"Barbouiller du Papier", από το Φορέα Κολασίμων Παθών (1η περίοδος)



…το εκπληκτικό στα μάτια της είναι τα διαφορετικά βλέμματα που φοράνε, σύμφωνα με τις περιστάσεις· σε στιγμές θλίψης αυτά φουσκώνουν και γεμίζουν υγρά, που στην αντίθετη περίπτωση θα’ πεφταν από τον ουρανό, κάτω από τα γκρίζα και παχυλά κορμάκια του ορίζοντα. Έπειτα, όταν αποφασίζει να αφιερωθεί σε κάποιο ανάγνωσμα, αυτά τα μικρά αμύγδαλα πάνω από κάθε μάγουλο αρχίζουν  μια φανταστική συζήτηση και σειρά εκφράσεων, λες και λείπει μονάχα ο ήχος από τις ζωηρές κινήσεις, που χορεύοντας από αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω προδίδουν το ενδιαφέρον της γι’ αυτό που διαβάζει. Για αρκετές ώρες πάντως σαν αμίλητη, αλήθεια, κοιτάζει τα λόγια μπροστά της, μα μέχρι πάλι να πάρει αυτή τον αέρα. Όταν πάλι χαμογελάει, αυτά οριζοντιώνονται και αντ’ αυτών εμφανίζονται μικρές τρυπίτσες στις άκρες των χειλιών της (τα ματάκια του στόματός της…). ακόμα και όταν κοιμάται, αυτά ως κλειστά σε προτρέπουν να τα γλείψεις κατευθύνοντας την γλώσσα κατά μήκος των βλεφάρων, παίζοντας άρπα με τα τσίνορά της, έως ότου αυτή μην νιώθοντας άνετα, να καταπιεί το σάλιο της, αφού πρώτα το αναμοχλεύσει μέσα της και μετά με ένα απόκοσμο μουρμουρητό, γυρίσει το πλευρό της προκαλώντας σε να κολλήσεις πάνω στην πλάτη της και να κοιμηθείς μαζί της σαν δυο μικρά βρέφη.
…κάποιοι καθρέφτες, από αληθινά υλικά δεν λένε ψέματα ποτέ ή τουλάχιστον σπανίως. Και αφού ψυχή δεν υφίσταται- τα μάτια το προδίδουν άλλωστε- θα σε κοιτάζω στα μάτια μέχρι να ξυπνήσεις,· μα προτού καταλάβεις αν είσαι ξύπνια ή αν ακόμα ονειρεύεσαι, εγώ θα την κάνω· δεν θα σου λείψω, δεν θέλω· θέλω να είσαι πλήρης, αν γίνεται· να με ζητάς, όχι όμως να σου λείπω! Τις παρακαταθήκες τις είδες…τις βλέπεις να σβήνουν σαν τα εφήμερα αγγίγματα πάνω μας! Είσαι μοναδική· και αν δεν με πιστεύεις, ρώτα για την μοναδικότητα των αποτυπωμάτων σου…γεια χαρά  

                                                        (Ι)

Το σημείωμα δεν είχε αντίκρισμα· μόλις τελείωσε την τελευταία φράση του και απαξιωτικά ντρόπιασε την μονογραφή του, το δίπλωσε τσακίζοντάς το, άνοιξε την σακούλα σκουπιδιών κάτω από τον νεροχύτη και το πέταξε. Αυτός ήταν ο τρόπος που αντιμετώπισε την ακαριαία θλίψη της γι’ αυτόν. Προφανώς κατάλαβε τόσο αυτό που ο ίδιος ήθελε όσο και την δική της απαίτηση· σφάλισε το γεγονός της φυγής του σε κάποιο (κάπου) Χ.Υ.Τ.Α., από αύριο το πρωί κιόλας, από τώρα ουσιαστικά. 
Κοίταξε γύρω της αγουροξυπνημένη, όπως ήταν. Ξύνοντας τον αφαλό της και μετά το πιο παραμελημένο από επαφή μέρος του σώματός της, αυτό που σκεπάζουν τα στήθη της, επιθεώρησε τα πράγματα στον χώρο και παρατήρησε πως οτιδήποτε είχε μείνει πίσω (εκεί) ήταν δικό τους. Η παγίδα είχε στηθεί μια χαρά απ’ αυτόν! Τα ρούχα του και κάποια βιβλία και σημειώσεις, αυτά ήταν που έλειπαν. Ζοχάδιασε. Πέταξε έναν βλεφαροσπασμό και πήγε προς την κουζίνα· άναψε την καφετιέρα και καλημέρισε το πρωινό, ύστερα από κάποια ώρα στην τουαλέτα και πίνοντας την πρώτη γουλιά καφέ και τσιγάρου. Βούρκωσε…


                                                           (ΙΙ)  

Ρίχνοντας τα εναπομείναντα βλέμματα πριν γυρίσει πλάτη στο χωλ, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τα σκαλιά. Αυτά τα σκαλιά, τόσα όσα λίγα. Τα κατέβηκε γρήγορα, μπήκε στο αμάξι και περίμενε λιγάκι, μέχρι…δεν ήξερε, ίσως τίποτε αυτήν την στιγμή· περίμενε. Κοίταξε το ρολόι στο αμάξι μα σκέφτηκε άλλη ώρα από αυτήν που φώτιζε στο ταμπλό. Δεν σκέφτονταν κάτι συγκεκριμένο (πολλοί άλλωστε και για πολύ το συνηθίζουμε ανά στιγμές), περίμενε όμως. Η φιλοσοφία κάθονταν στην θέση του συνοδηγού έχοντας μπερδέψει τον λεβιέ των ταχυτήτων με το χειρόφρενο. Περίμενε, δεν έφευγε· δεν ήξερε γιατί, δεν είχε δικαιολογίες γιατί· έφυγε τελικά, με ένα μούτρο μέχρι κάτω σαν το τελείωμα μιας καμπουριασμένης φυσιογνωμίας.    Ξεκίνησε το αμάξι το ίδιο ήρεμα, όπως είχε κλείσει την πόρτα και είχε κατέβει τα σκαλιά. Βγαίνοντας από την συνοικία, πέρασε από το κέντρο της πόλης και την τελευταία διάβαση, οριστικοποιώντας την απαξίωση του συμβεβηκότος. Είχε βρέξει και τα αποτυπώματα του αμαξιού κυλούσαν και μπερδεύονταν με άλλα· θα έχανε τον δρόμο, λοιπόν. Έσβησε τα φώτα και αφέθηκε στην συνοδεία των πρώτων πρωινών ακτινών του ήλιου, προτού προβάλλει ο ίδιος ολόκληρος. Ήταν οι καυτές οι πρώτες, που άφηναν τα σημάδια τους πάνω στα μάγουλά του, τα χαρακωμένα από τις τσακίσεις των σεντονιών, που και αυτά με την σειρά τους θα χάνονταν. Ζοχάδιασε. Εξαπίνης, πίεσε την παλάμη του κατάστηθα και με ένα το ίδιο αγουροξυπνημένο ρεψιματάκι (αυτά τα καούρικα της περασμένης κατάχρησης) την άφησε να κοιμάται ή να διαβάζει αυτό που της έγραψε, πίσω. Σταμάτησε σε μία έξοδο της εθνικής, βγήκε, κατούρησε και έσπασε τα μάτια του σε κάμποσα δάκρυα- διωγμένα κακήν κακώς από το σπίτι τους. 

               
                                           (ΙΙΙ

το άγχος δεν βαραίνει· η ιδέα του όμως…
αυτή φταίει, όλες οι ιδέες…
ε, καλά τώρα, μην το γαμάς έτσι…
αλήθεια; Μια ιδέα πες μου, που να ισχύειι, να έχει μείνει απαράλλαχτη μέχρι και τώρα και εγώ σου βγάζω το καπέλο…ακούω…!
Η τελευταία στιχομυθία δεν απέδωσε τα εύσημα σε κανέναν από τους δύο. Τα μικρά δαιμόνια της ισότητας και της ετερότητας φωλιάζανε σε κάθε συζήτησή τους. Έτσι αρχίσανε, έτσι τελείωσε το βράδυ μεταξύ τους…
Και οι γουλιές από την γκράπα και τα ποτήρια μπύρας δίνουν και παίρνουν. "μόνο θα παίρνουν από απόψε", σκέφτηκε και τοποθέτησε στην κορυφή του τριγώνου από σφηνάκια το επόμενο (το αμάξι πεινώντας τον άφησε για ένα γρήγορο ποτό στο βενζινάδικο –μπαρ, λίγο πριν τα σύνορα του νομού…). Μια χούφτα δάχτυλα έβαλε ένα τέταρτο, γεμάτο σφηνάκι στην κορυφή της πυραμίδας του.
είσαι η…;
αν καταλάβεις, κάθομαι απέναντι (δείχνοντάς του το τραπέζι της δίπλα στο τζάκι)…ίσως και να περιμένω εσένα
ίσως;
Αν καταλάβεις!
Δεν κατάλαβε και την κέρασε ένα ακόμα σφηνάκι, παραγγέλνοντάς το στον τύπο που το έπαιζε σερβιτόρος· αυτός με την σειρά του τον πρόλαβε και της εξέφρασε τις πρωινές του καύλες, « αν χρειαστώ φωτιά, να’ ρθω προς την δική σου;»· είδε την τύπισσα να πετάει στο δίσκο ένα ασημένιο νόμισμα και το γκαρσόνι να στραβομουτσουνιάζει. Γύρισε την πλάτη του ήπιε άλλο ένα σφηνάκι και ρεύτηκε με μία δόση υπερηφάνειας για το πέσιμο στο οποίο δεν ενέδωσε. Πλήρωσε, παρήγγειλε στον μπάρμαν να την κεράσει ένα ακόμα και στρέφοντας το κορμί του προς την εξώπορτα, είδε πάνω στο τραπέζι της το πακέτο με τα τσιγάρα να γράφει «μην φύγεις…». Χαμογέλασε, καθώς την είδε να βγαίνει ακολουθώντας το γκαρσόνι, από τις ανδρικές τουαλέτες. Δεν θα θυμόταν το πρόσωπό της αν εκείνη ,σαστισμένη για τον λανθασμένο συγχρονισμό τους, δεν τον έγδυνε με τα ξεβαμμένα μάτια της καθαρίζοντας με μια λάγνα κίνηση τα αποτυπώματα του νεαρού σερβιτόρου από τα χείλη της. "Δεν έχω όρεξη για ξεπέτες απόψε", μουρμούρισε φορώντας το σακάκι του και εξαφανίστηκε πίσω από την ξύλινη βαριά πόρτα του μπαρ. Μπήκε στο αμάξι και έφυγε προς το χωριό των παππούδων του. Το χωριό φάντασμα…

                                                        (ΙV

« Οι σχέσεις των πραγμάτων και των καταστάσεων μπλοκάρουν συχνά- πυκνά και αυτό προκαλείται από τα νοήματα που αποδίδουμε, τουλάχιστον δύο άτομα την φορά, ταυτόχρονα, μα τόσο διαφορετικά· ουδείς όμοιος, να γιατί! Και ίσως αυτή η πρόκληση της σύγχυσης να ενδυναμώνει τις εντάσεις, χαρίζοντας ήχο και γόητρο στις ανθρώπινες σχέσεις· να γιατί μπορεί να φεύγουν κάποιοι από τους κύκλους τους· η ανάγκη να μιλάς με τα μάτια, από την άλλη σε φέρνει πιο γρήγορα, μετά τον ενθουσιασμό αυτής της αποκάλυψης, στο τέλμα της επικοινωνίας και φτάνεις στο σημείο, όπου πάλι θα γυρίσεις πιο δραστήριος ή και πεπεισμένος για τις προηγούμενες επαφές…»
 Έκλεισε το περιοδικό και σκέφτηκε κάπως δυνατά, αποκρινόμενη μόνον στην ύλη ολόγυρά της, "πόσα να παίρνουν άραγε γι’ αυτές τις μαλακίες, ο καθένας και η καθεμιά τους! Εγώ θα’ γραφα…" και σταμάτησε απότομα, σκουπίζοντας βίαια, σχεδόν γρατζουνίζοντας το μηλαράκι της, ένα δάκρυ-δραπέτη. Σηκώθηκε με μιας και αποφάσισε άλλα πράγματα. Σάββατο σήμερα· μόνη της αυτή· δεν έβλεπε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και μόλις πρόφτασε να θυμώσει, κατακάθισε μια βαριά αναπνοή μέσα της και την άφησε ήρεμα να βγει. Το ίδιο ήρεμα όπως είχε κλείσει την πόρτα αυτός και κατέβηκε τις σκάλες, αυτός.
"Κεραυνός εν αιθρία", τα μάτια της έλαμψαν από οργισμένη έλλειψη. "Τόσο       εγωιστής", συνέχισε κλείνοντας απότομα το συρτάρι και γονατίζοντας στα ήδη ροζιασμένα από το κρύο γόνατά της, που την χάιδευε κάτω από την φόδρα του νυχτικού της. Δεν είχε κάλτσες! Τότε άκουσε το ξυπνητήρι σταδιακά να υποτονθορύζει, δευτερόλεπτα μετά να μιλάει σαν αυτούς με το μοτεράκι στο λαρύγγι, κατόπιν σπαστικά σαν κομπρεσέρ λίγο έξω από το σπίτι και τέλος σαν το ρολόι, που επιζητά μανιωδώς την καταστροφή. Το’ κλεισε και ξαφνιάστηκε προς στιγμή από την απότομη αλλαγή της ατμόσφαιρας. Ησυχία. Πριν δεν υπήρχε, γιατί καπελώνονταν από την παρουσία. Ζόρικα και το τελευταίο δάκρυ γι’ αυτόν, κάτω από το ζεστό μάγουλο, πάνω ακριβώς από το άλικο σημάδι του κουνουπιού.
Το βάρος των σκέψεων σκέπαζε –σαν ζεστό πάπλωμα το κορμί ενός ζιζάνιου μπόμπιρα- τα μάτια της, καθώς αυτά στέκονταν ψυχρά απέναντι από τον καθρέφτη του μπάνιου· έβαλε κραγιόν, ζωγράφισε σκισίματα στα φρύδια της, μεγάλωσε τις βλεφαρίδες και τέλος πιτσίλισε μια ελίτσα απέναντι ακριβώς από το πτερύγιο του δεξιού της αυτιού. Έπιασε σε έναν ασφυκτικό κόμπο τα μαλλιά της όσο πιο πάνω και πίσω άντεχε, πέταξε στον καθρέφτη ένα "τι καύλα είσαι!" και έσβησε το φως κλείνοντας την πόρτα. Φόρεσε τις μακριές μάλλινες και πολύχρωμες κάλτσες της, τις οποίες βρήκε καταχωνιασμένες κάτω από την μαξιλάρα του καναπέ και μετά…τίποτε άλλο, αυτό ήταν. "Ένα λεπτό και φύγαμε…"
Και αφού τα πρωινά χαρακτήρισαν, νωρίτερα, κάποια τεντώματα στις πλάτες και αρκετά χασμουρητά στις πρώτες τζούρες καφέ, η ίδια είχε κιόλας αποφασίσει αν και εργάσιμη ημέρα σήμερα να μην ανοίξει το βιβλιοπωλείο, μα να περπατήσει λιγάκι στην πόλη, χωρίς να αφήσει κάποιο κοινότοπο Είμαι Απέναντι ή Επιστρέφω Αμέσως . Απλώς θα ξεχνούσε, για λίγο χρόνο, τον τρόπο βιοπορισμού της· επιδόθηκε σε μία βόλτα στο κέντρο της πόλης. "Πώς, αλήθεια θα φαίνονταν σε κάποιο επιχειρηματία το να απουσιάσει από την δουλειά του μία μέρα ξαφνικά και να δει την πόλη, το μέρος που δουλεύει απ’ την ματιά κάποιου περαστικού ή πελάτη; Για μια οικονομία της αγοράς…", περπατώντας αργά και πάντα από το πεζοδρόμιο. 
Ως πτυχιούχος της φιλοσοφίας και της ιστορίας, τα βιβλία βρίσκονταν πάντοτε, τουλάχιστον όσο θυμόταν τον εαυτό της, μέσα στις εικόνες που στοιβάζονταν στο μπαούλο του μνημονικού της· ο πατέρας της την είχε μάθει να αγαπάει τα βιβλία, μολονότι ο ίδιος ήταν άνθρωπος χειρώνακτας και το βιβλίο έστεκε στο μυαλό του ως παράσημο του πνεύματος και προόριζε την κόρη του για μια σταδιοδρομία ωσάν γεμάτη από τέτοια παράσημα. «…να φαντάζεσαι την ζωή σαν μια λιβρέα, που θα’ θελες να την φτιάξεις μόνη σου βάζοντας πάνω της παράσημα, ώστε να λάμπει ακόμα και μόνη της ανάμεσα σε όλα σου τα ρούχα…», μία αφιέρωση που πάντοτε θα της έγραφε σε κάθε βιβλίο που θα της αγόραζε ως δώρο· για την ακρίβεια, αν δεν υπήρχε η μητέρα της, μία γυναίκα ήρωας με χαμηλό κέντρο βάρους, η οποία δούλευε συνήθως σε οικίες πλούσιων γερασμένων ζευγαριών, ίσως και να μην είχε γάλα να πιει ή ρούχα να φορέσει. Όσον αφορά τις κούκλες και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της προεφηβικής ηλικίας των κοριτσιών, αυτά τα χαίρονταν, οπόταν επισκέπτονταν τις φίλες της στα δωμάτιά τους. Η βιβλιοθήκη που της είχε φτιάξει ο πατέρας της, ακολουθώντας πάντοτε και πιστά τις συμβουλές ενός επιστήθιου φίλου του δικηγόρου, αποτέλεσε για την ίδια η αφορμή να κατασταλάξει στην απόφασή της να διαχειριστεί το δικό της βιβλιοπωλείο. Και το κατάφερε δημιουργώντας ένα κεφάλαιο από χρήματα που λάμβανε για ποικιλία εργασιών και ερευνών που είχε εκπονήσει.
Η δουλειά δεν έχαιρε καμίας φιλόδοξης θέσης στο σκεπτικό της. Από νωρίς φαντάζονταν το κορμί της να βρίσκεται σε κάποιο κρεβάτι, ημίδιπλο, χωρίς τρίχες, κρύο και ζαρωμένο από την μοναξιά και την δική της ιδιοτροπία· τον χρόνο της για ψυχαγωγία, διάβασμα, αλκοόλ και σεξ. Δεν θα αποκτούσε κομμένη ταυτότητα ούτε και παιδιά. Ήξερε τι ακριβώς ήθελε και ποιο ήταν το κόστος του.   
Το βιβλιοπωλείο που δούλευε βρίσκονταν ετοιμόρροπο σε κάποια πάροδο, από τις ελάχιστες που κείτονταν ελικοειδώς στην πόλη, κάποια μέτρα πιο πάνω από την λιμνοθάλασσα. Η αλλαγή της θερμοκρασίας και η υγρασία άγγιζαν υπέρ του δέον την πρόσοψη του μαγαζιού, μα ταυτόχρονα του έδιναν ρόλους, που μονάχα κάποιος χαρούμενος θα αποκτούσε. Πλινθόκτιστη πρόσοψη, ξύλινα κουφώματα και μια μικρή αυλή πριν την εξώπορτα, όπου φιλοξενούνταν ακίνητα 2-3 τραπεζάκια οβάλ, εφάμιλλα του τραπεζιού που άραζε ο Πεσσόα, στο καφέ στην Λισσαβόνα. Το όνομά του "barbouiller du papier"1.  
 Η λιμνοθάλασσα είχε ένα περίεργο σχήμα σαν δύο χείλη ανοιχτά, έτοιμα να παραδοθούν σε μία ορμέμφυτη κραυγή πόνου· πράγματι, σε αυτήν την λιμνοθάλασσα είχαν βρει τραγικό θάνατο κάμποσα χρόνια πριν τέσσερα μικρά αδερφάκια στην προσπάθειά τους να φτάσουν κάτι που άστραφτε μέτρα μακριά από την ακτή. Οι γονείς τους τα είχαν παρατήσει στην παραλία, ενώ αυτοί κατατροπώνανε έναν τεράστιο κάβουρα μεγέθους όσο και η επιφάνεια του ξύλινου βωμού, σε μία ταβέρνα χωμένη μέσα σε ένα από τα τέσσερα αλσύλλια της περιοχής. Απλώς τους τα έφεραν μελανιασμένα, λίγο προτού να σκουπίσουν τα μάγουλά τους και τα λερωμένα πηγούνια τους. 
Μία από τις φαντασιώσεις της, τις πραγματικές και όχι από αυτές που πλασάρονται ευκαιριακά από τον αστράπτοντα κόσμο του διαφημιστικού μηνύματος, ήταν κάποτε να κατορθώσει να πραγματοποιήσει το όνειρό της· να δουλεύει ένα βιβλιο-καφεπωλείο, λιτό και απέριττο όσο και το λευκό του δέρματός της, απλώς καφέ και βιβλία πάνω σε κάποιο μουσικό πάτωμα, χωρίς τις φανφάρες κάποιου χυμώδους στήθους ή φουσκωμένων χειλιών, έναν χώρο οικείο σε βαθμό όσμωσης του υλικού κόσμου, ήτοι την διακόσμηση και τον χώρο, με το πνεύμα και την αποτυπωμένη του άρθρωση. 
Τα είχε σκεφτεί όλα, ακόμα και την διάταξη μέσα στα επί μέρους δωμάτια, όπου θα φιλοξενούνταν διάσπαρτες καρέκλες και τραπέζια, μέσα στο πλαίσιο που δημιουργούσαν οι πολύχρωμες νοητές διαγώνιες, που χάρασσε κανείς με τις ματιές του, ψάχνοντας την θεματική που τον αφορούσε, από ράφι σε ράφι . Στο πατάρι που θα αντίκριζε κανείς μπαίνοντας, μισό μέτρο πάνω από το μέτωπό του και που εν καιρώ μετατρέπονταν σε χώρο παρουσίασης δράσεων και δημιουργιών, τα καθίσματα και οι μαξιλάρες με τους χοντροκομμένους χρωματισμούς ρόμβων και ταινιών, ο ήχος της ξύλινης βάσης και η χιτσκοκική αντίδραση των βλεμμάτων, κάθε φορά που κάποιος ανέβαινε θεατρικά τα ξεφλουδισμένα από τις σόλες των παπουτσιών σκαλοπάτια, συνιστούσαν την πνοή του μαγαζιού.
 Εν τούτοις, δεν θεωρούσε τον εαυτό της επιχειρηματία· ούτε η ίδια όμως αρνούνταν να θεωρεί τους αθλητές και τους καλλιτέχνες μισθωτούς, με συνέπεια τα νεύρα της διαρκώς να τεντώνουν μιλώντας με τύπους που διαβάζουν μόνο αθλητικές εφημερίδες και με άλλους επαρμένους φαφλατάδες ή και ολιγομίλητους, ανθρώπους που αγαπημένη τους έκφραση, θα’ ταν  ενός Μολιέρου αυλητή  απαγγέλοντος  τραγωδίες.
Άξια λόγου και αναφοράς η παντελής απουσία και όχι έλλειψη εγκυκλοπαιδειών, μιας και ήταν -γεγονός- μια κατάσταση, η οποία ενείχε μια σκοπιμότητα από μέρους της· αν το γνωμικό παραπέμπει σε κόπους, απ’ την άλλη, η ίδια θεωρούσε το βιβλίο ως την πραγμοποιημένη σκέψη του καθενός. Δυσκολία δεν υπήρχε, κάποιος (σύμφωνοι, όχι η πλειοψηφία) να πλευρίζει την πληροφορία περισσότερο και λιγότερο την γνώση, πόσο μάλλον σε καιρούς, που ο άνθρωπος φαίνεται να διευκολύνει την μηχανή και όχι η ίδια να τον υποβοηθά. Διαχώριζε όμως την γνώση από την πληροφορία και συνήθως οι τοίχοι του μαγαζιού χρωματίζονταν από τα εξώφυλλα μη περιοδικών εντύπων, μπροσούρων και αφισών σαν στάμπες από μπαλόνια που είχαν σκάσει, γεμάτα χρώμα και κάποια λεζάντα μέσα τους, η οποία εν συνεχεία έμενε κολλημένη πάνω τους.
Ο φωτισμός εκφράζονταν από τις μορφές που έπαιρναν τα άυλα κορμιά των σκιών, που διαθλούνταν μέσα από τα γυάλινα ποτήρια στην μπάρα-ταμείο, από τις κουβερτούρες και τις ράχες των βιβλίων και των τόμων, που σε μερικά σημεία, η αλήθεια είναι πως, ασφυκτιούσαν, όπως άλλωστε πολλοί από εμάς με τις διαφορετικές αντιλήψεις που κολλάνε πάνω μας καθημερινά. Δεν είχε λάμπες, παρά μονάχα κεριά, τοποθετημένα κατά μέγεθος και αισθητική προτίμηση, σε όλο το εμβαδόν του χώρου. Ήθελε, όπως η ίδια έλεγε, να βλέπει κάθε ώρα, το καθετί, οπουδήποτε, με την φυσική του όψη· είχε αποκλείσει την χρήση του ηλεκτρικού πέραν των αναγκαίων, δεν το άφηνε όμως να εισβάλλει στην αντίληψη της ματιάς της. 
Το καφέ- βιβλιοπωλείο τής είχε γίνει εμμονή· μια εμμονή ωσάν αμοιβάδα· ως κομμάτι του εαυτού της, του απέδιδε την περίσσια της προσοχής και του ενδιαφέροντός της, όχι τόσο σχετικά με την καθαριότητα και την τάξη όσο με την βιωσιμότητα της ύπαρξης μέσα του, συνεπώς και της αποδοχής του από τον κόσμο. Και σε αυτήν την προοπτική έσπρωχνε αρκετούς από τους εραστές της, απ’ αυτούς, που θα χαλιναγωγούσαν σε διάρκεια τα συναισθήματά της και θα χαρακτήριζαν τις στιγμές της. Όλοι τους είχαν εκπαιδευτική σχέση, τουλάχιστον, με τα γράμματα. Κάποια βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, υποτροφίες και πτυχία στην φιλοσοφία και την ιστορία, ποιητική φλέβα και ταμπεραμέντο στην πεζογραφία, γερή κράση στην πόση αλκοόλ και στην διάθεση για ατελείωτες λεκτικές περιηγήσεις και μουσικές αναζητήσεις, υπό το φως των κεριών, πάντοτε. Τα βιβλία τους και τα λευκώματα κοσμούσαν ένα συγκεκριμένο ράφι, στο οποίο είχε δώσει την λεζάντα Scripta Verbant!. Ίσως να αποτελούσε μέρος της προσπάθειάς της να ταριχεύσει τα αποσπάσματα των σκέψεων- ως δεκανίκια του είναι τους, αντικρίζοντάς τα μονάχα, όταν πελάτες την ρωτούσαν για κάποιο απ’ αυτά. Αντιστεκόταν σε μια εποχή που η διαφορά δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικής μόλις και μετά βίας έμοιαζε με απόσταση, αν κρίνει κανείς ακόμα και από θεσπίσματα φόρων, όπως αυτός της φορολογίας επί της κληρονομιάς! Οι αναμνήσεις της έστεκαν σαν τα σύνορα του μικρόκοσμού της· σφαλισμένες. 
Δεν θα εγκατέλειπε το μαγαζί, αν και είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο του απροσδόκητου συμβάντος- ως κάθε θρησκευόμενος -του τυχαίου για άλλους· αυτή,  κάθε άλλο παρά βερμπαλίστρια, μιλούσε ελάχιστα για τον εαυτό της, έχοντας ως άμυνα τα όσα είχε διαβάσει, καταφέρνοντας να μπερδεύει κάθε φορά τα όρια τής δικής της πραγματικότητας με άλλες, παρουσιάζοντας βιογραφίες άλλων ανθρώπων με μια ακατανόητη το ίδιο ακαταμάχητη θεατρικότητα ψεύδους, γλυκού έως πολλών επαναλήψεων βρώσης από το κοινό. Ελάχιστοι οι εραστές της, αν αναλογισθεί κανείς ότι δεν είχε βρεθεί με Κινέζο και δεν είχε διαβάσει ποτέ της φωτορομάντζα, ελάχιστοι και αυτοί που την ήξεραν με το χαϊδευτικό  Αστρολάβος και ότι Ηλιόσπορος ήθελε να ήταν το όνομα του παιδιού της. Δεν ήθελε παιδί τώρα. Με κανέναν μέχρι στιγμής.


                                                          (V)

Μετά τους μεγάλους τζερτζελέδες και τα τοπικά πανηγύρια, ακολουθεί η εντύπωση της ερήμωσης και της άξαφνης εγκατάλειψης· λες και καθένας που συμμετείχε στις προηγούμενες κοσμοθάλασσες στο κέντρο της πλατείας, βάλθηκε να τα αφήσει όλα μονομιάς, χωρίς δεύτερη σκέψη και να τραπεί σε άναρχη φυγή, μην μπορώντας παρά να κρατήσει μόνο θύμισες και αναμνήσεις της πρωθύστερης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας. Προς τα εκεί πήγαινε, προς το χωριό των γονιών του, νεκροί εδώ και δέκα χρόνια. Θυμόταν τα πάντοτε από τις εικόνες που ζούσε και βίωνε σαν παρατηρητής (όντας πιτσιρικάς) και σαν συμμέτοχος (κάποια χρόνια μακρύτερα της εφηβείας του).
 Τον κόσμο, που επιδίδονταν σε ανεξέλεγκτες οινοποσίες και γενικότερες καταπόσεις αλκοολούχων υγρών, τα ζευγάρια που δεν ανταποκρίνονταν στα χρηστά ήθη, να ασκούν κριτική με το σώμα τους και τα μάτια απέναντι στον καθωσπρεπισμό, που διατυμπανίζονταν από τις προοδευτικές πόλεις· τις γριές που ξεγύμνωναν τα βυζιά τους προδίδοντας όλο τους το παρελθοντικό στίγμα, αυτό της ενηλικίωσης, το οποίο έστεκε σαν μια ακαλαίσθητη ελιά, σαν ένα κακομεταχειρισμένο τατουάζ, ανάμεσα στους δυο μαστούς. Οι γυναίκες σε αυτό το χωριό, οι ντόπιες και όσες αποφάσιζαν να εγκατασταθούν εδώ, δεν είχαν καμία, ούτε την παραμικρή υπόνοια σχέσης με τις γυναίκες του υπόλοιπου κόσμου· οι άντρες ζούσαν υπό την σκεπή, όχι του σπιτιού μα των γυναικών, όποιας –σε ηλικία  και εμπειρίες- που να μπορεί να αναγνωρίζει τους βαθμούς ευθύνης και δυσκολιών, που χαρακτήριζαν την επιβίωση στα 1.500 μ. υψόμετρο. 
Η φόρμα αυτής της κοινωνίας είχε αναπτυχθεί από την εποχή, που κυρίαρχοι πυρήνες της χώρας ήταν τα κεφαλοχώρια, με τους γειτονικούς οικισμούς και κοινότητες ως πόρους ανθρώπινων χεριών. Η ανωμαλία της γεωγραφίας της περιοχής είχε συνδράμει στο να καταφέρει να αποκλείσει, εκ των πραγμάτων, την εύκολη επιρροή των εξωτερικών παραγόντων, ενώ την ίδια στιγμή και εφόσον αποκόπτονταν συχνά- πυκνά από τους υπόλοιπους οικισμούς (λόγω κακοκαιρίας), καλλιεργούνταν και επεκτείνονταν στο θυμικό των ανθρώπων οι περιέργειες, που θα ανέγειραν τις πλέον αλλόκοτες φαντασίες· κανείς, από αυτούς που το γνώριζαν δεν έκρυβε το δέος του, μόλις ανέφεραν το όνομά του, «το χωριό που δεν είναι, το χωριό φάντασμα…».
Το σκοτάδι, συνήθιζε να πέφτει δριμύ, κάθε στιγμή της αναπνοής του χωριού, μα και ο ήλιος, από την πλευρά του, δεν μπορούσε να στείλει καμία από τις ακτίνες του, ακόμα και όταν πλέον ξεπρόβαλλε καθολικός και κυρίαρχος, πάνω από τον γκρεμό του δάσους, μέσα στον οποίο κρέμονταν το χωριό. Ίδιο αετοφωλιά, ορμητήριο ορκισμένων ανταρτών και τόπος εξαφάνισης από τον υπόλοιπο κόσμο· το χωριό φάντασμα, το χωριό του, λειτουργούσε ως αντίδοτο απέναντι στα δεινά της επωνυμίας και της κοινωνικής αντάρας, των ρυθμών της πόλης· και αυτός τώρα έπαιρνε την δόση του.
Πανέμορφο τοπίο, από αυτά που δύσκολα επισκέπτεσαι μία φορά και μετά συνηθίζεις να κοκορεύεσαι πως το ξέρεις· γεμάτο έλατα και αειθαλή δέντρα, πλατάνια κατά μήκος της ράχης του ποταμού, ο οποίος διέσχιζε τον οικισμό δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα όριο μεταξύ δεξιάς και αριστερής κοίτης των γραφικών ασφαλτοστρωμένων μικρών δρόμων, που οδηγούσαν ο ένας προς το κοινοταρχείο και ο άλλος προς τον δρυμό, πιο πέρα, λίγα χιλιόμετρα φιδίσιας πορείας μέσα από δάση με κουκουναριές και πεύκα.
 Στο χωριό αυτό τερμάτιζε και η εξάπλωση του επαρχιακού οδικού δικτύου· και εφόσον δρόμος, θα μπορούσε παράλληλα να σημαίνει και εισαγωγή- εξαγωγή κατοίκων, σ’ αυτό το μέρος ο δρόμος, συνήθως κατά τους μήνες του καλοκαιριού εξυπηρετούσε τον κόσμο· απεναντίας οι μόνιμοι είχαν τον τρόπο να μετακινούνται, γνωρίζοντας τα τερτίπια του καιρού και τις γεωγραφικές αντιξοότητες· ήξεραν μονοπάτια και ολισθηρούς δρόμους, διαδρομές μέσα στο δάσος, που άξιζαν και να τις περιδιαβείς ενθουσιώδης και χαζεμένος μα και να πεθάνεις, χαμένος μέσα τους! 
Αυτός ο βαθμός του κάλλους και του δέους, που απέπνεε όλη η περιοχή, του φόβου και του σεβασμού απέναντι στο φυσικό στοιχείο, δεν είχε προδώσει ποτέ κανέναν από τους ντόπιους. Εν αντιθέσει, νεόπλουτοι και φανατικοί του αποκαλούμενου "σπορ", κατέφθαναν με τετράτροχες καταθέσεις τραπεζικών δεσμών, στην πένα, πλήρη εξαρτήση και ως κυνηγοί ακρωτηριασμένοι και φοβισμένοι επέστρεφαν, ξεστομίζοντας κατάρες και αντίστροφες προσευχές, αντί ευχαριστιών και προτάσεων για περισσότερες επισκέψεις στο χωριό. Μια έμμεση φυσική οχύρωση του μέρους, αγκάλιαζε τον σωστό επισκέπτη, μα στους επιτήδειους καιροσκόπους, τα μέλη του τους ξέσκιζαν με τις αγκαλιές τους και την δαιδαλώδη χωρογραφία τους. Πράγματι, κανένα ζώο της δασώδους περιοχής δεν είχε πέσει θύμα κυνηγιού· πέραν των κοκόριων, κατσικιών, των αγελάδων και των γουρουνιών που διάνθιζαν την ησυχία της περιοχής –να αλωνίζουν και να βρίσκονται μαντρωμένα, αντίστοιχα- τα θηλαστικά του δάσους, μονάχα όταν συνειδητοποιούσαν πως είχαν ολοκληρώσει την διαδρομή τους και σαν τους ελέφαντες, σε άλλες περιοχές, που αποσπώνται από την ομάδα τους για να πεθάνουν κάπου ήσυχα και μοναχικά, έτσι και αυτά ξαπόσταιναν κύκνεια λίγο έξω από τις εισόδους του οικισμού, παραδίδοντας εαυτούς στο μεγαλόστομο της φυσικής αταραξίας, ήτοι τον κανόνα, όπου το μεγάλο τρώει το μικρό, έστω και αν τα μεγέθη εν προκειμένω χάζευαν μπροστά στην κατάληξη.
Τα βρύα και οι λειχήνες απέδιδαν ένταση σε κορμούς και πλινθόκτιστα γεφυράκια -τα σάλια των νερών που αθυρόστομα ξεχύνονταν από τις πηγές, κάπου ψηλά και κρυμμένες σε σπηλιές μικρές, μόνο για να επιβεβαιώνουν τις φαντασιώσεις των πιτσιρικιών. Οι χρωματισμοί και οι διαφορετικοί τονισμοί τους, άσχετα αν οι ακτίνες του ήλιου μόλις και κατόρθωναν να βρέξουν προς τα εδώ, δημιουργούσαν μία ατμόσφαιρα τέτοιας ευφράδειας σε ομορφιά, σε σημείο πολλές φορές να περπατάς ενεός και να νιώθεις μικροσκοπικά πέλματα να γαργαλάνε την γλώσσα και τα ούλα σου!
 Εξαιτίας της πληθώρας φυλλοβόλων και ιδιαίτερα των πλατανιών, οι δρόμοι και τα μονοπάτια, συχνά- πυκνά κρύβονταν σαν την Κλεοπάτρα κάτω από το παχύ στρώμα του φθινοπωρινού χαλιού μετατρέποντας τον περιπατητή σε εξερευνητή κάθε τόσο, ανακαλύπτοντας τις κατευθύνσεις ακριβώς από κάτω του. Σε μια κάτοψη θα έβλεπε κανείς τα πολυάριθμα μικρά και μεγάλα ξέφωτα σαν πάμπολλες καταπράσινες λίμνες, τα διάφορα γεφύρια και ξύλινα περάσματα σαν επιδέσμους σε σημεία του δέρματος της γης, τις ασπρόμαυρες και αν μη τι άλλο χυμώδεις βούλες σαν τις αγελάδες και τα βόδια, που διαρκώς βόσκουν με λαιμαργία, μολονότι είναι μηρυκαστικά.
 Ένα κοινωνικό/ οικοσύνολο σχεδόν ξεχασμένο από πολιτισμούς, με αντίτιμο την ανωνυμία και την διατήρηση τής παρθενίας του. 


                                           (VI)

Η στάση του λεωφορείου συνηθισμένα στενάχωρη και όμως το ίδιο διαφορετικός κόσμος κάθε φορά, ή απλώς οι επιτήδειοι άλλαζαν τις ενδυμασίες τους και προσποιούνταν πως δεν ήταν αυτοί προηγουμένως στην ίδια στάση, την ίδια ώρα! Έριξε στον καθένα από μια φευγαλέα ματιά αναγνώρισης και έπειτα κάτω. Τσίχλες, λάδια και πίσσα και όλο αυτό που ονομάζεται πεζοδρόμιο. Οι σκέψεις της καθορισμένες από την διάθεσή της κάθε φορά, έφερναν την αλλαγή στο πρόγραμμά της, εν τούτοις το πρόγραμμα εμφανίζονταν πάλι, καθώς την ξανασυναντούσε σε αυτήν εδώ την στάση. 
Ήταν φθινόπωρο και φορούσε πολύχρωμες ριγέ μακριές κάλτσες, μέχρι το τελείωμα των γοφών, μια λεπτή, έτσι από άποψη, φουστίτσα μαύρη, αθλητικά παπούτσια και ένα φλις με δυο γεμάτες τσέπες με τα χέρια της.
αργά πας σήμερα στην δουλειά ή είπες να ξεδώσεις με τα ψώνια!
Παρακαλώ;
Λέω, δουλειά αργά πας σήμερα, δεν ακούς; τι έπαθες;
Σας ξέρω; Νομίζω πως κάνετ…
Τι έχεις πάθει; Το κρύο ακινητοποίησε την μνήμη σου, ε Αστρολάβε;
« Αστρολάβος: όργανον αστρονομικόν δι’ ου άλλοτε παρατηρείτο οι θέσεις των αστέρων και καθορίζετο το ύψος αυτών υπέρ του ορίζοντα…», σκέφτηκε και ήξερε ταυτόχρονα, το ίδιο ακαριαία, πως ως Αστρολάβο την ήξεραν μονάχα οι λίγοι γνωστοί της, οι πραγματικοί λίγοι…Και αυτή η τύπισσα; Τι συμβαίνει!
Αχ, συγγνώμη κοπέλα μου!
Τι’ ναι;
Σε πέρασα για κάποια άλλη, μα συγγνώμη τώρα
Με στεναχωρημένο ύφος και ένα μέτωπο να ντροπιάζει το λίπος του, η άγνωστη κυρία κατέβασε το κεφάλι της.
"Δεν πειράζει", για να εξαφανίσει το 1/ 1000 της παρεξήγησης και το υπόλοιπο για να απορήσει, "με είπατε Αστρολάβο, όμως, ε!;"
αστρο… τι;
Πως με είπατε πριν λίγο, αν επιτρέπετε;
"Αστρο… πως σε είπα; Με’ χεις για τρελή μάλλον κοπελιά", αρχίζοντας να φουσκώνουν τα νεύρα της στο λαιμό της.
"Ωχ, παρακαλώ, όχι δεν ήθελα να σας προσβάλλω, δεν εννοούσα αυτό, συγγνώμη", γύρισε πλάτη, ξέχασε το λεωφορείο, που είχε ήδη αργήσει και έφυγε προς το κέντρο της πόλης.
Το μεσημέρι έφτασε στο απογευματινό του διάλειμμα και το φως που έλουζε την πόλη την έκανε ακόμη πιο άσχημη. Η βροχή από την άλλη, που είχε αρχίσει με τις πρώτες της στάλες, την ξέβαφε νωχελικά αφήνοντάς την ειλικρινώς όμορφη, κατάκοπη, βιομηχανική, μα όμορφη και ανεκτή για τους ρομαντικούς. Οι δρόμοι δέχονταν χιλιάδες κιλά, ειδικά αυτές τις ώρες και οι αναστεναγμοί τους μεταφράζονταν από τα μέσα μεταφοράς και τις κουβέντες των πεζών. Πρώτη φορά, που η στάση στάθηκε ως σημείο αναφοράς στην ημέρα της· πρώτη φορά που η στάση έσπαγε την ανωνυμία της και έβγαινε στο προσκήνιο, σπρώχνοντας την ίδια σε δράση. Πρώτη φορά, που το πολυπρόσωπο αυτής της ανωνυμίας τού στοιβαγμένου συνόλου στο παγκάκι της στάσης, ξέβαφε την απρόσωπη μάσκα του και δραστηριοποιούνταν, έστω και ξαφνικά, για λίγο, σαν μια ιδέα στιγμής. Πολλά πρόσωπα και άλλα τόσα μάτια. Καθημερινά, τα βλέπουμε -δεν τα βλέπουμε· κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε, μας βλέπουνε; Διασταυρωνόμαστε με αυτά τα άγνωστα βλέμματα, τουλάχιστον, όσες φορές λυγίζουμε τα πόδια μας για να προχωρήσουμε στα βήματά μας.
Η βροχή έδειχνε σχετικά ντροπαλή και δεν είχε αρχίσει, όπως άλλες φορές,  να μιλάει ακατάπαυστα φτύνοντας -σαν κάτι καθηγήτριες στα πρόσωπα του πρώτου θρανίου. Τα σύννεφα γεμάτα, το ίδιο και το κεφάλι της. Έπασχε από ημικρανίες, χωρίς να παίρνει φάρμακα ή να επισκέπτεται τακτικά τους γιατρούς και τα νοσοκομεία· ότι ώρα και να την ενοχλούσε η μια πλευρά του κεφαλιού της, πήγαινε στο μαγαζί, άναβε τα κεριά του παταριού, την έπεφτε μπρούμυτα πάνω στο χαλί και φυλλομετρούσε βιβλία από εκδόσεις με περίτεχνο δέσιμο, κόκκινο μελάνι, κεντημένους σελιδοδείκτες, ανάγλυφες κουβερτούρες και καλλιγραφήματα αντάξια των αραβουργημάτων, μεθυστικά για τα μάτια της. Εκεί ξεχνιόταν ο Μορφέας και έβρισκε την ευκαιρία σαν λάγνα ολύμπια θεότητα να την αγκαλιάζει, οδηγώντας την σε λήθη του πόνου και αναμνήσεις των παιδικών της ονείρων, ξεχνώντας άλλα εκατομμύρια παιδιά. 
     "Είμαι σίγουρη, διάολε, πως αυτή η τύπισσα  στην στάση με είπε Αστρολάβο, αποκλείεται να παράκουσα· εξάλλου δεν το ακούω συχνά…τουλάχιστον από σήμερα!", μετέτρεψε σε άνυδρα και λιπαρά αυλάκια το μέτωπό της και σταμάτησε, δίχως να κάτσει στο παγκάκι, ανυπόμονη σαν να περίμενε στημένη κάποιον/α και άναψε ένα τσιγάρο. Ένας νεαρός σερβιτόρος, που εκτελούσε αγγαρεία εκτός μαγαζιού, με ύφος δηλητηριασμένης λαγνείας, πρωινής και άπλυτης τής ζήτησε φωτιά και εκείνη αποφεύγοντας την έπαρση τού εγωισμού και της γυναικείας λανθάνουσας περηφάνιας, ξέφυγε και απ’ αυτόν· "και’ γώ δανείστηκα" και συνέχισε το ανυπόμονο σφίξιμο της γόπας ρουφώντας μεγάλες γουλιές νικοτίνης και ξεραίνοντας το στόμα της, πράγμα που την έκανε να θέλει έναν καφέ. "ένα σκέτο εσπρέσο, μιας ιδέας, παρακαλώ"
 -"ποιας αυλαίας μαντάμ "
 - "τι σχέση έχει η αυλαία άνθρωπέ μου, καφέ δεν πουλάς!", επηρεασμένη από την προσφώνηση του μουστακαλή με το φακιόλι και τις άπειρες δίνες από τις κατάμαυρες τρίχες στα χέρια του.
 -"και ροφήματα και κρύα μικρογεύματα, αλλά όχι και ιδέες, δεν είμαστε βιβλιοπωλείο! Τι θα θέλατε λοιπόν;".                 
Ο καφές για πέταμα, γεγονός προβλέψιμο απ’ όλα τα μαγαζιά, καθώς τον πουλάνε σε πλαστικό για τον δρόμο, δείχνοντας και την προτίμησή στους καθιστούς και στεριωμένους πελάτες. Με εικόνες γύρω της είτε με πόδια -δύο ή τέσσερα- είτε με ρόδες ή και ριζωμένες σε τσιμεντένιο έδαφος, η ώρα κρύωνε και περνούσε. Δεν την προσπερνούσε. Τον άδειασε στον ημιτελή πεζόδρομο και τσαλάκωσε το ποτήρι κάπου μέσα στις τσέπες της, εφόσον οι κάδοι απουσίαζαν, από τα πόστα τους. Αποφάσισε να στρίψει στο επόμενο τετράγωνο, ώστε να προλάβει κάποιο ταξί, για να γυρίσει γρήγορα προς το μαγαζί. Μάταια. Οι ταξιτζήδες απεργούσαν σήμερα, "τι χαζή, που είμαι", σταμάτησε για δευτερόλεπτα, έξυσε το κεφάλι της χωρίς να μένει εκεί, μα συνεχίζοντας φτιάχνοντας τα μαλλιά της και άρχισε να αναπτύσσει ταχύτητα θέλοντας να προλάβει το λεωφορείο. Δυο φορές μάταια. Δεν απογοητεύθηκε, παράλληλα όμως πονούσε ολοένα και περισσότερο. Στην μία της πλευρά. 
Το μαγαζί δεν ήταν μακριά για να διανύσει κανείς την απόσταση με τα πόδια, ο πόνος της ήταν αυτός που την έσπρωχνε. Ύστερα από πέντε τετράγωνα έντονου βηματισμού, κούρασης και μείωσης ταχύτητας  και ματιών προς τα πίσω για κάποιο λεωφορείο, συνειδητοποίησε ότι η απόσταση έπαυε τον σοδομισμό της και πλέον, περπατούσε πιο ήρεμα βλέποντας την είσοδο του μαγαζιού. "Θα το σπάσω το γαμ…", πρόλαβε να απειλήσει το κεφάλι της βάζοντας τα κλειδιά στην εσοχή, πριν πέσει ημιλιπόθυμη, δίπλα σε μια γλάστρα με κάκτους και μια εκπνοή από τσούξιμο να συμπληρώσει την παρτιτούρα της στιγμής  (ανάμεσα από τις κόρνες, το τσαλάκωμα της εφημερίδας, των χτύπων στο εσωτερικό της κούπας από το κουτάλι, την τριβή της τσακμακόπετρας, το τσούγκρισμα των ποτηριών και τον ήχο των σιδερένιων πουλιών) χιλιάδες πόδια από πάνω της και γύρω να μουρμουρίζουν με μια ανησυχία, που παρόμοιά της θα έβρισκε κανείς στο σύρσιμο του πλήθους σε κάποια περιφορά του επιταφίου, μεγάλη Παρασκευή, κατανυκτικά και περιέργως κουτσομπολίστικα.  


                                                 (VII)

Το πρωί άρχισε τόσο φλύαρα, που οι κάτοικοι φορούσαν μαζί με κασκόλ, σκούφους και γάντια ακόμα και αυτές τις μάλλινες ωτοασπίδες. Αρχές Νοεμβρίου και όλα έδειχναν κρύο, αέρα και βροχές. "Όμορφα", συλλογίστηκε κλείνοντας το ραδιόφωνο και διαπιστώνοντας δια ζώσης από το παράθυρο την κατάσταση. Είχε φτάσει στο χωριό από χθες, μα μόλις ύστερα από μία εικοσιτετράωρη ολοκληρωτική ξεκούραση αποφάσισε να βγει να συναντήσει την Κλάρα. 
Γι’ αυτόν ήταν η σκεπή του, φτάνοντας στο πατρικό του ύστερα από τρία χρόνια· γι’ αυτήν ήταν ένας ακόμη εραστής, μα ο πλέον οικείος της· η αλήθεια είναι πως είχαν να βρεθούν πάνω από τρία χρόνια, όσο καιρό δηλαδή έμενε με την…! Σταμάτησε την σκέψη του βγάζοντας μια δύσκολη και ξερή τσίμπλα από το δεξί του μάτι. "Ερινύες και μαλακίες" αποπειράθηκε να σκεφτεί και αμέσως έσβησε βίαια, σχεδόν συνθλίβοντας, το τσιγάρο στο τασάκι.
Βγήκε και μια ριπή ψυχρού ανέμου τρύπησε τα αυτιά του. Έσπασε τα χείλη του σε ένδειξη κουρασμένης ευδαιμονίας και ξεκίνησε να περπατάει προς το καφενείο του χωριού. "Τόσα χρόνια να έρθω μα και πάλι δεν νομίζω να έχει αλλάξει κάτι, πέραν του πληθυσμού του", μια σκέψη το ίδιο γρήγορη με μια αντίστοιχη λογική επαγωγή· πώς να αλλάξει ένας τόπος αποκομμένος- απομακρυσμένος και στο τέλος του επαρχιακού δικτύου, που και ο ήλιος το αντίκριζε κάπως περισσότερο την καλοκαιρινή περίοδο.
Πράγματι. Ο γιος του καφετζή κρατούσε πλέον το πόστο, γιατί όπως θα μάθαινε αργότερα, ο πατέρας του είχε πεθάνει, είχε αποτεφρωθεί για την ακρίβεια, από έναν κεραυνό, κάποιο μεσημέρι, πριν ενάμιση χρόνο περίπου, στην προσπάθειά του να βγει από το αποστακτήριο· έχοντας το χέρι του ορθωμένο προς τον ουρανό και θέλοντας να προτείνει ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι, ο ουρανός βόγκηξε, αυτός κατέβασε μεμιάς το σφηνάκι και το καούρικο ρέψιμο σήμανε και την κύκνεια εκπνοή του. "Μείον ένας", ρουφώντας με τα παγωμένα του χείλη το τσίπουρο άνευ γλυκάνισου, πάνω στην λερωμένη μαρμάρινη μπάρα του καφενείου. Η τηλεόραση μετέφερε αγχωτικές εικόνες και ανά διαστήματα με την πρόσοψή της προοιώνιζε τον καιρό, κάποιες ώρες αργότερα. Η ώρα ήταν περασμένες δέκα, "από τις κατάλληλες για κάποιον γνωστό-άγνωστο να αρχίσει τις ερωτήσεις για το μέρος…", πίνοντας το δεύτερο σφηνάκι, μια γουλιά καφέ, μια τζούρα τσιγάρο και ρεύοντας τις ανάσες του πρώτου.
"Η Κλάρα ζει;" απευθυνόμενος στον τύπο μέσα από την μπάρα.
"Η Κλάρα; Αυτή θα μας πεθάνει όλους, θα μας…" και δαγκώνοντας το κάτω χείλος του συνέχισε να πλένει τα χθεσινά βρώμικα σκεύη.
Δηλαδή είναι ακόμα εδώ; Θέλω να πω μένει όπως και πρωτύτερα στο δρομάκι που οδηγεί στον τεκέ του μπάρμπα-Τάκη;
"Ο μπάρμπα- Τάκης άφησε χρόνους πίσω του και εμάς μαζί τους, μα η Κλάρα ναι, ακόμα εκεί μένει. Δεν κουράστηκε καθόλου από ότι φαίνεται, τόσα χρόνια", αντέτεινε ο τύπος πίσω από την μπάρα βάζοντας τα λιγδιασμένα του δάχτυλα στο κεφάλι του ισιώνοντας την χωρίστρα του. "Σου το’ πα, πρώτα θα μας πεθάνει, για να’ χει σε κάποιους να ανάβει το καντήλι και να τους θυμάται" και τον κέρασε ένα ακόμα σφηνάκι.  "Από εμένα", του είπε και χάθηκε μέσα στην κουζίνα.


                                                   (VIII)

Δεν είναι δυνατόν να ανάβεις τα φώτα, προτού τελειώσει η μουσική!
Θες να κρυφτείς από τους έξω ή μήπως να μην ακουστείς μέσα από τις φωνές τους; Εξάλλου τέτοια ώρα όλοι είναι αγκαλιά με τις οικογένειές τους…
Το τραβάς Κλάρα! κουβέντα να γίνεται…
Δεν γίνεται κουβέντα μετά το γαμήσι, δεν το καταλαβαίνεις; Όταν οι διαθέσεις είναι κοφτές ή βαριές, δεν μιλάς, εξοικονομείς δυνάμεις για μετά!
Πληρώνεσαι γι’ αυτό· και την κάνεις την δουλεία σου ταχυδακτυλουργικά…
Κόψε τις μαλακίες. Ακόμα δεν έφτασες και άρχισες;
Προκλητικά σεμνή, γάμπες –κώλος –βυζιά και μάτια -ανθρωποφάγα φυτά, για απεγνωσμένους Ροβινσώνες…
Εσύ, δεμένε με κλωστές Γκιούλιβερ, ανυπεράσπιστε αγαθέ γίγαντα μέσα στην απέριττη και χειμωνιάτικη αυλή σου, μαλάκα…
Το χάλασες απότομα…
Η μούσα δεν έχει κέφια απόψε· αποφάσισε με εσένα να σταματήσει και να αφήσει παραπέρα το πνεύμα και να ασχοληθεί μόνο με το σώμα της! Άλλωστε, δυστυχώς εσύ είσαι, μα ξέρεις να γαμάς, στο αναγνωρίζω αυτό…
"Μαντάμ καριόλα" και έβηξε ανήμπορα για την ηλικία του. Για 36 βρομιάρες καλοκαιρινές κοπώσεις και άλλα τόσα υγρά και κρύα λίτρα ιδρώτα.
Κρυόκωλε…
"Ξεφεύγεις και θυμίζεις κυράτσες" καθώς μια καύτρα έπεφτε από την μύτη του τσιγάρου και έφτιαξε αμέσως μια άσπρη φουσκάλα πάνω στο δάχτυλό του. 
Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι και όχι να έρχεσαι μετά από τρία χρόνια και να ζητάς να έχω και την ίδια συμπεριφορά, όπως προηγουμένως…και πως έσκασες στο χωριό; Δεν άντεξες άλλο την αδηφάγα πόλη και τα τσουλάκια που τριγυρνάνε πέρα -δώθε εκεί; Ε, λιπόψυχε!
Δεν θα καταλάβεις γιατί ποτέ δεν θα μπορούσες! Εσύ μένεις εδώ, επειδή εδώ κάνεις αυτό που κάνεις καλύτερα και είσαι αυτή που το κάνει εδώ καλύτερα από οπουδήποτε αλλού για
          -       "Ντύσου και φύγε τώρα! Δεν είναι εδώ το σπίτι σου παλιό κωλόπαιδο, για να συμπεριφέρεσαι έτσι! Φύγε…"και τραβώντας του βίαια την κουβέρτα, σηκώθηκε κει έτρεξε τόσο ανήλικα και φοβισμένα στο μπάνιο. Δάκρυα πίσω από την πόρτα του μπάνιου να τρέχουν πάνω στην επιφάνειά της και άλλα τόσα από την μύτη, ενώ μέσα στην αλλοπρόσαλλη σιωπή τής κρεβατοκάμαρας, κάποιοι ήχοι από φερμουάρ και σόλες που ακουμπούσαν στην μοκέτα, να υπογραμμίζουν το λάθος της συνεννόησης του με το πρόσωπο, που τόσο πραγματικά θα ήθελε να μιλήσει· τζίφος για κάποιον που γυρνούσε εκ των πραγμάτων και όχι από επιθυμία πίσω, σε μια αγκαλιά, κάπου, σε ένα ξεχασμένο χωριό, κάποτε, τρία χρόνια μετά από την τελευταία τους συνάντηση.
Μετά από ένα τέταρτο της ώρας, τα κλειδιά έκαναν αδιάφορα κούνια, σχεδόν χωρίς να σφυρίζουν, χτυπώντας για λίγο πάνω στο γυαλισμένο καπλαμά της πόρτας· μετά από δύο τέταρτα της ίδιας ώρας το κλειδί γύριζε αντίστροφα από ότι πριν ένα μισάωρο. Βγήκε με ένα πρόσωπο ωχρό και φουσκωμένο, λες και είχε φάει χαστούκια και τσιμπιές εν μέσω κάποιου άσχημου και ατελείωτα μαρτυρικού εφιάλτη· ημίγυμνη, όπως ήταν από την μέση και κάτω, κάθισε στα γόνατα, δίπλα στο κρεβάτι, δάγκωσε ένα κομμάτι στρώμα και άρχισε ένα απερίγραπτο ξέσπασμα ανασών, άναρθρων, μα με έντονη διάθεση, σχεδόν λυγμική, να πουν κάτι· Κλάματα. Νεύρα. Μαζί με το στρώμα δάγκωνε και τα χείλη της, όπως της έκανε αυτός το προηγούμενο βράδυ.
 Έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε σαν  αποκαμωμένη μούσα, που είχε αποφασίσει να αφήσει στην άκρη για λίγο το πνεύμα της και να ασχοληθεί με το κορμί της· μόνον με αυτό. Τόσες άλλες φορές που πληρώνονταν να κάνει τα ίδια, αυτή ξεκινούσε ολόκληρες συζητήσεις με τους ντόπιους προσποιούμενη σ’ αυτούς την νεκρή τους μάνα και την πουτάνα τους, την Παναγία τους, όπως την φώναζαν.

Σχόλια