"Η βαρεμάρα και η φιλοσοφία της", του Παντελή Μπουκάλα



Αμέτρητοι άνθρωποι βαριούνται (και κάμποσοι ανάμεσά τους λένε ναρκισσευόμενοι ότι βαριούνται), ανεξάρτητα από την εθνικότητα, την τάξη, το φύλο και την ηλικία· αμέτρητοι μοιράζονται αυτό το επαχθές και ενίοτε απεχθές «προνόμιο» των νεωτερικών κοινωνικών (απεχθές γιατί υποδηλώνει την  «απώλεια του νοήματος», την καταστροφή του). Πολλοί από αυτούς έχουν καταφύγει στο γράψιμο (ποίησης ή πρόζας) αναζητώντας θεραπεία, ο Λαρς Σβέντσεν πάντως, καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Μπέργκεν της Νορβηγίας, πρέπει να είναι ο μοναδικός συγγραφέας που μας εισάγει στο βιβλίο του με την ειλικρινή διαβεβαίωση ότι το έγραψε επειδή «για κάμποσο καιρό βαριόταν εντελώς». Η εμπειρία του αυτή, συν τις γνώσεις του και τη μεθοδική αποτύπωσή τους, απέφερε ένα εκτενές πόνημα κάθε άλλο παρά πληκτικό, ιδίως για τον αναγνώστη που δεν θα αναζητήσει στις σελίδες του άλλοθι για τη δική του ακηδία αλλά ούτε και μια νεότερη εκδοχή του θρυλικού «Δικαιώματος στην τεμπελιά» του Πωλ Λαφάργκ, το οποίο, με μότο χαρακτηριστικούς στίχους του Λέσσινγκ («Να τεμπελιάζουμε στο καθετί / εκτός από τον έρωτα και το πιοτό, / εκτός από την τεμπελιά»), βάλλει εναντίον της «παράξενης τρέλας», του «θνησιμαίου πάθους για τη δουλειά, που φτάνει ώς την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του» (αντλώ από την έκδοση των «Ροών», μτφρ. Ελισάβετ Λαλουδάκη).
Η κατά Λαρς Σβέντσεν «Φιλοσοφία της βαρεμάρας» δεν είναι μια άσκηση προκλητικής ρητορικής ούτε κάποιο λυρικό ή επιστημονικοφανές εγκώμιο της βαρεμάρας («η βαρεμάρα δεν έχει ένα μεγάλο, κρυφό νόημα, όπως φαντάστηκε ο Χάιντεγκερ», τονίζει ο συγγραφέας, παίρνοντας τις αποστάσεις του). Πρόκειται για μια αυστηρή, διεξοδική και κάθε άλλο παρά εξιδανικευτική ξενάγηση στον κόσμο της ανίας, έτσι όπως τον χαρτογράφησαν στη διάρκεια των αιώνων ονομαστοί φιλόσοφοι, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, ποιητές και πεζογράφοι, πολεμώντας πιθανόν τον ίδιο δαίμονα: όχι το «τι να κάνουμε» αλλά το «προς τι να το κάνουμε». Προφανώς και δεν συμπίπτουν απολύτως οι χάρτες της βαρεμάρας όπως τους σχεδιάζει ή τους εικάζει η φιλοσοφία, η τέχνη και (χριστιανική κυρίως) θεολογία. Δεν συμπίπτουν οι χάρτες του Νίτσε (είχε την κάπως ελιτίστικη άποψη πως η βαρεμάρα είναι «η δυσάρεστη "άπνοια" της ψυχής» που προηγείται των δημιουργικών πράξεων), του Κίρκεγκορ («η βαρεμάρα «είναι η ρίζα κάθε κακού»), του Μπένγιαμιν, του Χάιντεγκερ και του Σιοράν («η βαρεμάρα είναι μια ανώτερη κατάσταση και είναι εξευτελιστικό να συνδέεται με την έννοια της δουλειάς»), του Ευάγριου του Ποντικού και του Ντοστογιέφσκι ή του Μπωντλαίρ, του Μπέκετ και του Πεσσόα. Γι’ αυτό ακριβώς ο συγγραφέας αναφέρεται στις «ιστορίες της βαρεμάρας», τις πολλές, όχι στην ιστορία της.
Τι είναι λοιπόν η βαρεμάρα, η πλήξη, η ανία, η ληθαργική αδράνεια, η χαύνωση περί τα πνευματικά και τα ψυχωφελή; Είναι αμαρτία και μάλιστα η χειρότερη, σαν μητέρα όλων των υπολοίπων, όπως πίστευαν οι Πατέρες της Εκκλησίας για την επικατάρατη «ακηδία», η οποία συγκαταλέγεται τόσο στους κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό οχτώ «λογισμούς» (γαστριμαργία, φιλαργυρία, πορνεία, ακηδία, οργή, λύπη, κενοδοξία, υπερηφάνεια) όσο και στα κατά τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό εφτά θανάσιμα αμαρτήματα (υπερηφάνια, φιλαργυρία, πορνεία, οργή, γαστριμαργία, φθόνος, ακηδία -- εξαιρείται πλέον η λύπη, άλλωστε ο Γρηγόριος ήταν άνθρωπος που λυπήθηκε πολύ, όπως φανερώνουν, παρά την κάποια σχηματικότητά τους, τα δεκάδες επιτύμβια επιγράμματα που συνέθεσε για τους τελευτήσαντες συγγενείς του); Αραγε είναι αρρώστια πολιτισμική, όπως η τερηδόνα ας πούμε, κάτι σαν τερηδόνα της ψυχής, ή ένα σύμπτωμα που αποκαλύπτει την «απουσία ενός μεγάλου Νοήματος» στη ζωή και τον απομαγευμένο κόσμο μας; Μήπως πρόκειται για κάτι που ήταν προνόμιο μια φορά κι έναν καιρό ολιγάριθμων αριστοκρατών του χρήματος ή του πνεύματος το οποίο πλέον «γενικεύτηκε», παίρνοντας τη μορφή της της δυσφορίας ή της αδυναμίας διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου; Την αδυναμία αυτή τη διαπιστώνουμε μάλλον έκπληκτοι, αν όχι και έντρομοι, όταν βαριόμαστε ακόμα και στις (κατά τα λοιπά ποθητές) διακοπές μας.Πριν από μας μάλιστα έχουν προλάβει να βαρεθούν --και να το δηλώσουν με οχληρή ειλικρίνεια-- τα βλαστάρια μας, που αγχώνονται έτσι και δεν έχουν οποιοδήποτε πληκτροφόρο μηχανάκι στα χέρια τους.
«Η βαρεμάρα είνια το "προνόμιο" του νεωτερικού ανθρώπου», σημειώνει ο Νορβηγός φιλόσοφος. «Ενώ υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να πιστεύουμε ότι η χαρά και ο θυμός σε μεγάλο βαθμό έχουν παραμείνει σταθερά φαινόμενα στην ιστορία, το ποσοστό της βαρεμάρας μοιάζει να έχει αυξηθεί δραματικά. Ο κόσμος, προφανώς, έχει γίνει πιο βαρετός. [...] Για πολύ καιρό η βαρεμάρα ήταν σύμβολο της κοινωνικής θέσης, αποτελούσε δηλαδή προνόμιο των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας, αφότου αυτά ήταν τα μόνα τα οποία είχαν την υλική βάση που απαιτείται για τη βαρεμάρα. Καθώς η βαρεμάρα εξαπλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα έχασε την αποκλειστικότητά της [...] έχει μοιραστεί εξίσου σ’ ολόκληρο τον δυτικό κόσμο». Μια ένδειξη, δίπλα στις τόσες άλλες, είναι «η διεύρυνση της βιομηχανίας της διασκέδασης και της κατανάλωσης των οινοπνευματωδών ποτών»· μια άλλη είναι το τετράωρο που σπαταλιέται ημερησίως (και το οποίο γίνεται οχτάωρο επί Μουντιάλ) με το τηλεχειριστήριο να παίρνει τη θέση του χεριού και του μυαλού μας. «Λίγα μηχανήματα καταστρέφουν το χρόνο πιο αποτελεσματικά απ’ όσο η τηλεόραση», υπενθυμίζει το πανθομολογούμενο ο συγγραφέας.
Για τον δικό μας κόσμο πρόκειται, λοιπόν, τον δυτικό, και πιθανότατα όχι για όλους τους υπηκόους του. Και φυσικά δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται στους πάντες με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους. Η ανία του έχοντος και κατέχοντος, που του περισσεύει τόσο ο χρόνος ώστε να μην κατανοεί καν τον όρο «ελεύθερος χρόνος», παραμένει θεμελιωδώς διαφορετική από το παραλυτικό αισθημα αδειοσύνης και ματαιότητας που ταλανίζει όσους είναι αιχμάλωτοι της συνθήκης του βίου τους, των αδήριτων αναγκών τους. Πλήξη μπορείς να νιώσεις κι όταν παραγεμίζεις το χρόνο σου με δεκάδες διαφορετικές ασχολίες («αρκετά παράδοξα, ο παραγεμισμένος χρόνος είναι συχνά τρομακτικά άδειος», υπογραμμίζει ο Σβέντσεν), κι όταν είσαι αιχμάλωτος της εξαθλιωτικής εργασιακής μονοτονίας, το άβουλο συμπλήρωμα μιας μηχανής, σαν σε ταινία του Τσάρλιν Τσάπλιν. Ανία μπορείς να νιώθεις κι όταν αλλάζεις το αυτοκίνητό σου κάθε εξάμηνο, τάχα για να πετύχεις το μοντέλο που θα σε πηγαίνει πιο γρήγορα στο παραθαλάσσιο στέγαστρο των φαντασιώσεών σου, κι όταν δεν έχεις άλλον τρόπο παρά να χρησιμοποιήσεις τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας για την έξοδό σου.
Εκεί όπου η φιλοσοφία αναζητεί αίτια και ερμηνείες, η θεολογία επιτίμια και καταδίκες, η δε ψυχολογία θεραπευτικά σχήματα αγωγές, η πολιτική θα όφειλε να αναζητήσει αιτίες και, πιθανόν, να προγραμματίσει «εξόδους». Αν το καλοσκεφτούμε όμως, μία από τις πολιτικής τάξεως αιτίες του αισθήματος βαρεμάρας ίσως είναι η μονότονη επανάληψη εξουσιαζόντων ονομάτων, επανάληψη που μπορεί να μην είναι αποκλειστικά γνώρισμα της Ελλάδας, πάντως δημιουργεί την εντύπωση ότι ο χρόνος έχει βαλτώσει.(καθημερινη)

Σχόλια