Η βία ως αναπόδραστο εργαλείο της κοινωνίας



Μολονότι ο Διαφωτισμός μέσω των εκπροσώπων του, όπως ο Γκίμπον και ο Μοντεσκιέ, διαβλέπει μία ακατανίκητη και παρατεταμένη εξέλιξη όσο αφορά την καταδίκη της βίας, κάτι που δικαιολογείται με την εμφάνιση του πολιτισμού και την εγκαθίδρυση της κοινωνίας των πολιτών, εν τούτοις η βία –το υπόβαθρο και οι εκφάνσεις της- ενυπάρχει στο επίκεντρο τόσο της φιλοσοφίας όσο και της θεολογίας όπου και εμφανίζεται ποικιλοτρόπως και διαρκώς. Με άλλα λόγια η παρουσία του ιστορικού ατόμου(1) χαρακτηρίζεται και συνδέεται άρρηκτα με τη χρήση της βίας χρίζοντας διαφορετικούς κάθε φορά θύτες και θύματα. 
Στην παρούσα τοποθέτηση επιχειρείται μια προσπάθεια προσέγγισης της έννομης βίας  με γνώμονα τη δικαστική κατάχρηση εξουσίας, με αφορμή την περίπτωση του καταδικασμένου συλλήβδην ως ηθικού αυτουργού Αλ. Γιωτόπουλου (υπόθεση 17Ν, 17 φορές εις ισόβια). 



                    «Ανάμεσα σε όλα τα είδη της βίας που αναγνωρίζουν το φυσικό και το θετικό δίκαιο, δεν υπάρχει ούτε ένα που να διαφεύγει του έντονου προβληματισμού για κάθε έννομη βία. Επειδή, ωστόσο, κάθε πιθανή λύση των ανθρώπινων προβληματισμών και πόσο μάλλον μία λύτρωση από τους περιορισμούς όλων των κοσμοϊστορικών συνθηκών που έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα, είναι αδύνατη αν εξαλειφθεί για λόγους αρχής η βία, είναι απαραίτητο να αναζητηθούν άλλοι τρόποι βίας εκτός από αυτούς που προβλέπει μία θεωρία του δικαίου.»(2)

Την περασμένη δεκαετία ο sir Isaiah Berlin είχε διατυπώσει τη φράση «η ελευθερία στο πρόβατο είναι να βόσκει όποτε θέλει και μπορεί- η αντίστοιχη ελευθερία του λύκου είναι να τρώει το πρόβατο όποτε θέλει και δύναται.». Με αυτήν τη φράση, οία υποδηλώνει την αμφίδρομη σχέση του μηρυκαστικού τετραπόδου και του σαρκοφάγου λύκου, ο Λετονός διανοούμενος είχε διαμορφώσει τον καμβά της πραγματικότητας των οργανικών σχέσεων εν ζωή. Επί του συγκεκριμένου παραδείγματος, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, πως άπτεται ή μάλλον ταυτίζεται με την πανάκεια των θιασωτών της δημοκρατίας, όπου «στη δημοκρατία η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί όπου ξεκινάει η ελευθερία του άλλου». Όμως αυτή η όποια ελευθερία δεν θα μπορούσε να στηριχτεί ως όρος δίχως να διαμορφώνεται από την αέναη συνδρομή της βίας, σε οποιαδήποτε μορφή της. Αυτήν την αμφίδρομη παραδοξότητα θα μπορούσαμε να τη διαχειριστούμε και μέσα από τη νομικο-πολιτική πραγματικότητα. Ο πολίτης μολονότι χαρακτηρίζεται από την ελευθερία σε δικαιώματα, εν τούτοις ασκεί περιορισμένη κυριαρχία μέσω α) των υποχρεώσεων του και εξαιτίας β) της κατασταλτικής δράσης του κρατικού μηχανισμού. Η ιδιότητα του πολίτη δεν ορίζεται με αναφορά σε «φυσικά δικαιώματα» που αρμόζουν στον άνθρωπο. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν έχουν τη μορφή μιας φυσικής τάξης, η οποία ορίζει τις εξουσίες και τα δικαιώματα του καθενός και σε αντίθεση με τις θρησκευτικές ή κοσμικές θεολογίες, ο άνθρωπος δεν έχει κάποια φύση από την οποία εκπορεύονται και προκύπτουν τα δικαιώματά του στην κοινωνική ζωή. (3)     
Όποια εγγύηση ασφάλειας από τις κυβερνήσεις λειτουργεί αμφίδρομα σημειώνοντας τη λήξη της ελευθερίας. Η ασφάλεια όσο και η ελευθερία προϋποθέτουν τη βία σε ένα ρόλο επιτηρητή απέναντι στις κοινωνικές επιταγές. Ως αναπόδραστο εργαλείο της κοινωνικής πραγματικότητας, η βία συνυπολογίζεται ακόμα και μέσα στα δημοκρατικά μοντέλα διακυβέρνησης· άλλωστε, το υποκείμενο ταλαντεύεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο δρώντας ατομικά και συλλογικά και χαρακτηριζόμενο από τις αντικειμενικές ή υποκειμενικές αποφάσεις και επιλογές. Η κοινωνική συνοχή εξασφαλίζεται τελεολογικά διαμέσου των συμβάσεων, γεγονός που συντηρείται από την αμφίδρομη και αλλήλοις συμπλήρωση κενών στις κατηγορίες τόσο των υποχρεώσεων όσο και των δικαιωμάτων. Οι εκφάνσεις της βίας, που προστατεύονται και διατηρούνται από τη νομοθετική, τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία, προδίδονται από την ίδια τη θεσπισμένη ύπαρξη και λειτουργία των εξουσιών αυτών.      
Όπως κάθε κοινωνικός σχηματισμός έτσι και η μαζική δημοκρατία φέρει εντός της τις δικές της χαρακτηριστικές αντιθέσεις ή αντιφάσεις, οι οποίες αποτελούν συνάμα τους όρους της ύπαρξής της (4). Η ίδια η μαζική δημοκρατία χαρακτηρίζεται από την αντίφαση ανάμεσα στη δημοκρατική διακήρυξη της ισότητας και της έμπρακτης εξουσίας που ασκούν οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ. 
Η κρατική παραβατικότητα άπτεται της ισχύουσας έννομης τάξης, δίχως όμως να καταστέλλεται ή να προλαμβάνεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της ατομικής και συλλογικής παραβατικότητας. Στην έννομη τάξη, το κράτος είναι ο παράγοντας εκείνος που διαχειρίζεται και κινεί τα όπλα, ήτοι τη βία. Η χρήση της είναι δικαιολογημένη εφόσον το κράτος άρχει και θεσμοθετεί τα όρια της ελευθερίας και της ισότητας, μέσα στα πλαίσια που το ίδιο ως κινητήριος μηχανισμός θέτει μέσω της ερμηνείας και της κατάχρησης της βίας. Σαθρά κατηγορητήρια, ανώνυμοι ενάγοντες και κατήγοροι, δημιουργία όρων και προσδιορισμών (ηθική αυτουργία, αντιτρομοκρατικοί νόμοι) αποτελούν τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία υπογραμμίζουν τη στρατηγική άσκησης της κρατικής βίας. 
Το παράδειγμα της υπόθεσης εξάρθρωσης της επαναστατικής οργάνωσης 17Ν και της καταδίκης των όσων εμπλέκονταν σε αυτήν και δη η σκανδαλώδης συμπεριφορά της δικαιοσύνης προς το άτομο και το ζήτημα της υπεράσπισης του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου αποτελεί ένα μείζον τεκμήριο όσον αφορά την καταχρηστική λειτουργία των δικαστικών θεσμών απέναντι σε μεμονωμένα και μη άτομα. 
Εβδομάδες μετά την έκρηξη του μηχανισμού στα χέρια του Σάββα Ξηρού, στον Πειραιά τον Ιούνιο του 2002, οι δικαστικές αρχές σε συνεργασία με τις διωκτικές αναζητούσαν τον φερόμενο ως πνευματικό καθοδηγητή και αρχηγό της οργάνωσης. Τον αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, κατοίκου Λειψών, καθηγητή, δραστηριοποιημένου αντικαθεστωτικού κατά τη διάρκεια της χούντας, πνευματικά μορφωμένου στη Γαλλία. Ένα σαθρό κατηγορητήριο, με μοναδικό στοιχείο εναντίον του την κατάθεση του βαριά τραυματισμένου τυφλού, ακρωτηριασμένου και ψυχολογικά κατακρεουργημένου Σ. Ξηρού (μέσα από το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού σε κατάσταση φαρμακευτικής και αστυνομικής καταστολής) και τα δακτυλικά του αποτυπώματα σε ένα βιβλίο που βρέθηκε σε γιάφκα της οργάνωσης στην οδό Πάτμου στην Αθήνα, στάθηκε ικανό να μετατρέψει σε ηθικό αυτουργό τον Αλ. Γιωτόπουλο για όλες σχεδόν τις ενέργειες της οργάνωσης, από τις πρώτες στιγμές της μεταπολίτευσης και εντεύθεν.
Η εμμονή της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας να βρεθεί ένας πνευματικός καθοδηγητής της οργάνωσης ήταν απότοκος της αδυναμίας των δύο εξουσιών να χειριστούν την εκδίκαση των κατηγορουμένων μέσα σε πολιτικά πλαίσια και όχι όπως τελικά εκδικάστηκαν, σύμφωνα δηλαδή με τον Ποινικό Κώδικα. Άλλωστε το σενάριο που οι αρχές και το δικαστήριο έφτιαξαν δεν θα μπορούσε να σταθεί χωρίς αρχηγό, κάτι που στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή τη μη ύπαρξη αρχηγού, θα κατέρρεε.
 Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ποινή στον Αλ. Γιωτόπουλο σε είκοσι μία φορές (21) ισόβια και είκοσι πέντε (25) χρόνια κάθειρξη δεν συνιστούσε τίποτε άλλο παρά δικαστικό σκάνδαλο, συνυπολογίζοντας φυσικά και το γεγονός πως μια τέτοια καταδικαστική απόφαση είναι η βαρύτερη και η πλέον αυθαίρετη ποινή, που έχει επιβληθεί στη χώρα μας. Στην πολιτική καταγγελία του στις 06/02/2007 αντί απολογίας, ο φερόμενος ως αρχηγός της 17Ν τόνισε πως η καταδίκη του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, το δίκαιο της απόδειξης και πως «δεν είναι πια το δικαστήριο που υποχρεούται να αποδείξει την κατηγορία αλλά ο κατηγορούμενος που υποχρεούται να αποδείξει την αθωότητά του.»(5)
 Σε αυτήν την υπόθεση, η οποία κατέληξε σε μια δίκη παρωδία, όπως χαρακτηρίστηκε από ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού, δεν αναγνωρίστηκε στον Αλ. Γιωτόπουλο το -αναφαίρετο εν τούτοις- δικαίωμα να έχει τους δικηγόρους της επιλογής του, κάτι το οποίο πραγματεύεται ξεκάθαρα η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Χαρακτηριστικά, στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου του 2006, το συμβουλευτικό όργανο των Ευρωπαίων δικαστών εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με το ρόλο του δικαστή όσον αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με την απόφαση του εφετείου, η οδηγία που επισημαίνει μεταξύ άλλων το νομικό κείμενο και ταυτίζεται με το διεθνές σύμφωνο του ΟΗΕ  και παράλληλα παραπέμπει στη Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «όλοι οι κρατούμενοι ως ύποπτοι πρέπει να έχουν κατάλληλη πρόσβαση σε νομική βοήθεια και να εκπροσωπούνται από δικηγόρο της επιλογής τους.»  
 Συγκεκριμένα η ανακοίνωση του προεδρεύοντος Διον. Βερτελλή, ύστερα από την τρίτη αίτηση του κατηγορουμένου να ανακληθούν οι τρεις αυτεπάγγελτοι διορισμένοι συνήγοροι που είχαν επιλέξει οι δικαστές για την υπεράσπισή του είχε ως εξής:«Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση του Αλ. Γιωτόπουλου για ανάκληση του διορισμού των διορισθέντων δικηγόρων ως αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχτηκε η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο ανεπάρκεια των τριών διορισθέντων συνηγόρων, ούτε ότι δεν είναι σε θέση να του παράσχουν την απαραίτητη νομική βοήθεια»(6). Στην πραγματικότητα, η ανακοίνωση του προεδρεύοντος του εφετείου αποτελεί μια επαναλαμβανόμενη δικαστική απόφαση, η οποία υπογραμμίζει την παγιωμένη αντίληψη της γρήγορης και κατασκευασμένης δίκης.     
Παράλληλα με τις διωκτικές αρχές, ο δικαστικός μηχανισμός, βρισκόμενος πλέον στο πολιτικό προσκήνιο, στρατευμένος στο σκληρό πυρήνα του συστήματος, κατάφερε με επιτυχία να διεκπεραιώσει την πιο οριστική ποινική καταστολή ενός (εν προκειμένω) ανθρώπου εισάγοντας τον όρο της ηθικής αυτουργίας. Εύλογη λοιπόν είναι η συμπεριφορά του οργανωμένου καπιταλισμού να δείξει τα δόντια του στον εσωτερικό εχθρό, στέλνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μηνύματα μηδενικής ανοχής στην αμφισβήτησή του (7). Το δίκαιο της έννομης τάξης θεωρεί ό,τι η βία όταν ασκείται από μεμονωμένα άτομα αποτελεί κίνδυνο, ο οποίος απειλεί την ίδια την έννομη τάξη. Από το γεγονός αυτό προκύπτει πως παρουσιάζεται εντελώς δικαιολογημένη η βία της κρατικής εξουσίας, ήτοι της έννομης τάξης, εφόσον η βία όποτε βρίσκεται στα χέρια του εκάστοτε δικαίου στρέφεται εναντίον του δικαίου.
Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε με ευκολία πως μπροστά από τις ομάδες ή τα άτομα που ασκούν βία δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και η ύπαρξη της επίσημα διακηρυγμένης θεσμοποιημένης και γραφειοκρατικοποιημένης κρατικής τρομοκρατίας, η ιστορία της οποίας, σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο Ρέμο Μποντέι, διασταυρώνεται συχνά με εκείνη των κινημάτων (8). Στην περίπτωση του Αλ. Γιωτόπουλου, καθώς και των υπόλοιπων καταδικασμένων, ως μέλη της 17Ν, το δικαστήριο στο εφετείο εκπλήρωσε το βασικό του ρόλο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τη νομιμοποίηση της βασικής φιλοσοφίας του κατηγορητηρίου και των καταθέσεων της προηγούμενης πρωτοβάθμιας δίκης. Δίχως να αποδεικνύεται η ηθική αυτουργία και η αρχηγική θέση του Αλ. Γιωτόπουλου σε κανένα σημείο της ακροαματικής διαδικασίας, ο ίδιος δήλωσε μετά την απόφαση πως «το δικαστήριο δίκασε πολιτικά και όχι ποινικά και πως ο ρόλος του δικαστηρίου ήταν αυτός του διεκπεραιωτή της καταδίκης» του (9).  Η δίκη είχε έντονο πολιτικό χρώμα, εν τούτοις η καταδίκη στοιχειοθετήθηκε με βάση τον Ποινικό Κώδικα, μολονότι η απόφαση καθορίστηκε όχι με δικονομικά κριτήρια αλλά με καθαρά πολιτικά. 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ......

 1) Ο M. Weber εισήγαγε την έννοια του ιστορικού ατόμου ως «σύμπλεγμα σχέσεων», οι οποίες είναι παρούσες στην ισχυρή πραγματικότητα και συγκεντρώνονται σε ένα εννοιολογικό σύνολο σύμφωνα με την πολιτισμική τους σημασία. 
 2) Βλ. Benjamin, Walter, Για μία Κριτική της Βίας, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα, 2002, σελ. 22
 3) βλ. Δ. Δημούλης, Ιδιότητα του Πολίτη και Πολιτικά Δικαιώματα. Λειτουργία και Υπέρβαση μιας Διαφοροποιητικής Κατασκευής, α’ μέρος, στο περιοδικό Θέσεις, από το  HYPERLINK "http://www.theseis.com/1-75/theseis/t55/t55f/idiotitatoupoliti.htm" www.theseis.com/1-75/theseis/t55/t55f/idiotitatoupoliti.htm

 4) βλ. Παν. Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, γ’ έκδ., εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2000, σελ. 260
 5) βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, 07/02/2007, σελ. 47 
 6) βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, 16/12/2006, σελ. 61
 7) βλ. Αντ. Λεγάκη, Νόμος και Τάξη Ολοκληρωτισμού, από εφ. ΠΡΙΝ, 20/05/2007
 8) βλ. Ρεμό Μποντέι, Φόβος και Ελευθερία, από το Σημειωματάριο Ιδεών, επιμ.- μετ. Θαν. Γιαλκέτσης, εφ. Κ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2005
 9) βλ. εφημ. ΠΡΙΝ, 06/05/2007 

Σχόλια