Μολονότι ο Μεσαίωνας ως χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται και χρησιμοποιείται καθημερινώς ως συνώνυμο του σκοτεινού, του καθυστερημένου και βάρβαρου παρελθόντος (βλ. βασανιστήρια, κυνήγι μαγισσών και αιρετικών, Ιερά Εξέταση, σκοταδιστικές απόψεις και μεσαιωνικές αντιλήψεις), εν τούτοις έχει να επιδείξει ένα σημαντικό αριθμό γεγονότων και εξελίξεων σε πολλούς τομείς του κοινωνικού, πολιτιστικού και εκπαιδευτικού βίου.
Σκοπός της προκειμένης εργασίας είναι να εκτεθεί η παρουσία και η δραστηριότητα του εκπαιδευτικού κόσμου σε συνάρτηση με τη δημιουργία και τη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (12ος, 13ος και 14ος αιώνας). Παράλληλα, θα γίνει αναφορά σε σημαντικές μορφές διανοουμένων, οι οποίοι μέσω της παρουσίας και του έργου τους έθεσαν τις βάσεις της πολιτιστικής ανέλιξης του ευρωπαϊκού και όχι μόνο κόσμου.
Ειδικότερα, στην πρώτη ενότητα θα ασχοληθούμε με την πανεπιστημιακή πραγματικότητα και στη δεύτερη θα παρουσιάσουμε μερικές από τις πιο αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες διανοουμένων (τάγμα των Γολιάρδων και Πέτρος Αβελάρδος), που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στα ευρωπαϊκά γράμματα και τη γνώση και ήρθαν σε ρήξη και τριβές με την παπική αυλή .
η πανεπιστημιακή πραγματικότητα
Οι μεσαιωνικές πόλεις δεν αναδείχθηκαν μόνο ως κέντρα του εμπορίου και της βιομηχανίας, αλλά ταυτόχρονα και ως πυρήνες –επίκεντρα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, καθώς η άνθηση των σχολών συνδέεται αναντίρρητα με την επανάσταση των πόλεων από τον 10ο ως το 13ο αιώνα. Η δημογραφική άνθηση που παρατηρείται από τον 10ο αιώνα και εξής συνοδεύεται και συγχρόνως συνδέεται με την ίδρυση πολλών νέων πόλεων· νέες πόλεις, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να είναι ο απότοκος του σχεδιασμού μιας συγκροτημένης κρατικής πολιτικής. Η βορειοδυτική Ευρώπη στις αρχές του 12ου αιώνα (και ειδικότερα μεταξύ των ετών 1110 και 1140, σύμφωνα με τον Ζ. Ντυμπύ) βιώνει την έξαρση των επιτευγμάτων της γεωργίας, εξέλιξη η οποία όμως δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την υλική ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα είναι οι πόλεις, στις οποίες συνέρρεαν τα πλεονάσματα και τα κέρδη από την αγροτική παραγωγή και τις εμπορικές συναλλαγές αντιστοίχως, να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο προβάδισμα έναντι της υπαίθρου.
Σύμφωνα με την κρατούσα μέθοδο χρονολόγησης, η μέση περίοδος του Μεσαίωνα εκτείνεται από το 1000 μέχρι το 1300 μ.Χ. και χαρακτηρίζεται αφενός μεν από την ανάπτυξη των πόλεων σε συνδυασμό με την ακμή του εμπορίου και τις πρώτες δημιουργίες συντεχνιών και πανεπιστημίων, αφετέρου δε από τη σταδιακή παρακμή της βυζαντινής (ανατολικής) αυτοκρατορίας. Η περίοδος που τίθεται προς εξέταση, ήταν εποχή εντυπωσιακής πνευματικής ανάπτυξης και σφραγίστηκε από την εμφάνιση των πανεπιστημίων, ήτοι την πρώτη και πλέον σημαντική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα.
Πριν το 1200, περίοδος που η Ευρώπη είχε ήδη τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια (πανεπιστήμιο του Παρισιού, της Μπολόνιας, της Οξφόρδης και το πανεπιστήμιο του Σαλέρνου), η έννοια που αποδίδουμε στο πανεπιστήμιο στη σύγχρονη εποχή (university) ήταν συγγενής με τη λατινική λέξη universitas (συντεχνία). Αυτό ακριβώς συνιστούσαν και τα πρώτα πανεπιστήμια, τουτέστιν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών χωρίς δικές τους εγκαταστάσεις και κτίρια, γεγονός το οποίο τους ωθούσε εκ των πραγμάτων στη μίσθωση χώρων και αιθουσών. Ουσιαστικά μέχρι το 1300 τα πανεπιστήμια (universitas) που είχαν ιδρυθεί στην Ευρώπη (περί τα είκοσι) λειτουργούσαν ως εκπαιδευτικά ιδρύματα για τον ανώτερο κλήρο, υλοποιώντας στην πραγματικότητα την πρωτοβουλία του τάγματος των Δομινικανών. Από τούδε και έπειτα όλες οι σχολές εξελίσσονται και ο αριθμός των πανεπιστημίων αυξάνεται θεαματικά, δίχως την απροκάλυπτη δεσποτεία της Εκκλησίας, φτάνοντας στις αρχές του 16ου αιώνα (1500) τον αριθμό των εβδομήντα εννέα.
Ο όρος ο οποίος ταυτιζόταν με το σημερινό πανεπιστήμιο ήταν "γενικός κύκλος μαθημάτων" (studium generale) και αποτελούσε έναν τίτλο που μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας είχε τη δικαιοδοσία και την εξουσία να αποδώσει. Ως εκ τούτου, γίνεται κατανοητό πως σε μια κοινωνία, η οποία χαρακτηριζόταν πολιτικά από το διττό σύστημα γραφειοκρατίας –κοσμικό και εκκλησιαστικό- και ελεγχόταν ιδεολογικά από την Εκκλησία, το αποτέλεσμα ήταν το πανεπιστημιακό σύνολο και οι διανοούμενοι γενικότερα να παραμένουν «οργανικοί», πιστοί υπηρέτες τόσο της Εκκλησίας όσο και του Κράτους.
Τα πανεπιστήμια διακρίνονταν από τις κατώτερες σχολές, λόγω της ύπαρξης στον κύκλο των μαθημάτων τους και μίας εκ των «ανώτερων» σχολών, όπως θεωρούνταν η σχολή της ιατρικής, του κανονικού δικαίου, του αστικού δικαίου και τέλος της θεολογίας. Ιδιαιτέρως η σχολή της θεολογίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η «βασίλισσα» των ανώτερων τεχνών, αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι και τα ίδια τα πανεπιστήμια προήλθαν μέσα από τους κόλπους της.
Τα πανεπιστήμια της Ευρώπης επηρεάστηκαν από το πνεύμα της σχολής της Σαρτρ (Chartre), μίας φιλοσοφικής και θεολογικής σχολής του 11ου και 12ου αιώνα στον καθεδρικό ναό της ομώνυμης γαλλικής πόλης. Η διδασκαλία σ' αυτή τη σχολή χαρακτηρίζεται από έναν ουμανισμό διαμορφωμένο μέσα από τη μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και από την αναζήτηση μιας σύνθεσης μεταξύ της γνώσης του φυσικού κόσμου και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας· ένας ουμανισμός ο οποίος έθετε τον άνθρωπο στο κέντρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας, ακόμα και της θεολογίας του. Η Σαρτρ αποτελούσε το μεγάλο επιστημονικό κέντρο του 12ου αιώνα. Επιπλέον στη Γαλλία, πλην της σχολής της Σαρτρ, το 1229 ιδρύεται από τον πάπα Γρηγόριο Θ’ το πανεπιστήμιο της Τουλούζης, το οποίο και εξελίσσεται σε σπουδαίο κέντρο της νομικής επιστήμης. Επίσης λειτουργεί και το πανεπιστήμιο της Ορλεάνης κατέχοντας την πρωτοκαθεδρία όσον αφορά το ρωμαϊκό δίκαιο, όπως επίσης και η Παναγία των Παρισίων φημισμένο κέντρο σπουδών, κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Συν τοις άλλοις, σπουδαστές που είχαν αποσκιρτήσει από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια ιδρύουν και άλλα πανεπιστήμια στην Ιταλία, όπως για παράδειγμα το πανεπιστήμιο της Πάδουα και της Φλωρεντίας.
Τα βασικά μαθήματα που διδάσκονταν στις μοναστηριακές σχολές και τις σχολές των καθεδρικών ναών ήταν οι «επτά ελευθέριες τέχνες». Αυτές αποτελούνταν από τα τρία μαθήματα του trivium, ήτοι τη γραμματική, τα λατινικά και τη ρητορική τέχνη, και τα τέσσερα μαθήματα του quadrivium, όπου περιλαμβάνονταν οι θετικές επιστήμες, δηλαδή τα μαθηματικά και η γεωμετρία, η μελέτη της μουσικής και τέλος η αστρονομία. Στα μέσα του Μεσαίωνα λειτουργούσαν σχολές σε όλη την Ευρώπη, όπου διδάσκονταν και οι «επτά ελευθέριες τέχνες». Ο σχολιασμός αποτελούσε τη μέθοδο έρευνας σε όλες τις ανώτερες σχολές· σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο, ο δάσκαλος σχολίαζε θεμελιώδη επίσημα κείμενα, τα οποία θεωρούνταν υπεράνω αμφισβήτησης, ενώ τα ερμηνευτικά σχόλια (glosses) πάνω σε αυτά τα κείμενα, τα οποία γράφονταν στα περιθώρια ή και ανάμεσα στις αράδες, είχαν ως απώτερο σκοπό να καταδείξουν την εγκυρότητα αυτών των κειμένων ανά τους αιώνες και παράλληλα να αναδείξουν τη σύγχρονή τους ισχύ.
Όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα εκείνης της εποχής είχαν το ίδιο πρόγραμμα διδασκαλίας (curriculum) και δίδασκαν στην ίδια γλώσσα, τα λατινικά. Γι' αυτό ήταν εύκολο και σύνηθες κάποιοι σπουδαστές να αλλάζουν δύο και τρία πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, επιδιώκοντας να διδαχθούν από τους διάσημους καθηγητές της εποχής τους. Οι καθηγητές δίδασκαν σε σχολές, τόσο μέσα στην πόλη όσο και στα περίχωρά της.
Καθώς όμως ο 13ος αιώνας, των πανεπιστημίων, ήταν και αιώνας των συντεχνιών, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αρχίζουν να κερδίζουν την αυτονομία τους μέσα από διμέτωπους αγώνες ενάντια στο εκκλησιαστικό και το κοσμικό κατεστημένο. Όπως τα υπόλοιπα επαγγέλματα, έτσι και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι δημιούργησαν συντεχνίες, με άγνωστη μέχρι σήμερα την ακριβή εποχή καταβολής και συγκροτήσεώς τους. Αυτές διαμορφώνονται αργά μέσα από γεγονότα και διαδοχικές κατακτήσεις και τα μερικά διασωθέντα καταστατικά τους απλώς καταγράφουν εκ των υστέρων τα κεκτημένα διατηρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις πληροφορίες μας επισφαλείς.
Σταδιακά ο σημαντικός αριθμός των πανεπιστημιακών και η ποιότητα του λόγου τους συνιστά ένα αντίβαρο απέναντι στην κατεστημένη τάξη της πόλης. Οι πρωτοπόροι για την απεξάρτηση των πανεπιστημίων από τον εκκλησιαστικό έλεγχο είναι οι ίδιοι κληρικοί. Στο 13ο αιώνα χάνει ο καγκελάριος του πανεπιστημίου, ο οποίος εκπροσωπεί τον τοπικό επίσκοπο, το δικαίωμα να απονέμει τα πανεπιστημιακά διπλώματα. Το δικαίωμα αυτό περνάει στο σώμα των καθηγητών και το αξίωμα του καγκελαρίου καταργείται. Αυτό όμως δεν ανακόπτει τις διεκδικήσεις ανεξαρτησίας και μετά από αντιδικίες, απεργίες (1229-1231 και 1253 στο Παρίσι) και συγκρούσεις το πανεπιστήμιο εξαιρείται από την αρμοδιότητα του επισκόπου. Στην Οξφόρδη, το πανεπιστήμιο κερδίζει τις πρώτες του ελευθερίες μετά την καταβαράθρωση και τον αφορισμό του Ιωάννη του Ακτήμωνα (1214). Μετά από μια σειρά συγκρούσεων (1232, 1238 και 1240) μεταξύ των πανεπιστημιακών και του βασιλιά, αφενός μεν δεν καταργήθηκε ο καγκελάριος, αλλά η εκλογή του άρχισε να γίνεται από το σώμα των καθηγητών και όχι πια από τον επίσκοπο.
Εύλογο είναι το γεγονός ότι οι πανεπιστημιακοί έπρεπε να υπερασπιστούν τη συντεχνιακή ανεξαρτησία τους ακόμα και απέναντι στους αστούς και τα μέλη των άλλων συντεχνιών. Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες δεν ενδιαφέρονταν προφανώς να επηρεάσουν τη διδασκαλία και την έρευνα των πανεπιστημίων, αλλά θίγονταν από τις εκτροπές των σπουδαστών (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που εκθέτει ο Λε Γκοφ, αναφορικά με τον αυθαίρετο απαγχονισμό δύο φοιτητών από τους αστούς στην Οξφόρδη, το 1209, εξαγριωμένοι από το φόνο μιας γυναίκας) και από τον περιορισμό των μισθωμάτων για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια σπουδαστών που επέβαλε το κράτος. Και αυτές οι αντιδικίες, στις οποίες και οι δύο πλευρές είχαν κάποιο δίκιο, λύθηκαν συχνά με αιματηρές συγκρούσεις στο Παρίσι και την Οξφόρδη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Όμως εν τελευταία αναλύσει, τόσο η κοσμική εξουσία όσο και ο εκκλησιαστικός ελεγκτικός μηχανισμός υποχωρούσαν σχεδόν πάντα στις απαιτήσεις των πανεπιστημιακών και των σπουδαστών γιατί, πέρα από φιλοσοφικές και ερευνητικές διαφωνίες, οι οποίες ουσιαστικά δεν απασχολούσαν την πλειοψηφία του κόσμου, καθότι αναλφάβητοι ή και αγράμματοι, το ευρύ κοινό ενδιαφερόταν να διατηρηθεί στην πόλη το πανεπιστήμιο, διότι προσέλκυε κόσμο και χρήμα, μορφωμένους μελλοντικούς γαμπρούς ώστε να εξασφαλίζεται η διαδικασία της προσφοράς των θυγατέρων τους, καταρτισμένο προσωπικό για τη διοίκηση και τέλος ευκαιρίες για ψυχαγωγία στα θέατρα και τη μουσική σκηνή εκείνης της εποχής.
Γολιάρδοι, πνευματικοί ποδηγέτες και διανοούμενοι
Γολιάρδοι (12ος αι.)
Μια παράξενη ομάδα περιπλανώμενων διανοουμένων ήταν οι Γολιάρδοι. Μολονότι η ανωνυμία είναι ταυτόσημη με την παρουσία τους, στους κύκλους των Γολιάρδων ανήκαν νέοι φοιτητές, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να παρακολουθήσουν τα μαθήματα των διάσημων καθηγητών της εποχής τους περιφέρονταν από τόπο σε τόπο. Οι ίδιοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα και καρπό της κινητικότητας της εποχής που ζούσαν. Ήταν περιπλανώμενοι εν μέσω μιας περιόδου, όπου η δημογραφική ανάπτυξη, το άνοιγμα του εμπορίου και η ανοικοδόμηση των πόλεων καταλύουν τις φεουδαρχικές δομές και μαζεύουν στα σταυροδρόμια των πόλεων απόκληρους, τολμηρούς και δυστυχείς. Αυτές άλλωστε ήταν και κάποιες από τις κατηγορίες και τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους τους διάνθιζαν οι κάτοικοι των πόλεων. Περνώντας αρκετό χρόνο στις ταβέρνες και γυρνώντας συνεχώς στους δρόμους συνθέτουν πληθωρικά τραγούδια με έντονο επικριτικό περιεχόμενο για τα δρώμενα της εποχής τους και συχνά αναγκάζονται να υποδύονται τους ζογκλέρ για να βγάζουν τα προς το ζην. Όπως μας υπενθυμίζει όμως ο Λε Γκοφ, η λέξη joculator (ζογκλέρ) αποδιδόταν σε όσους θεωρούνταν αλήτες και επικίνδυνοι για την κοινωνία.
Οι ομάδες των Γολιάρδων αποτελούνταν από διαφορετικής καταγωγής ανθρώπους, οι οποίοι προφανώς δεν ήθελαν να αλλάξουν τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής τους τόσο όσο να επωφεληθούν από αυτήν. Αναπτύχθηκαν σε μία περίοδο κατά την οποία η Εκκλησία πίεζε τους πιστούς της να συνενώνονται σε τάγματα και αυτοί οι περιπλανώμενοι λόγιοι ίδρυσαν ένα τάγμα τυχοδιωκτών με προστάτη τον Γολιάθ τον Φιλισταίο, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ενώ κατ’ άλλους η ονομασία τους προήλθε από τη λέξη gula (πρόσωπο).
Οι στίχοι και τα τραγούδια τους αναφέρονταν συχνά στα μεθύσια και το περιβάλλον της ταβέρνας, στις απολαύσεις της σάρκας και του έρωτα, αλλά και στη "διαβολεμένη" προσωπικότητα των γυναικών, μία άποψη ευρέως διαδεδομένη στο Μεσαίωνα για τις γυναίκες, οι οποίες ταυτίζονταν με τον πειρασμό του Σατανά και τον έκλυτο βίο, ενώ αποτέλεσε ιδιαίτερο λόγο αντιμαχίας ανάμεσα στους ευγενείς και τους Γολιάρδους. Ενίοτε οι αναφορές τους είχαν ως στόχο την παπική απληστία και υπεροψία και μέσω της τροποποίησης των λόγων των γραφών σατίριζαν την παπική αυλή. Χαρακτηριστικό δείγμα της εν λόγω γολιάρδικης καυστικής και σατυρικής γραφής αποτελεί και ένα από τα πιο γνωστά σπουδαστικά έργα, το «Κατά Μάρκον του Αργυρίου Ευαγγέλιον».
Η ποίηση των Γολιάρδων, εκτός από την αφορώσα στην παπική αυλή, καταφέρεται συλλήβδην ενάντια σε όλους τους εξουσιαστικούς φορείς του πρώιμου Μεσαίωνα, τους κληρικούς και τους ευγενείς, αγγίζοντας ακόμα και τους χωρικούς. Αυτό το σώμα της περιπλανώμενης διανόησης άντεξε καθ’ όλο τον 12ο αιώνα, όμως τον 13ο παύει η δράση τους λόγω της περιθωριοποίησής τους, μεταξύ άλλων, παρ’ όλη την αξία τους. Οι διώξεις και οι καταδίκες τούς αποδυνάμωσαν και σε συνδυασμό με την έντονη κριτική τους και την τάση για αγυρτεία τούς αφαίρεσαν την δυνατότητα να ενταχτούν στις πανεπιστημιακές τάξεις.
Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142)
Μία από τις πλέον εξέχουσες και αναγνωρισμένες προσωπικότητες του 12ου αιώνα και μέλος των Γολιάρδων για μεγάλο διάστημα, αποτέλεσε ο Πέτρος Αμπελάρ ή Αβελάρδος, Γάλλος θεολόγος και σχολαστικός φιλόσοφος, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της διαλεκτικής στην εποχή του. Είναι ο πρώτος καθηγητής και χάρη σε αυτόν μετατοπίστηκε το βάρος από την πίστη στη λογική. Δίδαξε πρώτα στο Μελέν, ύστερα στην Παναγία των Παρισίων και κατόπιν διηύθυνε μια δική του σχολή λίγο έξω από το Παρίσι, στο λόφο της Αγίας Γενεβιέβης. Από τους σημαντικότερους διανοούμενους του Μεσαίωνα, ο Αμπελάρ δέχθηκε ακατάπαυστα πυρά από τους αντιπάλους του, που κατέληξε στην σύντομη φυλάκισή του με την κατηγορία περί θεολογικής ανορθοδοξίας, γεγονός όμως που τον ανέδειξε στην πλέον εμβληματική φιγούρα διανοούμενου και μορφωμένου καθηγητή.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το βίο και το έργο του αντλούνται από την αυτοβιογραφία του (“Historia Calamitatum Mearum”) και από έναν αξιόλογο αριθμό έργων (“Logica ingrendientibus”,”Dialectica”, “Sic et Non”, “Ethica seu Scito te ipsum”). Η διαδρομή της σκέψης που ακολουθούσε ο Αμπελάρ σχετιζόταν κυρίως με την αμφισβήτηση των αποδεκτών επίσημων κειμένων, πλην της Βίβλου, θέτοντας το επιχείρημα πως τα κείμενα αυτά γράφτηκαν από θνητούς. Ιδιαίτερα στο έργο του “Ναι και Όχι” (“Sic et Non”, γραμμένο το έτος 1122) με ύφος απλό και κατανοητό καταδείκνυε την αναγκαιότητα της έλλογης σκέψης και της ορθολογικής κριτικής απέναντι στις παραδομένες μεταφράσεις και τις ερμηνείες. Για αυτές του τις απόψεις κατακρίθηκε εντόνως από τους συντηρητικούς θεολόγους και δη από τον άγιο Βερνάρδο, μεταξύ των οποίων (του ίδιου και του αγίου Βερνάρδου) ξέσπασε έντονη διαμάχη μέσω επιστολών. Σε ένα άλλο έργο του, στο “Ηθικά ή Γνώθι σεαυτόν” (“Ethica seu Scito te ipsum”) πραγματεύεται το θέμα της αμαρτίας και κατά πόσον η ίδια η αμαρτία έπεται ή προηγείται της σκέψης του ανθρώπου, ο οποίος είναι σε θέση να διαχωρίσει και να κατανοήσει το καλό και το κακό· διεκδικεί, εν ολίγοις, για τον άνθρωπο τη δύναμή του να συμφωνήσει, την κατάφασή του ή την άρνησή του απέναντι στο ορθό, που αποτελεί το κέντρο της ηθικής ζωής.
Όμως πέραν των έργων του αναφορικά με τη λογική και την ηθική, ο προσωπικός βίος του Αμπελάρ και ο κρυφός του γάμος με μία μαθήτριά του, την Ελοϊζ, έφερε στο προσκήνιο την προβληματική όσον αφορά τη σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών και γενικότερα την ήδη καταδικαστέα θέση και αντιμετώπιση της γυναίκας στο Μεσαίωνα. Εμποτισμένος με τα ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά των Γολιάρδων και μακριά από τις σατυρικές τους αιχμές για τη σχέση των δύο φύλων, ο Αμπελάρ καταδικάζει και αρνείται την απαγόρευση του δικαιώματος της σαρκικής απόλαυσης μέσα στο γάμο. Οι γολιαρδικές του καταβολές άλλωστε διεκδικούσαν για τους κληρικούς, ακόμα και για τους ιερωμένους το δικαίωμα της απόλαυσης της σάρκας.
Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν και καταγράφηκαν παραπάνω, γίνεται κατανοητό κατά πόσο ο Μεσαίωνας και δη η μέση περίοδός του (1000-1300) συνέβαλαν στην πνευματική και εκπαιδευτική εξέλιξη του δυτικού κόσμου. Μέσα από την περιγραφή της πανεπιστημιακής πραγματικότητας (ίδρυση και λειτουργία των πανεπιστημίων, κύκλοι μαθημάτων, προστριβές με την παπική και κοσμική εξουσία κ.ά.) και την παρουσίαση του τάγματος των Γολιάρδων, όπως επίσης, το βίο και το έργο του Πέτρου Αμπελάρ ή Αβελάρδου, έγινε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σημαντική συμβολή ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι μέσα στα περιοριστικά πλαίσια του μεσαιωνικού κόσμου κατάφεραν να δώσουν μια διαφορετική ερμηνεία στις δυνατότητες της ανθρώπινης νόησης και λογικής. Η δύναμη της πίστης ολοένα και περισσότερο μετατοπιζόταν δίνοντας μεγαλύτερες ευκαιρίες στη δύναμη της λογικής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου