Πλέον κάθε μήνας στην Ελλάδα σηματοδοτεί και ένα κατ' επίφαση αίνιγμα των διαθέσεων του κόσμου μιας και η πολύπλευρη υποκειμενικότητα της χώρας κατέστη πολύπαθη αντικειμενικότητα, κάτι που αποδεικνύεται από τους δείκτες ανεργείας, αυτοχειρίας και ζώσης απαισιοδοξίας.
Χιλιάδες φωνές ανθίστανται στην παραμυθία της πολιτικής εγκατεστημένης εξουσίας κραυγάζοντας αλήθειες που ίσως να φαντάζουν ολέθριες, μα μέσα στα πραγματιστικά πλαίσια δεν θα μπορούσαν να μην είναι κάτι άλλο από ρεαλιστικές. Άλλωστε η πολιτική, ως έννοια και πραγμάτωση δεν θα μπορούσε από μόνη της να διακηρύσσει την κατάντια και τη ματαιότητά της. Στην αντίθετη περίπτωση θα μιλούσαμε για την αξιοπρέπεια της πολιτικής. Η πρωτόλειά της μορφή αντικαταστάθηκε μέσα στο πέρας των αιώνων από τον στυγνό επαγγελματισμό και την κυνική φιλοδοξία των υποκείμενων εκπροσώπων της. Αυταρχικές προθέσεις με πρόφαση το κοινό καλό, τη στιγμή που το καλό έχει λάβει δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, ήτοι το κοινό και το ιδιοτελές. Η παρελθούσα πολιτική πυγμή των αληθινών-αμεσοδημοκρατικά- πολιτών έχει δώσει προ πολλού τη θέση της στη διαμεσολάβηση και την ετεροδιαχείρηση με συνακόλουθο αποτέλεσμα τον ετεροκαθορισμό των πάντων.
Ακόμη και το "συνταγματικό" δικαίωμα της αυτοπροσβολής ποινικοποιήθηκε και ως εκ τούτου, όποιο πάθος αποτελεί τουλάχιστον πταίσμα ή πλημμέλημα. Βέβαια είχε προηγηθεί η εκκλησιαστική καθεστυκία εξουσία, η οποία και είχε καλλιεργήσει το περιβάλλον της ηθικής και της ανηθικότητας μέσα από την ευρεία χρήση της αμαρτίας. Μία ηθική όμως, για την οποία όπως έλεγε και ο Ερρίκος Μαλατέστα «σε όλα τα επίπεδα όντας ένα ναρκοπέδιο, είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά κυρίως ακατάλληλο να την επιλέγουμε σαν μοναδική βάση για την αποτίμηση της αξίας των επιλογών μας.»(1)
Πράγματι, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η πορεία των σύγχρονων καταστάσεων έχει λάβει μία μορφή θρησκευτικής κατάπτωσης ή για να είμαι πλέον ακριβής, αντικατοπτρίζει τη φθίνουσα πορεία του θρησκευτικού πραγματισμού. Ο θεός μετατρέπεται σιγά-σιγά και σταδιακά σε επαίτη θρησκευόμενων ψυχών, ενώ παράλληλα ο αστικός θεός (το κράτος και τα εργαλεία του) προσπαθεί να διατηρήσει τα εχέγγυα της εξουσίας του. Τουναντίον, όπως το τρέμουλο των φυλλωσιών και των άνθεων από τα διερχόμενα ρεύματα αέρα, κάπως παρόμοια μοιάζει να ταράζεται εν συγχύσει η διάρκεια της εξουσιαστικής διάθεσης της αστικής δημοκρατίας. Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μία ακόμη επιπόλαια φιλοδοξία αυτοχειρίας του γνωστού μέχρι νεωτέρας κόσμου και όχι μόνον του ανεπτυγμένου ευρωπαϊκού (και δυτικού γενικότερα);
-Τί μέλλεται;
-Ό,τι έχει σπαρεί και συγχρόνως καλλιεργείται προσβλέποντας στην εν τω μέλλοντι παραγωγή.
Ας είμαστε ρεαλιστές: Το παρόν δουλεύει για άλλους (και για εμάς), ενώ το παρελθόν έχει δουλέψει για εμάς (και για τους άλλους). Ας αφήσουμε το επιπόλαιο μέλλον με τα αγύριστα κεφάλια και ας καταπιαστούμε με την αναμόχλευση του πρελθόντος σκοπώντας στην επαναξιολόγηση και ανακατεύθυνση των εννοιών και της ορολογίας. Ας δούμε το παιχνίδι που βιώνουμε ως ένα παραμύθι, του οποίου ο δημιουργός είμαστε η βάση και στη θέση των πρωταγωνιστών τοποθετούμε τους τωρινούς και αλλοτινούς θύτες...Συνεπώς, κατ' αυτόν τον τρόπο τους ακυρώνουμε τόσο εννοιολογικά όσο και πρακτικά.
Συν τοις άλλοις, οτιδήποτε κινείται προϋποθέτει και κινητήριο δύναμη (και αν το μεταφράσουμε μαρξιστικά, έχουμε το "εργατικό δυναμικό"). Βιώνοντάς το αντιεξουσιαστικά θα έχουμε τις πολυάριθμες αξιοπρέπειες των "ιστορικών ατόμων"(2). Όλοι μας είμαστε παράγωγα του συστήματος κόσμου-είμαστε συλλήβδην κοινωνικά προϊόντα. Κινούμε την ιστορία και την ενδυναμώνουμε με τη δυναμική πνοή μας. Το αίμα, η απώλεια και ο ιδρώτας το αποδεικνύουν, καθώς αποτελούν πραγματιστικές έννοιες σε αντίθεση με τις μύριες όσες κατασκευασμένες λεξιλογικές δικλείδες της συστηματοποιημένης ζωής που δρουν ως καταναλωτικές αυταποδείξεις.
Ο νομοθέτης (αυτός ο πραγματικός γνωστός-άγνωστος) μάς παρέσυρε στην επίδειξη των δικαιωμάτων, όχι προτού όμως μιλήσει και εφαρμόσει τις υποχρεώσεις μας απέναντι στο συστημικό μοντέλο που επιβιώνουμε. Μήπως το μαστίγιο (κινητήριος δύναμη-ώθηση) δεν πήρε πρώτο στα χέρια του ο ιδιοκτήτης του ζώου και ύστερα παρουσίασε το καρότο (θέλγητρο-επιθυμία/ανάγκη) για να μην το τσακίσει στις βουρδουλιές προκειμένου να μην καθυστερήσει και διαμαρτυρηθεί στις υποχρεώσεις του;
Συνολικά ο εργαζόμενος κόσμος θέλγεται από την προσφορά του καρότου και προς στιγμές-που καθιστούν μία διάρκεια εκμετάλλευσης- αναισθητοποιείται στις βουρδουλιές του μαστιγίου(3). Όμως το καρότο προσφέρεται μπροστά μας και δείχνει να μας πλσιάζει το απλησίαστο, δίχως να τολμούμε να πράξουμε το αυτονόητο: να σταματήσουμε να κυνηγάμε τα προσφερόμενα ιδανικά και να κοιτάξουμε ολόγυρά μας για να καταπιαστούμε με τα δικά μας ιδανικά, αυτά της αυτοδιάθεσης, της αυτοοργάνωσης, του σεβασμού και της αλληλεγγύης. Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο απ' όπου οφείλουμε να ξεκινήσουμε προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε τις αναφορές μας στα δομικά στοιχεία του υπάρχοντος μοντέλου, ώστε να αδράξουμε την ευκαιρία για ουσιαστική αλλαγή. Τί αλλαγή επιζητούμε όμως;
Μία άλλη διάσταση του δομημένου συστηματοποιημένου κυριαρχούμενου και κυριαρχούντος κόσμου και μία ριζική ρήξη με την τωρινή (αιώνων αποτέλεσμα) κοινωνική φόρμα στοχεύοντας στη δημιουργία μίας εκ νέου κοινωνικής-περιβαλλοντικής οντότητας; Προφανώς, για τον γράφοντα, μία λύση μετατροπής του τωρινού ΕΙΝΑΙ σε ένα αλλαγμένο καινούριο ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ, για άλλη μία φορά θα αποσιωπήσει παροδικά τη συσσωρευμένη αποτυχία του καπιταλιστικού/ακροφιλελεύθερου μοντέλου δημιουργώντας επαναλαμβανόμενες επιπολαιότητες συστολής και διαστολής της κοινωνικής έξαψης. Το να φορέσουμε σε μία γάτα τη στολή ενός κανίς πεκινουά δεν θα κάνει το γατί να γαυγίσει ή να κατουράει σαν τρίποδο. Απλώς το μοντέλο, που θα έχουμε μεταμορφώσει σε ένα άλλο μοντέλο, θα επαληθεύσει τη δυνατότητα του καπιταλισμού να αφομοιώνει και συνεχώς να μετουσιώνει τις κοινωνικές μας αντιδράσεις προσφέροντάς τες μας ακολούθως σαν κατακτημένα δικαιώματα άρνησής του. Δηλαδή, από την πολιτική οπτική και το αντίστοιχο πολιτικό παράδειγμα, θα λειτουργεί μία Αριστερά αέναα ως τροπαιούχος στα καλλιστεία της "εναργούς νωθρότητας"...χμ! ας σοβαρευτούμε!
Βιώνουμε συνθήκες αγοραζωής μειωμένης αντίληψης. Δεκαετίες τώρα, παρενοχλούμαστε εκουσίως (σαν τα νύχια τα γαργαλιστικά) από τις θεωρητικές επιπτώσεις μιας ιδανικής/ιδεατής μεταμόσχευσης των τρωτών σημείων του μοντέλου διαχείρησης του βίου. Θεωρούμε σημαντικό στοιχείο για την εξέλιξη του βιοτικού μας επιπέδου το γεγονός ό,τι μία τράπεζα αυξάνει τα κέρδη της (έσοδα) και ο δείκτης τιμών του χρηματιστηρίου πραγματοποιεί εντυπωσιακά άλματα. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζουμε άδοξα τη στάσιμη συνέχεια των κατακτήσεων δικαιωμάτων και συμφωνούμε με εργοδοτικούς όρους, οι οποίοι κατοχυρώνουν πολλαπλάσια κέρδη στον εργασιακό διανομέα-κρατούντα. Αυτά όμως μέχρι πρότινος. Αφήνουμε τη λαϊκή κοινωνική οργή να υποθάλπεται από την αναμενόμενη εθνικιστική έξαρση με αποτέλεσμα η ταξικότητα και η κοινωνική διαφορετικότητα να αποδυναμώνονται συχνά πυκνά προς το αποκαλούμενο απαξιωμένο εθνικό όφελος. Τα δεδουλευμένα της διευρυμένης κοινωνικής ομάδας τα βλέπουμε να αλλάζουν χέρια μεταξύ του πόθεν έσχες των πολιτικών (και όχι μόνον) και των χρεών των αστικών κομμάτων στις τράπεζες και αφήνουμε τον παραχθέντα πλούτο μας να αξιοποιείται εις βάρος μας. Το επιβεβαιώνει αυτό και η συχνή αναφορά στις χιλιάδες θέσεις εργασίας (όσον αφορά τις μελλούμενες επνεδύσεις) και στις δεκάδες θέσεις λειτουργίας (δηλαδή χιλιάδες να το φτιάξουμε και κατόπιν δεκάδες να το λειτουργούμε!!!)
Η ιστορική ευκαιρία για την Αριστερά συνάμα καταντάει γελοίος πολιτικός συμπεριφορισμός εστέτ, τη στιγμή που δεν καταδικάζει εμπράκτως το κατεστημένο, με τη φυγή της προς την αγκαλιά του χειμαζόμενου λαού και ως εκ τούτου την εξ ολοκλήρου και αποκλειστική της παρουσία στο δρόμο απέναντι από τη σαθρή κοινοβουλευτική καθημερινότητα των εκπροσώπων της πολυπρόσωπης διθνούς και ντόπιας ελίτ. Από την άλλη πλευρά, ο συντηρητικός εξορθολογισμός της Δεξιάς (και από δίπλα οι εξαπτέρυγες σβάστικες της ακροδεξιάς) προτείνει παραμορφωμένες εξόδους προς την ανάπλαση του κοινωνικού μοντέλου αγοραζωής πιστώνοντας στην ευχέρεια και τη διάθεσή της τη μετατροπή της οργής σε ορμή (sic). Η οικονομική ανέχεια ολοένα και μεγαλύτερων πληθυσμιακών στρωμάτων και η καταστρατηγημένη εκπαιδευτική των διαχείριση δίνουν τα κατάλληλα αυτιά, ώστε να εκμεταλλευτούν οι εθνοπατέρες, περισσότερο από ποτέ τις αντιασφυξιογόνες μάσκες που μας δίδονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προφανώς και μία αλλαγή όλων των παραπάνω θα αποτελούσε το γάντι στο χέρι ενός βρωμιάρη...
Κατ' εμέ το πρόβλημα εντοπίζεται όχι στις δομές του συστήματος μα στη δυναμική αντίδρασης των έλλογων στοιχείων του, ήτοι τον άνθρωπο. Ένας εχθρός δημιουργείται/εμφανίζεται αφ'ής στιγμής τού εμφανίζονται οι κατάλληλες συνθήκες (αιτίες και αφορμές) για να ολοκληρωθεί σε homo homini lupus. Άρα το πρόβλημα εδράζεται στη βάση και όχι στους εκάστοτε φιλόδοξους εξουσιαστές που έχουν τη βάση και τα χαρακτηριστικά της ως δεκανίκια της ύπαρξής τους. Ο ρόλος του ψηφοφόρου, του εργαζόμενου, του πολίτη χρίζει επαναξιολόγησης και επαναπροσδιορισμού. Σε αυτά τα νέα πλαίσια οφείλουμε να αφήσουμε κατά μέρος τη δικαιοσύνη και να προτάξουμε το κοινωφελές δίκαιο.
Ας καταπιαστούμε αρχικώς με υποθέσεις που αναφέρονται στο χώρο που θα δοθεί η εκκίνηση και θα υλοποιηθεί η αντιπρόταση σε αυτό το σύγχρονο όργιο στοχευμένου αποπροσανατολισμού της αξιοπρέπειας της φυσικής εξέλιξης του ιστορικού ατόμου. Ο ιστορικός χωροχρόνος για την κοινωνική διαβίωση των ατόμων λειτουργεί εκ των ων ουκ άνευ ως η πυξίδα και η βαρύτητα απέναντι στις προθέσεις για πραγμοποίηση των προτάσεων διεξόδου από το παρόν προς το ανθρωπίνως φυσικό εγγύ μέλλον...
σημειώσεις...
(1) Errico Malatesta κ.ά., «Περί αναρχισμού και βίας», εκδ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, Αθήνα, 2004, σελ. 17
(2) όρος που εισήγαγε ο Max Weber
(3) Ο Stuart Ewen στο βιβλίο του "Captains of Consciousness: Advertising and the Social Roots of the Consumer Culture" υποστηρίζει ότι ο καταναλωτισμός, «η μαζική συμμετοχή στις αξίες της αγοράς που απεθύνεται στις μάζες», δεν ήταν μια φυσική ιστορική ανάπτυξη αλλά μια επιθετική διαδικασία εταιρικής επιβίωσης. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στις απαρχές της διαφοροποίησης της εργατικής τάξης από τις υπόλοιπες τάξεις του αστικού κοινωνικού συνόλου. Εκεί διαπιστώνουμε πως στο δίλλημα περισσότερος ελεύθερος χρόνος ή αύξηση του εργατικού κόστους, οι εργαζόμενοι επέλεξαν το δεύτερο, δηλαδή την αύξηση της αξίας της εργασίας τους, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να κατευθύνουν τους εργαζόμενους σε μία κατάσταση κατανάλωσης όσων παράγονται από τους ίδιους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου