Κάποια εισαγωγή για το θρησκευτικό φαινόμενο...Γ.η.Π.



Οι πρωτόγονοι λαοί, στα πλαίσια των φυλών, των κοινοτήτων και των προβιομηχανικών κοινωνιών γενικότερα, αγνοούσαν τη συστηματική παρατήρηση, τον ορθολογικό συλλογισμό, τη μεθοδολογική ανάλυση και την επιστημονική ερμηνεία ως μέσα α) για την κατανόηση των φυσικών φαινομένων (και των αιτιών τους) και β) για την απόκτηση γνώσης προς όφελος του τρόπου επιβίωσης και διαβίωσης· στη θέση τους τοποθετούσαν τη θρησκεία. Η συχνότητα των φυσικών φαινομένων τους έχει καταστήσει "συμβατικούς γνώστες" της απτής πραγματικότητας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει και η συνηθισμένη χρήση της ενόρασης (διαίσθησης), η λειτουργία της οποίας είναι αξιοθαύμαστη στο σύνηθες περιβάλλον του χρήστη και όχι σε ένα άλλο, όπου δεν χαρακτηρίζεται από καθ’ έξη τρόπους δράσης.
 Για τον Bertrand Russell, το συναίσθημα που εμπνέεται από τη μυστικιστική θέαση της φύσης επαρκεί για να θεμελιώσει την πίστη κυρίως δε στις πρωτόγονες κοινωνίες, όπου η νόηση ως το συστατικό της φιλοσοφίας απουσιάζει. Την απουσία του φιλοσοφικού στοχασμού κατοχυρώνει η διαίσθηση-ενόραση, η οποία λειτουργεί ως χρηστική διασαφήνιση του σύμπαντος κόσμου, γεγονός το οποίο χαρακτηρίζει συλλήβδην τις περισσότερες μορφές μυστικισμού και τις περισσότερες μεταφυσικές θεωρίες.    
Η άγνοια των μελών των πρωτόγονων κοινωνιών περιορίζεται εκτός των κοινωνικών σχηματοποιήσεων, των τεχνικών και των σχηματοποιήσεων της τέχνης. Αυτές οι σχηματοποιήσεις αναπαριστούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, κάτι που και η θρησκεία πραγματεύεται μέσω της εκτροφής αναπαραστάσεων, τουτέστιν μέσω σχηματοποιήσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι υιοθετούν τις συγκεκριμένες συνιστώσες της θρησκευτικής προοπτικής με τις τελετουργικές πράξεις, κατά τη διάρκεια των οποίων παράγεται η πεποίθηση ό,τι οι θρησκευτικές αντιλήψεις είναι σωστές και οι θρησκευτικές εντολές είναι έγκυρες. Άλλωστε, η θρησκεία, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Kai Nielsen, είναι ένα είδος δραστηριότητας που ενεργοποιεί τις θεμελιακές διαθέσεις και δεσμεύσεις του ανθρώπου.
  Εν τούτοις, η θρησκεία έχοντας αποκρυσταλλωθεί σε καθορισμένες και συγκεκριμένες θρησκευτικές μορφές τελετουργικών και ιεροτελεστικών πρακτικών μέσω της συστηματικής τους εκτέλεσης και δια μέσω της χειραγώγησης των μαζών (δόγμα) ταξινομείται ως η μοναδική μεταφυσική υπερβατική ιδεολογία αδυνατώντας να ερμηνεύσει λογικά και να επαληθεύσει εμπειρικά την ανθρώπινη συνείδηση. Ως εκ τούτου προτείνει μία ιδεατή και εξιδανικευμένη πραγματικότητα μέσω ενός συνόλου ηθικών αξιών και αρχών υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα την αισθητή αντικειμενική ανθρώπινη κοινωνική ολότητα (καταργώντας εν ολίγοις το πείραμα). Αντιπαραθέτει ένα δικό της μορφολογικό σχήμα εξήγησης και κατανόησης της πραγματικότητας, εφόσον τα σύμβολα και τα συστήματα συμβόλων που διαμορφώνουν και ορίζουν τις θρησκευτικές διαθέσεις είναι τα ίδια με εκείνα τα σύμβολα και τα αντίστοιχα συστήματα συμβόλων που τοποθετούν αυτές τις διαθέσεις σε ένα κοσμικό πλαίσιο. Άλλωστε δεν θα υπήρχε διαφορά εμπειρίας αφενός και θρησκευτικής δραστηριότητας αφετέρου, αν τα ιερά σύμβολα δεν προκαλούσαν διαθέσεις στους ανθρώπους και ταυτόχρονα δεν διαμόρφωναν- έμμεσα, αόριστα- γενικές ιδέες για την κοσμική τάξη. 
Ως ιδεολογία, ήτοι ως προϊόν της κοινωνικής πρακτικής και δραστηριότητας των ανθρώπων, η θρησκεία αποτελεί τρόπο κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, ένα σύστημα αναφορών στο οποίο προστρέχουν αυθόρμητα οι δρώντες για να αντιληφθούν το σύμπαν μέσα στο οποίο ζουν· είναι αυτό που περιγράφει ο Cl. Geertz λέγοντας πως θρησκεία είναι «…ένα σύστημα συμβόλων που επενεργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργεί στους ανθρώπους ισχυρές και παρατεταμένης διάρκειας διαθέσεις και κίνητρα διαμορφώνοντας αντιλήψεις για τη γενικότερη τάξη της ύπαρξης, ενδύοντας αυτές τις αντιλήψεις με τέτοια αύρα δεδομένης πραγματικότητας, ώστε οι διαθέσεις και τα κίνητρα αυτά να φαίνονται ιδιαζόντως ρεαλιστικά».
 Η θρησκεία ως σχηματοποιημένη ιδεολογία και σύμφωνα με την εξελικτική πορεία των (ισχυρών) ιδεολογιών αναπτύχθηκε ως μία σχετικά αυτόνομη (διαλεκτική-μεταφυσική σχέση) νοηματική οντότητα με τη συνδρομή θεσμικών μηχανισμών και με την παραγωγή ιδεών, συμβόλων και παραστάσεων, στόχος των οποίων είναι η νομιμοποίηση και η συνέχεια της ύπαρξής της· γεγονός το οποίο επετεύχθη μέσω της καθημερινής εθιμικής κοινωνικής πρακτικής των ανθρώπων και εν τ’ αυτώ διείσδυση της ίδιας της θρησκείας στην πολιτική εξουσία. Ανέκαθεν η σχέση θρησκείας και πολιτικής ήταν τόσο στενή χιλιάδες χρόνια τώρα. Αυτό που διαρκώς αλλάζει είναι ο συσχετισμός των μεταξύ τους δυνάμεων, αναλόγως βέβαια της θρησκείας, της χώρας και της εποχής. Συνήθως η πολιτική έχει τον πρώτο λόγο και αυτή εντάσσει τη θρησκεία και την εκκλησία στους κρατικούς στόχους, αλλά δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι ρόλοι αντιστρέφονται και οι θρησκευτικές ηγέτες υπαγορεύουν και καθορίζουν πολιτική (όπως για παράδειγμα ο πάπας και ο χαλίφης). 
Αναζητώντας τις ρίζες αυτής της εξελικτικής πορείας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η θρησκεία προέρχεται από τη μυθοπλαστική λειτουργία, σύμφωνα με τον Ανρί Λουί Μπερξόν, αναδιαμορφώνοντας εν τη εξελίξει τα δεδομένα που της προσέφερε το κοινωνικό σύνολο μεταρρυθμίζοντάς την όσο καλύτερα μπορεί. Όπως απέδειξε ο Γάλλος φιλόσοφος, μια κλειστή κοινωνία μπορεί να επιβιώσει αντιστεκόμενη σε μια ορισμένη διαλυτική δράση της νόησης εμπνέοντας και καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη σε κάθε μέλος της, μόνο με μια θρησκεία που προέρχεται από τη μυθοπλαστική λειτουργία. Η ίδια η φύση παρέχει τη θεματική ποικιλία αυτήν, την οποία ο άνθρωπος αφού σχηματοποιήσει και συστηματοποιήσει, την παρουσιάζει ως θεωρητικές συλλήψεις και μύθους, μετατρέποντας τον Λόγο σε εικονογραφημένη συνείδηση. Μύθοι οι οποίοι, καθώς μετατρέπονται σε συγκεκριμένες θεωρήσεις στενά συνδεδεμένες με τις αναπαραστάσεις της ανθρώπινης καθημερινής πρακτικής, συγκροτούν ένα συμβολικό και εννοιολογικό σώμα που στοχεύει στην κατηγοριοποίηση και το διαχωρισμό του ιερού από το βέβυλο (μιαρό, ανήθικο κ.ο.κ.).
Συν τις άλλοις, ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο τίθενται ως σημεία αναφοράς οι πρωτόγονες φυλές είναι γιατί ακριβώς σε αυτές τις φυλές και τα ονομαζόμενα clans εδράζεται η συλλογική συνείδηση στην πρώιμη και προβιομηχανική της στιγμή. Σε αυτές τις μορφές κοινωνικοποίησης οι αναπαραστάσεις των θρησκευτικών πεποιθήσεων (religious beliefs) που παρουσιάζει η θρησκεία αποτελούν έργο του συλλογικού πνεύματος και όχι της λογικής των ατόμων. Αυτό συμβαίνει καθότι τα πράγματα και τα στοιχεία της θρησκευτικής προοπτικής, τα οποία δημιουργούν έξη στην ανθρώπινη συνείδηση παράγουν μία ορμέμφυτη, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ταραχή του ατόμου προς τα ίδια τα ζητούμενα της θρησκείας και η ύπαρξη των τελετουργικών διαδικασιών το επιβεβαιώνει (σύμφωνα με τις περιστάσεις και τις περιοχές).
Οι "κλειστές κοινωνίες" κατά τον Μπερξόν, οι «ανθρώπινες κοινωνίες που μόλις βγαίνουν από την αγκαλιά της φύσης» ούσες πρωτόγονες και στοιχειώδεις συγκεντρώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά των ενστικτωδών αντιδράσεων του ανθρώπου, τις έξεις και τον όγκο της γνώσης που υπολείπεται έναντι του πολιτισμένου κόσμου. Συνεπώς αναδεικνύουν την πρωτόλεια μορφή της κοινωνικής συνοχής και πραγματικότητας. Η πρώιμη μορφή της θρησκείας απαντάται σε πρωτόγονες μορφές κοινωνικών σχηματισμών, κλειστών και μη εξελισσόμενων (σύμφωνα με τα εξελικτικά πρότυπα του πολιτισμού και της κουλτούρας), όπου ως "στατική θρησκεία" καλλιεργείται και αναπτύσσει ισχυρούς ηθικούς δεσμούς και υποχρεώσεις μεταξύ των κοινωνών, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις φθοροποιές απολήξεις μιας χαρακτηριζόμενης "δυναμικής θρησκείας". Οι θρησκευτικές αντιλήψεις στη νοοτροπία των παραδοσιακών μορφών κοινωνικοποίησης, όπου κυριαρχεί το προφανές, έχουν ως κυρίαρχο αντικείμενο να εκφράσουν αυτό που έχουν ως σταθερό και κανονικό προστατεύοντάς το ως δεδομένη ηθική αξία· και στις υπό εξέταση υποτυπώδεις κοινωνίες όλη η ηθική είναι το έθιμο και αφού η θρησκεία απαγορεύει την απομάκρυνση από το έθιμο, η ηθική είναι συνεκτατή με τη θρησκεία, γιγαντώνεται δηλαδή και επεκτείνεται συνεπικουρούμενη της θρησκείας.    
            

Σχόλια