Η πολιτική κατάσταση και οι συναφείς θεσμικοί νεωτερισμοί στα τέλη του Μεσαίωνα




«...Σε τελευταία ανάλυση, το σαφέστερο αποτέλεσμα των εξελίξεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, του τέλους του Μεσαίωνα, ήταν η διατήρηση βασικών στοιχείων του κυρίως Μεσαίωνα» E. Burns (βλ. E. Burns, σελ. 50)


Οι τελευταίες σελίδες των μεσαιωνικών χρόνων χαρακτηρίζονται από τις ασθένειες, τους πολέμους, τη βία, τις επιδημίες και την γενικευμένη πείνα. Παράλληλα με τις συμφορές που γνώρισε ο μεσαιωνικός κόσμος, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της μεσαιωνικής περιόδου σημειώνονται αρκετές αλλαγές, οι οποίες στο σύνολό τους σηματοδοτούν τη μετάβαση στους νέους χρόνους. 
Η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή δεν έμεινε ανεπηρρέαστη από τις εξελίξεις αυτές.  Η παπική ισχύ αμφισβητείται και η κοσμική δύναμη της Εκκλησίας περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την υπεροχή των βασιλέων. Το φεουδαρχικό σύστημα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης του μεσαιωνικού κόσμου κατευθύνεται προς το ναδίρ και αντικαθιστάται σταδιακά, καθώς προετοιμάζεται και συνακόλουθα επιτυγχάνεται η ανάδυση νέων δυνάμεων, των μοναρχιών και των απολυταρχικών κρατών. 
Παρακάτω παρουσιάζονται οι εξελίξεις και οι αλλαγές που διαμόρφωσαν τη νέα πολιτική κατάσταση και τους συναφείς θεσμικούς νεωτερισμούς. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται οι νέες πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας που διαμορφώνονται και ωθούν προς τη μετάβαση στους νέους χρόνους μετά τον Μεσαίωνα και παρουσιάζεται η νέα διαμορφούμενη πολιτική κατάσταση.


Ήδη από τις αρχές του 11ου αι., στο ευρωπαϊκό πεδίο διαφαίνονται οι αλλαγές που πρόκειται να αναμορφώσουν τον ευρωπαϊκό κόσμο εισάγοντάς τον στους νέους χρόνους. 
Οι εισβολές έχουν σταματήσει και τη θέση τους έχουν πάρει οι ασταμάτητες πολεμικές συρράξεις. Σε συνδυασμό με την ταχύτατη αύξηση του πληθυσμού, μετά το καταστροφικό πέρασμα της πανώλης τόσο η αγροτική οικονοµία όσο η βιοτεχνία και το εµπόριο αναννεώνονται συµβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη των μεσαιωνικών πόλεων.
Από τα μέσα του 13ου αιώνα μέχρι το α' μισό του 15ου αιώνα η Ευρώπη διανύει μία μεταβατική περίοδο. Η μετάβαση από το Μεσαίωνα στους νέους χρόνους χαρακτηρίζεται συλλήβδην από μία περίοδο κρίσης, που αφορά σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα της μεσαιωνικής κοινωνίας. Ο ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην κάλυψη των αναγκών διατροφής και οι αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις προκάλεσαν βαθιά κρίση. 
Ο αγροτικός κόσμος του πάλαι ποτέ κραταιού φεουδαρχικού συστήματος παύει να αναννεώνεται και εξασθενεί, με αποτέλεσμα την ερήμωση της υπαίθρου και την παράλληλη αναγνώριση της σημασίας της πόλης. Ως εκ τούτου, καθώς οι τιμές αυξάνονταν η πλειονότητα των ειδών πρώτης ανάγκης κατέστη δυσπρόσιτη για το μεγαλύτερο αριθμό των κατοίκων της υπαίθρου και της πόλης. Η σιτοδεία και ο λιμός δεν άργησαν να πλήξουν την γηραία ήπειρο, από το 1315 μέχρι το 1330 έχοντας ως θύματα, κυρίως τα φτωχά στρώματα των πόλεων, επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν την αναγκαία ποσότητα σιταριού. (βλ.Κ.Ράπτης,σελ. 111) 
Ο πληθυσμός της Ευρώπης κλονίστηκε στα μισά του 14ου αιώνα με το θανατηφόρο πέρασμα του αποκαλούμενου «Μαύρου Θανάτου», της πανώλης. Μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα η Ευρώπη χάνει σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της (βλ. Serge Berstein, Pierre Milza, σελ. 225)και οι συνέπειες αντανακλώνται στις αλλαγές που πραγματοποιούνται στο σύνολο του ευρωπαϊκού πεδίου.
Αναφορικά στον τομέα της οικονομίας, μία νέα οικονομική-κοινωνική δύναμη κάνει την εμφάνισή της, οι έμποροι και οι επιχειρηματίες-χρηματιστές. Η πόλη, στα τέλη του μεσαίωνα, αποτελεί τον τόπο δράσης της νέας αυτής τάξης και το αντικείμενό της. Η νέα αυτή κοινωνική δύναμη, προφανώς πιο ευέλικτη στις δραστηριότητές της από την τάξη των γαιοκτημόνων και των καλλιεργητών καταφέρνει να ξεπεράσει τις αντιξοότητες πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Η δύναμή τους είναι μεγαλύτερη και μέσω των υψηλότερων ημερομισθίων προσελκύουν περισσότερα εγατικά χέρια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της υπαίθρου να διαταραχθεί προς όφελος των αστικών κέντρων. Σε αυτό βέβαια αξίζει να συνυπολογίσουμε και την επιρροή των καιρικών φαινομένων και την αυταρχική συμπεριφορά των γαιοκτημόνων-αριστοκρατών.   
Καθώς στην αγροτική ύπαιθρο υπήρχε άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό, οι έμποροι άρχισαν να λειτουργούν ως προμηθευτές και εργοδότες και πλέον οι χωρικοί εξαρτώνται ως μισθωτοί από αυτούς. Οι έμποροι λειτουργώντας όπως οι φεουδάρχες, παρέχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό και την πρώτη ύλη στους χωρικούς, ρυθμίζουν την παραγωγή και απορροφούν το σύνολο της σε χαμηλή τιμή και συχνά πυκνά μεταφέρουν την δραστηριότητά τους από περιοχή σε περιοχή.
Ως εκ τούτου, με την επικράτηση της οικοτεχνίας οι αγρότες χάνουν την οικονομική τους ανεξαρτησία και συνάπτουν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με τον έμπορο. Επακολούθως, αφενός μεν μία νέα τάξη, των εργατο-τεχνιτών, διαμορφώνεται (βλ. συντεχνίες), αφετέρου δε οι έμποροι–προμηθευτές-εργοδότες διαμορφώνουν μία εμπορική αριστοκρατία, η οποία θέτει τις ασφαλιστικές της δικλείδες (π.χ. Χανσετική Ένωση). Αυτή η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή η τάση εκχρηματισμού της οικονομίας γενικότερα, θα ενισχυθει από τις ανακαλύψεις του Νέου Κόσμου και την εισροή πολύτιμων μετάλλων συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην οριστική αποδυνάμωση της φεουδαρχικής οικονομίας και των δομών του φεουδαλικού συστήματος. 
Απόρροια των εξελίξεων ήταν και οι συγκρούσεις και οι εξεγέρσεις μεταξύ αγροτών και ευγενών στην ύπαιθρο και του πρώιμου προλεταριακού κόσμου απέναντι στους αριστοκράτες στις αστικές περιοχές. Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι η φεουδαλική εξουσία δεν επένδυε μέρος των εσόδων της στην βελτίωση των τεχνολογικών μέσων και ταυτόχρονα οτι ο αγροτικός κόσμος ζούσε μέσα στην εξαθλίωση και την ανέχεια εξαιτίας των υψηλών φορολογιών τόσο από τους βασιλείς όσο και από τον Πάπα, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από τις εξεγέρσεις.  
Παράλληλα, ο θρησκευτικός ενθουσιασμός κορυφώνεται μετά το 1300 μ.Χ.. Γεγονός που δεν τον εμποδίζει όμως να παίρνει νέες μορφές έκφρασης, εξαιτίας των θεσμικών προβλημάτων της Εκκλησίας και των ταραχών της εποχής.(βλ. E. Burns, σελ. 32) Η παπική Εκκλησία προσπάθησε μέχρι και τον 13ο αιώνα να θέσει τις βάσεις της υπεροχής της έναντι της κοσμικής εξουσίας, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις επιτυχημένες σταυροφορίες. Οι σταυροφορίες δυνάμωσαν την ηθική ακτινοβολία των παπών που πρωτοστατούσαν στον πόλεμο κατά των απίστων (σελ. βλ. David Nicholas, σελ. 403). Τους έδωσαν την δυνατότητα να συγκεντρώνουν στρατό, γεγονός πολύ σημαντικό για να προστατεύουν τα εγκόσμια συμφέροντά τους, παραγκωνίζοντας την κοσμική εξουσία.
Εν τούτοις, η άνοδος των πόλεων, που βρίσκονται πολύ κοντά στην πολιτική τους ανεξαρτησία και η εμφάνιση των προϋποθέσεων για την δημιουργία θεσμικών κρατών υποσκάπτει βαθειά την παπική εξουσία. Μετά το Μεγάλο Σχίσμα, το οποίο έκλεισε οριστικά με το Συμβούλιο της Κωνστάντιας (1417), η ευρωπαϊκή εκκλησιαστική ενότητα αποκαταστάθηκε. Το τίμημα που πλήρωσε η Εκκλησία έναντι αυτής της ισσοροπίας όμως ήταν ότι οι πάπες εξασφάλισαν τη θεωρητική τους υπεροχή με το αντίτιμο της απώλειας μεγάλου μέρους της πραγματικής εξουσίας τους. (βλ. E. Burns, σελ. 35) Το Μεγάλο Σχίσμα και η ουμανιστική σκέψη υπονόμευσαν ακόμη περισσότερο το κύρος και τις ιδεολογικές βάσεις της εκκλησίας. Από την πλευρά τους τα κράτη, που βρίσκονταν στην δημιουργική εξέλιξη των εθνικών τους ταυτοτήτων, κατάφεραν προς όφελός τους να χρησιμοποιήσουν την εκκλησία ως εργαλείο του κράτους, μία διαδικασία που ολοκληρώθηκε με τη Μεταρρύθμιση.  


Η µακρόχρονη φράγκικη παράδοση της κατάτµησης των βασιλείων σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση των τοπικών αρχόντων και τις καταστροφικές επιδροµές Σαρακηνών και Νορµανδών συνέβαλαν στην εδραίωση των νέων πολιτικών µορφωµάτων στην Ευρώπη(Κ. Ράπτης, σελ.65-66). Η µεσαιωνική κοινωνία ήταν αγροτική και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσµού ζούσε στην ύπαιθρο. Η ανερχόμενη αστική τάξη των εμπόρων και χρηματιστών αναπτύσσεται υπονομεύοντας την ισχύ των αριστοκρατών-γαιοκτημόνων. Η πόλη μετατράπηκε στον καλύτερο και πλέον σταθερό σύμμαχο της μοναρχίας, καθώς το νεό αυτό μοντέλο εξουσίας προσέφερε στα αστικά κέντρα και δη στην ανερχόμενη αστική τάξη το άνοιγμα των διεθνών αγορών. Ως προϊόν ένος ιεραρχηµένου κοινωνικο-οικονοµικού συστήµατος, οι ευρωπαϊκές µεσαιωνικές πόλεις δηµιουργήθηκαν σε ένα πλαίσιο µε συγκεκριµένες πολιτικές δοµές και δεδοµένους φορείς άσκησης της εξουσίας. Η μεσαιωνική πόλη όφειλε την ύπαρξή της σε αυτές τις δομές, ενώ εξαρτούσε τις τύχες της από τη βούληση του κοσµικού και του εκκλησιαστικού άρχοντα στον οποίο υπαγόταν. (Κ. Ράπτης,σελ.91-92).
Εξαιτίας της ερήμωσης της υπαίθρου και του λιμού, οι πόλεις αποκτούν μεγαλύτερη σημασία και η διεύρυνση των εμπορικών καναλιών ωθούν στο προσκήνιο την τάξη των εμπόρων και των επιχειρηματιών. Μέσω του εμπορικού κόσμου, οι μετακινήσεις διευρύνονται και πόλεις δημιουργούνται προκαλώντας την ισσοροπία του φεουδαρχικού κόσμου. Στην προσπάθειά τους να υποσκάψουν το κύμα μετακίνησης των χωρικών και αγροτών προς τις πόλεις, οι φεουδάρχες γαιοκτήμονες επέβαλλαν μέτρα ώστε να συγκρατήσουν τους αγροτικούς πληθυσμούς. Όσον αφορά στην ύπαιθρο, τα παραδείγματα των αγροτικών εξεγέρσεων στη Γαλλία (Jacquerie) και την Αγγλία μολονότι έχουν διαφορετική αφετηρία, στο σύνολό τους καταδεικνύουν την ευρύτερη οικονομική κρίση και την πολιτική κινητικότητα της εποχής, λαμβάνοντας, επιπλέον υπόψην ότι μαίνεται ο Εκατονταετής Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. 
Το γεγονός αυτό μαρτυράει τη γενικότερη πολιτική αστάθεια της εν λόγω περιόδου. Οι εξεγέρσεις όμως μεταφέρονται και στα αστικά κέντρα, τα οποίο λόγω του εμπορίου και των μετακινησεων έχουν αποκτήσει ανταγωνιστική εξουσία μέσα στο ευρύτερο οικονομικό κοινωνικό γεωγραφικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον ιστορικό E.Burns, το πλησιέστερο ανάλογο μίας προλεταριακής εξέγερσης ήταν ο ξεσηκωμός των Φλωρεντίνων εργατών ιερουργίας Τσιόμπι, το 1378. (βλ. E. Burns, σελ. 27)  Συνολικά, οι ασκούσες τάξεις, εφόσον διέθεταν τα μέσα και ήλεγχαν τις οικονομικές δραστηριότητες κατέστειλαν τις εξεγέρσεις. 
Όπως ειπώθηκε, η νίκη της παποσύνης είχε το τίμημά της, καθώς οι μοναρχίες που την υποστήριξαν συνειδητοποίησαν ότι η δική τους εγκαθίδρυση λειτουργούσε αντιστρόφως ανάλογα με την αποδυνάμωση της παπικής επιρροής στις επικράτειές τους. Η ανάπτυξη των πόλεων δηµιούργησε έναν άλλο κόσµο, στον οποίο µπορούσε κάποιος να βρει µεγαλύτερη ασφάλεια, περισσότερες επαγγελµατικές ευκαιρίες κι έναν άλλο τρόπο ζωής. (Ράπτης, σ. 92) Οι αλλαγές και τα νέα δεδομένα που αυτές επέφεραν στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα αντανακλώνται και στους νεωτερικούς πολιτικούς θεσμούς, που υιοθετήθηκαν, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά την πορεία της φεουδαρχίας και του αρχαίου κόσμου.  
Όπως διαπιστώσαμε, την τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα, στην Ευρώπη κυριαρχούν οι πολεμικές συγκρούσεις. Πλέον, οι πόλεις με την ιδιότυπη αυτονομία και τις ελευθερίες τους αποτελούν μια δύναμη ανταγωνιστική προς το υπάρχον κοινωνικό σύστημα (Ράπτης, σελ.92) Η αγροτική οικονομία έχει καταλήξει να τελεί υπό τον αστικό έλεγχο, γεγονός το οποίο με τη σειρά του συμβάλλει στην δημιουργία νέων κοινωνικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, εκ των οποίων είναι και η εμφάνιση της αστικής τάξης. Καθώς η προσπάθεια ανασύστασης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν ευόδωσε και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ένα κέντρο εξουσίας που να λειτουργεί διαιτητικά κυριαρχεί πολιτική αναταραχή και διαμάχες μεταξύ πριγκήπων, αυτοκρατόρων και πάπων, στην Ιταλία και τη Γερμανία, αλλά και μεταξύ των εθνικών κρατών, Αγγλία, Γαλλία.
Η αριστοκρατία σταδιακά χάνει σημαντικό μέρος της παλιάς της εξουσίας και οι αρμοδιότητες συγκεντρώνονται βαθμηδόν στη κεντρική εξουσία. Η στρατιωτική δύναμη, ως πυλώνας στήριξης των τοπικών ηγεμόνων, περνάει τμηματικά στα χέρια της κεντρικής εξουσίας, καθώς οι στρατοί γίνονταν μαζικοί και μόνιμοι, και το κόστος για τη διατήρησή τους μπορούσε πλέον να το αναλάβει μόνο το μεγάλο, ενοποιημένο κράτος. Προς υλοποίηση των σκοπών του, έχει αναπτύξει νέους μηχανισμούς φορολόγησης και αξιοποίησης του πλούτου. Με διαφορετικούς τρόπους από χώρα σε χώρα, η κεντρική εξουσία κατάφερε τελικά να εκμεταλλευτεί την υποστήριξη και τη συναίνεση της αριστοκρατίας, συνήθως προσφέροντάς της πρόσβαση σε «εθνικά» προνόμια και αξιώματα.
Η ιδεολογία της απολυταρχίας, κατά τη δύση του Μεσαίωνα, αποτελεί την επικρατούσα μορφή διακυβέρνησης.  Αποτέλεσε το κυριώτερο σύστημα διακυβέρνησης στην Ευρώπη με εξαίρεση την Μ.Βρετανία, την Ολλανδία, την ομοσπονδία της Ελβετίας και τις πόλεις κράτη της Ιταλίας. Ευλογα, οι απαρχές του σύγχρονου κράτους έχουν την βάση τους σε αυτή. Οι κυριότεροι θεσμοί διακυβέρνησης που εγκαθιδρύονται και εφαρμόζονται σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ισπανία από τη μία πλευρά και σε άλλες όπως για παράδειγμα η Αγγλία και η Ολλανδία, αποτελούν πρώιμες μορφές του νεωτερικού κράτους. Δηλαδή απόλυτες μοναρχίες ή παραδείγματα πεφωτισμένων απολυταρχιών και συνταγματική ολιγαρχία και μοναρχία, αντιστοίχως. 



Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως στα συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα του 13ου αιώνα, έρχονται να προστεθούν ο λιμός, ο «Μαύρος Θάνατος» και οι πόλεμοι του 14ου αιώνα. Τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται και ως εκ τούτου οι εξελίξεις σε όλους τους τομείς είναι ραγδαίες και καταλυτικές. Οι εξεγέρσεις σηματοδοτούν αλλά ταυτόχρονα επιταχύνουν τις εξελίξεις. 
Κατά την κατακλείδα χρονική περίοδο του Μεσαίωνα, στην Ευρώπη οι αλλαγές που πραγματοποιούνται διαμορφώνουν τη νέα πολιτική σκηνή. Ως απόρροια των εξελίξεων, εδραιώνεται ένα πολιτικό σύστημα με βασικό στοιχείο το κυρίαρχο κράτος και μία αποδυναμωμένη πρώην εκκλησιαστική υπεροχή. Από τις αγροτικές συγκρούσεις και την πρώιμη αστική πάλη των προλετάριων των μεσαιωνικών πόλεων στα τέλη του Μεσαίωνα, η κοσμική εξουσία κατευθύνεται προς τη δημιουργία των θεσμικών κρατών. 
Συμπερασματικά, από τον Μεσαίωνα  ως τους πρώιμους νέους χρόνους η ιδεολογία της απολυταρχίας αποτελεί την επικρατούσα μορφή διακυβέρνησης.  Αποτέλεσε το κυριότερο σύστημα διακυβέρνησης στην Ευρώπη με εξαίρεση την Μ.Βρετανία, την Ολλανδία,  την ομοσπονδία της Ελβετίας και τις πόλεις κράτη της Ιταλίας. Ευλογα, οι απαρχές του σύγχρονου κράτους έχουν την βάση τους σε αυτή. Οι κυριότεροι θεσμοί διακυβέρνησης που εγκαθιδρύονται και εφαρμόζονται σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ισπανία από τη μία πλευρά και σε άλλες όπως για παράδειγμα η Αγγλία και η Ολλανδία, αποτελούν πρώιμες μορφές του νεωτερικού κράτους. Δηλαδή απόλυτες μοναρχίες ή σε παραδείγματα πεφωτισμένων απολυταρχιών και συνταγματική ολιγαρχία και μοναρχία, αντιστοίχως. 




 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Κ.Ράπτης, «Γενική Ιστορία της Ευρώπης», τ.Α'., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 1999
2)Serge Berstein, Pierre Milza, «Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη», τ. Α', μτφρ. Αν. δημητρακόπουλος, εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα, 1997
3)E. Burns, «Ευρωπαϊκή Ιστορία, Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της Νεότερης Ευρώπης», τ.Α', μτφρ. Ι.Σ.Κολιόπουλος, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983.
4)David Nicholas, «Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη, 312-1500», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999

Σχόλια