Η εξέλιξη του μεσαιωνικού –φεουδαρχικού συστήματος- κόσμου στον αστικοποιημένο πολιτισμό της πρώιμης Αναγέννησης και της καπιταλιστικής άνθησης, με τον ορθολογισμό να κυριαρχεί στην διανοητική και υλική ζωή της εποχής, σηματοδοτεί την τροποποίηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις του. Ο νέος χαρακτήρας που διαμορφώνει ο ευρωπαϊκός κόσμος τόσο στους πνευματικούς όσο και στους καλλιτεχνικούς κύκλους του ταυτίζεται με τον ουμανισμό και την Αναγέννηση. Πλέον το ενδιαφέρον εστιάζεται στις ανθρώπινες ικανότητες, οι οποίες εμπνέουν μία απαρασάλευτη εμπιστοσύνη, τοποθετώντας τον άνθρωπο στο επίκεντρο κάθε έργου και σχεδιασμού.
Στο προκείμενο, γίνεται αναφορά στη διαδικασία εξέλιξης της θέσης του καλλιτέχνη στην κοινωνία κατά το τέλους του Μεσαίωνα και την ανατολή της Αναγέννησης.
Σε μία εργασία ιστορικού ενδιαφέροντος γύρω από το καλλιτεχνικό στοιχείο πρωτεύον μέλημα είναι ο χρονικός προσδιορισμός του θέματος, γεγονός το οποίο συνδράμει στην ποιοτικότερη έκθεση των ζητουμένων. Τα χρονικά όρια που χαρακτηρίζουν την εκπνοή του Μεσαίωνα και τις πρώτες ανάσες της αναγεννησιακής περιόδου μπορεί συμβατικά να οριστούν ως το 1401, οπότε και προκηρύχθηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός για την κατασκευή και διακόσμηση της βόρειας θύρας του βαπτιστηρίου στη Φλωρεντία και το 1527, έτος της λεηλασίας της Ρώμης από τον Κάρολο Ε’. Ο πολιτισμός της Αναγέννησης σύμφωνα με τον E.M.Burns, περιορίζεται στις εκπληκτικές προόδους στη σκέψη, τη λογοτεχνία και την τέχνη και τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στο 1350 και το 1600.
Μετά το πέρας των λεγόμενων Σκοτεινών Χρόνων (6ος-11ος αι.), οι τελευταίοι αιώνες του Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη χαρακτηρίζονται από έντονη κινητικότητα, εμπορική και πνευματική, το μεγαλύτερο ποσοστό της οποίας συσσωρεύεται στις πόλεις, οι οποίες εγκαινιάζουν μία δυναμική και ανεπίστρεπτη παρουσία και κυριαρχία στην ιστορία.
Η δημογραφική άνοδος που παρατηρείται στα τέλη του 14ου αιώνα αντικατοπτρίζεται στην ευρύτερη ανάπτυξη της αστικής τάξης με ολοένα και μεγαλύτερη διεκδίκηση δικαιωμάτων στα κοινά μέσω των συντεχνιών, όταν αναβιώνει η χρηματική οικονομία και ξεπροβάλλουν οι νέες πόλεις και η σύγχρονη μεσαία τάξη αποκτά για πρώτη φορά τα διακριτά της χαρακτηριστικά. Παράλληλα οι σχέσεις κοσμικής εξουσίας και παπισμού παρέμεναν τεταμένες, με τον παπισμό να διεκδικεί πρωτεία και πρωτοβουλίες από τον κρατικό μηχανισμό που είχαν ως αποτέλεσμα συχνές δημόσιες συγκρούσεις πάπων και βασιλιάδων. Ακόμα και τον 13ο αιώνα η αυξανόμενη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας αλλά ιδιαιτέρως του παπισμού εύλογα προκαλούσε ανησυχίες για τη σχέση της Ρώμης με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο πληθυσμός της Ευρώπης συνέρχεται αργά και σταδιακά από το πνευματικό σκοτάδι και τις κοινωνικοπολιτικές αστάθειες δίχως να μπορεί εν τούτοις να αμυνθεί απέναντι στο Μαύρο Θάνατο που κυριολεκτικά τον ξεκληρίζει σε διάστημα μόλις τεσσάρων ετών (1347-1350) και επανεμφανιζόμενος περιοδικά για τα εκατό επόμενα χρόνια. Πέραν των αλλαγών που συντελούνται σε κοινωνικό επίπεδο ένα άλλο στοιχείο που διαμορφώνει τις καταστάσεις της ευρωπαϊκής πορείας ωθώντας το εμπόριο σε ανάπτυξη και τον πληθυσμό σε κίνηση είναι και ο λεγόμενος Εκατονταετής πόλεμος (1337-1453) μεταξύ των κραταιών δυνάμεων της Αγγλίας και της Γαλλίας, ο οποίος επηρέασε καταλυτικά κυρίως το τοπίο της βόρειας Ευρώπης. Με την εμφάνιση του Καρόλου Ε’ το γαλλικό βασίλειο αποδυναμώνεται, ενώ προηγουμένως είχε απωθήσει τους Άγγλους από τις κτήσεις τους στα γαλλικά εδάφη. Με αυτήν τη σύγκρουση κορυφώνονται τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Γάλλοι βασιλιάδες από την αρχή του 14ου αιώνα σχετικά με την κρίση του φεουδαρχικού συστήματος.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμόρφωσης του ευρωπαϊκού πεδίου οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα δεν αφήνουν ανεπηρέαστη και τη θέση των καλλιτεχνών. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα και ενώ τους προηγούμενους αιώνες (6ος-13ος) ο καλλιτέχνης βρίσκεται κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία δίχως καμία κοινωνική αναγνώριση και αντιμετωπίζεται σαν απλός τεχνίτης, μετά τον 13ο αιώνα και κατά τη διάρκεια του 14ου αναγνωρίζεται η ιδιαίτερη αξία του. Αποφασιστική επιρροή στην αλλαγή αυτή αποτελεί η αυξανόμενη εμπορική κίνηση και ο πλούτος των εμπόρων, οι οποίοι συναγωνιζόμενοι τους αριστοκράτες των μεγάλων πλούσιων οικογενειών χρηματοδοτούσαν την ανέγερση μεγάλων μεγάρων και οικογενειακών παρεκκλησίων· σε αυτήν την περίοδο μπορούμε να τοποθετήσουμε την απαρχή της αναγνώρισης της ιδιαίτερης αξίας των καλλιτεχνών.
Τον 15ο και 16ο αιώνα στη Δ. Ευρώπη παρατηρείται μια πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα· χαρακτηρίζεται από τον ορθολογισμό και το έντονο ενδιαφέρον για τη μελέτη και την ερμηνεία της πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και προσδιορίζεται σήμερα με τον όρο Αναγέννηση, που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα από τον ιστορικό Jacob Burckherd.
Λίκνο της Αναγέννησης υπήρξε κυρίως η Ιταλία και οι ελεύθερες πόλεις της. Τον 14ο αιώνα οι Ιταλοί πίστευαν πως η τέχνη, η επιστήμη και η παιδεία είχαν ακμάσει στην κλασική εποχή. Την περίοδο εκείνη κυριαρχούσε στην Ιταλία η ιδέα μιας νέας εποχής, ύστερα από τη διάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους Γότθους και τους Βανδάλους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αναβίωση των γραμμάτων και των τεχνών από την επίδραση των κλασικών προτύπων ήταν στενά συνυφασμένη για τους Ιταλούς με την ιδέα μιας αναγέννησης «του μεγαλείου της Ρώμης», όπως εύστοχα παρατηρεί ο E.H.Gombrich.
Η αντίληψη ό,τι ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο του κόσμου και το μέτρο για όλα τα πράγματα αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα που απελευθέρωσε την πολιτιστική ακτινοβολία της εποχής της Αναγέννησης. Πλέον ο άνθρωπος, όπως ειπώθηκε προηγουμένως αποτελεί το κέντρο κάθε έργου και σχεδιασμού. Η αυξημένη ζήτηση των έργων τέχνης στην Αναγέννηση μετατρέπει το επίπεδο του καλλιτέχνη από αυτό του μικροαστού τεχνίτη σε εκείνο του ελεύθερου πνευματικού εργάτη. Ο μεσαιωνικός ανώνυμος καλλιτέχνης- τεχνίτης παραχωρεί τη θέση του στον αναγεννησιακό καλλιτέχνη –δημιουργό, ο οποίος υπογράφει τα έργα του και απολαμβάνει μεγάλη κοινωνική καταξίωση.
Οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικρατούν στη Φλωρεντία τον 13ο και 14ο αιώνα την αναδεικνύουν ως το μεγαλύτερο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Ιταλίας στην πρώιμη Αναγέννηση (1400-1500) δίπλα στην άλλη πλούσια πόλη του ιταλικού βορρά, τη Βενετία.
Τα οικονομικά της Φλωρεντίας παραμένουν ιδιαίτερα ανθηρά εξαιτίας των εμπορικών συναλλαγών της με την βόρεια και ανατολική Ευρώπη. Επίσης οι Φλωρεντινοί τραπεζίτες κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή πιστωτική αγορά λόγω της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Από το 1434 μέχρι και τα τέλη του 15ου αιώνα που κυριαρχεί η εύπορη οικογένεια των Μεδίκων, η οποία αποτελεί μία αντιπροσωπευτική περίπτωση συνύπαρξης της οικονομικής και πνευματικής λειτουργίας κατά τον 15ο αιώνα, η Φλωρεντία έγινε το θέατρο αυτής της βαθιάς πολιτιστικής και καλλιτεχνικής επανάστασης, της Αναγέννησης.
Το άλλο εξίσου σημαντικό κέντρο της πρώιμης Αναγέννησης της νότιας Ευρώπης είναι η Βενετία, μία από τις πλουσιότερες πόλεις της Ευρώπης και από τις πρώτες που απέκτησαν αυτοδιοίκηση. Η βενετσιάνικη τέχνη ακολούθησε και αυτή μία ανεξάρτητη πορεία. Κύριοι προστάτες της και εδώ ήταν αφενός μεν οι πλούσιες οικογένειες των ευγενών και αφετέρου δε η κυβέρνηση που προσπαθούσε να προβάλλει τη δύναμή της.
Παράλληλα με την Ιταλία, την ίδια περίοδο κατά την ανάπτυξη του ουμανισμού εξελίσσονταν μια παρόμοια διαδικασία στη βόρεια Ευρώπη, κυρίως στις Κάτω Χώρες (Φλάνδρα), με διαφορετικές εν τούτοις μεθόδους και αποτελέσματα. Κάθε αντικείμενο αποκτούσε νόημα και ο άνθρωπος δεν ήταν ο μοναδικός πρωταγωνιστής της ζωής, αλλά ένα μέρος του σύμπαντος. Άλλωστε, γεγονός που επηρέασε άμεσα την τέχνη του ευρωπαϊκού βορρά κατέστη το κίνημα της Μεταρρύθμισης, που ξεκίνησε με τις 95 τοιχοκολλημένες θέσεις του Μαρτίνου Λούθηρου ασκώντας κριτική και προκαλώντας αναταραχή στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας και της κοινωνίας ριζικά.
Η ζωγραφική
Η μεσαία τάξη που ήρθε στο προσκήνιο μέσω της ανάπτυξης του εμπορίου συμπεριλαμβάνει μέλη, τα ισχυρότερα των οποίων γίνονται θερμοί υποστηρικτές των τεχνών. Η ανερχόμενη αυτή εμπορική τάξη βοήθησε στο να επικρατήσει ένα νέο ρεαλιστικό στυλ στη ζωγραφική, όπου κυριαρχεί η απλότητα, η στερεότητα και η λογική αξιοποιώντας τις δυνατότητες της μαθηματικής προοπτικής· ένα γεγονός αναμφίβολης σημασίας καθώς σημαντικό ρόλο στην πρόοδο έπαιξαν τόσο ο ορθολογισμός όσο και τα μαθηματικά. Εν ολίγοις ο κόσμος υπάγεται στους κανόνες και την τάξη του ορθού λόγου και η τέχνη της ζωγραφικής αποκτά πλέον επιστημονικές παραμέτρους.
Με το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, όσον αφορά τη ζωγραφική του 15ου αιώνα, παραμερίζεται η εκλεπτυσμένη αριστοκρατική καλλιτεχνική έκφραση της γοτθικής τεχνοτροπίας προς χάριν της απλότητας και του μεγαλείου των μορφών. Ο μεγάλος Φλωρεντίνος ζωγράφος Masaccio (1401-1428) που δούλεψε κυρίως πάνω στη μνημειακή ζωγραφική και τις φορητές εικόνες εισήγαγε τη νέα τέχνη της προοπτικής, η οποία τόνιζε περισσότερο την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας φανερώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον του στο να επιτευχθεί ένα είδος αναπαράστασης του πραγματικού μέσα από το σχέδιο.
Ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά του έργα είναι η νωπογραφία του με θέμα την Αγία Τριάδα, ζωγραφισμένη το 1425-1428 στην εκκλησία της Santa Maria Novella στην Φλωρεντία. Σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται ένας τάφος με έναν σκελετό κάτω από την επιγραφή. Ο θεατής έχει την ψευδαίσθηση ότι κοιτάζει προς ένα παρεκκλήσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται ο Εσταυρωμένος και ο μετωπικά τοποθετημένος Θεός πίσω του, κάτω από ένα βαρύ ημισφαιρικό θόλο με βαθιά φατνώματα. Ο ψευδαισθησιακά ζωγραφισμένος αρχιτεκτονικός χώρος που ανοίγεται προς το βάθος, επάνω στην επίπεδη επιφάνεια του τοίχου της εκκλησίας, μεγαλοπρεπής και στέρεος, προϋποθέτει πράγματι τη σύζευξη ζωγραφικής και επιστήμης που είναι ίσως το βασικότερο συστατικό της εποχής. Μέσω του σκιοφωτισμού ο καλλιτέχνης κατορθώνει και ξαναδίνει στην ανθρώπινη μορφή την πλαστικότητα και τη σφριγηλότητα δημιουργώντας ταυτοχρόνως μια ψευδαίσθηση απτότητας, μία αίσθηση που μας φέρνει κοντά τόσο στις μορφές όσο και στο μήνυμά τους. Παράλληλα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό της αναγεννησιακής ζωγραφικής που προβάλλεται στη νωπογραφία του Masaccio και προδίδει το δανεισμό στοιχείων από την κλασική τέχνη είναι το αρχιτεκτόνημα που χρησιμοποίησε ο ζωγράφος στο κάτω μέρος του πίνακα, το οποίο ανταποκρίνεται στα ελληνορωμαϊκά πρότυπα (κίονες, παραστάδες, κιονόκρανα κ.ο.κ.)
Ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες- ανθρωπιστές της πρώιμης Αναγέννησης είναι ο Piero della Francesca (περ. 1416-1492). Ο καλλιτέχνης προσθέτοντας το λάδι στα χρώματα ως συνδετικό υλικό, σε μεγαλύτερη όμως αναλογία, κατόρθωσε να συλλάβει με μαθηματικό τρόπο το ζήτημα της δημιουργίας του προοπτικού χώρου ιδωμένου από ένα συγκεκριμένο σημείο, μέσα από τον επιδέξιο χειρισμό του σκιοφωτισμού και του χρώματος. Ένα από τα πρώιμα έργα του είναι Η βάπτιση του Χριστού, που χρονολογείται περίπου το 1445. Η λεπτή και αρμονική χρήση των αποχρώσεων καθώς και οι συλλογισμένες μορφές προσδίδουν έναν ποιητικό τόνο στη σύνθεση. Στην καλλιτεχνική αυτή δημιουργία, η καθαρότητα του φωτός ισοδυναμεί με την προοπτική στη δημιουργία της ψευδαίσθησης του βάθους, κάτι που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συμβολές του Piero della Francesca στην τέχνη της αναγεννησιακής εποχής. Η σύνθεση χαρακτηρίζεται από στερεότητα και γεωμετρικότητα, γεγονός που επαληθεύεται μέσα από την αντανάκλαση του τοπίου στα νερά του ποταμού.
Η αρχιτεκτονική
Η Αναγέννηση είναι η πρώτη εποχή που διάλεξε το παρελθόν της και οδηγός της δεν ήταν άλλος από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Αυτή η στροφή που παρατηρήθηκε πρώτα στα γράμματα και τη φιλολογία ώθησε τους Ευρωπαίους και δη τους Ιταλούς αρχιτέκτονες να στραφούν στη μελέτη και το ενδιαφέρον για τα αρχαία αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που σώζονταν στην Ιταλία διαφοροποιώντας βαθμιαία το στυλ και την τεχνοτροπία τους από το μεσαιωνικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον. Σε αντίθεση με τη γοτθική αρχιτεκτονική, σύμφωνα με την οποία δίνονταν ιδιαίτερη έμφαση στον κατακόρυφο άξονα ενός κτιρίου, τα αναγεννησιακά κτίρια χαρακτηρίζονται από την υπεροχή του οριζόντιου άξονα, τη στατικότητα και τη συμμετρία. Οι μεγάλοι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης τροποποίησαν το πεδίο του αντικειμένου τους, καθώς αφενός δανείστηκαν τα πρότυπα της κτιριακής οικοδομής του ρομανικού ρυθμού και αφετέρου δε στη συνεχεία διακόσμησαν το εσωτερικό των κτιρίων αντλώντας τα στοιχεία τους από τα ρωμαϊκά ερείπια.
Από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της Αναγέννησης όσον αφορά την αρχιτεκτονική και όχι μόνο ήταν ο αρχιτέκτονας και γλύπτης Filippo Brunelleschi (1377-1446), ο οποίος μαζί με τον Leon Battista Alberti, τον Donatello και τον Michelozzo Michelozzi πρότειναν νέους προσανατολισμούς στην αναγεννησιακή τέχνη και δη την αρχιτεκτονική. Ο Filippo Brunelleschi ήταν ο πρώτος που, ύστερα από συστηματική μελέτη των έργων της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, αποτόλμησε να εντάξει στα κτίρια που σχεδίαζε στοιχεία της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, παραστάδες, αψίδες (Παρεκκλήσι των Πάτσι στη Φλωρεντία) και στη συνέχεια τρούλους (Καθεδρικός ναός της Φλωρεντίας). Οι εντοιχισμένοι πεσσοί αναπληρώνουν την απουσία των γοτθικών ψηλών παράθυρων και των λεπτών κιόνων και ο εσωτερικός χώρος αποκτά διαφορετικές αναλογίες και φωτεινότητα.
Την μεγάλη επιρροή του και πέραν της αρχιτεκτονικής την επισημάναμε και προηγουμένως σχετικά με την περίπτωση του Masaccio και τη νωπογραφία του με την παράσταση Αγία Τριάδα, με την Παναγία τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και δωρητές. Όμως η ανακάλυψη του Filippo Brunelleschi που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής δημιουργίας ήταν η ανακάλυψη της κεντρικής προοπτικής, δηλαδή η αναπαράσταση τρισδιάστατων αντικειμένων πάνω σε δισδιάστατη επιφάνεια, μέσα από την χρήση μαθηματικών τύπων ανταποκρινόμενων στο χώρο.
Η γλυπτική
Μολονότι τα στερεότυπα θέματα στη γλυπτική δεν απουσιάζουν, εν τούτοις από τα μέσα του 13ου αιώνα η γοτθική γλυπτική γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστική. Οι ανθρώπινες μορφές εκφράζουν κίνηση και συναίσθημα (βλ. η νεκρική μάσκα της Ισαβέλλας της Αραγονίας)και τα γλυπτά στο σύνολό τους αποσκοπούσαν να μεταδώσουν ηθικά διδάγματα και να διδάξουν ιστορίες από τη Βίβλο. Στην αναγεννησιακή γλυπτική, εν αντιθέσει με τη μεσαιωνική η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με το λατρευτικό περιεχόμενο, το θεματικό της περιεχόμενο εμπλουτίζεται με παγανιστικά θέματα χωρίς βέβαια να απεμπολεί τα θρησκευτικά στοιχεία.
Από τους πλέον γνωστούς γλύπτες της Αναγέννησης είναι ο Φλωρεντίνος Lorenzo Ghiberti (1378-1455), ο οποίος κέρδισε το διαγωνισμό (1401) για την ανάληψη της κατασκευής και φιλοτεχνίας της βορινής χάλκινης θύρας του βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας. Ο Ιταλός γλύπτης αν και γνώστης των νέων καινοτομιών και στοιχείων της αναγεννησιακής γλυπτικής παρόλα αυτά προσπαθεί στα έργα του να συνδυάσει τα νέα επιτεύγματα με τις παραδόσεις της διεθνούς γοτθικής τεχνοτροπίας. Σε αντίθεση με τον άλλο μεγάλο και σύγχρονό του Φλωρεντίνο γλύπτη Donatello, ο Ghiberti δεν μας δίνει την εντύπωση του πραγματικού χώρου και όσον αφορά την επεξεργασία των λεπτομερειών, η φροντίδα με την οποία πλάθει τις πτυχώσεις παραπέμπουν στους χρυσοχόους τεχνίτες των προηγούμενων χρόνων. Τα έργα του δεν έχουν βάθος και οι μορφές μόλις και καταφέρνουν να διαχωριστούν από το ουδέτερο φόντο (βλ. Η βάπτιση του Χριστού).
Ο γλύπτης όμως που κατάφερε με τον ιδανικότερο τρόπο να εναρμονίσει τα παρελθοντικά μεσαιωνικά στοιχεία της γλυπτικής με τα σύγχρονά επιτεύγματα του αναγεννησιακού ρεύματος δεν ήταν άλλος από τον μεγαλύτερο Φλωρεντίνο γλύπτη του 15ου αιώνα, τον Donatello (περ. 1386-1466), ο οποίος συμμετείχε στον κύκλο του Filippo Brunelleschi. Ο φυσιοκρατικός τρόπος αντιμετώπισης της εκτιθέμενης μορφής των γλυπτών του (βλ. Άγιος Γεώργιος) έχει ως αποτέλεσμα να διαφοροποιείται από τους μεσαιωνικούς γλύπτες, αντικαθιστώντας την ευγενική τους εκλέπτυνση με μια καινούρια και ρωμαλέα σπουδή της φύσης. Με την ανθρωποκεντρική απόδοση των γλυπτών του, ο Donatello τοποθετεί τα έργα του σε γήινες βάσεις και με εμφανή τη συναισθηματική τους κατάσταση και ενεργητικότητα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους καλλιτέχνες, οι οποίοι παρουσίαζαν τα αγάλματα σαν πλάσματα από κάποιο άλλο κόσμο με την χαρακτηριστική ήρεμη και αόριστη ομορφιά των μεσαιωνικών αγίων. Η τομή που επέφερε και η ρήξη που προκάλεσε στον τομέα της αναγεννησιακής γλυπτικής εδράζεται στην προοπτική απόδοσης του χώρου, μέσα από το ενδιαφέρον του για την αρχαία τέχνη υπό το ανθρωποκεντρικό πρίσμα.
η μουσική
Αν η σταθερότητα αποτελούσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος της Ευρώπης του 13ου αιώνα, η αμφισβήτηση και οι ρηξικέλευθες αλλαγές είναι τα στοιχεία που διαμορφώνουν τον 14ο αιώνα και την κατοπινή μετάβαση στην εποχή του ουμανισμού και της Αναγέννησης. Αυτή η χρονική-ιστορική διαδρομή της ευρωπαϊκής αναγέννησης σημαδεύεται από το διχασμό, την πείνα, τη φτώχεια και τις μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας του Εκατονταετούς πολέμου (1337-1453), της σαρωτικής επέλασης της βουβωνικής πανώλης (Μαύρος Θάνατος) και λόγω του Σχίσματος των Εκκλησιών. Η αντίληψη περί της απόλυτης υποτέλειας του ανθρώπου στον Θεό κλονίζεται και μια ισχυρή πεποίθηση σχετικά με τις δυνατότητες του ατόμου και της λογικής αναδύεται. Η επιστήμη απομακρύνεται από τη θρησκεία σε μια παράλληλη διαδρομή με το κράτος όπου και αυτό διαχωρίζεται από την Εκκλησία.
Το πέρασμα από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση αποτυπώνεται εξίσου χαρακτηριστικά και στο πεδίο της μουσικής, με την τροποποίηση της ars antiqua στην ars nova. Ήδη από τον 12ο αιώνα, η μουσική χαρακτηρίζονταν ως μία από τις επτά «ελευθέριες τέχνες», τις οποίες αποτελούσαν τα τρία μαθήματα του trivium (ήτοι γραμματική, λατινικά και ρητορική τέχνη) και τα τέσσερα μαθήματα του quadrivium (δηλαδή τα μαθηματικά, η γεωμετρία, η μελέτη της μουσικής και τέλος η αστρονομία). Ο 9ος αιώνας τίθεται ως χρονικό ορόσημο για τη μουσική, καθώς μέχρι τότε η δυτική μουσική ήταν μονοφωνική, υπήρχε δηλαδή μόνο μία μελωδική φωνή. Τότε πραγματώνονται τα πρώτα βήματα προς την πολυφωνική μουσική (οι φωνές τραγουδούν μαζί διατηρώντας την ανεξαρτησία τους), σε έναν αιώνα που χαρακτηρίζεται από την ακμή της θρησκευτικής μουσικής.
Με το πέρασμα των αιώνων ο αυτοσχεδιασμός επεκτείνονταν με αποτέλεσμα οι τραγουδιστές να κατορθώνουν σε σημαντικό βαθμό την ένταξη μιας δεύτερης φωνής, αρχικά σε μια απλή παράλληλη κίνηση κατά την οποία οι δύο φωνές τίθενται απέναντι η μία στην άλλη. Αυτή η διφωνία και οι κανόνες που την διέπουν παρείχαν τη δυνατότητα στους ερμηνευτές να αυτοσχεδιάσουν μια άλλη μελωδία που μπορεί να ακουστεί ταυτόχρονα με την κύρια φωνή. Η συμβολή της Γαλλικής σχολής σε αυτό το σημείο είναι καθοριστική καθώς ευδοκιμώντας μέχρι τον 13ο αιώνα αφομοιώνει την προηγούμενη διφωνική πρωτοβουλία, προσθέτει ακόμα μέχρι και τέσσερις φωνές και υποβάλλει τη σύνθεση σε σταθερούς ρυθμικούς τρόπους, ένα δάνειο από τους τροβαδούρους της εποχής. Ars antiqua, που είναι η απόρροια αυτής της διαδικασίας των πολυφωνικών προσπαθειών, ονομάζεται η γοτθική εποχή του 1240-1310.
Η νέα μουσική που κάνει την εμφάνισή της την τρίτη δεκαετία του 14ου αιώνα (1320-1380), η ars nova, σηματοδοτεί το πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην πρώιμη Αναγέννηση. Τα βασικά της χαρακτηριστικά τα οποία λειτουργούν και ως απελευθερωτικά εργαλεία από τις ανησυχίες της Εκκλησίας σχετίζονται με το ρυθμό και το σταθερό μέτρο, τη διαμόρφωση του αρμονικού ύφους, την τελειοποίηση της θεωρίας της αντίστιξης και τέλος την αλλοίωση και τη συγχώνευση των παλαιών εκκλησιαστικών τρόπων στο μείζονα και ελάσσονα αρμονικό τρόπο. Είναι εμφανής η αντανάκλαση των γενικότερων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στην τροποποίηση της μουσικής από μονοφωνική σε πολυφωνική. Η συμμετοχή περισσότερων από μία φωνών σε μια σύνθεση αντικατοπτρίζει το τέλος του φεουδαρχικού κόσμου και τη μετάβαση σε μια χρονική περίοδο και κοινωνία τής ανάδυσης του μεσαίου στρώματος, το οποίο διεκδικεί μεγαλύτερη συμμετοχή και δικαιώματα.
Η μουσική στη δυτική Ευρώπη έφτασε, στη διάρκεια του 15ου και 16ου αιώνα, σε ένα τέτοιο ψηλό σημείο ανάπτυξης όπως διαπιστώνει ο E.M.Burns, ώστε να συνιστά μαζί με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, μία από τις λαμπρότερες δραστηριότητες κατά την Αναγέννηση. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανθεί η καλλιέργεια της μουσικής σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία, την Φλάνδρα και την Αγγλία και οι μουσικοί επωφελούμενοι από την εξάπλωση του εμπορικού δικτύου, την αποδυνάμωση της Εκκλησίας και την ισχυροποίηση της αριστοκρατίας μετακινούνται πιο εύκολα έχοντας αποδεσμευτεί από την Εκκλησία . Το γόνιμο αποτέλεσμα αυτής της γενικευμένης μουσικής καλλιέργειας αποδίδεται με τον καλύτερο τρόπο στην Γαλλοφλαμανδική σχολή, η οποία ανέπτυξε στο έπακρο την πολυφωνία πρωτοστατώντας στη μουσική κίνηση της ώριμης αναγέννησης.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως η τροποποίηση της μουσικής κατά τον 13ο μέχρι και τον 16ο αιώνα δεν συνιστά μονάχα εξέλιξη της συγκεκριμένης τέχνης αλλά κατέληξε στο να δημιουργήσει ένα θαυμάσιο επίτευγμα, ήτοι το σύγχρονο αρμονικό σύστημα. Και σε αυτόν τον τομέα των τεχνών η αναγεννησιακή πνοή άφησε το στίγμα της ανεξίτηλο.
Από τα παραπάνω εύκολα συμπεραίνουμε τη μεγάλη επίδραση που άσκησε το μεσαιωνικό παρελθόν σε όλες τις εκφάνσεις του αναγεννησιακού καλλιτεχνικού τοπίου. Το πνεύμα του ουμανισμού και του ορθολογισμού με την ευρύτερή τους έννοια έδωσαν έμφαση στην «αξία του ανθρώπου» διαμορφώνοντας νέες συνθήκες όσον αφορά τα πνευματικά και υλικά δεδομένα. Οι καινούριοι ρυθμοί που εμφανίζονται στο ευρωπαϊκό προσκήνιο χαρακτηρίζονται από στοιχεία παλαιότερων ρυθμών διατηρώντας ταυτόχρονα την καινοτομία τους, γεγονός που παρατηρήθηκε τόσο στη ζωγραφική και αρχιτεκτονική όσο και στη γλυπτική. Η κληρονομιά του Μεσαίωνα μετατράπηκε σε πνευματική και πολιτιστική επανάσταση της Αναγέννησης, όπου οι εκκλησιαστικοί περιορισμοί εξασθένησαν και ο άνθρωπος πλέον κραδαίνει το μέλλον στα χέρια του.
Σημειώσεις-βιβλιογραφία...
- Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Ιταλική Αναγέννηση. Τέχνη και Κοινωνία- Τέχνη και Αρχαιότητα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2004
- Ν. Μάμαλης, Η Μουσική στην Ευρώπη, στο Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, τ. Γ’, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
- Τζ. Αλμπάνη, Μ. Κασιμάτη, Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα ως τον 18ο αιώνα, στο Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, τ. Α’, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
- Ν.Χατζηνικολάου, Η Αναγέννηση στις Τέχνες, Ιστορικά, τ. 9, τεύ. 81, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2001
- Ed. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία- Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της Νεότερης Ευρώπης, επιμέλ.-εισαγ. Ι. Σ. Κολιόπουλος, τ.Α’, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη,
- Da. Nicholas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000
- E. H. Gombrich, Το Χρονικό της Τέχνης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003
- Arnold Hauser, Κοινωνική ιστορία της Τέχνης, τ. 2, εκδ. Καλβος, Αθήνα, 1988
- Ιστορία της Τέχνης, τ. 3, επιμέλ. Al. Chatelet & Ber. Fhil. Groslier, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 1990
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου