Mary Douglas "Μεταδοτική Μόλυνση"*


                                    

        «Et inhorresco et inardesco»[1].
                                       Άγιος Αυγουστίνος

                                        
Όταν ασχολούμαστε με τις αντιθετικές έννοιες ιερό(sacred) και εγκόσμιο (profane) είναι ξεκάθαρο ό,τι έχουμε να κάνουμε με ένα δίπολο, το σημαίνον του οποίου αποτελεί το κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των θρησκευτικών δοξασιών αφενός, ήτοι την κατηγοριοποίηση όλων των πραγμάτων και των καταστάσεων σε ιερά-απρόσβλητα από την μία πλευρά και μιαρά από την άλλη και το αντίστοιχο σημαινόμενό του τον διαχωρισμό όλων των πραγμάτων –ιδεατών και πραγματικών- σε δύο αντίστοιχες κατηγορίες, μία που αναφέρεται στα ιερά και μία άλλη, που χαρακτηρίζει τα εγκόσμια αφετέρου. «Η θρησκευτική δοξασία είναι πριν από όλα η πίστη στην ύπαρξη ενός αόρατου περιβάλλοντος, που ίσως ενυπάρχει, επί ίσοις όροις με το ορατό, αλλά, εν πάση περιπτώσει, διαφέρει από αυτό και μόνο από το γεγονός της μη προφάνειάς του. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι δεν μπορούν να συλλάβουν την πραγματικότητα στο σύνολό της· κάτι τους ξεφεύγει, ίσως το πλέον ουσιώδες. Το αληθινό νόημα βρίσκεται «αλλού». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ιερό έρχεται αντιμέτωπο με το κοσμικό»[2].
Το πρόβλημα που θέτει η Mary Douglas, ένα κλασσικό ανθρωπολογικό πρόβλημα, έχει να κάνει με την ύπαρξη της μιαρότητας (pollution) στον πρωτόγονο και όχι μόνο κόσμο· έναν κόσμο που βρίθει από αντικείμενα τόσο θαυμαστά όσο και φοβερά (feared) μέσα από μια πρώτη επαφή όσο μολυσμένα και περικυκλωμένα από ταμπού. Η ίδια προτείνει, πως σχετικά με την ύπαρξη δοξασιών μιαρότητας, οι οποίες διαχωρίζουν συμβολικά το ιερό, αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μια ειδική περίπτωση κατάταξης, μία ανθρώπινη και μία πολιτιστική (cultural) δραστηριότητα par excellence.
Γι’ αυτήν οι αντιλήψεις για το μιαρό και τα ταμπού δεν αποτελούν παρά κανόνες, οι οποίοι προστατεύουν ανθρώπους και κοινωνίες από την αμφιβολία της ακεραιότητας της ύπαρξής των· δημιουργούν εν ολίγοις σύνορα διαχωρισμού μεταξύ ηθικού και κοινωνικού[3], διασφαλίζοντας την κοινωνική-κοινοτική και θρησκευτική –τελετουργική ισορροπία. Για παράδειγμα, μια κοινωνική κάστα η οποία νοιάζεται για την ακεραιότητά της είθισται να συμβολίζει αυτό της το ενδιαφέρον με δοξασίες σχετικά με τα όρια του ανθρώπινου σώματος. Σε άλλες κοινωνίες εγκλήματα όπως η αιμομιξία, η οποία αρνείται την πραγματικότητα των κοινωνικών κατηγοριών (έγγαμου ή άγαμου βίου) καθιερώνονται όχι από τα αντίποινα μιας πολιτικής αρχής, αλλά από δοξασίες μιαρότητας και από τον ελλοχεύοντα φόβο μιας υπερφυσικής τιμωρίας.
Ο È. Durkheim αρκούνταν στο να αγνοεί τις πλευρές της μιαρότητας, που δεν αποτελούσαν  μέρος μιας θρησκευτικής λατρείας. Γι’ αυτόν οι μαγικές εντολές ήταν η συνέπεια της προσπάθειας του πρωτόγονου ανθρώπου να εξηγήσει την φύση του σύμπαντος. Η άποψή του για το ιερό, ως έκφραση της γνώσης της κοινωνίας για το Είναι της, συμπληρώνει την άποψη ότι η σχέση του ανθρώπου με τους θεούς, ήτοι η θρησκευτική του συμπεριφορά, είναι μία άποψη οριοθετημένου κοινωνικού συμπεριφορισμού. Οι θρησκευτικές ιδέες διαφοροποιούνται από άλλες ιδέες· δεν αναφέρονται σε καμία έσχατη υλική πραγματικότητα, την στιγμή που τα θρησκευτικά λείψανα είναι από μόνα τους παρουσιάσεις αφηρημένων ιδεών. Επομένως, οι θρησκευτικές ιδέες είναι ρευστές και μεταβλητές και πρέπει συνεχώς να προστατεύονται από τα εγκόσμια μέσω των απαγορεύσεων. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτσον Σμιθ, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα υπόκεινται σε απαγορεύσεις όπως και τα ακάθαρτα αντικείμενα και πρόσωπα. Ο ιερός χαρακτήρας οφείλεται στην «καθαγίαση», αντικείμενο της οποίας αποτελούν και εξ αιτίας της οποίας ανήκουν σε θεότητες.[4]  Έτσι, λοιπόν, οι σχέσεις με τα ιερά εκφράζονται πάντοτε μέσω τελετών αποχωρισμού και διαχωρισμού και είναι ενισχυμένες με δοξασίες, διαποτισμένες από τον κίνδυνο ξεπεράσματος απαγορευμένων συνόρων[5].
Εν τούτοις για την Douglas, η άποψη του Γάλλου ανθρωπολόγου για το ότι υπάρχουν δύο ειδών θρησκευτικής μετάδοσης (religious contagion)- η αρχή της πρωτόγονης καθαρότητας (primitive hygiene) από την μία και η εγγενής προς τις ιδέες του ιερού από την άλλη- είναι προβληματική, εξαιτίας της κυκλικότητας της· δεν υπάρχει απλώς μία περιοχή συνεχιζόμενης (residual area) μαγικής συμπεριφοράς, η οποία υπολείπεται να εξηγηθεί, αφότου η πρωτόγονη θρησκευτική συμπεριφορά έχει κατανοηθεί, αλλά, εν αντιθέσει, μια ολόκληρη πνευματικότητα, μια άποψη για το πώς το σύμπαν είναι δομημένο. Υπάρχει μια ολάκερη κατηγορία από κουλτούρες, στην οποία πρέπει να αποδοθεί μεγάλη προσοχή στη συμβολική οριοθέτηση και τον διαχωρισμό του ιερού από το βέβηλο (profane)· μία οριοθέτηση της οποίας οι επιπτώσεις είναι τρομερές στην περίπτωση που παραλειφθούν οι τελετουργικές διαδικασίες του αποχωρισμού. Σε αυτές τις κουλτούρες η λαμπρότητα, οι εξαγνισμοί και οι απολυμάνσεις διαφόρων ειδών υπάρχουν για να αποτρέπουν τον κίνδυνο διατάραξης των κανόνων και οι συμβολικές πράξεις – δράσεις χρησιμεύουν ως όργανα για την δημιουργία θετικών επιρροών[6].


             …ο πολιτισμικός ορισμός (the cultural definition)…


Για την Mary Douglas η προσέγγιση της πρωτόγονης πνευματικότητας μπορεί να επιτευχθεί μονάχα μέσω μιας ενδοσκόπησης και κατανόησης της πνευματικότητας του δυτικού κόσμου. Η διαφορά μεταξύ θρησκευτικής και κοσμικής συμπεριφοράς τείνει επίσης να γίνει σοβαρά παραπλανητική.
Για μια επίλυση του προβλήματος της ιερής μετάδοσης (sacred contagion),ήτοι τη θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε επινόηση γίνεται μόνο μία φορά και μπορεί να αποκτηθεί από άλλες ομάδες μόνο ως δάνειο ή μέσω της μετανάστευσης[7] μπορούμε να ασχοληθούμε με πιο οικείες ιδέες γύρω από την κοσμική μετάδοση (secular contagion) και τη μεταδιδόμενη μιαρότητα. Για τις αγγλόφωνες κουλτούρες η λέξη- κλειδί είναι η αρχαία μα ακόμα σύγχρονη , βρωμιά (dirt). H ιδέα του μιαρού και βρώμικου απευθύνεται σε ένα οικοδόμημα ιδεών. Η αντίληψή μας για την ακαθαρσία συνδυάζει δύο πράγματα: τη φροντίδα για την υγιεινή και την τήρηση των συμβάσεων[8]. Για εμάς το βρώμικο είναι ένα είδος συμπιλιματικής κατηγορίας για όλα τα γεγονότα που βρωμίζουν και αντιτίθενται ή αλλιώς προκαλούν σύγχυση σε αποδεκτές κατατάξεις ηθικών και κοινωνικών αξιών. Το ελλοχεύον αίσθημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι ένα υπάρχον σύστημα αξιών, το οποίο είθισται να εκφράζεται μέσω ενός κανόνα, παραβιάζεται.
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτός ο ορισμός του μιαρού, στο δυτικό κόσμο, αποφεύγει μερικές ιστορικές ιδιομορφίες του δυτικού πολιτισμού· για παράδειγμα, δεν λέει τίποτα για τη σχέση βρώμικου και υγιεινού. Γνωρίζουμε ότι η ανακάλυψη παθογόνων οργανισμών (pathogenic organisms) είναι πρόσφατη (όσον αφορά τη δεκαετία της συγγραφής του βιβλίου της Μ. Douglas), όμως η ιδέα του μιαρού προχρονολογείται της παθογενετικής,  γι’ αυτό και είναι λογικό να κατέχει παγκόσμια χρήση (universal application). Στην περίπτωση που αποδεχτούμε και αντιμετωπίσουμε τη "μολυσμένη" συμπεριφορά ως την αντίδραση σε κάθε γεγονός που εναντιώνεται σε διατηρημένες ταξινομήσεις, μπορούμε να αναφερθούμε σε δύο νέες προσεγγίσεις, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν το πρόβλημα της μιαρότητας: α) τη δουλειά των ψυχολόγων πάνω στην αντίληψη (perception) και β) τη δουλειά των ανθρωπολόγων πάνω στη δομική ανάλυση της κουλτούρας (structural analysis of culture).
Αναφορικά με την πρώτη προσέγγιση, η αντίληψη είναι μια διαδικασία κατά την οποία το αντιλαμβανόμενο άτομο αυτομάτως ερμηνεύει, ενώ κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας προσαρμόζει ακόμα και συμπληρώματα στις αισθητήριες εμπειρίες του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αντίληψης, το αντιλαμβάνων πρόσωπο φτιάχνει μοντέλα οργάνωσης με βάση τα αισθητήρια κίνητρά του στο περιβάλλον. Το μοντέλο που έχει δημιουργηθεί οργανώνει μια σειρά από μονάδες, συμπληρώνει τα γεγονότα που λείπουν και τα οποία θα καταστούν απαραίτητα για να επιβεβαιώσει την ανάγκη οικείων μονάδων. Ο αντιλαμβανόμενος μαθαίνει να ρυθμίζει την αντίδρασή του ώστε να λάβει υπόψη του τα κίνητρα που οδηγούν στις εναλλαγές των αστραπών, τις απόψεις σχετικά με το αίσθημα του σεβασμού, τις αποστάσεις και ούτω καθεξής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αρχάριος (the learner) αναπτύσσει ένα σχήμα- μια δομή υποθέσεων υπό το φως των οποίων ερμηνεύονται καινούριες εμπειρίες. Η εκμάθηση πραγματώνεται, όταν μία νέα εμπειρία αφομοιώνεται στο ήδη υπάρχον οικοδόμημα υποθέσεων ή όταν η δομή των παρελθουσών υποθέσεων τροποποιείται, με σκοπό να προσαρμόσει ό,τι είναι ανοίκειο· οι υποθέσεις αυτές ενισχύονται εφόσον προηγουμένως έχουν εξεταστεί επαρκώς. Επειδή η επιλογή και η μεταχείριση καινούριων εμπειριών ισχυροποιούν τις αρχές που αποτελούν γνώση, η δομή των επιβεβαιωμένων υποθέσεων δύναται γρήγορα και αυτομάτως να προσαρμοστεί στα τρέχοντα προβλήματα της ερμηνείας. Στους οργανισμούς που συναποτελούν το ζωικό βασίλειο, η διαδικασία αυτή των επιλεκτικών τάσεων (selective tendencies) εξυπηρετεί την επιβίωση. Σε αντιδιαστολή, η αντίστοιχη επιλεκτική τάση στους ανθρώπους εμφανίζεται να κυριαρχείται από τη μάθηση. Αν οιαδήποτε καινούρια εμπειρία αποκαλύπτει την αμφιβολία των παρελθουσών ερμηνειών, τότε καμία διάταξη καθιερωμένων υποθέσεων δεν μπορεί να αναπτυχθεί και συνεπώς καμία γνώση δεν μπορεί να καταστεί αντιληπτή.
Αυτή η μορφή προσέγγισης μπορεί να επεκταθεί και στον τομέα της εκμάθησης των πολιτιστικών φαινομένων. Η γλώσσα, επί παραδείγματι, η οποία αποτελεί μέσο επικοινωνίας μεταξύ ξεχωριστών υποκειμένων, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο παράγεται από τη διαρκή αλληλεπίδραση των ατόμων. Οι διακρίσεις που οικοδομούν το γλωσσικό σύνολο, αποτελούν την αυθόρμητη κατάληξη του συνεχούς ελέγχου που ασκείται στην προσωπική προσπάθεια για επικοινωνία του ενός με τον άλλον. Εκφράσεις οι οποίες εμπεριέχουν αμφιβολία ή παρεκκλίνουν από την καθορισμένη νόρμα επιδρούν λιγότερο στην επικοινωνιακή διαδικασία, με αποτέλεσμα οι συνομιλητές να μετέχουν σε μια ευθεία ανατροφοδότηση σκοπώντας στη διατήρηση της ομοιομορφίας (conformity)[9].
Σχετικά με τη δεύτερη προσέγγιση, αυτή των ανθρωπολόγων πάνω στη δομική ανάλυση της κουλτούρας (structural analysis of culture), αναλύοντάς την θα παρατηρήσουμε ό,τι παρόμοιες δραστηριότητες (pressures) επιδρούν στη διάκριση των πολιτιστικών θεμάτων. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκπολιτισμού (enculturation) το άτομο είναι δεσμευμένο να ταξινομεί τις νέες εμπειρίες που λαμβάνει εναρμονίζοντάς τες με αυτές που έχει ήδη απορροφήσει. Την ίδια στιγμή βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με άλλα μέλη της κοινότητάς του και αγωνίζεται για να μειώσει τη διαφωνία ανάμεσα στο δικό του σύνολο υποθέσεων και το σύνολο των άλλων ατόμων.
Για μια κουλτούρα που που επιθυμεί να εγκαθιδρυθεί και να αναγνωριστεί, μία διαδικασία διάκρισης και εκτίμησης θα πρέπει να πραγματώνεται παρόμοια με την αντίστοιχη διαδικασία της γλωσσικής αξιοποίησης, εν τούτοις με μία σοβαρή διαφορά, όπως διαπιστώνει η M. Douglas: «…for language the conditions requiring clear verbal communication provide the main control on the pattern which emerges, but for the wider culture in which any language is set, communication with others is not the only or principal function», δηλαδή για τη γλώσσα, οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για ξεκάθαρη λεκτική επικοινωνία παρέχουν τον κυριότερο έλεγχο στο μοντέλο που προβάλλεται, όμως για τον ευρύτερο πολιτισμό-σε όποια γλώσσα μεταφράζεται- η επικοινωνία με τους υπόλοιπους δεν αποτελεί τη μοναδική ή έστω την κυριότερη λειτουργία[10].
Ο πολιτισμός παρέχει ένα σύνολο από ιεραρχημένα επιτεύγματα και αξίες ως στοιχειώδη οδηγό, στο σύνολο των οποίων η κοινότητα μπορεί να αποταθεί σκοπώντας στη δραστηριοποίηση μιας μεγάλης θεματικής ποικιλίας. Η πολιτιστική αλληλεπίδραση, όπως και η αντίστοιχη γλωσσική αλληλεπίδραση, προϋποθέτει την επικοινωνία μεταξύ των ατόμων. Επιπλέον όμως βοηθάει το άτομο να αντανακλά πάνω της και να κατηγοριοποιεί τις μοναδικές του εμπειρίες.
Ως εκ τούτου, γίνεται κατανοητό ό,τι οι γλωσσικές διαδικασίες, ήτοι αφομοίωσης των αλλαγών και άμυνας απέναντί τους, βρίσκονται σε αναλογία με τις πολιτιστικές, αλλά σε χαμηλότερο βαθμό από τις δεύτερες (πολιτιστικές). Η αντίδραση στην αμφιβολία υπάρχει γενικότερα, με σκοπό της την ενθάρρυνση για πλέον αποσαφηνισμένη διάκριση των διαφορών. Όπως συμβαίνει και στη γλώσσα, διαβαθμίσεις εντοπίζονται απέναντι και στην αμφιβολία· η πολιτιστική αδιαλλαξία όσον αφορά την παρουσία αμφιβολιών εκφράζεται μέσω της αποφυγής (avoidance), της διάκρισης (discrimination) και από την πίεση για συμμόρφωση (pressure to conform)[11]. 


                        …οι λειτουργίες των δοξασιών μιαρότητας …          

  
Η αποφυγή του βρώμικου αποτελεί μία διαδικασία τακτοποίησης (tidying up), μια εγγύηση ότι η τάξη στα εξωτερικά φυσικά γεγονότα εναρμονίζεται με τη δομή των ιδεών. Οι νόμοι της μιαρότητας, λοιπόν, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως μια προέκταση της νοητικής συνέχειας: εφόσον επιβάλλουν την ταξινόμηση της εμπειρίας, υποστηρίζουν την αρμονία των κατοχυρωμένων και παγιωμένων μορφών και μειώνουν την παραφωνία[12].
Πολλή μεγάλη προσοχή έχει δοθεί στις τιμωρίες αυτές, μέσω των οποίων οι νόμοι της μιαρότητας ενισχύονται. Ενίοτε, η παραβίαση τιμωρείται με δικαστικά διατάγματα, άλλες φόρες με τη μορφή επίθεσης στον παραβάτη και κάποιες άλλες με τιμωρίες που επιβάλλουν σημαντικές ή ασήμαντες ποινές. Μπορούμε να ισχυριστούμε, πως όσο η κοινότητα χαρακτηρίζεται από μία κοινή κουλτούρα, συλλογικά ενδιαφέρεται να ασκήσει πίεση αποσκοπώντας στην εξισορρόπηση των νορμών της. Σε μερικές πτυχές της οργάνωσής της, η κοινότητα είναι ικανή να τιμωρεί απευθείας τις παρεκκλίσεις όχι όμως όλες. Για παράδειγμα, η περίπτωση της δολοφονίας είναι ένας τύπος αδικήματος, ο οποίος αντιμετωπίζεται ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τη σχέση δράστη και θύματος. Αν ο παραβάτης είναι μέλος της ομάδας του θύματος και αν αυτή η ομάδα είναι αυτή που της έχει ανατεθεί η προστασία των ενδιαφερόντων των μελών της, μπορεί να καταστεί αντιφατικό και αδύνατον για την ομάδα να επιβάλλει τιμωρία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τιμωρία είθισται να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της ατυχίας, που χαρακτηρίζει τον παραβάτη, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση[13]. Αυτό το είδος της δολοφονίας αντιμετωπίζεται ως μιαρό.
Θα περιμέναμε να βρούμε σε έναν πολιτισμό πως οι δοξασίες σχετικά με τη μιαρότητα έχουν σχέση με τις ηθικές αξίες, για τις οποίες η μιασματική συμπεριφορά είναι ένας προστατευτικός μηχανισμός. Δεν θα περιμέναμε όμως να βρούμε κάποια αντιστοιχία μεταξύ της βαρύτητας με την οποία κρίνονται οι παραβάσεις και τον κίνδυνο μιαρότητας που συνδέονται με αυτές. Μερικές ηθικές καταπτώσεις είθισται να συνυπάρχουν με γρήγορες και δυσάρεστες κοινωνικές συμπτώσεις. Αυτές οι αυτοτιμωρούμενες παραβάσεις, συνήθως, δεν επιδοκιμάζονται από "μολυσματικές" δοξασίες, αλλά συνηθέστερα από άλλους κοινωνικούς κανόνες. Οι δοξασίες μιαρότητας δεν ενισχύουν μόνο την πολιτιστική και την κοινωνική δομή· επιπλέον, μπορούν εναργώς να ελαττώσουν την αμφιβολία στη σφαίρα της ηθικής.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που δύο ηθικοί κανόνες εμπλέκονται στη μορφή της μοιχείας και είναι καταδικαστέοι όσον αφορά τη γυναίκα και όχι τον άντρα, θα υπάρξει αναπόφευκτα ένας βαθμός αμφιβολίας στον τομέα της ηθικής δικαιοσύνης, εφόσον η μοιχεία προϋποθέτει τη σχέση μεταξύ και των δύο ετερόφυλων- και του άντρα και της γυναίκας. Μια δοξασία μιαρότητας μπορεί να μειώσει την αμφιβολία. Αν ο άντρας μεταχειρίζεται ως επικίνδυνα μεταδοτικός, αυτή του η μεταδοτικότητα της μοιχείας χωρίς να είναι από μόνη της καταδικαστέα, θέτει σε κίνδυνο την προσβεβλημένη σύζυγο και τα παιδιά· σε αυτό το σημείο δύναται να συγκεντρωθεί εναντίον του ηθική υποστήριξη. Ακολούθως, αν η προσοχή εστιάζεται στο μιαρό μέρος της υπόθεσης, μία τελετή εξαγνισμού μπορεί να μετριάσει τη δυναμική της ηθικής καταδίκης[14].
Αυτή η προσέγγιση στο θέμα της μιαρότητας, εφόσον υπονοηθεί ότι τόσο ο συμβολισμός όσο και η τελετουργία εκφράζουν την αγωνία της κοινωνίας για τις αναγκαιότητες και τη διαμόρφωσή της, μας επιτρέπει μία επιπλέον σύμπλευση με το θεωρητικό πρίσμα του Ε. Durkheim· και οι δύο, τόσο η Mary Douglas όσο και ο γάλλος ανθρωπολόγος, συμφωνούν πως η τελετουργία ενοποιεί την εμπειρία των μελών της. Δίνοντας σάρκα και οστά στις κοινωνικές σχέσεις, επιτρέπουν στα μέλη της ομάδας να γνωρίσουν την κοινωνία τους. Τείνουν δηλαδή να δημιουργούν στο συμβολικό και στο βιωματικό έναν ενιαίο και συνεκτικό κόσμο[15]. Ο Ε. Durkheim πίστευε πως οι τρομερές δυνάμεις που αποδίδονται στους θεούς δεν είναι παρά δυνάμεις που ανήκουν στο κοινωνικό οικοδόμημα σκοπώντας στην υπεράσπιση του οικοδομήματος αυτού ενάντια στις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές των μελών (της κοινωνίας)[16]. Και αυτή του η άποψη ενδυναμώνεται στην περίπτωση που συμπεριλάβουμε όλους τους κανόνες που διέπουν το μιαρό και όχι απλώς αυτούς που διαμορφώνουν ένα μέρος της θρησκευτικής λατρείας. Πράγματι, μία παράγωγη συμπεριφορά μιαρότητας (deriving pollution behavior) μέσω διαδικασιών, αντιληπτά παρόμοιων, πλησιάζει την πρόθεση του γάλλου κοινωνιολόγου υιοθετώντας μία κοινωνική θεωρία της γνώσης.
Αν και στην ουσία οι κανόνες της μιαρότητας απαγορεύουν τη φυσική επαφή, εν τούτοις ρυθμίζουν την επαφή μέσω του αίματος, του εμετού, των εκκρίσεων, των κομματιών από μαλλιά ή νύχια και ούτω καθεξής. Γεγονός το οποίο προδίδει την τοπική ιδιομορφία ανά περιοχές, καθώς σε κάποιες η "καταμήνιος μόλυνση" αποτελεί σοβαρή απειλή ενώ σε άλλες όχι, όπως συμβαίνει και με την επαφή των νεκρών, το αίμα ή το φαγητό. Διαφαίνεται πως φυσιολογικές μολύνσεις (physiological pollutions) αποκτούν σοβαρή σημασία ως συμβολικές εκφράσεις άλλων ανεπιθύμητων επαφών, που θα είχαν αντήχηση στη δομή κοινωνικών ή κοσμολογικών ιδεών (…which would have repercussions on the structure of social or cosmological ideas)[17].
 Ο κοινωνικός ορισμός των φύλων σε μερικές κοινωνίες είναι ο πλέον σημαντικός, σε αντίθεση με κάποιες άλλες, στις οποίες σύμφωνα με τον ορισμό συγκεκριμένων κοινωνικών μονάδων απαγορεύεται όχι μόνο να συγχρωτίζονται με άτομα αλλά και να κάθονται στην ίδια καρέκλα ή να μοιράζονται τα ίδια μαγειρικά σκεύη ακόμα και τις χτένες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συγκεκριμένα άτομα και οι σχέσεις τις οποίες διαμορφώνουν, ενδεχομένως να απαγορεύονται και να επιδοκιμάζονται αρνητικά από δοξασίες μιαρότητας.
Για τους παραπάνω λόγους, τίθεται λογική η ύπαρξη εννοιολογικών σχημάτων μόλυνσης, που χρησιμοποιούνται ως θύλακες διαταράξεων, οι οποίες απειλούν την κοινωνική αρμονία. Και αυτήν την ισορροπία του κοινωνικού status, όπως γίνεται αντιληπτό, μπορεί κάλλιστα να διασπάσει καθετί που εμπίπτει στη σφαίρα του περιθωριακού, διότι η γραμμή που διαχωρίζει την κοινωνία από το περιθώριο αντιμετωπίζεται ως απειλή και μιασματικό.
Αναφορικά με την κοσμολογική μόλυνση (cosmological pollution), η Mary Douglas αντιμετωπίζει το πρόβλημα υιοθετώντας την άποψη του Lévy- Bruhl. Καθώς το εν λόγω πρόβλημα παραμένει άλυτο και από τον ίδιο, θα μπορούσε να επισημανθεί μια κάποια εξήγηση του: μολονότι ο πολιτισμός μας έχει προσπαθήσει να αποσαφηνίσει και να ερμηνεύσει το πολύπτυχο πεδίο γνώσης το οποίο περικλείεται μέσα στην κοσμολογική μόλυνση, εν τούτοις ένα μεγάλο μέρος της μολυσματικής συμπεριφοράς κείται πέραν του συνόλου των εμπειριών μας· και αυτό αποτελεί τη βίαιη καταδικαστική αντίδραση που προκαλείται από ό,τι φαίνεται να ανθίσταται στις υπονοούμενες και προφανείς κατηγορίες του σύμπαντος[18]. Ο πολιτισμός μας μάς εκπαιδεύει να πιστεύουμε πως οι ανωμαλίες (anomalies) οφείλονται μονάχα σε μία παροδική ανεπάρκεια διατύπωσης των γενικών φυσικών κανόνων. Στους πρωτόγονους, φαινόμενα όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες και οι τερατογεννήσεις αντιστέκονται στους συμπαντικούς κανονισμούς. Αν κάτι αντιμετωπίζεται ως απειλή λόγω της ανωμαλίας του ή της μη κανονικότητάς του αυτό προϋποθέτει ένα σκεπτικό κανονικότητας ή τουλάχιστον την ύπαρξη κατηγοριών στις οποίες ο "τερατώδης δυσοίωνος" (monstrous portent) δεν ταιριάζει. Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσουμε πως η κουλτούρα του πολιτισμού (cultural civilization) διαφέρει από αυτό που ο Lévy- Bruhl ονόμασε πρωτόγονο.
Έχοντας υπόψη μας το γεγονός ότι αφενός το βρώμικο προϋποθέτει ένα σύστημα ιδεών και ότι οι δοξασίες μιαρότητας προδίδουν τους χώρους κάποιας μεγαλύτερης συστηματοποίησης αφετέρου, τα διαφορετικά στοιχεία υπό το πρίσμα του πρωτόγονου κόσμου είναι πιο στενά συγκροτημένα· οι κατηγορίες της κοινωνικής δομής αγκαλιάζουν το σύμπαν σε ένα μοναδικό (single) και συμβολικό όλον (symbolic whole)[19]. Σε οιονδήποτε πρωτόγονο πολιτισμό, η ανάγκη για ενοποίηση των εμπειριών με σκοπό τη δημιουργία της τάξης, αποτελεί συνεχή απασχόληση, σε αντιδιαστολή με την επιστημονική κουλτούρα (scientific culture), όπου οι επιστήμονες μας οδηγούν σε εξειδίκευση και συγκριτική πνευματικότητα (compartmentalism)  όσον αφορά το γνωστικό πεδίο, γεγονός που εξηγεί τη διαρκή αποδόμηση των ιδεών.
Από την τελευταία αυτή φράση, συμπεραίνουμε πως κάθε πολιτισμός που επιτρέπει τη διαρκή ανασύνταξη του ιδεολογικού του οικοδομήματος, είναι απρόσβλητος από την κοσμολογική μόλυνση. Και στο βαθμό που δεν κατέχουμε μία ολοκληρωμένη και αδιαίρετη εικόνα του κόσμου, οι τρόποι σκέψης μας είναι διαφορετικοί από τους αντίστοιχους τρόπους των μελών των πρωτόγονων κοινωνιών. Οι τελευταίοι, κατόπιν μακράς εξέλιξης, έχουν καταλήξει σε μοντέλα αντίληψης τα οποία περιλαμβάνουν ολόκληρο το σύμπαν. Για το λόγο αυτόν, οι δοξασίες μιαρότητας προστατεύουν τα πλέον τρωτά κεκτημένα, όπου η αμφιβολία θα αποδυνάμωνε την ευαίσθητη δομή (Hence, pollution beliefs protect the most vulnerable domains, where ambiguity would most weaken the fragile structure) [20].


           …συναισθηματικές πτυχές της μολυσματικής συμπεριφοράς…


Οι δοξασίες μιαρότητας αποτελούν συνηθέστερα αντικείμενο συζήτησης, εξαιτίας των συναισθημάτων τα οποία θεωρείται πως εκφράζουν· χαρακτηρίζονται ως πολιτισμικά φαινόμενα. Αποτελούν αξιωματικές προτάσεις, οι οποίες διατηρούνται  σταθερές εφόσον πιέζουν τα παραβατικά υποκείμενα μέσω των τελετουργικών τους δραστηριοτήτων. Για κανέναν λόγο δεν θα πρέπει να υποθέσουμε πως το άτομο σε μία πρωτόγονη κοινωνία αντιλαμβάνεται το φόβο μόνο στην περίπτωση που οι πράξεις του απειλούν να μεταρρυθμίσουν τη δομή της κουλτούρας την οποία μοιράζεται με τους υπόλοιπους. Η επικινδυνότητα και οι τιμωρίες που σχετίζονται με τη μεταδοτική μόλυνση λειτουργούν απλώς ως τρόποι διατήρησης και ενδυνάμωσης της υφιστάμενης τάξης.
Τέλος, όσον αφορά το λογικό ή παράλογο χαρακτήρα των κανόνων μιαρότητας, η  Mary Douglas τίθεται εν μέρει σύμφωνη με την άποψη του Robertson Smith, κατά την οποία οι δοξασίες μιαρότητας σαφώς και εκπορεύονται από τη λογική δραστηριότητα και από την εξέλιξη της σχηματοποίησης και της κανονικότητας της εμπειρίας. Εν τούτοις, δεν παράγονται από ορθολογικές ή έστω συνειδητές διαδικασίες, αλλά κυρίως ως ένα αυθόρμητο υπο-προϊόν αυτών των διαδικασιών[21]. 


* Μια απλή μετάφραση της έννοιας pollution (μόλυνση) που χρησιμοποιεί η συγγραφέας θα ήταν μία αντιστοίχως αδύναμη ερμηνεία του έργου της. Γι’ αυτό και προτιμήθηκε ως κατάλληλη ερμηνεία του όρου η φράση μεταδοτική μόλυνση. Βλ. Mary Douglas, Καθαρότητα και Κίνδυνος, Μία Ανάλυση των Εννοιών της Μιαρότητας και του Ταμπού, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα, 2006, σελ. 36


Σημειώσεις...
[1] Μετάφ.: Και φρικιώ και εξάπτομαι.
[2] βλ. ό.π., Ph.Laburthe –Tolra, JP Warnier, σελ.189
[3] βλ. Mary Douglas, Pollution, στο Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W. A. Vogt, 1972,  σελ. 196
[4] βλ. ό.π., Daniele Hervieu-Leger, J.P. Willaime, σελ. 226
[5] βλ. ό.π., M. Douglas, Pollution,   σελ. 197
[6] βλ. ό.π., M. Douglas, Pollution,   σελ. 197
[7] βλ. ό.π., Paul Erickson, Liam Murphy,  σελ. 77
[8] βλ. ό. π., Mary Douglas, Καθαρότητα και Κίνδυνος, σελ. 39
[9] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution, σελ. 198
[10] βλ. στο ίδιο, σελ. 199
[11] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution, σελ. 199
[12] βλ. στο ίδιο, σελ. 199
[13] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution,   σελ. 199
[14] βλ. στο ίδιο, σελ. 200
[15] βλ. ό. π., Mary Douglas, Καθαρότητα και Κίνδυνος, σελ. 14
[16] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution,   σελ. 200
[17] βλ. στο ίδιο, σελ. 200
[18] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution, σελ. 201
[19] βλ. στο ίδιο, σελ. 201
[20] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution, σελ. 201
[21] βλ. ό.π., Mary Douglas, Pollution, σελ. 201

Σχόλια