μετά το 2007-2008, για να θυμηθούμε τα πρόσφατα) κυβερνά μέσω κρίσης, όποιας κρίσης μιας και στο σύνολό τους τείνουν να καταστούν “χειροποίητες”...

Σχεδόν ατάραχα το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης θυσιάζεται από την πλειοψηφία ενός κόσμου που από τα μέσα του 20ου αιώνα μέχρι και τις ημέρες μας δείχνει να έχει οικειοποιηθεί τη βίαιη καθημερινότητα των σύγχρονων αστικών κοινωνιών. Η χειραγώγηση της πανδημίας από το πολιτικό και το μιντιακό καταστημένο δημιουργεί ευπρόσδεκτες συνθήκες περιορισμού των ελευθεριών παράγοντας ταυτόχρονα πανικό, στοιχεία που απαντώνται κατά κόρον σε πολεμικές καταστάσεις. Ο πόλεμος (με την παραδοσιακή του μορφή και πραγμάτωση, ήτοι η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ εθνικών/κρατικών οντοτήτων) καθίστατο κάθε φορά συγκεκριμένος τόσο από άποψη χώρου όσο και από την πλευρά του χρόνου. Στην παρούσα φάση η πανδημία του ιού COVID-19 εμφανίζεται (διαφημίζεται) και διασπείρεται σαν ένας “αόρατος εχθρός” συντείνοντας στη δημιουργία  πολεμικών συνθηκών, δίχως όμως καθορισμένο περίγραμμα στο χώρο ή το χρόνο. Επιπλέον, δεν φαίνεται κάποιος να απολαμβάνει ασυλία στο πέρασμά του, εντοπίζεται οπουδήποτε ο φορέας κινήθηκε ή έβηξε συν τω χρόνω που χρειάζεται να μεταφερθεί ή να παραμείνει σε φιλόξενες επιφάνειες. 

Ως μόνος χωροχρόνος που υπαγορεύεται είναι αυτός που δύναται να προσδιοριστεί εντός του σπιτιού (για αυτούς που έχουν) και για την πλειοψηφία των δανειοληπτών που έχουν υποθηκεύσει τη μοναδική τους κατοικία αποτελεί μία επισφαλή σιγουριά. Η αφορμή, που δόθηκε μέσω της παρούσης κρίσης στη δημόσια υγεία (κορωνοϊός), στον κόσμο να βρεθεί αντιμέτωπος με τον εαυτό του -λίγο πιο πέρα από τα τετριμμένα τής μέχρι πρότινος καθημερινότητάς του- και με αυτούς που διάλεξε να υλοποιήσει τα όνειρά του δεν αποτελεί αφορμή κατάρρευσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου κοινωνικής δημιουργίας. Τουναντίον, αν θα έπρεπε να καταλήξουμε σε κάποιο άμεσο συμπέρασμα αυτό δεν θα ήταν άλλο από την ευκαιρία που η συγκυρία στον καθένα/καθεμιά μας να αντιτάξουμε τον εαυτό μας σε έμας τους ίδιους -λίγο μακρύτερα(;) από τα υποτιθέμενα μοντέλα επιβίωσης. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την πλέον ωμή και ειλικρινέστατη αντιμετώπιση της επιβεβλημένης αυταπάτης χρήσης των συγκεκριμένων μοντέλων: με άλλα λόγια, την (έστω όψιμη) επανερμηνεία των εικονικών συμβάσεων της καθημερινότητας.

Στον ελλαδικό χώρο, η «εθνική συστράτευση» μετατοπίστηκε από το «ενάντια στον εισβολέα»-μετανάστη/ρια στον Έβρο και το Αιγαίο στο «ενάντια στον αόρατο εχθρό»-κορωνοϊό. Οι απαγορευτικές ρυθμίσεις αναβαθμίζονται καθημερινά διανθισμένες με μια νέα «γλώσσα» εξουσίας, που επιχειρεί από τη μια να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση για την περιστολή της ελευθερίας μας, κι από την άλλη να υποσκιάσει τον ρόλο του κράτους ως θεματοφύλακα των μεταξύ μας διαιρέσεων, των κυρίαρχων διαχωρισμών. Η επίκληση -από κυβερνητικούς και άλλους θεσμικούς παράγοντες- στην «ατομική ευθύνη», για τη «διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος/συλλογικού καλού», την «προστασία της υγείας όλων» και το ξεπέρασμα της «υγειονομικής κρίσης» αναπαράγεται καθημερινά από τα καθεστωτικά -και όχι μόνο- μίντια, συνοδευόμενη από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτ και μότο «μένουμε σπίτι». Δια στόματος πρωθυπουργού ανακοινώνεται πως «το κράτος απέδειξε ότι ήταν και είναι παρόν παντού» και «τώρα είναι η ώρα του πολίτη». Μια νέα κοινότητα στήνεται πάνω στο εξατομικευμένο υποκείμενο των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού, που πειθαρχεί στις εντολές του «κράτους-προστάτη», εξαιρώντας βεβαίως από το νέο εθνικό όραμα τις απόκληρες και τους απόκληρους αυτού του κόσμου: τις μετανάστριες, τις τοξικοεξαρτημένες, τους φυλακισμένους, τους «ψυχικά ασθενείς», τις άστεγες…(Αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο έδαφος, Αγρός
Απρίλιος ’20)

Η ακολουθία των πραγμάτων προδίδει απροσχημάτιστα την εξέλιξη της προκείμενης κατάστασης: εφόσον τίθεται σε ισχύ ο επιβεβλημένος εγκλεισμός των “δυνητικών” ασθενών στο σπίτι, οι κυβερνήσεις εκμεταλλευόμενες τη γενικευμένη αδράνεια ως απότοκο του αναπόφευκτου κυρίαρχου φόβου (επιβάλλοντας lockdown στο οικονομικό/κοινωνικό/πολιτισμικό επίπεδο) θα μεγιστοποιήσουν το βαθμό εξουσίας των μέσω ακραίων νομοθετημάτων αναφορικά στο εργασιακό/οικονομικό και ελεγκτικό μοντέλο. Η διαχείριση της κοινωνικής κινησιολογίας του πλήθους θα διατηρήσει τα φίλτρα που δοκιμάζει τώρα πάνω της η αφρόκρεμα της εξουσίας. Μπορεί από τη μία πλευρά η κυκλοφορία στους δρόμους να περιοριστεί ποσοστιαία, ενώ την ίδια στιγμή το αίσθημα ανασφάλειας θα περιορίζει την ελευθερία καθιστώντας ταυτόσιμες τις έννοιες ασφάλεια=ελευθερία. 

Ό,τι συνέβη με τους πάλαι ποτέ πολέμιους του πλαστικού χρήματος, οι οποίοι κατόπιν κρύφτηκαν πίσω από τη χρηστικότητα και την ευκολία που τους παρέχει, θα συμβεί και με όσους (την πλειοψηφία δηλαδή) ανησυχούν “εκ του ασφαλούς τής ψευδεπίφανης προσωρινότητας της πανδημίας” για το μέλλον που επιφυλάσσεται αναφορικά στα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Φαίνεται ήδη πόσο απλόχερα ομονοούν στην ποινικοποίηση της κίνησης και της επαφής συνυπογράφοντας τον εγλεισμό τους στο σπίτι.     

Θα αυξηθεί το ποσοστό ενδοοικογενειακής βίας (μιας και δεν λειτουργούν τα μπαρ, τα καφενεία, τα γήπεδα κοκ). Το θύμα συναινεί έκων άκων στην παρουσία του θύτη, εξαιτίας τής απαγόρευσης κυκλοφορίας. Τα περιστατικά βίας εντός των κλειστών τοίχων των τραγωδιακών οικογενειών, με θύματα κυρίως γυναίκες και παιδιά, (αν) καταγγέλονται σιωπηλά διαμέσω κωδικοποιημένου λόγου στα φαρμακεία αντί να καταδικάζονται άμεσα και άφοβα.    

Ο γείτονας θα μετατραπεί σε “μολυσματικό εχθρό”, θα πάρει σάρκα και οστά ο μαντσονικός τύπος του εκούσιου μεταδότη, ο “untore”, μιας και οι πιθανότητες τα μπαλκόνια να γίνουν τα νέα χαρακώματα αυξάνονται. Τόσο ο “μικρά ελαττούμενος” του Πιττακού του Μυτιληναίου όσο και ο χριστιανικής προέλευσης “πλησίον” θα αντιμετωπίζεται με καχυποψία και σταδιακά θα λησμονηθεί στη νέα διαδρομή της κοινωνικής επιβίωσης. Η διαβρωτική εξάπλωση της βιομηχανικής κοινωνίας στην κουλτούρα του υποκειμένου (σύμφωνα με τον Μαρκούζε) επανεκκινείται διά μέσω της καταφυγής στη φροντίδα του εαυτού, διεισδύει δηλαδή σε σφαίρες ιδιωτικές και ο πολίτης στέκεται στην εξώπορτα ανέμελος οικοδεσπότης.   

Η καθημερινή παρουσία στους δρόμους και τα πεζοδρόμια θα συνοδεύεται από τίτλους, παροχές, εξαιρέσεις, πρόστιμα, συλλήψεις, δωσιλογισμό και κακοπροαίρεση. Προκειμένου να αποφεύγεται η διαπόμπευση της δημόσιας θέας και κυκλοφορίας η διαδικτυακή καθημερινότητα θα γιγαντωθεί. Η εικονική επαφή στην εργασία, τον ελεύθερο χρόνο και τις διαπροσωπικές σχέσεις θ’ αποκτήσει την κανονικότητα που διεκδικούσε καιρό τώρα. Οι κάτοχοι διαδικτυακών διαπιστευτηρίων θα αναπνέουν κάπως περισσότερο από όσους εξακολουθούν να αρνούνται το επίπλαστο της ολικής εικονικοποίησης της πραγματικότητας. Να γιατί κάποιοι υποστηρίζουν πως στις ημέρες μας η δημοκρατία είναι εν τέλει αδιανόητη.   

Το γέλιο των παιδιών θα ακούγεται σαν ενοχλητικά επικίνδυνος σπηλαιώδης βόμβος μιας και οι παιδικές χαρές θα παραμένουν κλειστές. Οι κραυγές απόγνωσης θα αγγίξουν ντεσιμπέλ ικανά να σπάνε καρδιές και να βυθίζουν μάτια μέσα στο δάκρυ εξαιτίας της ανικανότητας για οτιδήποτε. Αυτό το γέλιο, το γέλιο του καθενός μάλλον δεν θα επιστρέψει με την επιπολαιότητα και την απλότητα που κάποτε διακρίνοταν, τη φαυλότητα και την υπεροψία που συχνά ενδύοταν, ακόμη και την αμηχανία που προστάτευε μέσα από τα χείλη που ριγούσαν και κόμπαζαν...

           

Σχόλια