«Εάν το 400 ο πληθυσμός της Ευρώπης διακρινόταν σαφώς σε "Ρωμαίους" και "βάρβαρους", το 600 ή το 700 οι κάτοικοί της αποτελούσαν ένα πολύ πιο σύνθετο μείγμα από ημι-εκβαρβαρισμένους πρώην Ρωμαίους και ημι-εκρωμαϊσμένους πρώην βαρβάρους.»(βλ. Ράπτης, σελ. 31)
Από τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και μέχρι τις αρχές του 7ου αι. μ.Χ. συντελείται η κύκνεια πράξη της κατάρρευσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και δη του δυτικού της τμήματος. Το παράδειγμά της δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο και ξεχωριστό γεγονός, καθώς από το 200 μ.Χ έως και το 600 μ.Χ. αυτοκρατορίες, όπως των Χαν στην Κίνα, αντιμετωπίζουν τα σημάδια της κατάρρευσης, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται άλλες, όπως η βυζαντινή αυτοκρατορία, οι Σασσανίδες και ούτω καθεξής. Ο κλασικός κόσμος φτάνει στο τέλος του και την ύστερη αρχαιότητα θα τη διαδεχτεί ο Μεσαίωνας.
Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, εφόσον έχει χωριστεί σε δύο τμήματα, ήτοι το δυτικό της τμήμα και το βυζαντινό -μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο, το 330 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο- καταρρέει, αφήνοντας την αναδυόμενη βυζαντινή αυτοκρατορία να διατηρεί κάποιες από τις παρελθοντικές δόξες του ρωμαϊκού κόσμου. Σε αντιδιαστολή λοιπόν, με το ανατολικό τμήμα που συνέχισε να υφίσταται με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, το δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατέρρευσε ολοκληρωτικά, κυρίως κάτω από την πίεση των βαρβαρικών φυλών και των μετακινήσεων των λαών. Άφησε όμως σαν παρακαταθήκη σπουδαία επιτεύγματα, όπως το δίκαιο, τη λατινική γλώσσα, και την οργανωτική δομή της κοινωνίας, όπως επίσης και κατάλοιπα στην τέχνη, μορφές της οποίας υιοθετήθηκαν και αφομοιώθηκαν από τις επερχόμενα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Στην προκείμενη εργασία παρατίθενται τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν το μεταβατικό διάστημα (4ος-7ος αι. μ.Χ.) από την κατάρρευση του ρωμαϊκού κόσμου έως και τους πρώτους αιώνες της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής ιστορίας, στο άλλοτε δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αναλογιζόμενοι τα χαρακτηριστικά στο εσωτερικό της ρωμαϊκής κοινωνίας και ιδιαιτέρως στα ανώτερα κλιμάκιά της, ήτοι τη Σύγκλητο και την αυλή των αξιωματούχων, ήδη από τον 3ο αιώνα μ.Χ., εύκολα αφουγκράζεται κανείς την ηχώ του επιθανάτιου ρόγχου της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας. Εν αντιθέσει, όσο στο παρελθόν η Ρώμη αγωνίζονταν για την πολιτική επικυριαρχία στον αρχαίο κόσμο, οι ταξικές διαφορές στο εσωτερικό τού κράτους έμεναν στο περιθώριο ή τουλάχιστον δεν προκαλούσαν αιματοχυσία. (βλ. M. Rostovtzeff, σελ. 363)
Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Σεβήρου και για περίπου μισό αιώνα (235 μ.Χ.-285 μ.Χ.) κυριαρχούσαν οι έριδες και η πολιτική αναρχία, με αποτέλεσμα είκοσι ηγεμόνες να έχουν αναρριχηθεί ποικιλοτρόπωςστη εξουσία. Παράλληλα, η συμβολή και επιρροή του περιβαλλοντικού γίγνεσθαι κατέστη ιδιάζουσας σημασίας. Μια μακρά οικονομική κρίση, που άρχισε από τον 3ο αιώνα και οφειλόταν κυρίως στην εγκατάλειψη της υπαίθρου αλλά και σε κλιματολογικούς λόγους δεν έχει βρει τη λύση της. (βλ. Καραπιδάκης, σελ. 60 )
Ως φυσικό επακόλουθο, από τις αρχές του 4ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους, άλλοτε με βίαιο τρόπο και άλλοτε με ήπιες διαθέσεις, προς αναζήτηση καλλιεργήσημων εδαφών, συνεργασίας και προστασίας, φυλές που κατοικούσαν βορειότερα από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πέρα από τον Δούναβη και τον Ρήνο. Ως απόροια των μετακινήσεων αυτών λογαριάζεται ο κατακερματισμός της δυτικής αυτοκρατορίας στα τμήματα που την αποτελούσαν, ήτοι την Ιταλία και τις παλιές επαρχίες σε βόρεια και νότια Ευρώπη, όπου από τον 4ο μέχρι τον 7ο αιώνα συντελείται η πραγμάτωση των βαρβαρικών βασιλείων.
Η ανάπτυξη αυτών των δραστήριων φυλών, κυρίως γερμανικών (Νορβηγοί, Φράγκοι, Λομβαρδοί, Γότθοι κλπ), και σε μικρότερο βαθμό φυλών προερχόμενων από τη στέπα και την κεντρική Ασία (Ούνοι, Μαγγυάροι), δεν αποτελούσε ένα εντελώς νέο φαινόμενο. Ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού και κατόπιν του Κωνσταντίνου, οι γερμανικές φυλές είχαν αποκτήσει εξέχουσες θέσεις τόσο στο στρατό όσο και στην αυτοκρατορική αυλή. Δια μέσω των συνοριακών εμπορικών συναλλαγών, της αγροτικής τους διάθεσης, αλλά και της συμμετοχής τους στα μεικτά στρατεύματα των Ρωμαίων, το αποτέλεσμα ήταν να εξαλειφθεί η διαφορά μεταξύ Ρωμαίων και Γερμανών. Χαρακτηριστικό επί τούτου είναι ό,τι ήδη από τον 4ο αιώνα διατηρείται μία αυτοκρατορική διαμάχη με εναλλαγές στους τίτλους, μεταξύ βαρβάρων και Ρωμαίων.
Η διαδικασία της "εθνογένεσης" των γερμανικών λαών, που αντανακλάται στην ολοκλήρωση της δημιουργίας των βαρβαρικών βασιλείων αλληλοεπηρεάστηκε και ωφελήθηκε από την εσωτερική αδυναμία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ακεραιότητα και η ενότητα του ρωμαϊκού κράτους υπονομεύθηκε ανεπανόρθωτα διά μέσω των εμφύλιων διαμαχών, από τη διαφθορά των αξιωματούχων, τη μείωση των εσόδων από τη φορολογία και την ένταξη των βαρβαρικών φυλών (βλ. ό.π., Ράπτης, σελ. 25) στις τάξεις των στρατευμάτων της αυτοκρατορίας. Αυτή η αλληλεπίδραση φαίνεται και από το γεγονός ότι οι γερμανικοί λαοί ήταν οργανωμένοι σε χαλαρές κοινότητες και ως εκ τούτου υιοθέτησαν το ρωμαϊκό σύστημα "villa", δηλαδή τη δημιουργία μιας τοπικής αγροτικής μικροκοινωνίας με κέντρο εξουσίας την έπαυλη του επαρχιώτη αριστοκράτη. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, οι Ρωμαίοι αριστοκράτες συγχωνεύτηκαν με τους Γερμανούς αριστοκράτες–πολεμιστές και δημιουργήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο, μια νέα τάξη αξιωματούχων ευγενών (βλ. David Nicholas, σ. 120)
Την κρίσιμη περίοδο από το 380 μέχρι το 410 μ.Χ. όταν ο βορράς απειλούσε επικίνδυνα τη Ρώμη, οι δύο κύριες ομάδες του λατινικού κόσμου, η συγκλητική αριστοκρατία και η καθολική εκκλησία, υπέσκαψαν ανεπανόρθωτα τη δύναμη και το κύρος του ρωμαϊκού στρατού και της αυτοκρατορικής διοίκησης, διαχωρίζοντας τις επιλογές και το μέλλον τους από την τύχη και το πολιτικό μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. (βλ. Brown,1998, σ.127-128) Οι επιθέσεις που εξαπέλησαν οι Βάνδαλοι και οι Βουργουνδοί αφαίρεσαν σπουδαία τμήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα αυτό της βορείου Αφρικής, καθώς θεωρείτο ως ο σιτοβολώνας της Ρώμης και της ολοένα συρρικνουμένης επικράτειάς της. Η αυτοκρατορική διοίκηση και οι εναλασσόμενοι αυτοκράτορες τελούσαν υπό καθεστώς πολιτικής ομηρίας, εφόσον οι ουσιαστικότερες των αποφάσεων λαμβάνονταν σύμφωνα με τις στρατηγικές των βάρβαρων διοικητών των στρατευμάτων.
Από την πλευρά της, η Εκκλησία κατόρθωνε ολοένα και περισσότερο να επεκτείνεται ακόμη και στους ειδωλολάτρες βάρβαρους, μέσω της σύναψης γάμων και του ευρύτατου εκχριστινισμού των διαφόρων φυλών. Εύλογο, καθώς το ανατολικό της τμήμα είχε εξαρχής με τον Κωνσταντίνο προχωρήσει στην υιοθέτηση του χριστιανικού δόγματος και το οποίο έκτοτε θα αποτελούσε τη θρησκεία του βυζαντινού ρωμαϊκού τμήματος. Το θρησκευτικό ζήτημα έλαβε τεράστιες διαστάσεις και δεν θα αποτελούσε υπερβολή να ισχυριστούμε πως και με τις πλάτες του διαδραματίστηκαν οι έριδες μεταξύ του ανατολικού (χριστιανικού) και του δυτικού (ειδωλολατρικού) τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το ρόλο που διαδραμάτισαν οι επίσκοποι και οι κληρικοί να εξασφαλίσουν στο ποίμνιό τους ικανοποιητική θρησκευτική παιδεία σε μία εποχή κατά την οποία ο παγανισμός της υπαίθρου και των πόλεων υπήρξε σημαντικός.(βλ. ό.π., Καραπιδάκης, σελ. 82)
Κατά τη διάρκεια μετάβασης στη μεσαιωνική περίοδο, παρατηρούνται όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνιστούν μετεξέλιξη και επαναδιαπραγμάτευση του πολιτισμού. Η περίοδος της Ύστερης Αρχαιότητας χαρακτηρίζεται από μεταναστεύσεις λαών, συγκρούσεων και πολιτικών αναστατώσεων, κοινωνικών και οικονομικών αναδιαρθρώσεων, πολιτισμικών μεταβολών, οι οποίες συλλήβδην σηματοδοτούν τη μετάβαση στο Μεσαιωνικό κόσμο. (βλ. ό.π., Ράπτης, σ. 23)
Ήδη από τον 4ο αιώνα, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, ο ρωμαϊκός στρατός είχε μετατραπεί σε μισθοφορικό, καθώς συμπεριλάμβανε στις τάξεις του κυρίως βάρβαρους. Η ασφυκτική πίεση που ασκούν τα βαρβαρικά φύλα στις συνοριακές περιοχές του ρωμαϊκού κράτους αναγκάζουν τη ρωμαϊκή διοίκηση να συνάψει συνθήκες με τα φύλα αυτά (foedus) και να επιτρέψει την εγκατάστασή τους στο ρωμαϊκό έδαφος. Βαθμηδόν, οι βάρβαροι γίνονται αναπόσπαστο τμήμα της Δύσης και αυτό επαληθεύεται τον 5ο αιώνα (451), όταν επιδράμει από την Ανατολή ο Αττίλας και τα εγκαταστημένα εντός και εκτός συνόρων γερμανικά φύλα συνασπίζονται με το ρωμαϊκό κράτος προκειμένου να ανακοπεί η σφοδρότητα των ορδών των Ούννων. Ο χαρακτήρας των μετακινήσεών τους επιταχύνεται και γίνεται βίαιος, λόγω της αλυσιδωτής πίεσης που δέχονταν από τις επελάσεις των τουρκογενών νομαδικών φύλων των Ούνων, δημιουργώντας συνακολούθως γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα μ.χ. και στις αρχές του επόμενου ιδρύονται πάνω στα ερείπια της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βαρβαρικά βασίλεια, που διαποτίζονται σιγά σιγά από τον πολιτισμό των ηττημένων.(βλ. Berstein, σελ.39) Αναφορικά στο γλωσσικό στοιχείο, αξίζει επίσης να αναγνωρίσουμε πως κατά τη διάρκεια αυτής της εξέλιξης μετάβασης από τη ύστερη αρχαιότητα στον πρώιμο μεσαίωνα, μετά την ίδρυση των βαρβαρικών βασιλείων ενισχύθηκαν οι γερμανικές διάλεκτοι στη Βορειοδυτική Ευρώπη, ενώ λατινικά και λοιπές λατινογενείς γλώσσες επιβλήθηκαν στις περισσότερες περιοχές της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και στα βησιγοτθικά βασίλεια η πνευματική κληρονομιά της αρχαιότητας διασώθηκε.
Συν τις άλλοις, στη δύση η εκκλησία ως αρχή οργάνωσης της κοινωνίας εμφανίζεται να υποκαθιστά την αυτοκρατορική εξουσία. Ο εκχριστιανισμός των βαρβαρικών φύλων, η οικονομική και πολιτική ισχύς των μοναστηριών και των επισκόπων καθορίζουν την εκκλησία όχι μόνο ως το συνεκτικό πνευματικό στοιχείο των λαών και των κρατών, αλλά και τον πρωταγωνιστή στις κοσμικές διαμάχες που τα ωθούν σε αντιπαράθεση. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η εκκλησία ενίοτε παραμερίζει την κύρια αποστολή της, που είναι η διάδοση του ευαγγελικού κηρύγματος και η καθοδήγηση των ανθρώπων στο δρόμο της σωτηρίας. Ως εκ τούτου, δικαιολογούνται οι επανειλημμένες μεταρρυθμιστικές απόπειρες αφενός μεν από την παπική πλευρά αφετέρου δε από τα μοναχικά τάγματα, που ζητούν να επαναφέρουν την Εκκλησία στον προορισμό της. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους αναπτύσσονται και οι αιρέσεις, όπως για παράδειγμα ο Αρειανισμός. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η εκκλησία αποτελεί το ενωτικό στοιχείο που λίγο-πολύ συνειδητά ονειρεύεται η Ευρώπη και το οποίο διαφύλαξε, παρά την πολιτική διάσπαση, την ενότητα του χριστιανικού λαού. (βλ. ό.π., Berstein, σελ.25)
Από τα παραπάνω, και λαμβάνοντας υπόψη πως η ιστορική εξέλιξη είναι αδιάκοπη, εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε σε μερικά αποτελέσματα, ως χαρακτηριστικά στοιχεία για τον κόσμο της ύστερης αρχαιότητας που τερματίζει την πορεία του και το μεσαιωνικό κόσμο που αναδύεται και διαμορφώνεται.
Ύστερα από την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αφενός μεν εξακολουθεί να υφίσταται, αφετέρου δε βρίσκεται πλέον χωρισμένη σε δύο τμήματα, το δυτικό με πρωτεύουσά του την αρχαία Ρώμη και το βυζαντινό με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη. (βλ. ό.π., M. Rostovtzeff, σελ. 351)
H έντονη δραστηριότητα στις μετακινήσεις των φυλών βόρεια του Ρήνου και του Δούναβη, τα κατά περιόδους επιθετικά κύματα των νομαδικών ασιατικών φυλών προς τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι συνεχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις και η συνακόλουθη ίδρυση των βαρβαρικών βασιλείων συνέβαλαν στην υποχώρηση των εμπορικών ανταλλαγών και στην παρακμή των πόλεων. Στη Βρετανία μέσω της αγγλοσαξονικής κατάκτησης οι πόλεις σχεδόν εξαφανίστηκαν, εν αντιθέσει με τη μεσογειακή λεκάνη, όπως για παράδειγμα η Ιταλία και Ισπανία, όπου οι πόλεις διατήρησαν τη σημασία τους. Παράλληλα, δεν πρέπει να παραλείπεται ό,τι η εγκατάσταση των βαρβαρικών λαών έδωσε μία άλλη ώθηση στο να ιδρυθούν νέες πόλεις.
Επιπλέον, η ανάδυση του ανατολικού τμήματος, του βυζαντινού, και η εξέλιξή του σε αυτοκρατορία συνέτεινε στην αδιάλλειπτη φθορά του ρωμαϊκού κράτους. Από τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ο ορθόδοξος κλήρος εκμεταλλεύτηκε τις προϋποθέσεις που ευδοκιμούσαν, ώστε να αναπτυχθεί το χριστιανικό δόγμα στις περιοχές των παγανιστών και να εκχριστιανίσει τους βάρβαρους λαούς. Η αναγνώριση του Χριστιανισμού από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τού προσέδωσε οικουμενικότητα καθώς εξαπλώθηκε στον ειδωλολατρικό κόσμο και εξελίχθηκε σε κυρίαρχη θρησκεία στη Δύση. Ο αρειανισμός στάθηκε κυρίως το σημείο τριβής μεταξύ της ορθοδοξίας και του ειδωλολατρικού δυτικού κόσμου. Η μετάβαση όμως ξεκινούσε και συνεχίζονταν ομαλά. Αρκεί να επισημάνουμε την περίπτωση της βάπτισης του Φράγκου (Κλόβη) Χλωδοβίκου και χιλιάδων στρατιωτών του (496), πρακτική που συνηθίζονταν και σύμφωνα με την οποία ο προσηλυτισμός άρχιζε από τον ηγεμόνα και συνεχίζονταν ευκολότερα στους υπηκόους. (βλ. ό.π., Ράπτης, σελ. 33)
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως για ακόμη μία φορά αποδεικνύεται η ενδελεχής κινητικότητα που χαρακτηρίζει την ιστορία, αναφορικά στη μετάβαση από μία ιστορική περίοδο σε μία επόμενη. Ο κλασικός κόσμος, όπως διαφάνηκε από τις ενότητες που προηγήθηκαν έδωσε τη θέση του στον αντίστοιχο μεσαιωνικό κόσμο, μέσω μίας μακράς πορείας τεσσάρων αιώνων (4ος-7ος) συνεχών ανακατατάξεων σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Επαληθεύεται το σκεπτικό του Norman Davies, πως τρεις είναι οι μακροχρόνιες διαδικασίες που απέκτησαν κεντρική σημασία για την πτώση της Ρώμης (ό.π., Ράπτης, σελ. 24), ήτοι η αδιάκοπη μετακίνηση των λαών, το χάσμα μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας και η διάχυση του χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό κόσμο. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από τις εγκαταστάσεις και μετεγκαταστάσεις των βαρβαρικών φύλων εντός και εκτός των άλλοτε ρωμαϊκών συνόρων. Η κινητικότητα αυτή ήταν βίαιη, αρκετές φορές απειλώντας απευθείας το ρωμαϊκό κράτος (Βουργουνδοί, Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Φράγκοι), άλλες φορές απειλώντας τις ίδιες τις βαρβαρικές φυλές και ως εκ τούτου τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ούννοι). Αδιαμφησβήτητο γεγονός παραμένει ό,τι η ρωμαϊκή κοινωνία παύει να διατηρεί την αναλλοίωτη κοινωνική της δομή.
Επιπροσθέτως, η κατακερματισμένη ρωμαϊκή αριστοκρατία αδυνατώντας να ενεργήσει αποτελεσματικά, υπογράφει συνθήκες και διατηρεί ειρήνη με τις φυλές, την ίδια στιγμή που στο ανατολικό της τμήμα, το βυζαντινό κράτος μετεξελίσσεται σε κατοπινή αυτοκρατορία, η οποία μέλλεται να κυριαρχήσει στη μεσαιωνική περίοδο. Η παράλληλη και συνάμα ευρεία επέκταση του χριστιανισμού στα βαρβαρικά βασίλεια που εδραιώθηκαν στην παλιά επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταφέρει το αποτελεσματικό χτύπημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου