«Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, μπορεί να θεωρηθεί ως η μορφοποίηση ενός νέου μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης. Δηλαδή παρακολουθούμε την εκ νέου προώθηση της διαδικασίας πολιτικής ενοποίησης, έπειτα από τη διακοπή που ακολούθησε το γαλλικό, ολλανδικό και ιρλανδικό δημοψήφισμα, που έκαναν φανερή τη διάχυτη αποδοκιμασία της διαδικασίας που προωθούσαν οι τεχνοκράτες των Βρυξελών. Η νέα προώθηση της πολιτικής ενοποίησης πραγματοποιείται, όμως, υπό τη σημαία ενός νεοφιλελευθερισμού ο οποίος, παρά την κρίση του, είναι ακόμη ικανός να ασκεί ηγεμονία στη γηραιά ήπειρο». Είναι λόγια του Ετιέν Μπαλιμπάρ που είναι πεπεισμένος ευρωπαϊστής. Παρόλα αυτά δε σταμάτησε ποτέ να κριτικάρει την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τα όσα έκανε κατά την παγίωση της ίδρυσής της. Μια κριτική συνήθεια που δεν εκλείπει ούτε αυτόν τον καιρό, με τη δημιουργία των κυβερνήσεων τεχνοκρατών στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
Ο γάλλος φιλόσοφος μας προσκαλεί να δούμε με προσοχή τις μεταλλάξεις που πραγματοποιούνται στα εθνικά και, κυρίως, υπερεθνικά πολιτικά συστήματα. «Στη Γαλλία, αλλά και στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, υπάρχει μια σημαντική πολιτική και διανοητική συνιστώσα, που θέλει να κλείσει την ευρωπαϊκή συζήτηση για να επιστρέψει στην εθνική κυριαρχία, που τη θεωρεί ως το απαραίτητο ανάχωμα για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής εξουσίας. Πρόκειται για μια θέση που δεν αντιλαμβάνεται ένα δεδομένο που για μένα είναι θεμελιώδες: την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και το σχηματισμό μιας παγκόσμιας αγοράς που δε ανέχεται σύνορα. Και κυρίως μια αλλαγή της υλικής σύστασης της κοινωνίας».
Η κυριαρχία
της τεχνοκρατικής δομής
Η ανάγνωση του Μπαλιμπάρ ασφαλώς δεν έχει το ελάττωμα της αφέλειας. Έβλεπε πάντοτε ευνοϊκά το σχηματισμό του νέου υπερεθνικού πολιτικού υποκειμένου που λέγεται Ευρώπη. Μια θέση που ερχόταν σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η γαλλική «αριστερά της αριστεράς», και όχι μόνο αυτή. Μια ευρωπαϊκή στράτευση που δεν απέκρυψε όμως το γεγονός ότι αυτό που διαδραματιζόταν ήταν μια διαδικασία συνταγματοποίησης που δεν είχε καμία λαϊκή νομιμοποίηση. (...) Η διατύπωση που χρησιμοποιεί – αυτό που οι Βρυξέλες επιβάλλουν είναι μια δικτατορία των κοινοτικής τεχνοκρατικής δομής- πρέπει να αρθρωθεί σε σχέση με το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η μοναδική νύξη που κάνει γι’ αυτό το θέμα είναι μια παραπομπή στις θεωρίες του μαρξιστή γεωγράφου Ντέιβιντ Χάρβεϊ, που ισχυρίζεται ότι τα δημόσια οικονομικά είναι το μέσο το οποίο ρυθμίζει και εγγυάται τη συσσώρευση κεφαλαίου μέσα από την απαλλοτρίωση του κοινωνικού πλούτου.
Κράτος έκτακτης ανάγκης
«Πρόσφατα, στη «Figaro», εφημερίδα της γαλλικής αστικής τάξης, δημοσιεύτηκε ένα ενδιαφέρον σχόλιο που φωτογραφίζει με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη. Η απόφαση του Νικολά Σαρκοζί και της Άνγκελα Μέρκελ να επιβάλουν στην Ελλάδα και στην Ιταλία πολιτικές λιτότητας, ευνόησε τη λύση της κυβέρνησης τεχνοκρατών. Στην Αθήνα και στη Ρώμη εγκαταστάθηκαν δύο γνωστοί οικονομολόγοι όπως ο Μάριο Μόντι και ο Λουκάς Δημήτριος Παπαδήμος, άνθρωποι ανέκαθεν ενταγμένοι εντός του δικτύου εξουσίας που έχει ως κομβικό σημείο την Goldman Sachs. Απ’ αυτή την άποψη, η κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν μια πραγματική επανάσταση από τα πάνω. Για χρόνια πίστευα ότι ο πρώτος που την χρησιμοποίησε ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς στην εισαγωγή της έκδοσης του 1895 του βιβλίου του Μαρξ Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία. (...) Έπειτα ανακάλυψα ότι ο Ένγκελς την είχε «αντιγράψει» από τον Μπίσμαρκ. Μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι οι επαναστάσεις από τα πάνω υπήρχαν πάντα και χρησίμευαν στο να δίνουν μορφή σε μοντέλα και μηχανισμούς διακυβέρνησης που δεν προβλέπονταν από την παράδοση. (...) Η επανάσταση από τα πάνω εγκαθιδρύει πάντοτε ένα κράτος έκτακτης ανάγκης, που είναι ακριβώς αναγκαίο για να δοθεί μορφή σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, με τη ρητορική των κυβερνήσεων τεχνοκρατών, είναι ακριβώς αυτό: μια αναστολή των ισχυόντων κανόνων του παιχνιδιού, για να επιβληθούν λύσεις για την κρίση.
Ο Καρλ Σμιτ μίλησε, σε περασμένες εποχές, για δικτατορία κατ’ ανάθεση, που δεν είναι όμως απολυταρχικού χαρακτήρα, αλλά μάλλον θυμίζει τις μορφές κυριαρχίας που υπήρχαν στην αρχαία Ρώμη. Οι κυβερνήσεις τεχνοκρατών είναι η σύγχρονη μορφή μιας δικτατορίας κατ’ ανάθεση για να επιβληθεί μια νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση του καπιταλισμού».
Επανάσταση από τα πάνω
Η «επανάσταση από τα πάνω» συνδέεται επομένως με την εγκαθίδρυση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε εθνικό επίπεδο και είναι μια περιγραφή που πιάνει το νόημα ισχυρών τάσεων που χαρακτήρισαν την κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του δίδυμου αδελφού του, του λεγόμενου μεταμοντέρνου λαϊκισμού. Πολλοί, μολαταύτα, υπέδειξαν συχνά την τεχνοκρατική δομή ως μια από τις ισχυρές εξουσίες που δρουν στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Μια τεχνοκρατική δομή που συμμετέχει, όμως, σε ένα ευρύτερο δίκτυο, όπου δρουν χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, διεθνικές επιχειρήσεις. Εν ολίγοις πρόκειται για μια μορφή διακυβέρνησης που διαχειρίζεται το σύγχρονο καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης. Απ’ αυτή την άποψη, η τεχνοκρατική δομή εγγυάται, στην Ευρώπη, τόσο την πολιτική λειτουργία όσο την εκ νέου ανάληψη του ελέγχου ενός «ξετρελαμένου» οικονομικού κύκλου. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για να δώσει ώθηση στο ηπειρωτικό πολιτικό του σχέδιο. Με κάποιες αντιφάσεις, εννοείται, όπως για παράδειγμα η νομιμοποίηση των κυβερνήσεων τεχνοκρατών από τα κοινοβούλια που έχουν εκλεγεί από το λαό.
Η προαναγγελθείσα
καταστροφή
Η Ευρώπη κατορθώνει βέβαια να προτείνει μια μορφή διακυβέρνησης της ηπείρου, διατρέχει όμως τον κίνδυνο να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός νέου διαζυγίου μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ υποδεικνύει τον κίνδυνο και προειδοποιεί ότι κάθε κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει πάντοτε αβέβαια αποτελέσματα. «Αυτή η διαδικασία είναι συγκρουσιακή. Δεν είναι δεδομένο ότι η δικτατορία κατ’ ανάθεση θα κατορθώσει να λειτουργήσει σ’ αυτή την κατάσταση. Οι τεχνοκράτες, οι ελίτ έχουν μια ισχυρή εξουσία πειθούς με το μέρος τους, γιατί ξεκινούν από έναν εκβιασμό: ή θα γίνει έτσι ή θα έρθει το χάος. Ο φόβος μιας καταστροφής κατορθώνει έτσι να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και τις αμφιβολίες. Κι όμως, εδώ και μερικούς μήνες στις εφημερίδες της αστικής τάξης, αλλά και στις προοδευτικές, είναι πολλοί αυτοί που ζητούν να εκφραστεί η λαϊκή κυριαρχία ακριβώς για το ζήτημα των πολιτικών μορφών και για ένα ενδεχόμενο ευρωσύνταγμα. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας γράφει εδώ και πολύ καιρό για την αναγκαιότητα μιας λαϊκής νομιμοποίησης των όσων συμβαίνουν στην Ευρώπη. Ο στόχος του είναι ο εκδημοκρατισμός των ευρωπαϊκών θεσμών, κλείνοντας έτσι τη φάση που είδε τις αγορές να υφαρπάζουν ουσιαστικά την καθολική ψήφο. Συμφωνώ βέβαια με τον Χάμπερμας, αλλά νομίζω παρόλα αυτά ότι πρέπει να δημιουργηθούν πραγματικές εξεγερσιακές αντιεξουσίες, που να έρθουν σε αντίθεση μ’ αυτή τη μορφή διακυβέρνησης που εγκαθιδρύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν εννοώ την λαϊκή εξέγερση, μα τη δημιουργία θεσμών εκ μέρους των κοινωνικών κινημάτων για να αντισταθούν στην τεχνοκρατική δομή».
Προς το παρόν, όμως, τα κοινωνικά κινήματα δρουν συχνά με εθνική προοπτική. Οι μόνοι που έθεσαν το πρόβλημα της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου, ήταν οι ισπανοί αγανακτισμένοι, που ζητούν τόσο να δοθεί ένα τέλος στη «δικτατορία των αγορών» όσο και έναν εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου.
Εξεγέρσεις
και κοινωνικά κινήματα
Εκτός των άλλων, η εθνική επιλογή μοιάζει περισσότερο με υποχώρηση, με ένα σημάδι αδυναμίας και όχι σημάδι ισχύος. «Μου φαίνεται χρήσιμο να αναφέρω τον διαχωρισμό που έκανε ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρότρι μεταξύ campaign και mouvement. Οι ισπανοί αγανακτισμένοι είναι σίγουρα ένα κοινωνικό κίνημα. Ρίζωσαν στη χώρα, ανέπτυξαν δικούς τους θεσμούς, όρισαν κανόνες για να παίρνονται οι αποφάσεις, έθεσαν, τέλος, δυναμικά το κομβικό ζήτημα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Μπορεί να το έκαναν με ένα λεξιλόγιο που ένας μαρξιστής ίσως το βρίσκει περίεργο, όμως το σημείο της δύναμής τους είναι η κριτική στο καθεστώς συσσώρευσης που επικεντρώνεται στην απαλλοτρίωση. Το Occupy Wall Street έχει, αντίθετα, όλα τα χαρακτηριστικά μιας εκστρατείας ευαισθητοποίησης γύρω από κάποια θέματα – τη φτώχια, την αντίθεση μεταξύ του 99% του πληθυσμού και του 1% των πλουσίων – όμως μέχρι σήμερα δεν έκαναν το μεγάλο άλμα στην πολιτική δράση. Όταν σκέφτομαι τις εξεγερσιακές αντιεξουσίες, επομένως, έχω στο νου μου τα κοινωνικά κινήματα και την ικανότητά τους να αναπτύσσουν δικούς τους θεσμούς. Μόνο αν υπάρχουν αυτές οι αντιεξουσίες μπορούμε να θέσουμε όρους και να προκαλέσουμε την κρίση της δικτατορίας κατ’ ανάθεση, που είναι εύθραυστη αφού η οικονομική κρίση φτώχυνε την κοινωνία. Το παιχνίδι επομένως είναι ανοιχτό. Και το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι προδιαγεγραμμένο».
Δημοσιεύτηκε στο «Μανιφέστο» (19-11-2011)(ΕΠΟΧΗ)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου