Ο ρόλος της μαγείας και της θρησκείας στη θεώρηση του Bronislοw Malinowski


                  
Αν και ο E. B. Tylor παρουσίασε έναν πρωτόγονο άνθρωπο ως ένα είδος έλλογου φιλοσόφου, ο οποίος προσπαθεί να βρει λύσεις σε προβλήματα, όπως την διαφορά μεταξύ νεκρού και ζωντανού και έχει αναπτύξει την πίστη του σε ανιμιστικά πνεύματα, τα οποία θεωρεί ως την βάση της πρωτόγονης θρησκείας, ο Πολωνός ανθρωπολόγος Bronislοw Malinowski στο έργο του Magic, Science and Religion and other essays (1948), τοποθετείται υπέρ της άποψης ότι κάθε κοινωνία, ακόμα και η πλέον πρωτόγονη, έχει τέλεια εκφράσει την εμπειρική γνώση, ώστε να τα βγάλει σε πέρας με τις πολυάριθμες πρακτικές της δραστηριότητες· υποστηρίζει πως η μαγεία ψαύεται σε κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει τα ανυπέρβλητα κενά τής γνώσης· πως η θρησκεία γεννιέται μέσα από τις ανθρώπινες τραγωδίες τής ζωής και τις συγκρούσεις των σχεδίων του με την πραγματικότητα. Αλλά η μαγεία, όπως επισημαίνει ο Μπερξόν, όπως και η θρησκεία εν γένει αντιπροσωπεύει μια προφύλαξη της φύσης από ορισμένους κινδύνους που διατρέχει το νοήμον ον.
Από την στιγμή, που ο άνθρωπος κατασκεύασε τον χώρο του περιβάλλοντος με την βοήθεια των εργαλείων του και εφόσον άρχισε να χρησιμοποιεί την γλώσσα, θα πρέπει, αναμφίβολα, να υπήρξε μια πρωτόγονη γνώση ουσιαστικά επιστημονικού χαρακτήρα (essentially scientific character). Κανένας πολιτισμός δεν θα είχε επιβιώσει αν η τέχνη του και οι τέχνες του (crafts), τα όπλα και οι οικονομικές του επιδιώξεις βασίζονταν πάνω σε μυστικιστική και μη εμπειρική αντίληψη των πραγμάτων. Οπόταν ο ανθρώπινος πολιτισμός χαρακτηρίζεται από την πρακτική και τεχνολογική του οπτική, αποδεικνύεται ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος είναι ικανός για ακριβή παρατήρηση, για να εκφράσει τις γενικεύσεις του και τις συστηματοποιήσεις του πάνω σε όλα τα θέματα, που επιδρούν και επηρεάζουν τις κανονικές του δραστηριότητες και βρίσκονται στην βάση της παραγωγικής του διαδικασίας.
Τα συστήματα γνώσης (systems of knowledge) υπάρχουν για να συνδέουν τους διάφορους τρόπους συμπεριφοράς· μεταφέρουν τα αποτελέσματα των παρελθουσών εμπειριών στο μέλλον και συνολικά φέρνουν στοιχεία τής ανθρώπινης εμπειρίας και επιτρέπουν στον άνθρωπο να οργανώσει και συμπληρώσει τις δραστηριότητές του. Η γνώση είναι μια πνευματική συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να συνεχίζει και να πραγματοποιεί την εργασία του, την οποία του επιβάλλει ο πολιτισμός του. Η λειτουργία της είναι να οργανώνει και να συγκροτεί τις απαραίτητες δραστηριότητες του πολιτισμού.
Η γνώση δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα περαιτέρω σχεδίων και συμπλήρωσης των απέραντων σχεδίων τόσο του χρόνου όσο και της απόστασης· του ανοίγει μια πλατιά θεματική ποικιλία, που αναφέρεται στις ελπίδες και τις επιθυμίες του. Εν τούτοις, παρά το εύρος τους, το οποίο επιτρέπει να εξασφαλίζει ο άνθρωπος αυτό που θέλει, η γνώση και η επιστήμη στέκονται ανίκανες στο να ελέγξουν τις αλλαγές, να προβλέψουν τις αναπάντεχες μεταστροφές του καιρού ή ακόμα και να καταστήσουν την χειρωνακτική εργασία επαρκή για όλες τις πρακτικές ανάγκες. Σε αυτό το σημείο, περισσότερο πρακτική, προσδιορισμένη και περιγραφική απ’ ότι η θρησκεία, εμφανίζεται αυτό που η ανθρωπολογία, συλλογικά, χαρακτηρίζει μαγεία.
Τα παραδείγματα της ναυσιπλοΐας, του ψαρέματος, του πολέμου ακόμα και της αγάπης αποτελούν το καθένα ξεχωριστά μέρη των ασχολιών του ανθρώπου, στα οποία δεν αρκεί μονάχα η κατάρτιση προς την επίτευξή τους, διότι κάτι αστάθμητο συνήθως επεμβαίνει και επηρεάζει τις προσδοκίες του· παρόλο όμως το  ανυπολόγιστο της εμφάνισής του, την ίδια στιγμή εμφανίζεται να έχει βαθύ νόημα, να συμπεριφέρεται και να ενεργεί με κάποιο σκοπό. Ο άνθρωπος αισθάνεται πως μπορεί να κάνει κάτι με αυτό, ώστε να παλέψει με αυτά τα μυστηριώδη στοιχεία, με σκοπό να βοηθήσει την τύχη του. Γι ‘αυτό λοιπόν, υπάρχουν πάντοτε συστήματα δεισιδαιμονιών, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένων τελετουργιών, που συνδέονται με την ναυσιπλοΐα (τομέας, που στις πρωτόγονες κοινωνίες, η μαγεία της ιστιοπλοϊκής τέχνης είναι αρκετά αναπτυγμένη), το ψάρεμα και ούτω καθεξής.
 Η μαγεία χρησιμοποιείται ως κάτι που, υπεράνω και πάνω από τα εφόδια του ανθρώπου και τις δυνάμεις του, τον βοηθάει, ώστε να ελέγξει τα ατυχήματα και να υποβοηθήσει την τύχη του. Η μαγεία έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι, το οποίο εμφανίζεται πάνω από τις αισθητές και υπολογίσιμες δυνάμεις του. 
Στην γεωργία και σε όλους τους παραπάνω τομείς εμπλέκονται οι ίδιοι παράγοντες: α) η εμπειρία και β) η λογική μαθαίνουν στον άνθρωπο ότι ανάμεσα στα οροθετημένα πλαίσια η γνώση είναι ανώτερη, όμως πέραν αυτών τίποτε δεν δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω έλλογων πρακτικών εργασιών. Η μαγεία μπορεί να αλλάζει την μορφή της, μα υπάρχει παντού. Στις σύγχρονες κοινωνίες συνδέεται με τους σπασμένους καθρέφτες, την διάβαση κάτω από σκάλες, την Τρίτη και δεκατρείς και άλλα παρεμφερή· αυτές είναι ελάσσονες προκαταλήψεις που απλώς φαίνεται να φυτοζωούν (vegetate) ανάμεσα στο λογοκρατικό πνεύμα των δυτικών κοινωνιών. Η διαφορά της από την θρησκεία εδράζεται στο ότι η τελευταία δημιουργεί σκοπούς και στοχεύει σε τέλη κατευθείαν, ενώ η μαγεία περιλαμβάνει δράσεις, που έχουν πρακτική και ωφελιμιστική αξία και επιδρούν μονάχα σε τετελεσμένο σκοπό.
Παρόλα αυτά, η σύγχρονη μαγεία επιβιώνει όχι μόνο μέσα από τις αδύναμες προκαταλήψεις και τις δομές των θρησκευτικών συστημάτων. Οπουδήποτε ελλοχεύει κίνδυνος, αβεβαιότητα, μεγάλες επιπτώσεις ευκαιριών και ατυχημάτων, ακόμη και σε τελείως σύγχρονες μορφές δράσης (entirely modern forms of enterprise), η μαγεία αναδύεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και τα πολυάριθμα ναυάγια, όπου στα μέρη που συμβαίνουν δημιουργείται ένα σύνολο από παραδόσεις και προλήψεις αποδίδοντας ονόματα με μυστηριώδες περιεχόμενο στις εν λόγω περιοχές. Πέραν των παραπάνω, γεγονός αποτελεί πως τόσο στις πολιτισμένες κοινωνίες όσο και σε αυτές των πρωτόγονων, ο κυριότερος τομέας της μαγείας είναι αυτός που αναφέρεται στην υγεία.       
Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν είναι περισσότερο έλλογος ή δεισιδαίμων από ότι ο πολιτισμένος σύγχρονος. Είναι περισσότερο περιορισμένος όμως, λιγότερο εύπιστος σε ελεύθερους συμβολισμούς (free imaginings) και στην εμπιστοσύνη των νέων εφευρέσεων. Η μαγεία του είναι παραδοσιακή και έχει το βάρος της γνώσης του, την εμπειρική και έλλογη παράδοση της επιστήμης. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να ελέγχει κανείς τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της πρωτόγονης μαγείας και της αντίστοιχης επιστήμης. Υπάρχουν τομείς όπου η μαγεία δεν εισχωρεί ποτέ· το άναμμα της φωτιάς, η παραγωγή πέτρινων εργαλείων, το μαγείρεμα και όλες οι ελάχιστες οικιακές δραστηριότητες, αν και εξαιρετικά σημαντικές, δεν συνδέονται ποτέ με την μαγεία. Μολονότι αρκετές από αυτές γίνονται επίκεντρο των θρησκευτικών πρακτικών και της μυθολογίας, όπως για παράδειγμα το μαγείρεμα και τα πέτρινα εργαλεία, εν τούτοις η μαγεία ουδέποτε συνδέεται με τα προϊόντα τους. Ο λόγος είναι ότι, συνήθως, η ικανότητα της μαγείας, που συνδέεται με την απαραίτητη γνώση, είναι να παρέχει την επάρκεια, ώστε να οδηγήσει τον άνθρωπο στον κατάλληλο δρόμο και να του δώσει την βεβαιότητα του σωστού και ολοκληρωμένου ελέγχου αυτών των δραστηριοτήτων.
Επιπλέον, σε μερικές ασχολίες, η μαγεία χρησιμοποιείται κάτω από συγκεκριμένες συνιστώσες και απουσιάζει κάτω από κάποιες άλλες. Μια απλή διαδικασία ψαρέματος, επί παραδείγματι, δεν ενέχει απαραίτητα την χρήση της μαγείας, ενώ από την άλλη, κάθε επικίνδυνος και επίφοβος τρόπος ψαρέματος επιβάλλει την χρήση της· το ίδιο ισχύει και για το κυνήγι και την παράκτια ιστιοπλοΐα. Εύκολα συμπεραίνει κανείς, πως ο άνθρωπος καταλήγει στην μαγεία μόνον όταν οι προϋποθέσεις και οι εκάστοτε καταστάσεις δεν ελέγχονται πλήρως από την γνώση του
Αυτό απέχει όμως από το να χρησιμοποιείται η μαγεία, ώστε να αντικαταστήσει την εργασία· τούτο δεν συμβαίνει ποτέ. Ο αυτόχθων γνωρίζει καλά πως οι μηχανικές κατασκευές πρέπει να δημιουργηθούν μέσω του ανθρώπινου μόχθου και σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες εργασίας. Ξέρει πως όλες οι διαδικασίες, που αναφέρονται στο έδαφος, ελέγχονται από την ανθρώπινη προσπάθεια μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου και όχι πέραν τούτου και ότι είναι αυτό το πέραν του ελέγχου του, που προσπαθεί να επηρεάσει μέσω της μαγείας. Γι ‘αυτό η μαγεία, πέραν του να είναι πρωτόγονη επιστήμη, συνιστά το αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης αναγνώρισης ό,τι η επιστήμη έχει τα όριά της και πως ένα ανθρώπινο μυαλό και οι ανθρώπινες ικανότητες, ενίοτε, είναι ανίκανες. «Ανθρωποκεντρική και χωρίς να ασχολείται παρά με την δυνατότητα να επηρεάζει τα πράγματα προς την κατεύθυνση των επιθυμιών του ανθρώπου, η μαγεία προαναγγέλλει μάλλον τον τεχνολογικό θετικισμό και αθεϊσμό, παρά την θρησκευτική συμπεριφορά, εφόσον το μόνο που μετράει είναι η αποτελεσματικότητα και η οικειοποίηση της ζωής εκ μέρους του ανθρώπου». Όπως θα έλεγε και ο ανιψιός του Èmile Durkheim, M. Mauss, «η μαγεία αποτελεί την επί του πραγματικού χειραγώγηση απρόσωπων δυνάμεων, οι οποίες διατάσσονται για ατομικούς σκοπούς»
Η μαγεία, αναντίρρητα, κυριαρχείται από την αρχή της συμπάθειας (sympathetic principle). Σύμφωνα με την άποψη του J. G. Frazer και του E. B. Tylor, η κυριαρχία των θεών αναδείχθηκε στις πρώτες προσπάθειες των ανθρώπων να εξηγήσουν τον κόσμο και πήγαζε μέσα από την ανθρώπινη επιθυμία να ελέγξει (ο άνθρωπος) τη δύναμη της φύσης- να αποφύγει τους κινδύνους της και να οικειοποιηθεί τις χαρές. Η μαγεία αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια αυτού του είδους και απέτυχε. Καθώς παρήκμαζε, η πεποίθηση όσον αφορά στους θεούς άκμαζε συνδυαζόμενη με τη μαγεία και καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων η θρησκεία ολοένα και περισσότερο εγκαθίδρυε τη θέση της
Σε αντίθεση με τον James G. Frazer, όμως, ο οποίος επικέντρωσε την προσοχή του μονάχα στην μορφή του τελετουργικού και κατέληξε στο ότι η μαγεία και η επιστήμη διαχωρίζονται από λεπτά σύνορα, ο Πολωνός ανθρωπολόγος υπογραμμίζει πως η συμπάθεια δεν αποτελεί την βάση της πραγματιστικής επιστήμης (pragmatic science), ακόμα και κάτω από τις πλέον πρωτόγονες συνθήκες. Ο πρωτόγονος γνωρίζει πως ένα γερό τόξο εκτοξεύει ένα επικίνδυνο βέλος ή και πως μια μπανανιά, αν την ποτίσει και την καλλιεργεί τακτικά και με την βοήθεια της βροχής, θα αποφέρει καρπούς. Δημιουργεί, εν ολίγοις, καταστάσεις που είναι άψογα μεθοδικές (scientific) και στην συνέχεια αφήνει την φύση να κάνει την δουλειά της. Μέχρι εδώ, λοιπόν, γίνεται κατανοητό πως η μαγεία όσο περιλαμβάνεται σε αναπαραστάσεις συμπάθειας και συνάμα λειτουργεί κάτω από έναν συνδυασμό ιδεών, διαφέρει ριζικά από την επιστήμη· πιο διεξοδικά, η ομοιότητα της μορφής της επιστήμης με την αντίστοιχη της μαγείας είναι απλώς επιφανειακή και όχι πραγματική (real). Ο κυριότερος σκοπός της συμπαθητικής τελετουργίας προσδιορίζεται σε μία γενικότητα και μεταφορά της μαγικής δύναμης και αναλόγως επιτελείται (is performed) στην ατμόσφαιρα του υπερφυσικού. Η χρονική στιγμή που η μαγεία παρουσιάζεται, είθισται να είναι προκαθορισμένη από την παράδοση  παρά από την αρχή της συμπάθειας και ο χώρος στον οποίο πραγματώνεται είναι εν μέρει καθορισμένος από συμπάθεια ή μεταδοτικότητα (contagionκαι περισσότερο από υπερφυσικές και μυθολογικές προϋποθέσεις. Τα δραματικά συναισθηματικά στοιχεία στην τελετουργική αναπαράσταση, αναφορικά με την μαγεία, συμπεριλαμβάνουν παράγοντες, οι οποίοι πηγαίνουν πέραν της συμπάθειας ή όποιας επιστημονικής ή ψευδο-επιστημονικής αρχής. Ο υπερφυσικός χαρακτήρας της μαγείας εκφράζεται επίσης και από τον μη κανονικό (abnormal) χαρακτήρα του μάγου και από τα προσωρινά ταμπού –απαγορεύσεις, που ενορχηστρώνουν την εκτέλεσή της.
Με λίγα λόγια, υπάρχει μια αρχή συμπάθειας: το τελετουργικό περιβάλλον της μαγείας περιλαμβάνει κάποια αναφορά στα αποτελέσματα, που μέλλονται· τα προμηνύει και προλαμβάνει τα επιθυμητά γεγονότα. Ο μάγος κυριεύεται από την μαγεία, από τον συμβολισμό, από ότι έχει σχέση με την κατάσταση, η οποία τον ώθησε να καταλήξει στην μαγεία. Η ποικιλία των επιφανειακά ασύνδετων στοιχείων της μαγικής τελετουργίας δημιουργεί την προϋπόθεση να θεωρηθεί η μαγεία, με σοβαρότητα, ως μία επιστημονική πρακτική, που βασίζεται πάνω σε μία εμπειρική θεωρία. Η μαγεία δεν μπορεί, από την μία, να οδηγηθεί από την εμπειρία και ούτε, από την άλλη, την ίδια στιγμή να ξαναγυρίζει στον μύθο.
Η ορισμένη στιγμή, το καθορισμένο σημείο, τα ταμπού που παρατηρούνται από τον εκφραστή τους, όπως και η ψυχολογική και η κοινωνιολογική του κατάσταση τοποθετούν την μαγική δράση (magical act)σε μια υπερφυσική ατμόσφαιρα. Το προϊόν της μαγικής δύναμης πραγματώνεται μέσω των εξορκισμών, της χειρονομίας και της σωματικής έκφρασης και της κατάστασης του επίσημου μάγου. Όλα αυτά τα στοιχεία παρουσιάζουν μία τάση προς την εθιμοτυπική αφομοίωση με στόχο το επιθυμητό τέλος ή προς την κανονική έκφραση που παράγει το τέλος (toward the ordinary means of producing this end). Αυτή η τυπική ομοιότητα ορίζεται, πιθανώς καλύτερα, στην κατάσταση, όπου όλη η τελετουργική διαδικασία κυριαρχείται από τα αισθήματα μίσους, φόβου, θυμού ή ερωτικού πάθους.
Αυτή η μαγική δύναμη ή η μαγική αρετή δεν συλλαμβάνεται ως μία φυσική δύναμη· είναι μία δύναμη, που θεωρείται sui generis, διαφορετική και από τις φυσικές δυνάμεις και από τις κανονικές δυνατότητες του ανθρώπου. Και ο πρωτόγονος άνθρωπος αναγνωρίζοντας τόσο τις φυσικές όσο και τις υπερφυσικές δυνάμεις και επιδράσεις προσπαθεί να χρησιμοποιήσει και τις δύο προς όφελός του.
Η δύναμη του μάγου, κατά τον Malinowski, μπορεί να παραχθεί αποκλειστικά και μόνο μέσα από ορισμένες παραδοσιακές τελετές. Μπορεί να ληφθεί και να αποδοθεί μέσω της μύησης της τέχνης και της ανάληψης συγκεκριμένων δράσεων, καταστάσεων και παρατηρήσεων, δοσμένων με αυστηρότητα. Καθώς λοιπόν, γίνεται κατανοητό ότι η μαγεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κατάλληλους ανθρώπους, ο Πολωνός ανθρωπολόγος, κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτή συλλαμβάνεται ως κάτι που δεν ανήκει στην φύση ούτε στον άνθρωπο αποκλειστικά, αλλά στην ίδια την σχέση του ανθρώπου με την φύση. Μονάχα τα αντικείμενα αυτά και οι δυνάμεις εκείνες στην φύση, που είναι πολύ σημαντικές στον άνθρωπο, από τις οποίες εξαρτάται και τις οποίες δεν μπορεί ακόμα να ελέγξει, εμπεριέχουν την μαγεία.
Μια ακόμη οπτική, μέσα από την οποία μπορεί να γίνει κατανοητή περισσότερο η μαγεία είναι και αυτή της ψυχολογίας και της κοινωνικής της αξίας. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, η μαγεία εμφανίζεται, όποτε ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με κενά στο γνωστικό του οικοδόμημα και όντας εγκαταλελειμμένος από την γνώση του συνειδητοποιεί την αξία της. Η μαγεία ήταν αποτελεσματική, γιατί ανακούφιζε την ανησυχία για τα ανεξέλεγκτα στοιχεία του μέλλοντος…η λειτουργία της μαγείας ήταν να επικυρώσει με την τελετουργία την αισιοδοξία του ανθρώπου, να αυξήσει την πίστη του ότι η ελπίδα θα νικήσει τον φόβο. Οι φόβοι και οι ελπίδες του, η γενικότερη αγωνία του παράγουν μία άστατη ισορροπία στον οργανισμό του, εξαιτίας της οποίας οδηγείται σε ένα είδος δια- αντιπροσωπευτικής δραστηριότητας (vicarious activity). Στην φυσική ανθρώπινη αντίδραση τού εξοργιστικού μίσους και του αδύναμου θυμού ψαύεται το ακατέργαστο υλικό τής μαύρης μαγείας
Σε μια προσπάθεια να τυποποιήσει την παραδοσιακή μαγεία, ο Malinowski προτείνει πως δεν είναι τίποτε άλλο από ένας θεσμός, ο οποίος ορίζει, οργανώνει και επιβάλλει πάνω στα μέλη μιας κοινωνίας την θετική λύση στις αναπόφευκτες συγκρούσεις, που αναδύονται από την ανθρώπινη αδυναμία και που έχουν να κάνουν με όλα τα περίπλοκα θέματα τής απλής γνώσης και της τεχνικής ικανότητας. Η αυθόρμητη και φυσική αντίδραση του ανθρώπου σε τέτοιες καταστάσεις παρέχουν στην μαγεία το ακατέργαστο υλικό της. Τα στοιχεία, τα οποία δεν συγκαταλέγονται στο prime material της μαγείας, αλλά βρίσκονται στα κατασκευασμένα συστήματα είναι τα παραδοσιακά μυθολογικά στοιχεία. Ο ανθρώπινος πολιτισμός, οπουδήποτε, διαμορφώνει ένα ακατέργαστο υλικό από ενδιαφέροντα και στόχους, σε τυποποιημένα παραδοσιακά έθιμα. Σε κάθε ανθρώπινη παράδοση, μία συγκεκριμένη επιλογή δημιουργείται μέσω της ποικιλίας των πιθανοτήτων. Στην μαγεία επίσης, το ακατέργαστο υλικό παρέχει έναν αριθμό από πιθανούς τρόπους συμπεριφοράς
Η μαγεία είναι πιστευτή (so deeply believed) εξαιτίας του ότι η πρακτική της αλήθεια εγγυάται για την ψυχολογική και φυσιολογική της αποτελεσματικότητα, από την στιγμή που στις μορφές, την ιδεολογία και την δομή της, η μαγεία ανταποκρίνεται στην φυσική διαδικασία του ανθρώπινου οργανισμού. Η μαγεία απαντά σε μία πραγματική φυσιολογική ανάγκη.
Η γενική πεποίθηση ότι αυτή και μονάχα αυτή η τελετή, ο εξορκισμός ή η προσωπική προετοιμασία επιτρέπει στον μάγο να ελέγχει την ευκαιρία, μετατρέπει κάθε ανεξάρτητη δοξασία –μέσα σε αυτήν- στον κανονικό μηχανισμό διαμόρφωσης και κατάστασης. Το γεγονός, επίσης, ότι η μαγεία είναι συνδεδεμένη με την ιδιοφυΐα και την ισχυρή προσωπικότητα, αυξάνει την σημασία της στα μάτια της κοινότητας.
Προχωρώντας παραπέρα, ο Malinowski διαπιστώνει πως η μαγεία εξυπηρετεί τον καθένα, όχι μονάχα ως ολοκληρωτική δύναμη, αλλά επιπλέον και ως μια οργανωτική δύναμη για την κοινωνία. Το γεγονός ότι ο μάγος από την φύση τής μυστικής και εσωτερικής του γνώσης ελέγχει τις σχετικές πρακτικές δραστηριότητες, συνήθως δημιουργεί την εικόνα ενός προσώπου εξέχουσας σημασίας για την κοινότητα. Εν τούτοις, η μαγεία έχει κοινωνική σημασία όχι επειδή αποδίδει δύναμη και συνακολούθως εξυψώνει τον άνθρωπο· αποτελεί μία πραγματική οργανωτική δύναμη. Στην Αυστραλία, για παράδειγμα, οι θεσμοί της φυλής, του τοπικού συνόλου ή του κλαν βασίζονται σε ένα σύστημα τοτεμικών ιδεών· η κυριότερη τελετουργική έκφραση του συστήματος συμπεριλαμβάνεται στις τελετές του μαγικού πολλαπλασιασμού των φυτών και των ζώων και στις τελετουργίες μύησης στον ανδρισμό (manhood). Και τα δύο αυτά είδη τελετών αποτελούν έκφραση μιας μαγικής τάξης ιδεών, που βασίζονται στην τοτεμική μυθολογία. Τέτοια παραδείγματα παρατηρούνται στις φυλές των Παπούα στην Νέα Γουινέα, στους Μελανήσιους και στους ανθρώπους του αρχιπελάγους της Ινδονησίας, όπου μαγικές τελετές και ιδέες παρέχουν την οργανωτική αρχή στις πρακτικές δραστηριότητες. Επιπροσθέτως, οι μυστικές κοινωνίες του αρχιπελάγους του Βίσμαρκ και της δυτικής Αφρικής, οι βροχοποιοί του Σουδάν, οι γιατροί των Νοτιοαμερικανών Ινδιάνων, όλες αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες συνδυάζουν την μαγική δύναμη με πολιτική και κοινωνική επιρροή.  
Η μαγεία, στις κυριότερες μορφές της, είναι συνήθως εξειδικευμένη και θεσμοποιημένη· σε όλες τις περιπτώσεις, η μαγεία βρίσκεται είτε στα ίδια χέρια ως πολιτική δύναμη, γόητρο και κύρος είτε επιδιώκεται και απαιτείται από αυτούς, που μπορούν να την χειριστούν. Ο μάγος, που ενισχύεται από τον αρχηγό ή μια παντοδύναμη μυστική "εταιρία", επιδεικνύει με περισσότερο σθένος την τέχνη του, απ’ όταν στην περίπτωση που θα αντιμάχονταν τον αρχηγό ή την μυστική και παντοδύναμη αυτή κοινωνία ή ακόμα αν ήταν μόνος του. Ο μάγος αντιπροσωπεύει την θρησκευτική εξουσία που ασκείται σε ένα κοινό, το οποίο αναγνωρίζει την τεχνογνωσία ενός αυθεντικού φορέα παράδοσης. Η κοινωνιολογική και ανεξάρτητη χρήση τής μαγείας, για τον λόγο αυτό, είναι πιο αποτελεσματική μέσω της λειτουργίας των μηχανισμών, που συνεπικουρούν ώστε να έρθει σε πέρας. 
Πασιφανές μέχρι τούδε, πως η εξουσία της μαγείας δεν στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια ούτε σε μια υπερβολική προκατάληψη του πρωτόγονου ανθρώπου, όπως εμφανίζεται από μια πρώτη άποψη. Μία δυνατή πίστη στην μαγεία βρίσκει την δημόσια έκφρασή της μέσα από την σύγχρονη μυθολογία των μαγικών θαυμάτων, η οποία (η μυθολογία) βρίσκεται πάντοτε να συνοδεύει όλους τους σημαντικούς τύπους της μαγείας. Ο μύθος, που αναφέρεται στην μαγεία είναι, πλέον σίγουρα, μία εγγύηση τής αλήθειας της, ένα πιστοποιητικό της σημαίνουσας επιρροής της.
Ο Malinowski υποστηρίζει την παραπάνω πρόταση (και όχι μόνο), σχετικά με την μαγική μυθολογία· γενικότερα, ο μύθος δεν είναι μία αργόσχολη παρατήρηση, που σχετίζεται με την προέλευση των πραγμάτων ή των θεσμών. Η χρήση του δεν είναι ούτε επεξηγηματική ούτε συμβολική· είναι κάτι πολύ παραπάνω: είναι η δήλωση ενός θαυμαστού γεγονότος, το συμβάν από το οποίο, μια για πάντα, ιδρύθηκε η κοινωνική τάξη μιας φυλής ή κάποιοι από τους οικονομικούς της στόχους, η τέχνη (art) και οι τέχνες της (crafts) , οι θρησκευτικές και μαγικές της δοξασίες και οι εθιμοτυπικές τελετές. Αποτελεί μία δήλωση αρχέγονης αλήθειας, η οποία αναπνέει μέσα από τους θεσμούς και τους στόχους τής κοινότητας. Πιστοποιεί, με ακρίβεια, την υπάρχουσα τάξη και παρέχει ένα αναδρομικό πρότυπο ηθικών κανόνων, κοινωνιολογικών διαχωρισμών και τιμωριών, όπως αυτά των μαγικών δοξασιών. Σε αυτό ακριβώς, επιμένει ο Malinowski ότι εστιάζεται η  κυριότερή της λειτουργία· συμπληρώνει, δηλαδή, μία sui generis χρησιμότητα, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την φύση της παράδοσης και της πίστης, με την συνέχιση της κουλτούρας, με την σχέση ανάμεσα στην ηλικία και την νεολαία και τέλος με την ανθρώπινη συμπεριφορά καθ’ όλο το παρελθόν, μέχρι και το αναφερόμενο παρόν και μέλλον. Η λειτουργία του μύθου  έγκειται στο να ενδυναμώνει την παράδοση και να την συμπληρώνει συνάμα με μεγαλύτερη αξία.
«…Τελικά, αφού ο άνθρωπος αναπτύξει την ανάγκη συγκρότησης γνώσης και πρόβλεψης, είναι υποχρεωμένος να διερευνήσει την καταγωγή της ανθρωπότητας, τα πεπρωμένα της και τα προβλήματα της ζωής, του θανάτου και του σύμπαντος. Έτσι, ως άμεσο αποτέλεσμα της ανάγκης του ανθρώπου να κατασκευάζει συστήματα και να οργανώνει γνώσεις, αναδύεται επίσης η ανάγκη της θρησκείας…»
Κατά τον Malinowski το θέμα της θρησκείας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στο σχήμα της κουλτούρας, ως μία περίπλοκη ικανοποίηση των υψηλά εκπορευόμενων αναγκών. Όπως και αν έχουν εκφραστεί για την αναγκαιότητα της ύπαρξής της ο Taylor (πρωτόγονη θεωρία του ανιμισμού), o Marett (προ- ανιμισμός), o Durkheim (η αυτό- αποκάλυψη της κοινωνίας), o Malinowski προτείνει πως η θρησκεία μπορεί να σχετιστεί άμεσα με τις ριζικές και βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου. Όπως και η μαγεία, πηγάζει από την "κατάρα" του ανθρώπου για φαντασία και επιπλέον σκέψη, από την στιγμή, που διαχώρισε την θέση του από την αγριότητα της φύσης των ζώων. Η θρησκεία δεν γεννήθηκε μέσα από την αντανάκλαση και την παρατήρηση, πολλώ δε μάλλον από την ψευδαίσθηση και το ακατάλυπτο, αλλά μέσα από τις αληθινές τραγωδίες της ζωής του ανθρώπου, μέσα από τις συγκρούσεις των ανθρώπινων σχεδίων και της πραγματικότητας. 
Η ύπαρξη ισχυρών προσωπικών εξαρτήσεων και το γεγονός του θανάτου, ίσως είναι οι κύριες πηγές της θρησκευτικής πίστης. Η βεβαίωση ότι ο θάνατος δεν είναι αληθινός, ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή και αυτή είναι αθάνατη αναδύει μια προσωπική- συλλογική θέληση, που αντιτίθεται στην καταστροφή και δεν είναι ένα ψυχολογικό ένστικτο, μα κάτι συγκεκριμένα δοσμένο και αποσαφηνισμένο από τον πολιτισμό· η πίστη στην αθανασία και τα τελετουργικά για τα υπερβολικά πάθη επιβεβαιώνουν την ελπίδα του ότι υπάρχει συνέχεια, ότι δεν θα είναι χειρότερα ή στην καλύτερη περίπτωση ότι θα είναι ακόμα καλύτερα. Οι θρησκευτικές τελετές της γέννησης και της ταφής είναι δράσεις, που εκφράζουν το δόγμα της μετά θάνατον ζωής και της κοινωνίας μεταξύ νεκρών και ζώντων. Όποιος περνάει από αυτές τις τελετές, προετοιμάζεται για τον δικό του θάνατο. Έτσι, η πίστη στην ανθρώπινη αθανασία, η οποία αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό της προγονολατρείας, των ντόπιων εθίμων και του ανιμισμού, μεγαλώνει μέσα από την θεσμοθέτηση της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η θρησκεία, μία από τις τοπικές της εθιμοτυπικές παραδόσεις, καθαγιάζει την ανθρώπινη ζωή και μετατρέπεται, πιθανότατα, στην πιο δυνατή αξία του κοινωνικού ελέγχου. Μεγαλώνει μέσα από κάθε πολιτισμό, διότι η γνώση, που παρέχεται στον άνθρωπο και διευρύνει τον ορίζοντα του, αποτυγχάνει να ξεπεράσει την μοίρα του.  

Σημειώσεις-βιβλιογραφία... 
  • Bronislaw Malinowski, Culture, από το Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W.A. and E. Y. Vogt, 1972
  • Daniel L. Pals, Seven Theories of Religion, Oxford University Press, New York, 1996
  • Daniele Hervieu- Leger, Jean Pierre Willaime, Κοινωνικές Θεωρίες και Θρησκεία, επιμ.-πρόλ,, Νίκη Η. Παπαγεωργίου, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2005 
  • Paul Erickson, Liam Murphy, Ιστορία της Ανθρωπολογικής Σκέψης, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2002
  • Philippe Laburthe-Tolra, Jean Pierre Warnier, Εθνολογία- Ανθρωπολογία, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003
  • Άνταμ Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1983







Σχόλια