Η μετάβαση από την αρχαϊκή περίοδο στην κλασική σηματοδοτείται από εξελίξεις και αλλαγές οικονομικής και κοινωνικής φύσης, οι οποίες δεν αφήνουν ανεπηρέαστο και τον τομέα της τέχνης, ιδιαίτερα το θέατρο, γεγονός που αναντίρρητα προβάλλεται μέσα από την διαμόρφωση του δράματος και της έκθεσής του προς το κοινό, τον 5ο αι. π.Χ..
Στόχος του κειμένου είναι να αποδώσει αυτήν την ζύμωση, που λαμβάνει χώρα στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., την πλέον αντιπροσωπευτική πόλη-κράτος, μέσα από μία επισκόπηση των κοινωνικών και πολιτικών δρώμενων και ανάλυση της επίδρασής τους στην γένεση και ανάπτυξη του αττικού θεάτρου.
Αρχικά θα γίνει μια παρουσίαση του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι κατά τον 5ο αι. π.Χ., με ιδιαίτερη έμφαση στο πολιτειακό σύστημα της πόλης των Αθηνών και στην συνέχεια θα γίνει προσπάθεια να αποτυπωθεί το στίγμα των θεατρικών θρησκευτικών εορτών.
Με την υποχώρηση του περσικού κινδύνου στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., οι δύο μεγάλες δυνάμεις, η Σπάρτη και η Αθήνα, έχουν πια εγκαθιδρύσει την υπεροχή τους ως χερσαία και ναυτική δύναμη αντίστοιχα· εν τούτοις, ανάμεσα στις δύο πόλεις-κράτη, η Αθήνα είναι αυτή που θα εκμεταλλευτεί το κύρος που απέκτησε κατά τους Περσικούς πολέμους, απλώνοντας την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού κόσμου.
Το 477 π.Χ. ιδρύεται η Αθηναϊκή συμμαχία (ή συμμαχία της Δήλου), μια ομοσπονδία ίσων ναυτικών κρατών απαρτιζόμενη από την Αθήνα, τις πόλεις κράτη της Ιωνίας και τα νησιά του Αιγαίου, με σκοπό την διατήρηση των Περσών μακριά από το Αιγαίο και την απελευθέρωση των κρατών της Ιωνίας, που βρίσκονταν ακόμα υπό την περσική κυριαρχία. Η συμμαχία, μέσω της εξασφάλισης της ειρήνης, καθώς και της ακόλλητης προσπέλασης των ναυτικών οδών, συνέβαλε στην ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των πληθυσμιακών μετακινήσεων , καθιστώντας μια ευημερία ιδιαιτέρως εμφανή στην Αθήνα, εφόσον αυτή βρισκόταν στην κορυφή της συμμαχίας.
Με τις νομοθετικές αλλαγές του 6ου αιώνα π.Χ.(από τον Σόλωνα μέχρι τον Κλεισθένη), η Αθήνα αποτελούσε το πρότυπο της συμπαγούς εδραιωμένης δημοκρατίας, με τον πληθυσμό της Αττικής να αγγίζει, περίπου, τους 300.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι αυτόχθονες άρρενες υποχρεούνταν να συμμετέχουν στα κοινά. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της Αθήνας, σύμφωνα με τα δεδομένα της περιόδου και την πολιτική κατάσταση στις άλλες πόλεις-κράτη, ενισχύθηκε τον 5ο αι. π.Χ., καθώς για πρώτη φορά οι πολίτες αμείβονταν για την εκτέλεση δημόσιων καθηκόντων. Με την κατάργηση των οικονομικών φραγμών, όσον αφορά την άσκηση των δημόσιων αξιωμάτων, οποιοσδήποτε πλέον αυτόχθων άρρεν μπορούσε να συμμετέχει σ’ ένα δικαστήριο ή στην βουλή των Πεντακοσίων χωρίς να χρεώνεται· οι οικογένειες της κατώτερης τάξης λάμβαναν μια μορφή επιχορήγησης από τους ευγενείς, σε μια περίοδο που το ταμείο της Αθήνας γέμιζε διαρκώς, κατέχοντας η ίδια την πρωτοκαθεδρία της Αθηναϊκής ηγεμονίας.
Αυτή η αμφίδρομη σχέση δικαιώματος-υποχρέωσης του πολίτη με τα εργαλεία τής πολιτικής πραγματικότητας από την μια πλευρά και το ισχύον ιστορικό πλαίσιο από την άλλη, αντικατοπτρίζεται πλήρως στο ποιοτικό σκέλος των θεατρικών παραστάσεων. Το έργο Πέρσες του Αισχύλου (ανεβασμένο το 472 π.Χ.), με χορηγό το νεαρό Περικλή, εξαίρει την αποτελεσματικότητα των δημοκρατικών διαθέσεων απέναντι στις ηγεμονικές τάσεις των ξένων εισβολέων. Η νίκη επί του εχθρού είναι απότοκος των κοινωνικών διεργασιών, που συντελούνταν στην Αθήνα, από τον 6ο αι. με το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης τον 5ο αιώνα π.Χ..
Μέσα σε αυτό το κλίμα ευμάρειας και πολιτισμικού πλούτου άνθησε το δράμα στην Αθήνα· η ανάπτυξή του, τον 5ο αι. π.Χ., οφείλεται στο γεγονός ότι συνιστούσε κεντρικό άξονα της σκέψης, αλλά και στις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας, ενώ ποτέ δεν λειτούργησε ως μια περιθωριακή δραστηριότητα μιας χαλαρά συναρθρωμένης κοινωνίας. Η Αθήνα, λόγω της συμμετοχής των πολιτών σε όλα τα όργανα της πολιτείας και της συλλογικής δράσης, αποτελούσε μία πιο ολοκληρωμένη κοινωνία, σε αντίθεση με την σημερινή.
Οι Αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν ενεργά στην Εκκλησία του Δήμου και στην βουλή των Πεντακοσίων, ενώ συγχρόνως εντός του θεάτρου εξασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών και στην επικοινωνία· άλλωστε, η παρουσία των ραβδούχων, πολιτών που επέβλεπαν και αποκαθιστούσαν την τάξη κατά την διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων, προδίδει την κοινωνική ένταση και την θερμοκρασία του υποκειμένου, τον αυθορμητισμό του και την συνδρομή του στην εξέλιξη της παράστασης. Ο θεσμός των χορηγιών, η παρακολούθηση της προετοιμασίας των έργων, η τελετή που πραγματοποιούνταν δυο μέρες νωρίτερα από την διεξαγωγή των παραστάσεων (ο Προάγων), όπου παρουσιάζονταν επίσημα οι διαγωνιζόμενοι ποιητές, μαζί με τους χορευτές, τους υποκριτές και τους χορηγούς και η υποχρεωτική παρουσία κατά την διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων, της πιο λαμπρής τελετής, αφορούσε όλους τους πολίτες.
Για τα οργιαστικά Λήναια, δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες, πέραν του τοπικού τους χαρακτήρα και κάποιων ενδεχόμενων δρομολογίων που ακολουθούσε η πορεία του πλήθους, καθώς και το γεγονός ότι η τραγωδία είχε υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία, κάτι που επιβεβαιώνει τόσο η μία και μοναδική νίκη του Σοφοκλή σε εφτά προσπάθειες όσο και η παντελής αδιαφορία του Αισχύλου για την γιορτή των Ληναίων. ΤαΑνθεστήρια από την άλλη, που γιορτάζονταν κατά τα τέλη του Φεβρουαρίου, περιλάμβαναν και αυτά παραστάσεις έργων, δίχως όμως να μπορούν να συναγωνιστούν την αίγλη και την κοσμοσυρροή των αστικών Διονυσίων.
Σύμφωνα με τον Baldry, τα εν άστει Διονύσια αποτελούσαν «γεγονός με πανελλήνιο, κατά κάποιον τρόπο, χαρακτήρα που συγκέντρωνε… ανθρώπους από ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο». Ο χρόνος πραγματοποίησης των θρησκευτικών -αστικών διονυσιακών εορτών, προς τα τέλη του Μαρτίου, κάθε άλλο παρά άστοχος δεν ήταν. Η άνοιξη ανέκαθεν εξυπηρετούσε το τρίπτυχο πολεμικές επιχειρήσεις - αγροτική δραστηριότητα -εμπορική κίνηση, υπό το υπάρχον θρησκευτικό περίβλημα. Η γονιμότητα και η ξεκούραση από τον χειμερινό μόχθο, ντύνονταν με την θρησκευτικότητα των τελετών, υπό την προστασία του Διόνυσου, οπόταν δεν διακόπτονταν από εχθροπραξίες. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι θεατρικές εκδηλώσεις αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου θρησκευτικού εορτασμού περιόριζε την δυνατότητα ανάπτυξης ατομικών πρωτοβουλιών. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο G. Steiner «…από όλα τα δυτικά λογοτεχνικά είδη…το τραγικό δράμα είναι το λιγότερο διακριτό από την θρησκεία. ».
Φτάνοντας σε ένα πρώτο συμπέρασμα, γεγονός αποτελεί ότι το θέατρο είναι γέννημα της δημοκρατίας και δη της Αθηναϊκής και ακμάζει μέσα σε έναν αιώνα, διαγράφοντας παράλληλη πορεία με το πολίτευμα και τις προαναφερθείσες κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες.
Οι θεατρικές παραστάσεις κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του εορτασμού, που διαρκούσε έξι ημέρες, από την 9η έως την 14η του Ελαφηβολιώνος. Μια ελληνική τριλογία, αφού παρουσίαζε στην σκηνή του θεάτρου, αλληλοσυνδεδεμένους ή ανεξάρτητους, μύθους μέσα από τρεις τραγωδίες ενός συγγραφέα, ακολουθείτο πάντοτε από ένα σατυρικό δράμα και τέλος μια κωμωδία. Το διάστημα προετοιμασίας μέχρι την τελική παρουσίαση του έργου ανήγετο στους έξι μήνες. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, οι θεατρικοί συγγραφείς, ήτοι οι τραγωδοί και οι κωμωδιογράφοι, με την βοήθεια τωνχορηγών, μάζευαν κυριολεκτικά , ηθοποιούς, τα μέλη του Χορού και παρέδιδαν αρκετές φορές οι ίδιοι μαθήματα χορού, στην περίπτωση που δεν υπήρχαν χοροδιδάσκαλοι. Οι χορηγοί, από την μεριά τους, υποχρεούνταν να στηρίζουν οικονομικώς την όλη διαδικασία των θεατρικών παραστάσεων, παρέχοντας χρηματική αρωγή στα μέλη του χορού, τον αυλητή και τον χοροδιδάσκαλο, καθώς επίσης και για τα προσωπεία και τα κουστούμια του χορού (σκεύη). Η επιτροπή των κριτών αποτελείτο από δέκα άτομα, ένα από κάθε φυλή, τα οποία κληρώνονταν.
Οι παραστάσεις διεξάγονταν στο θέατρο, το οποίο από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. οικοδομείται ως μόνιμο και το οποίο συνετήθετο από τα εξής τρία μέρη:α) το αμφιθεατρικό κοίλον, όπου μαζεύονταν οι θεατές, β) τηνορχήστρα- ένα κυκλικό πλάτωμα, στην οποία κινούνταν ο χορός και γ) τηνσκηνή- ένα ξύλινο σκηνικό οικοδόμημα, πάνω στην οποία εκτυλισσόταν το έργο. Η τριπλή αυτή αρχιτεκτονική δομή, εκφράζει την τριπλή λειτουργία του χορού των υποκριτών και των θεατών. Οι παραστάσεις ξεκινούσαν νωρίς το πρωί, ώστε να εξοικονομηθεί ο κατάλληλος χρόνος για όλα τα έργα και τελείωναν λίγο πριν την δύση του ηλίου.
Η αρχαία ελληνική τραγωδία εμφανίζεται ως συγκεκριμένη ιστορική στιγμή σε ακριβή χώρο και χρόνο έχοντας για υλικό της τον αναπτυσσόμενο κοινωνικό προβληματισμό της πόλης και με περιεχόμενο την πλούσια παρακαταθήκη τής ελληνικής μυθολογίας, περιβεβλημένη με την αχλύ του παρελθόντος. Ο Αισχύλος, με την τριλογία του Ορέστεια, μέσα από το συνονθύλευμα σχέσεων και φόνων, φωτίζει ένα γενικό πρόβλημα της σύγχρονής του πραγματικότητας, όπου όταν σε μια κοινωνία, τα προσωπικά κίνητρα καθορίζουν τη δημόσια ζωή, το αποτέλεσμα είναι ο θάνατος και η καταστροφή. Ο Σοφοκλής, στην θηβαϊκή τριλογία του, παρουσιάζει το ενεργούν άτομο ένοχο και αθώο, να προκαλεί το κακό χωρίς να το επιδιώκει· κι όμως, στο έσχατο όριο του μαρτυρίου του εντοπίζεται η αξίωση του ανθρώπου για αξιοπρέπεια . Ο Ευριπίδης με τις Βάκχες έχοντας πια αποσυρθεί από την Αθήνα στην Μακεδονία, δείχνει να αποστρέφεται την πόλη του (τον θεό της τέχνης του, στην τραγωδία) και τις διαμάχες που την χαρακτηρίζουν, την ώρα που ο πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) βρίσκεται στα πρώτα του στάδια και ο λοιμός θερίζει την πόλη της Αθήνας.
Το τραγικό δράμα μάς διδάσκει ότι οι σφαίρες του λογικού, της τάξης και της δικαιοσύνης, είναι τρομακτικά πεπερασμένες και ότι καμιά πρόοδος στην επιστήμη μας ή στα τεχνικά μέσα δεν κατορθώνει να μεταθέσει τα περιορισμένα τους όρια. Εδώ εδράζεται και η ουσία τής τραγωδίας, το ανεπίστρεπτο του τραγικού· διαχωρίζεται πλήρως σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί άδικο, γι’ αυτό και η λύτρωση επέρχεται συνήθως μέσου του θανάτου, ως απάντηση στην ύβρη. Η Θεία Δίκη- η λύση της τραγωδίας- συνδυάζει μοναδικά αυτήν την σχέση σεβασμού του ανθρώπου προς το θείο. Η τεχνική της τραγωδίας παρουσιάζει μια πολικότητα μεταξύ του ανώνυμου χορού- του εκφραστή των συναισθημάτων του κοινού- και του τραγικού ήρωα, που αντιβαίνει τις ηθικές και πολιτισμικές νόρμες της ζωής. Τα ηρωικά πρόσωπα παρουσιάζονται ολοζώντανα στην σκηνή, αντιπαρατίθενται μέσω των στιχομυθιών με τον χορό και ως εκ τούτου, η δράση των εγείρει συναισθήματα και συζητήσεις στο κοινό.
Το σατυρικό δράμα εκτυλισσόταν στον φυσικό χώρο των σατύρων, σε αντίθεση με την τραγωδία και την κωμωδία, οι οποίες διαδραματίζονταν μπροστά από το παλάτι και στην πόλη αντίστοιχα. Είναι το έργο, με το οποίο τελειώνουν την παρουσίαση της τετραλογίας τους οι δραματικοί ποιητές. Το σατυρικό δράμα, εμφανώς και από την ονομασία του, ήταν το είδος με την μεγαλύτερη συγγένεια προς την διονυσιακή λατρεία και είχε ίδια θεματική με την προηγούμενη τριλογία· τις περισσότερες φορές, οι ποιητές του σατυρικού δράματος παρωδούσαν κάποιες σκηνές από τις τραγωδίες που είχαν προηγηθεί· …αυτός ο κωμικός επίλογος κορόιδευε, ειρωνευόταν, εξέτρεπε ως την καρικατούρα και την διάλυση, στοιχεία του προηγούμενου τραγικού υλικού.
Η κωμωδία, από την άλλη μεριά, η οποία μόλις στα μέσα του 5ου αιώνα προσέλκυσε την προστασία του Κράτους στην γιορτή των Λήναιων, εξαιτίας του άσεβούς της χαρακτήρα, συνέχιζε από το σημείο που η τραγωδία σταματούσε· τα έντονα στοιχεία της παράδοσης ενυπάρχουν διανθισμένα εν τούτοις με άσεμνο, πολλές φορές, λεξιλόγιο, αποδίδονται με ρεαλισμό και αναπαρίστανται όψεις της καθημερινότητας· αυτή η αμεσότητα και ο αυθορμητισμός που χαρακτήριζε την κωμωδία, συχνά στόχευε σε προφανή χλευασμό επωνύμων, με αποτέλεσμα την δίκη και αρκετές φορές την καταδίκη κωμωδιογράφων, όπως για παράδειγμα είχε συμβεί στην περίπτωση του Κλέωνα και του Αριστοφάνη, του πιο αντιπροσωπευτικού κωμωδιογράφου της κλασικής εποχής, μαζί με τον Κρατίνο και τον Εύπολη. Ως διάδοχο έργο του σατυρικού δράματος, η κωμωδία έφερνε το θεϊκό στοιχείο πιο κοντά στον άνθρωπο, προκαλώντας εύθυμη διάθεση, χρησιμοποιώντας σκωπτικό και δεικτικό ύφος και χαλαρώνοντας τις αισθήσεις των θεατών. Παράλληλα υπενθύμιζε τόσο στους άρχοντες όσο και στην ίδια την πολιτική εξουσία την θνητότητα των πρώτων και την θνησιγενή φύση της δεύτερης.
Η κωμωδία αποτελούσε το πλέον εναργές μέσο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής· η θεματική της παρμένη από τις εκφάνσεις του καθημερινού πολιτικού- κοινωνικού- οικονομικού βίου άγγιζε με ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις που ερέθιζαν συζητήσεις και δημιουργούσαν έντονο προβληματισμό. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως με τον θάνατο του Περικλή δεν ήταν λίγοι οι κωμωδιογράφοι, που έχασαν ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα της σάτυράς τους. Βεβαίως, η φαρέτρα της καθημερινότητας και των εξελίξεων περιείχε σωρεία θεμάτων προς σχολιασμό.
Από τα παραπάνω συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί η θεατρική τέχνη δίχως το επίχρισμα της δημοκρατίας. Αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των Αθηναίων πολιτών, γεγονός το οποίο πιστοποιεί πασίδηλα η αθρόα προσέλευση του κόσμου στις θεατρικές παραστάσεις, εφόσον αυτές εντάσσονταν στις θρησκευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Το θέατρο και η αγορά αποτελούσαν πεδία συζήτησης, ήτοι το συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας, σε αντίθεση με την πρώιμη περίοδο του, τον 6ο αι. π.Χ., όπου η τυραννία ως μορφή πολιτεύματος περιόριζε τον κοινωνικό σχολιασμό δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στο θρησκευτικό στοιχείο και το θεαματικό.
Όπως παρατηρεί ο Κ. Παπαιωάννου, «…ένα τραγικό θέατρο ενσωματώνεται μέσα στην οργανική κοινωνία και έχει ταυτιστεί με τις ιδέες της υπεύθυνης κρατικής της λειτουργίας.». To τραγικό θέατρο και η καυστική κωμωδία συνυπήρχαν με το Κράτος και ωχριούσαν απέναντι στην κατάρρευση του ενός και του άλλου.
Αν στην περίπτωση των τυράννων Πεισίστρατου (στην Αθήνα) και Περίανδρου (στην Κόρινθο) παρατηρούμε την προσπάθεια προώθησης του θεατρικού δρώμενου, τότε χωρίς αμφιβολία στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., τον επονομαζόμενο χρυσό αιώνα των γραμμάτων, της φιλοσοφίας και των τεχνών, αυτή η προσπάθεια επιβραβεύεται· οι πνευματικές αναζητήσεις σε συνδυασμό με την παγιωμένη συμμετοχική δημοκρατία παρείχαν στους πολίτες την ευκαιρία να λαμβάνουν μέρος στα κοινά είτε ως όργανα των τριών εξουσιών, δηλαδή της νομοθετικής, της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας είτε μέσω της ομαδικότητας και της μέθεξης ποικίλων δραστηριοτήτων, χαρακτηριστικότερη εκ των οποίων παρουσιάζεται αυτή των θεατρικών παραστάσεων. Η αμφίδρομη σχέση Κράτους και θεάτρου επιβεβαιώνεται τόσο με την ανάπτυξη όσο και με την παρακμή του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
H.C. Baldry, Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992, 3η έκδοση
2.
Η.D. Blume, Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986
3.
J-P Naquet & P.V. Vernant, Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Σύγχρονη Αρχαιογνωστική Βιβλιοθήκη Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988, τόμος Α’
4.
Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Εκδοτικός Οίκος Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001
5.
Τομ Χολτ, Εύπολις ο Κωμωδιογράφος, εκδ. Καλέντης, Αθήνα, μετάφρ. Γ. Σπανδώνης, Αθήνα 2002
6.
Τζ. Στάινερ, Αξόδευτα Πάθη, μετάφρ. Κατ. Σχινά, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2001
7.
Τζ. Στάινερ, Ο Θάνατος της Τραγωδίας, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα –Γιάννενα 1988
8.
Time Life Books, Παγκόσμια Ιστορία, τόμος 3ος ,εκδ. Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1992
9.
Ν. Χουρμουζιάδης, Θέατρο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Γ2, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972
10.
Ελ. Εμμανοήλ-Φλέσσα, Θέατρο, Κινηματογράφος, Μουσική, Χορός, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 28, εκδ. Εκδοτική Αθηνών
11.
Κ. Παπαιωάννου, Μάζα και Ιστορία, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2003
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου