Μια πόρτα κλειδώνει τους σύρτες της και αποφασίζει να μην ανοίξει ποτέ πάλι. Το κλειδί πλέον, αρχίζει την ιστορία του στο μουσείο εκθεμάτων, μιας άλλης εποχής. Την αδυναμία των ξυλουργών να κατευνάσουν τις μπόρες του κάθε κορμιού, ήρθε να επιπλήξει το βιομηχανικό πριόνι. Και έτσι, άλλες ακόμα πόρτες φτιάχτηκαν, ως εκδίκηση, σε αυτήν που αποφάσισε να κλειδώσει τους σύρτες της.
Οι ένοικοι του δωματίου-διαμερίσματος αργοπεθαίνουν και παρατηρούν, ανήμποροι λόγω ηλικίας, το δέρμα τους να λιώνει μέσα στην φυσική θερμοκρασία του κλειδαμπαρωμένου χώρου. Ο χρόνος της ζωής, ήτοι αυτός από την στιγμή που ανοίγει η πόρτα, φθείρεται από τις ίδιες τους τις σκέψεις και παρατηρήσεις. Αυτός είναι ο χρόνος τους ·το φίδι που μασάει και καταπίνει την ουρά του…και τα αυγά του είναι χαλασμένα…
Η επήρεια της συντροφιάς και της συγκατοίκησης κόστισε αρκετές ανάσες και ιδρωμένες φάτσες στο ζευγάρι των ηλικιωμένων, που περιμένει αυτήν την στιγμή, γύρω από το πλαστικό τραπεζάκι της κουζίνας, τον χτύπο του κουδουνιού από το ακροδάχτυλο του ταχυδρόμου. Αυτός, τον έχει σε μάταια (μα ελπιδοφόρα) αναμονή, έως ότου ξεχαστούν…και ο ένας από τον άλλο και οι δυο τους από τον περίγυρο.
Η ώρα περνάει· ο χρόνος, σαδιστικά και ψύχραιμα καταπίνει την δευτερολεπτική του ουρά. Τα σερβίτσια είναι τρία. Και τα τρία τοποθετημένα εν τάξει και αδειανά πάνω στο πλαστικό τραπέζι. Ένα για τον παππού /άντρα /υπερήλικα σύζυγο, το άλλο για την γιαγιά /γυναίκα /υπερήλικα σύζυγο και το τρίτο για το συναπάντημα με τον ταχυδρόμο…
-"μάλλον και σήμερα θα χτυπάει την πόρτα, ενώ θα έχουμε αποκοιμηθεί, περιμένοντάς τον", μουρμούρισε η γυναίκα στα σταυρωμένα της δάχτυλα.
-"δεν πειράζει και τόσο", πρόσθεσε σε κάτι που μάλλον άκουσε ο άντρας "εμείς αυτό που έχουμε να κάνουμε, το κάνουμε…περιμένουμε…"
Τα μαχαιροπήρουνα και τα ξαπλωμένα κουτάλια, εδώ και κάμποσες ημέρες, δεν αναρωτιούνται γιατί δεν βουτάνε σε σάρκα, φυτά ή σάλτσες και σούπες· και αυτά περιμένουν. Μέσα στο συρτάρι, όμως, λαμβάνει χώρα μία σύσκεψη, από τα εναπομείναντα μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια, πιρουνάκια, κουταλάκια, τιρμπουσόν, κουτάλες και όλα τα λοιπά αντικείμενα- σκεύη φαγητού. Ποια θα είναι η κατάληξή τους, μόλις τα πουλήσουν σε άλλα χέρια και στόματα…Το προεδρείο, με τις επιχρυσωμένες λαβές, είναι άπραγο εδώ και τέσσερις μήνες. Τα καλαμάκια, από το σουπερ μάρκετ της γειτονιάς, έχουν ξεκινήσει τους εναγκαλισμούς μεταξύ των αδιαφορώντας για την χρήση τους· πιο πολύ τους σκιάζει η ημερομηνία λήξης…η ζάχαρη, ο καφές και οποιοδήποτε άλλο υλικό πόσης και βρώσης παίζουν κρυφτό με τις κατσαρίδες. Οι αράχνες έστησαν το δικό τους κέντημα στις γωνιές των τοίχων και θέλγουν ερχομό από μύγες, μυρμήγκια και άλλα μικροσκοπικά έντομα, με την πρόφαση δωρεάν εισιτηρίου για το υποτυπώδες τραμπολίνο που έχουν στήσει στις γωνιές του διαμερίσματος…
Το ζευγάρι ακόμα περιμένει και μονάχα ο θόρυβος της ανάσας τους υπενθυμίζει, στην εικόνα, την ύπαρξή τους.
-"θυμάσαι…"
-"μην το κάνεις αυτό", πρόφτασε ο άντρας.
-"και τι προτείνεις να πω, για να ξεκουράσουμε λίγο την απραξία της ησυχίας μας…;"
-"αναπόλησε μέσα σου· Ίσως στο κοινό σημείο τα μειδιάματά μας να συναντηθούν…", πρότεινε ο άντρας παίζοντας κάπως με το μουστάκι του.
-"και έτσι, πάλι κουράζομαι να περιμένω να χτυπήσει η πόρτα· αν δεν έρθει και σήμερα… "
-"ίσως να μην έρθει και αύριο, εφόσον δεν ήρθε και χθες…", αποστομώνοντάς την για άλλη μία φορά, κατά την χρόνια διάρκειά της συντροφιάς τους.
Τα βλέμματά τους δεν έχουν συναντηθεί ούτε μία φορά αυτό το διάστημα αναμονής του ταχυδρόμου· ο ύπνος τους βαραίνει στα μάτια, κάθε που η σκέψη νεκρώνει τα κύτταρά τους. Είναι η επιβεβαίωση της συνήθειας, θα τολμούσε να ισχυριστεί κάποιος. Δεν σε κοιτάω στα μάτια, δεν με κοιτάς στα μάτια /δεν σου μιλάω συχνά δεν μου μιλάς συχνά…και αν τύχει και μιλήσω ή τύχει και μιλήσεις, θα απαντήσω αν θυμηθώ και εσύ με την σειρά σου…
Η απεικόνιση του τέλματος στην επικοινωνία και του κορεσμού στην επαφή, έχει ενθρονιστεί –με την συνδρομή και των δύο υπερηλίκων- μεταξύ των. Οι αναπολήσεις ελάχιστα επουλώνουν τις μιζέριες των στιγμών, περιμένοντας τον ταχυδρόμο. Κάποιον ταχυδρόμο, τον οποίον περιμένουν κάποιες εβδομάδες τώρα, ως την μοναδική διαφορά, που θα σκίσει την σελίδα της ομοιομορφίας των στιγμών τους. Αργεί, όμως και το ζευγάρι κάμπτει τις τελευταίες ίνες αντοχής, απέναντι στο απρόσμενο. Τα φάρμακα ουδέποτε τους βοήθησαν, γιατί απλώς δεν τα χρειάστηκαν ποτέ τους. Ήταν και οι δυο τους άρρωστοι, όμως· όχι κατά φαντασία, μα κατά βίωμα και συνείδηση· όχι, όχι, δεν ήταν συνειδητοί αρρωστιάρηδες ή εκ πεποιθήσεως υπερβολικοί με την υγεία τους, απλώς ξεφούσκωναν παράπονα, όποτε βρίσκονταν και οι δύο στο τραπέζι. Και αναπόφευκτα, οι άνεμοι από τα χείλη τους θα αντικατοπτρίζονταν στους τοίχους και από ’κει θα έπεφταν στο πάτωμα· τίποτε παραέξω ή σε κάποια άλλα ζευγάρια αυτιών.
Η ησυχία στο τραπεζάκι της κουζίνας είναι καθηλωτική, όπως συμβαίνει, άλλωστε και σε ολόκληρο το σπίτι. Έξω, ίσως να υπάρχει πανηγύρι ήχων και φράσεων…μέσα η κούραση, έπειτα από το γλέντι της νεανικότητας και του πειραματισμού ή την ακολουθία της πεπατημένης οδού, έχει σοβατίσει τα πρόσωπά τους· είναι νεκροί επικοινωνιακά και ζωντανοί για να περιμένουν τον ταχυδρόμο…
Τα λουλούδια στα βάζα έχουν κυρτώσει από τις αντίξοες συνθήκες επιβίωσης και ισχνά "με λιπόσαρκα χείλη" (σε κάποια ατάκα από αστυνομικό μυθιστόρημα), όπως έχουν γίνει και άχρωμα, προσπαθούν να φτάσουν στην επιφάνεια των βάσεών τους, ώστε κάπώς να μετριάσουν το βάρος της αδιαφορίας από πάνω τους…
Κυριαρχεί μια ησυχία, ήρεμη και βασανιστικά ανήσυχη…είναι λίγο από μίζερα γαϊδουράγκαθα στις κοίτες πρασινογάλαζων οάσεων, στο μεγάλο εμβαδόν άνυδρων χρονικοτήτων. Ο σύζυγος και η σύζυγος αγκαλιά με την αναμονή της έλευσης του κ. Ταχυδρόμου.
Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν σε επαφή με τον συγκεκριμένο κ. Ταχυδρόμο· τα παιδιά τους και στην συνέχεια τα εγγόνια τους διεκπεραίωναν τις ταχυδρομικές τους υποθέσεις. (Τώρα και οι δύο οικογένειές των είχαν αποδεκατιστεί από τον ιό της λήθης προς το πρόσωπό τους…)Ο ταχυδρόμος αυτός δεν επρόκειτο να τους φέρει κάποια επιστολή ή γράμμα· απλώς, θα τους διαβιβάσει προφορικά τα νέα· η σημασία του χαρακτήρα τους είναι αδιάφορη· μονάχα η παρουσία του είναι το ουσιώδες της ιστορίας…
-"τόση ώρα σε παρατηρώ, έτσι μακάριο και αδιάφορο για την ώρα που περνάμε εδώ, περιμένοντας…"
-"μα καλά, σε ενοχλώ! Δεν καταλαβαίνω τι σε έχει πιάσει. Πάνω ακριβώς που με ηρεμούσε το τρίξιμο της πολυθρόνας. Τι διάολο έχεις ;"
-"συγγνώμη, μα κουράστηκα έτσι εδώ καθηλωμένη…"
-"μα, συγγνώμη και εγώ με την σειρά μου, δεν μπορείς καλά- καλά να κουνήσεις το μικρό σου δαχτυλάκι και διαμαρτύρεσαι για αυτό που γνωρίζεις καλύτερα εδώ και πέντε χρόνια…!"
-"ηρέμησε, …η συνήθεια είναι εθιστική, μα και ο εθισμός εξουθενώνει τα αισθητήρια και προκαλεί προστριβές αργά ή γρήγορα μέσα μου…θα ήθελα να κουνηθώ λιγάκι, έξω από αυτήν την κουζίνα, μπροστά σε αυτό το τραπέζι, με το ίδιο σερβίτσιο πάντοτε να μοιάζει τόσο άδειο και να κοιτάω τους ίδιους τοίχους και’ σένα μαζί ‘όλη την ώρα…εεεεεεεεεεε…κουράστηκα, καταλαβαίνεις ;"
-"τι νομίζεις πως καταφέρνεις τώρα με αυτό σου το ξέσπασμα ; και οι δυο μας γνωρίζουμε καλά τι μέλλει γενέσθαι…"
-"ναι, και τι πάει να πει αυτό δηλαδή ; δηλώνεις ανήμπορος και εσύ από το να το εκτρέψουμε λίγο…!"
-"είσαι παλαβή! για τα χρόνια σου !όμορφα τραγικό, δεν νομίζεις…άραξε όσο στο επιτρέπει η ανάσα σου· εξάλλου, υπάρχει πιθανότητα να χτυπήσει πιο μετά το κουδούνι."
-"μα δεν λειτουργεί τόσο καιρό, για όνομα της υπομονής, διάβολε…!"
-"εε…θα χτυπήσει την πόρτα !έξυπνος θα είναι πιστεύω…"
-"δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν με κατανοείς…ούτε και πριν χρόνια, αν δεν απατώμαι! η ίδια τακτική σου· κάθε αλλαγή και μπελάς· αυτό που έχεις είναι το πλέον κατάλληλο. Ίσως σου φανεί υπερβολή, αλλά βαρέθηκα…τον τρόπο σου, έστω και καθυστερημένα…"
-"συνεχίζεις ;"
-"και γιατί να μας τα πει αυτός και να μην το ψάξουμε μόνοι μας, μου λες, ε ;"
-"σταμάτα τις κουταμάρες…"
-"κουταμάρες ;…η έλλειψη σιγουριάς είναι κουταμάρα και όχι η διεκδίκησή της…"
-"έλα, σου λέω, σταμάτα επιτέλους"
-"πάντοτε αυτό επιθυμούσες, να σταματάω, γιατί ερχόσουν σε αμηχανία να με αντιμετωπίσεις…"
-"έλα μωρέ τώρα, χαμογέλασέ μου λιγουλάκι, θα δεις, θα ηρεμήσεις και θα καταλάβεις το ανούσιο της έξαρσής σου…έλα στείλε μου χαμογελαστές αγκαλίτσες, όπως τότε, θυμάσαι, τις πρώτες ημέρες…!"
-"χα…πριν πενήντα τέσσερα χρόνια έγγαμου βίου ή μήπως πριν εξήντα χρόνια γνωριμίας…μάλλον για τότε θα μιλάς· τότε που σε γνώριζα και με γνώριζες· δεν μπορώ, όπως καταλαβαίνεις· και να θέλω, δεν μπορώ. Τα χείλη μου έχουν βαρύνει τόσα χρόνια, η γλώσσα σου έχει πάψει να ταξιδεύει πάνω τους, μετά από την γέννηση των παιδιών μας. Έχουν ξεραθεί και οι πέτσες έχουν σκληρύνει από αφυδάτωση…"
Τα μάτια κόκκινα, όχι όμως δακρυσμένα.
Οι κόρες έχουν διασταλεί και τα χέρια κινούνται σε γρήγορους ρυθμούς, πάνω στα πόδια και το μουστάκι. Η περίεργη αμηχανία, που πλέει ανάμεσά τους, κατόπιν εξήντα χρόνων επαφής και συμβίωσης, φυλακίζει τις ματιές τους, λες και συμβαίνει για πρώτη φορά δυο άνθρωποι που γνωρίζονται "τόσο καλά", να δυσκολεύονται να κοιταχτούν κατάματα, ο ένας τον άλλον.
Και η ώρα σέρνεται στις φάτσες των και έξω από το διαμέρισμά τους…
Και οι ματιές ακόμα δεν συναντιούνται…
Και ο κ. Ταχυδρόμος ακόμα να χτυπήσει το κουδούνι ή την πόρτα…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου