ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ



Σύμφωνα με τον Νίτσε, έχει εντοπιστεί η (ασυνεχής) εξελικτική γραμμή που συνδέεται μέσω αυτής ο χριστιανισμός (σπουδαία μήτρα επαναστατικών ιδεολογιών), το δημοκρατικό κίνημα και η κομμουνιστική επανάσταση. Το παλκοσάνιδο των ιστορικών εξελίξεων κατά το διάβα των αιώνων έχοντας κατά πολύ διαμορφωθεί από την κινητικότητα του χριστιανισμού φιλοξένησε τις παλινωδίες και τις δίνες μιας ποικιλόμορφης παγκόσμιας σκληρότατης κοινωνικής πάλης που διαρκεί αιώνες και μετερχόμενη διαφόρων τάσεων και εντάσεων. Μέσα από αυτήν αναδύθηκαν κοινωνικές και πολιτισμικές μοναδικότητες όπως ο διαφωτισμός, η νεωτερικότητα, οι αστικές επαναστάσεις και εν συνεχεία το εργατικό κίνημα. 
Η ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι σύμφυτη εκ των ων ουκ άνευ με την ιστορία του δυτικού χριστιανισμού, καθότι τα διάφορα ευρωπαϊκά φιλοσοφικά, πολιτικά και λοιπά ρεύματα σκέψης παρουσιάστηκαν πρωτόλεια και κατόπιν συγκροτημένα εντός ενός χριστιανικού πλαισίου. Προς επίρρωση των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και θρησκείας το συχνότερο παράδειγμα αποτελεί η ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού λόγου μέσα από την κοσμογονία της Μεταρρύθμισης.

Ως εκ τούτου, αφενός μεν η εξουσία τής χριστιανικής εκκλησίας αποτελούσε μία προσωποποιημένη απέχθεια που τοποθετείτο συνοδεία των ευγενών και των ισχυρών τής οικονομίας, αφετέρου δε συσπείρωνε ανά διαστήματα απέναντί της μια χύδην μάζα με ορισμένη ερμηνεία του χριστιανικού κοσμοειδώλου, το οποίο και ιστορικά αποτέλεσε μέσο έκφρασης της κοινωνικής ανταρσίας. Ο χριστιανισμός κατ’ αυτόν τον τρόπο (διά των πολλών του ερμηνειών) παρουσίασε την έννοια του ανθρώπου και της ουμανιστικής κοσμοθεωρίας, εκλαϊκεύοντας την ιδέα της ισότητας των ανθρώπων. Η άνοδός του υπήρξε για πολλούς ιστορικούς μια πρωτοφανή ιδεολογική επανάσταση για την Ευρώπη. Πράγματι, όπως αναφέρει και ο Μ. Μπούκτσιν «(...) Με το πέρασμα των αιώνων, η παποσύνη και η ιεραρχία της κατέληξαν να λειτουργούν ως ο σημαντικότερος φορέας ενοποίησης και οικουμενικότητας της Ευρώπης. (...) Ο μαχητικός χριστιανισμός, με την έμφαση που έδινε στην αυταξία του ατόμου και την πίστη του στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, έπαιξε μείζονα ρόλο ώστε η Ευρώπη να μην λιμνάσει ιστορικά και να κρατήσει ζωντανή την κλασική κληρονομιά της αρχαίας δυτικής παράδοσης»(1)
Μέσα από το συγκεκριμένο πρίσμα τής εκάστοτε ιστορικής περιόδου στις μεταφράσεις των κοινωνικών οριζόντων κυριαρχούσαν “επιφάνειες” σχετικά με την επιλογή των φτωχών ως των εκλεκτών του Θεού και των πλούσιων από την άλλη ως διεφθαρμένων. Εξ ου και η συνακόλουθη θέση της ιστορίας ως θεοδικίας υπέρ των φτωχών με αποτέλεσμα να κυριαρχούν “υλοποιήσιμες δοξασίες” γύρω από την εγκαθίδρυση της βασιλείας του θεού επί της γης έμφορες προσδοκιών για μια συλλογική λύτρωση. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη σύλληψη ότι ο κόσμος διακατέχεται από μία ασυμβίβαστη αντίθεση “καλού-κακού” και ό,τι επίκειται η τελική αναμέτρηση, όπως καταδεικνύουν τα αποκαλυψιακά οράματα, επέτρεψαν στη μεσαιωνική Ευρώπη αρχής γενομένης από τον 11ο αιώνα  τη συγκρότηση μαζικής ή ανά στιγμές ισχνής κοινωνικής διαμαρτυρίας σε αδιάλλακτα και ασυμβίβαστα χιλιαστικά κινήματα. 
Βέβαια σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το εξής: Ο άνθρωπος καταλήγει σε  μια εσχατολογική προφητεία οπόταν μακρυά από τη σαφή κατανόηση των ιστορικών δυνατοτήτων και διαδικασιών υλοποίησής του το  ιδεώδες της κοινωνικής χειραφέτησης προβάλλει ως μια αφηρημένη μορφή τέλειας κοινωνίας και τέλειου ανθρώπου αντιστοίχως. Κάθε φορά που το ιστορικό άτομο εμφορείται από μια (θρησκευτική)εσχατολογική βεβαιότητα για την επιτυχία του χειραφετικού του εγχειρήματος απομακρύνεται από την μετατροπή του σε αγωνιστή για την κοινωνική χειραφέτηση, γεγονός που δικαιολογεί και την αποτυχία του εκάστοτε χιλιαστικού κινήματος. Οι εκπρόσωποι των κινημάτων που μας απασχολούν δεν βρίσκονταν ακόμη σε θέση να κατανοήσουν τις αντιφάσεις αυτού του εγχειρήματος, τους κινδύνους που ενείχε, τις πιθανότητες αποτυχίας που καραδοκούσαν αλλά και τις πραγματικές δυνατότητες επιτυχίας του.  
Σε ένα ταραγμένο ευρωπαϊκό πεδίο, όπου ήδη από τον 11ο αιώνα αποτελούσε θέατρο ανειληπών  ταξικών συγκρούσεων και αδιάκοπων εξεγέρσεων, στις ανεξάρτητες εμπορικές πόλεις του νεότερου μεσαίωνα, ο χριστιανισμός παρέχοντας ποικιλόμορφες διευκολύνσεις στην ταξική πάλη συνετέλεσε σε αυτήν την κοινωνική δυναμική που γέννησε τις νεωτερικές κοινωνίες και το Διαφωτισμό. Τα αγροτικά κινήματα και οι εξαθλιωμένες μάζες των πόλεων αποτέλεσαν την κοινωνική βάση πλήθους (χιλιαστικών) αντιεξουσιαστικών κινημάτων. 

Επί παραδείγματι, η αμφισβήτηση των πρώτων χριστιανών αναφορικά στη θρησκευτική λατρεία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, οι πολυάριθμες θρησκευτικές αιρέσεις  του Μεσαίωνα, όπου το εσχατολογικό και χιλιαστικό στοιχείο εξέφραζε τους πόθους των αγροτικών μαζών για απελευθέρωση από την φεουδαρχική εκμετάλλευση, ακολούθως το κίνημα της Μεταρρύθμισης  ως έκφραση των συμφερόντων της ανερχόμενης αστικής τάξης, η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στις Κάτω Χώρες (1566-1609) για την υπεράσπιση της προτεσταντικής ιδεολογικής ταυτότητας, η αστική επανάσταση στην Αγγλία (1640-1659), μέχρι και το κίνημα «Θεολογία της Απελευθέρωσης» στα μισά του 20ου αιώνα.

Ο Μαρξ ήδη από τα νεανικά του γραπτά με οξυδέρκεια είχε επισημάνει την αντιφατικότητα του θρησκευτικού φαινομένου. Έγραφε: «(…) Η θρησκευτική αθλιότητα είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και η διαμαρτυρία για την πραγματική αθλιότητα. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας δίχως πνευματικότητας κατάστασης. Η Θρησκεία είναι το όπιο του λαού»(2). Και ο Φ. Ένγκελς όριζε τη θρησκεία ως  «άμεση και συναισθηματική αντανάκλαση της συμπεριφοράς και της στάσης γενικά των ανθρώπων απέναντι στις φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις, που είναι γι’ αυτούς ξένες αλλ’ όμως κυριαρχούν απάνω τους»(3) 


Αμφότεροι, το χριστιανικό δόγμα και η χριστιανική Εκκλησία αποτέλεσαν πηγή διχόνοιας.  Άπαξ και εδραιώθηκε η ισχύς της χριστιανικής εκκλησίας, συλλήβδην οι εσχατολογικές προσδοκίες των πρώτων χριστιανών για την εγκαθίδρυση επί της γης της βασιλείας του Θεού αυτοπεριθωριοποιούνται και επιβιώνουν πλέον στον κόσμο της λαϊκής θρησκείας, των προφητειών (βλ. συβιλλικές και τιμπουρτίνα)(4). Η παπική εξουσία έχει ήδη από τον 5ο αιώνα ξεκινήσει να επεξεργάζεται μία θεοκεντρική θεωρία, σύμφωνα με την οποία “κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό, ο οποίος έχει τοποθετήσει στη γη τον ποντίφικα τοποτηρητή του, στην τάξη του μονάρχη”. «Κατασκευάζοντας τη θεωρία τής ιεραρχίας, ο μεσαιωνικός κόσμος περικλείει του σύνολο του κοινωνικού χώρου στη θρησκευτική τάξη. (...) πριν το τέλος του 14ου αιώνα δεν υπήρχε πολιτική σκέψη που να ορίζεται σαν τέτοια. (...) κάθε σκέψη «πάνω στην εξουσία, στην οργάνωση της πόλης, στις αιτίες της διαφθοράς της, έμενε απόλυτα εξαρτημένη από μία θεολογική απεικόνιση του κόσμου(...)»(5) 
Αυτή η διαδικασία “άτεχνου” συγκεντρωτισμού τής εκκλησιαστικής αρχής έχει επιφέρει πολιτικές αρμοδιότητες και ολοένα αυξανόμενο πλούτο στους επισκόπους προσδίδοντας ήδη από τον 5ο αιώνα στην Εκκλησία χαρακτήρα δημόσιας αρχής.(6)  

Ωστόσο, σε επίσημα κείμενα της εκκλησίας και σε κείμενα επιφανών νομομαθών διατηρείται η μνήμη μιας αρχικής εξισωτικής κατάστασης. Φερ’ ειπείν, διαβάζουμε στον Άγιο Αυγουστίνο, κατόπιν στο διάσημο Γάλλο νομοδιδάσκαλο του 13ου αιώνα Μπωμανουάρ και τέλος στον Αμβρόσιο του Μιλάνου: 

«Αφού έπλασε (ο Θεός) τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση του πλάσμα με λογικό, τον προόρισε να είναι κύριος μόνο των άλογων όντων. Δεν τοποθετήθηκε ο άνθρωπος πάνω από τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος πάνω από τα ζώα. Η πρώτη αιτία της δουλειάς είναι η αμαρτία, με την οποία ο άνθρωπος υποτάσσεται στον άνθρωπο με τα δεσμά της κατάστασής του… Αλλά με βάση τη φύση μέσα στην οποία ο θεός δημιούργησε αρχικά τον άνθρωπο, κανένας δεν είναι δούλος ούτε σε άλλον άνθρωπο ούτε στην αμαρτία». (Άγιος Αυγουστίνος, β’μισά του 4ου και α’μισό του 5ου αιώνα μ.Χ.) 

«Μολονότι υπάρχουν τώρα αρκετές τάξεις ανθρώπων, η αλήθεια είναι ότι στην αρχή όλοι ήταν ελεύθεροι και είχαν την ίδια ελευθερία, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι καταγόμαστε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα». (Μπωμανουάρ, 13ος αιώνας). 

«Η φύση γέννησε όλα τα πράγματα για όλους τους ανθρώπους, για να τα έχουν όλα από κοινού. Γιατί ο Θεός πρόσταξε να παραχθούν όλα τα πράγματα για να είναι η τροφή κοινή για όλους και να είναι η γη κοινό κτήμα όλων. Συνεπώς η φύση δημιούργησε ένα κοινό δίκαιο, αλλά η χρήση και η συνήθεια δημιούργησαν το ιδιωτικό δίκαιο… Ο Κύριος ο Θεός θέλησε ιδιαίτερα να είναι η γη αυτή κοινό κτήμα όλων και να δίνει καρπούς σε όλους αλλά η πλεονεξία παρήγαγε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας». (Αμβρόσιος του Μιλάνου 4ος μ.Χ. αιώνας). 

Ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τής περιόδου που μας απασχολεί είναι, αδιαμφισβήτητα η κεντρικότητα της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων αφενός και η σταδιακή συγκρότηση της Εκκλησίας σε φορέα πολιτικής εξουσίας με σκοπό την πολιτισμική ενοποίηση του συνόλου του χριστιανικού κόσμου αφετέρου. Αφής στιγμής εδραιώθηκε αυτή η κατάταση, με σύγχρονους όρους μπορούμε να μιλήσουμε για τη μοναδική αληθινή υπερεθνική δύναμη της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Στα τέλη του 11ου αιώνα ένας εσμός από “μεταρρυθμιστές” πάπες, προκειμένου να στηθεί μια σχεδόν θεοκρατική δομή σε ολόκληρη την Ευρώπη, επιδίωξε ένα συγκεντρωτικό δίκτυο αββαείων και επισκοπών. «Ως συνέπεια αυτών των επιδιώξεων ήταν η προσπάθεια της Εκκλησίας να επιβάλλει την ειρήνη σε αντίπαλους άρχοντες και να καταστεί η ίδια ο κυρίαρχος παράγοντας στην κοινωνία.»(7) Από τον 11ο μέχρι και τον 14ο αιώνα η Ευρώπη σπαράζεται από θρησκευτικές και κοινωνικές έριδες. Εν συνόψει, αναζωπυρώνεται ο θρύλος του αυτοκράτορα των τελευταίων ημερών αντιστοίχως στο πρόσωπο του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου του VII και του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου του Β’ και φυσιογνωμίες φερέλπιδων τυχοδιωκτών όπως ο ψευτοβιλαρδουίνος ή ο κύρης της Ουγγαρίας κ.ά  εμφανίζονται σε μεσσιανικούς ρόλους. 

Η Εκκλησία προσπαθεί ολοένα και περισσότερο να εμποδίσει τις νέες ιδέες, που κυοφορούνταν και κυκλοφορούσαν στην ύπαιθρο και τις πόλεις από “περιπλανώμενους μοναχούς” με απότοκο τής προσπάθειάς της την εμφάνιση, κατά τον 14ο αιώνα, της Ιεράς Εξέτασης καθιερώνοντας ταυτόχρονα τη διά της πυράς θανάτωση των αιρετικών.(8)  

Από την άλλη πλευρά, ένα από τα σημαντικά στοιχεία, που ενοποιεί και κατηγοριοποιεί τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα τής περιόδου μεταξύ 11ου και 16ου αιώνα είναι ο πανταχού παρών αντιπλουτοκρατισμός των αιρετικών. Από το πρώτο διασωθέν περιστατικό (9) μέχρι τα ύστερα κινήματα των Λολλαρδών και των Χουσιτών σε Αγγλία και Βοημία τον 14ο και 15ο αι. αντίστοιχα, ο εξεγερσιακός κοινωνικός χαρακτήρας των μεσσιανικών κινημάτων αντιδρά στο συσσωρευμένο πλούτο της επίσημης Εκκλησίας. Εκφράζει με τον πλέον δυναμικό τρόπο για την εποχή, τη γενικευμένη πενία που κυριαρχεί στα πλαίσια τής υστερομεσαιωνικής κοινωνίας αντιδρώντας κατ’ ατυτόν τον τρόπο απέναντι στις ηθικές επιπτώσεις του γενικού πολιτισμού και της οικονομικής ευμάρειας του αστικού πολιτισμού, που εδραιώνεται την ίδια περίοδο. Η στέρηση του πλούτου φαντάζει ως ιδιαίτερα σωτήρια πράξη, η μόνη που μπορεί να αποζημιώσει για μία ευμάρεια που βιώνεται ως αμαρτία. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που πολλά από τα αιρετικά φαινόμενα θα συνδεθούν με το επαιτικό τάγμα των Φραγκισκανών και τη ριζοσπαστική θέαση της ευαγγελικής πενίας του Χριστού και των Αποστόλων. (10)

Ήδη από τον 12ο αιώνα, οι Βάλδιοι, μία αίρεση μεταξύ των τεχνιτών της Ν. Γαλλίας και της Β. Ιταλίας κατηγόρησε μαχητικά την Εκκλησία ό,τι παρεκκλίνει από το Ευαγγέλιο και έφτασε στο σημείο ανοιχτής σύγκρουσης με την παποσύνη. Παράλληλα, οι πορείες των “Μαστιγούμενων” (ένα ακόμη ξέσπασμα της θρησκευτικής υστερίας που είχε δημουργήσει η πανώλη μετά το φονικό της πέρασμα από την Ευρώπη το 1340, που επιτίθεται πέραν από τους ιερείς και στους Εβραίους) οργώνουν την Ευρώπη, οι σταυροφορίες των ποιμένων συγκλονίζουν τους αστούς και τους φτωχούς της Γαλλίας και ο Πάπας εξαπολύει τις σταυροφορίες εναντίον της αίρεσης των «Αλβιγηνών», γνωστοί και ως Καθαροί. Στις 15 Μαρτίου του 1244 πέφτει μετά από απεγνωσμένη αντίσταση σχεδόν δύο χρόνων το τελευταίο προπύργιο των Καθαρών το περίφημο φρούριο, Μονσεγκύρι στα Πυρηναία. Στις 16 Μαρτίου του 1244, 200 από τους υπερασπιστές του που αρνούνται να αποκηρύξουν την πίστη τους καίγονται ζωντανοί. 

Από το 1320 έως το 1380 γίνονται συνεχείς εξεγέρσεις στη Βρύγη, το Υπρ και τη Γάνδη που είναι κέντρα υφαντουργίας. Την ίδια εποχή εξεγείρεται το Παρίσι (με τον “δήμαρχο” Ετιέν Μαρσέλ τη δεκαετία του 1350), η Πικάρδια (λίγο μετά το 1358) και η Νορμανδία. Το 1325 εξεγείρονται οι χωρικοί της Φλάνδρας και οι υφαντουργοί της Βρύγης. 

Ύστερα από πολλές και μακροχρόνιες συγκρούσεις τα φτωχότερα στοιχεία νίκησαν στη Γάνδη το 1336, όταν οι μικρότερες συντεχνίες, αφού εκθρόνισαν τους πλούσιους ηγέτες των συντεχνιών της πόλης, εγκαθίδρυσαν μία νέα αρχή αποτελούμενη από υφαντές, γναφείς και μάστορες των μικρότερων συντεχνιών. Βέβαια, μολονότι στο σύνολό τους οι φλαμανδικές πόλεις εδειχναν να τείνουν προς την πολιτική αυτονομία, εν τούτοις η αντιπαλότητα που επικρατούσε με τον κόμη της Φλάνδρας, ο οποίος εκπροσωπούσε την εξουσία τής Γαλλίας, είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές η αντίσταση των καταπιεζόμενων κυρίως ανθρώπων των πόλεων και όχι της υπαίθρου να «οδηγεί συχνά σε πειραματικές συμμαχίες μεταξύ πληβείων εργατών και συντεχνιών, πλούσιων και φτωχών, σε ένα αμήχανο κοινό μέτωπο απέναντι στον εξωτερικό εχθρό»(11) Από το 1378 έως το 1382 επικρατεί στη Φλωρεντία η εξέγερση των Τσιόμπι (των τεχνητών που λανάριζαν το μαλλί).(12) 
Συνεπώς, ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζεται εντόνως από κοινωνικά κινήματα θρησκευτικής και βιοτικής δυσαρέσκειας, τα οποία είτε ως κινήματα είτε ως εκτεταμένα δίκτυα μυστικών συναθροίσεων ζητούν ανοιχτά την αναδιανομή του πλούτου. 

{Δουλοπάροικοι και οι αγρότες...
Συγκάλεσαν πολλές συνελεύσεις.
Διέδωσαν αυτήν την εντολή:
όποιος βρίσκεται ψηλότερα αυτός είναι ο εχθρός...
Και αρκετοί έδωσαν όρκο
πως ποτέ δεν θα συναινούσαν
άρχοντα ή αφέντη να δεχθούν}(13)


Η εξέγερση των Άγγλων χωρικών (1381)

Η προηγούμενη μνήμη μιας αποκατάστασης της αρχικής εξισωτικής κατάστασης καθώς έχει διατηρηθεί το πρόταγμά της ζωντανό για πρώτη φορά τίθεται καθαρά κατά την εξέγερση των άγγλων χωρικών το 1381. Η λαϊκή δυσαρέσκεια προϋπήρχε ήδη από το 1351, όταν με νόμο επιβλήθηκε η καθήλωση των μισθών των αγρεργατών, παρότι υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού. Εξαιτίας της πρόσφατης μεγάλης επιδημίας πανώλης, του Μαύρου Θάνατου είχε μειωθεί η διαθέσιμη εργατική δύναμη κάτι που προκάλεσε χρόνιες εξεγέρσεις αγροτών με αντικείμενο καλύτερες υλικές απολαβές. Κορυφώθηκε σε εξέγερση με την επιβολή ενός κεφαλικού φόρου για τη χρηματοδότηση του πολέμου με τη Γαλλία («Εκατονταετής Πόλεμος»), που ξεσήκωσε όχι μόνο τους αγρότες, αλλά και τους αστούς. Στο επίκεντρο της εξέγερσης βρέθηκαν οι κομητείες της νοτιοανατολικής Αγγλίας, ενώ και αυτή η εξέγερση ξεκίνησε από την ύπαιθρο αποτελώντας συνέχεια των εξεγέρσεων της Φλάνδρας και της γαλλικής Jaquerre(14) του 1356. 

Μία νέα τάξη ελεύθερων μικροκτηματιών έκανε την εμφάνισή της απαιτώντας την ελεύθερη χρήση των δασών, υψηλότερες ανταμοιβές στην εργασία, κατάργηση των προνομίων των ευγενών και ταυτόχρονη διάλυση των φεουδαρχικών δεσμών και το δικαίωμα να νοικιάζουν τις υπηρείες των. Εκφράζοντας εξισωτικές ακόμη και κομμουνιστικές απόψεις, οι εξεγερμένοι Άγγλοι χωρικοί υπό την ηγεσία των Γουάτ Τάυλερ και Τζων Μπωλ στράφηκαν πέρα από τις γενικότερες αδικίες της εποχής και τα προνόμια πιο συγκεκριμένα στον ιεραρχικά δομημένο πυρήνα τής φεουδαρχικής κοινωνίας. Όταν οι χωρικοί πλησίασαν στο Λονδίνο οι εξαθλιωμένες μάζες της πόλης ξεσηκώθηκαν και αφού απέτρεψαν το κλείσιμο των πυλών ενώθηκαν με τους εξεγερμένους αγρότες. Το μενόμενο πλήθος εκτέλεσε τον αρχιεπίσκοπο του Καντερμπουρύ και τον καγκελάριο του βασιλιά, και αφού κατέλαβαν τις φυλακές απελευθέρωσαν τους κρατούμενους. Τα ανάκτορα πυρπολήθηκαν και οι θησαυροί τους καταστράφηκαν. 

Η εξέλιξη ως είθισται: Ο νεαρός βασιλιάς Ριχάρδος ο Β’ ισχυριζόμενος ότι ήθελε να τεθεί επικεφαλής του στρατού των επαναστατών παρέσυρε τους εξεγερμένους σε παγίδα και τους εξόντωσε. Τόσο οι διώξεις όσο και οι προγραφές συνεχίστηκαν. Ο Τζων Μπωλ Λολλάρδος ιεροκήρυκας και ηγέτης της εξέγερσης έλεγε στα κηρύγματά του: «(...) Όταν δεν θα υπάρχουν ούτε υποτελείς ούτε άρχοντες, όταν οι άρχοντες δεν θα είναι περισσότερο κύριοι απ’ όσο εμείς οι ίδιοι...Μήπως δεν καταγόμαστε όλοι από τους ίδιους προγόνους, τον Αδάμ και την Εύα;».(15) 
Η Εξέγερση των Χωρικών, που κράτησε λιγότερο από ένα μήνα, μπορεί να απέτυχε ως κοινωνική επανάσταση, αλλά καρποφόρησε ως κίνημα διαμαρτυρίας κατά της φορολογίας των φτωχότερων τάξεων και σήμερα αποτελεί ένα από τα σύμβολα της αγγλικής Αριστεράς (sic!).

Η εθνική επανάσταση των Βοημών (1419-1436)

Λίγο αργότερα και ενώ πυκνώνουν οι ανταλλαγές και τα ταξίδια των διανοούμενων ανάμεσα στο Λονδίνο και την Πράγα το κήρυγμα του Ουίκλιφ συναντά τις απόψεις του Γιαν Χους. O Γιαν Χους, θρησκευτικός φιλόσοφος, μεταρρυθμιστής και από το έτος 1401 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, ως θρησκευτικός μεταρρυθμιστής ήταν επηρεασμένος από τον καθηγητή της Σχολής της Οξφόρδης, Τζον Οϋίκλιφ, ο οποίος ήταν πνευματικός πατέρας των Άγγλων περιπλανώμενων ιεροκήρυκων Λολλάρδων, οίοι κήρυτταν ένα άγριο μήνυμα κοινωνικής ισότητας . Ο Χους υπήρξε πρόδρομος του προτεσταντικού κινήματος, και άσκησε ισχυρή επιρροή στην κεντρική Ευρώπη, και ιδιαίτερα στις διδασκαλίες του Μαρτίνου Λούθηρου. Όσοι ασπάζονταν τις θέσεις του Χους αποκλήθηκαν "Ουτρακβίτες" ή «Χουσίτες/Ουσσίτες». Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεώρησε τις διδασκαλίες του αιρετικές.

Ο Γιάν Χους προσήλθε στην σύνοδο της Κωνσταντίας το 1415 για να παρουσιάσει τις απόψεις του, έχοντας την εγγύηση από τον αυτοκράτορα Σιγισμούνδο πως θα τύχει ευνοϊκής συμπεριφοράς από τους εκπροσώπους του κλήρου. Παρόλα αυτά, συνελλήφθη ως πολέμιος της διαφθοράς του κλήρου και της πώλησης συγχωροχαρτιών και θανατώθηκε αυθημερόν στην πυρά. Η εκτέλεση του πυροδότησε τη βοημική επανάσταση (1419-1436). Το χουσιτικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε γρήγορα και πέρασε στα χέρια των συντεχνιών, ενώ ο ρόλος των κατώτερων στρωμάτων του πληθυσμού αλλά και η αυξημένη μαχητικότητα των χωρικών έδωσαν την ηγεμονία στους θαβορίτες, την πιο δυναμική τάση του κινήματος. 

Οι θαβορίτες πήραν το όνομά τους από τον σημαντικότερο από τους οικισμούς τους, όπου ζούσαν σύμφωνα με τις αρχές της κοινοκτημοσύνης και τον οποίο ονόμαζαν Θαβώρ. Εξαιρετικά βίαιοι Αναβαπτιστές και χιλιαστικοί είχαν, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν σαφώς κομμουνιστική νοοτροπία, δίχως να αποτελούν κίνημα χωρικών, έχοντας ως κοινότητα καταργήσει πλήρως την ιδιοκτησία και έχοντας καταστήσει μία θέση εμφανώς ελευθεριακή αέναντι στην εξουσία. 

Κέρδισαν σπουδαίες στρατιωτικές νίκες και αποτέλεσαν μια απειλή που τρομοκράτησε όλη τη φεουδαλική Ευρώπη, καθώς η επίδραση τους εξαπλώθηκε στη Γερμανία, τη Γαλλία και μέχρι και την Ισπανία. Προκειμένου να αμυνθούν απέναντι στις δυνάμεις του Αυτοκράτορα Σιγισμούνδου, των κληρικών, των ευγενών και των πλούσιων συντεχνιών ζήτησαν τη βοήθεια των χωρικών χωρίς επιτυχία. Το 1434 ο στρατός των θαβοριτών νικήθηκε κατά κράτος στη μάχη του Λιπάν από τους συντηρητικούς χουσίτες και το 1452 κατελήφθηκε και η ίδια η πόλη Θαβώρ, με αποτέλεσμα ένα τραγικό απολογισμό 13.000 νεκρών θαβοριτών. 

Τρεις αιώνες πριν το 12ο αιώνα, έγραφε ο Κοσμάς της Πράγας ο πρώτος βοημός ιστορικός: «Όπως η ακτινοβολία του ήλιου ή η υγρασία του νερού, έτσι και τα οργανωμένα χωράφια και τα βοσκοτόπια, και ως και οι γάμοι ήταν κοινά… Γιατί, όπως τα ζώα, οι άνθρωποι συνευρίσκονταν μόνο για μια νύχτα… Ούτε και ήξερε κανένας να πει “δικό μου”, αλλά άπως στο μοναστικό βίο ονόμαζαν ότι είχαν “δικό μας”. Δεν είχαν μάνταλα στα ξύλινα καλύβια τους, δεν έκλειναν τις πόρτες τους σε όποιον είχε ανάγκη, επειδή δεν υπήρχαν ούτε κλέφτες, ούτε ληστές, ούτε φτωχοί. Μα αλίμονο! Αντάλλαξαν την ευημερία με το αντίθετό της και την κοινή με την ιδιωτική ιδιοκτησία». 

Και πλέον στο 15ο αιώνα οι επίγονοι των θαβωριτών διατυπώνουν τις αρχές τους: «Αφού στο Θαβώρ δεν υπάρχουν δικό Μου και δικό Σου, αλλά είναι όλα κοινά, έτσι όλοι οι άνθρωποι πρέπει πάντα να τα έχουν όλα κοινά και κανένας δεν πρέπει να έχει στην κατοχή του τίποτε δικό του. Όποιος κατέχει ιδιωτική ιδιοκτησία, διαπράττει θανάσιμο αμάρτημα». 

Οι δύο μεγάλες αυτές αιρέσεις λοιπόν, από τη μία των περιπλανώμενων Λολλαρδών και των Χουσιτών (που εππηρεάστηκαν κατά πολύ από τα κηρύγματά των πρώτων) διεκδίκησαν και κατόρθωσαν στην περίπτωση των οπαδών του Χους τη συγκρότηση εθνικής εκκλησίας, συνδέοντας για πρώτη φορά το ακατέργαστο εθνικό συναίσθημα με το θρησκευτικό δόγμα. 

Το 16ο αιώνα το κέντρο βάρους της εξέγερσης μετατοπίζεται στη Γερμανία. Η συνεχής κοινωνική αναταραχή κορυφώνεται οκτώ χρόνια μετά τη θυροκόλληση από τον Λούθηρο των 95 θέσεών του, οπότε και ξεσπά ο πόλεμος των χωρικών στα τέλη του 1524, η για πολλούς σημαντικότερη μαζική εξέγερση τηες προνεοτερικής Ευρώπης. Ηγέτης της εξέγερσης των χωρικών στη Θουριγγία ήταν ο κληρικός Τόμας Μύντσερ. Προτεστάντης επιτυχημένος ιεροκήρυκας με πανεπιστημιακή γνώση, ο Μύντσερ αρχικά τάχθηκε υπέρ του Λουθήρου στις πρώτες συγκρούσεις με τον πάπα και τον αυτοκράτορα, ενώ κατόπιν χρησιμοποίησε τη βιβλική γλώσσα, όχι για να υπερασπιστεί την ταξική εξουσία, αλλά για να πολεμήσει εναντίον της.(16) Υπερασπίστηκε τους μεταλλωρύχους και τους υφαντουργούς. Διώχτηκε επανειλημμένα και περιπλανήθηκε στη Βοημία και τη Γερμανία περιπλανώμενος σε εσχάτη ένδεια. Ίδρυσε την επαναστατική οργάνωση “Η Λίγκα Των Εκλεκτών”, η οποία στηριζόταν στους μεταλλωρύχους και τους τεχνίτες. Τελικά, ο Μύντσερ νικήθηκε στο Φρανκενχάουζεν, συνελήφθηκε και αφού βασανίστηκε εκτελέστηκε στις 27/6/1525 σε ηλικία 28 ετών. 

Ο Μύντσερ στο φυλλάδιο “Η Ευρύτατα Απαιτούμενη Άμυνα” διατυπώνει το δόγμα του για την κοινωνική επανάσταση και επιτίθεται με σφοδρότητα στον Λούθηρο. «Ο ελεεινός κόλακας (ο Λούθηρος) δεν μιλάει για την καταγωγή όλης της κλοπής. Κοιτάχτε τα εδάφη στα οποία φυτρώνουν η τοκογλυφία, η κλοπή και η ληστεία είναι οι άρχοντες και οι ηγεμόνες μας, θεωρούν όλα τα πλάσματα ιδιοκτησία τους: Τα ψάρια στο νερό, τα πουλιά στον αέρα, τα φυτά στο έδαφος, όλα πρέπει να γίνουν δικά τους. Διαδίδουν τις εντολές του θεού στους φτωχούς και λένε: Ο Θεός πρόσταξε “ου κλέψεις”. Καταπιέζουν όλους τους ανθρώπους και ρημάζουν το φτωχό χωρικό και όλα όσα ζουν – κι όμως αν ο γεωργός διαπράξει το παραμικρό θα τον κρεμάσουν. Οι άνθρωποι θα ελευθερωθούν και μόνο ο θεός θα είναι κύριός τους». 

Με επιστολή του τον Απρίλιο του 1525 απευθύνεται γεμάτος πάθος και ενθουσιασμό στους ομοϊδεάτες του στο Αλστέντ: «Ολόκληρη η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. Οι χωρικοί στο Κλιτγκάου, στο Χεγκάου και στο Μέλανα Δρυμό ξεσηκώθηκαν. Απάνω τους, απάνω τους! Ηρθε η ώρα. Οι παλιάνθρωποι είναι αποθαρρημένοι σαν σκυλιά. Είναι ανάγκη, μεγάλη ανάγκη, αμέτρητη ανάγκη. Μη λογαριάσετε τους θρήνους των ασεβών. Ξεσηκώστε τους ανθρώπους σε πόλεις και σε χωριά και οι περισσότεροι μεταλλωρύχοι και τα άλλα καλά παιδιά θα κάνουν καλά τη δουλειά τους. Απάνω τους, απάνω τους, τώρα στη βράση! Μην κρυώσει το σπαθί σας! Σφυροκοπάτε ασταμάτητα το αμόνι του Νέμρωνα.(17) Γκρεμίστε τους πύργους τους! Όσο μένουν ζωντανοί ποτέ δεν θα αποτινάξετε το φόβο των ανθρώπων». 

«Ελπίζουμε ότι η κοινοκτημοσύνη θα είναι τόσο ισχυρή όσο η χάρη του Θεού» 

Το 16ο αιώνα ως κληρονόμος των μεσαιωνικών αιρέσεων και των κοινωνικών εξεγέρσεων, αλλά με πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια, εμφανίζεται το κίνημα των “Αναβαπτιστών”, κορυφαία στιγμή του οποίου κατέστη η εξέγερση και πολιορκία του Μίνστερ (1534-1535). 

Στο Μίνστερ οι αναβαπτιστές επικεφαλής των συντεχνιών, των φτωχών και των φυγάδων που είχαν συρρεύσει στην πόλη εγκαθίδρυσαν το 1534 μια επαναστατική κοινότητα που κατήργησε την ιδιοκτησία και το χρήμα. Μια πόλη 10.000 κατοίκων εκ των οποίων οι 1.500 ήταν ένοπλοι αντιστάθηκε ενάμισι χρόνο στους στρατούς των συνασπισμένων ηγεμόνων. 

Οι εξεγερμένοι, διαπνεόμενοι από μεσσιανικές προσδοκίες, ήλπιζαν να ξεσηκώσουν τα φτωχά στρώματα της Ευρώπης. Όμως, οι αυτοσχέδιοι στρατοί που έσπευσαν να τους βοηθήσουν νικήθηκαν ο ένας μετά τον άλλο, οι εξεγέρσεις στο Μίντεν και το Άμστερνταμ συντρίφτηκαν. Αναρίθμητοι εξεγερμένοι, άνδρες και γυναίκες στις πόλεις αποκεφαλίστηκαν, εκτελέστηκαν με πνιγμό, στην πυρά ή στον τροχό των βασανιστηρίων. Η εξέγερση έμεινε απομονωμένη και μέσα στην πολιορκημένη πόλη εγκαθιδρύθηκε μια θεοκρατική δικτατορία. Η πόλη έπεσε στις 24/6/1535 αφού αντιστάθηκε μέχρι εσχάτων. 

«Ανάμεσά μας ο θεός –που του αξίζουν αιώνια εγκώμια και ευχαριστίες– αποκατέστησε την κοινοκτημοσύνη, όπως ήταν στην αρχή και όπως αρμόζει στους αγίους του θεού. Ελπίζουμε ότι και ανάμεσά μας η κοινοκτημοσύνη θα είναι τόσο ισχυρή και ένδοξη και με τη χάρη του θεού θα τηρείται με τόσο καθαρή καρδιά, όσο και παλιά. Γιατί όχι μόνο βάλαμε όλα μας τα υπάρχοντα σε κοινό ταμείο με τη φροντίδα των διακόνων και ζούμε με αυτά ανάλογα με τις ανάγκες μας: Τιμούμε το θεό διά μέσου του Χριστού με μια καρδιά και έναν νου και πρόθυμα βοηθούμε τον πλησίον μας σε ότι θελήσει. Και συνακόλουθα, όλα όσα εξυπηρέτησαν τους σκοπούς της ιδιοτέλειας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας όπως οι αγοραπωλησίες, η δουλειά για το χρήμα, ο τόκος και η τοκογλυφία – έστω και σε βάρος απίστων – ή το να τρωγοπίνεις τον ιδρώτα του φτωχού (δηλαδή, να δένεις στη δουλειά τους συμπολίτες και τους συνανθρώπους σου για να παχαίνεις) και πράγματι όλα όσα παραβιάζουν την αγάπη – όλα αυτά τα πράγματα τα καταργήσαμε εδώ με την αγάπη και την κοινοκτημοσύνη. Και ξέροντας ότι ο θεός θέλει τώρα να καταργηθούν τέτοιες αισχρότητες, προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να ξαναγυρίσουμε σε αυτές. Ξέρουμε ότι κάτι τέτοιες θυσίες αρέσουν στο Θεό». (Από το φυλλάδιο που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1534 και απευθυνόταν στους κατοίκους των άλλων πόλεων). 

«Οι φτωχότεροι από μας που παλιότερα μας περιφρονούσαν και μας έλεγαν ζητιάνους, είναι τώρα ντυμένοι εξίσου όμορφα με τους ανώτερους και πιο διακεκριμένους πολίτες. Με τη χάρη του θεού έγιναν εξίσου πλούσιοι με τους δημάρχους και τους ευπορότερους πολίτες». (Γράμμα από το Μίνστερ). 

«Εμείς εδώ ζούμε σε κατάσταση μεγάλης ανησυχίας εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο φούντωσε η εξέγερση των αναβαπτιστών. Γιατί πράγματι φούντωσε σαν φωτιά. Νομίζω πως δεν υπάρχει πόλη ή χωριό που να μην καίει κρυφά ο πυρσός. Κηρύσσουν την κοινοκτημοσύνη των αγαθών, με αποτέλεσμα να συρρέουν αγεληδόν όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα». (Γράμμα από την Αμβέρσα, ενός λόγιου στον Έρασμο του Ρότερνταμ). 





Βιβλιογραφία:
  1. Νόρμαν Κον, Αγώνες για την Έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού. Επαναστάτες Χιλιαστές και Μυστικιστές Αναρχικοί του Μεσαίωνα, μεταφρ. Βασίλης Τομανάς, Αθήνα, εκδ. Νησίδες, 2006 
  2. Ανδ. Κοφινάκη, Η Αναβίωση της Αίρεσης στη Δύση: κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις ενός θρησκευτικού φαινομένου, περιοδ. ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ, 27/01/2016
  3. Ανδ. Κοφινάκη, Διδακτορική Διατριβή, Αιρετικός λόγος και ριζοσπαστικός φραγκισκανισμός: χιλιαστικές και συνοδικές μορφές αντίστασης στην παπική εξουσία, Αθήνα, 2017 
  4. Κ.Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1999
  5. Κρις Χάρμαν, Λαϊκή Ιστορία Του Κόσμου, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2012
  6. Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, Λαϊκά Κινήματα στην Επανασταστική Εποχή, τ.1, Αθήνα, εκδ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2009
  7. Eduardo Colombo, Περί Της Πόλεως Και Του Πληβειακού Κοινωνικού Χώρου, Αθήνα, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, σειρά Το Μοναστήρι Του Θελήματος, 1, 1996
  8. Nicholas D., Η Εξέλιξη Του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση Και Σκέψη Στην Ευρώπη 312-1500, Αθήνα, 2004

Υποσημειώσεις:

  1. Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, Λαϊκά Κινήματα στην Επανασταστική Εποχή, τ.1, Αθήνα, εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, σελ.35
  2. Κ.Μαρξ, «Συμβολή στην κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Εισαγωγή» στο: Κ.Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1999σ.118
  3. Φ.Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ , εκδ.Αναγνωστίδη, σ. 469
  4. Μάντισσες μέχρι και προφήτισσες στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο. H Σίβυλλα Τιμπουρτίνα έζησε περί το 2700 π.Χ. και θεωρείται από τις πρώτες προσωπικότητες που προφήτευσαν για τον ερχομό του Χριστού.(ΣτΣ)
  5. βλ. Eduardo Colombo, Περί Της Πόλεως Και Του Πληβειακού Κοινωνικού Χώρου, Αθήνα, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, σειρά Το Μοναστήρι Του Θελήματος, 1, 1996, σελ. 11
  6. Βλ. Nicholas D., Η Εξέλιξη Του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση Και Σκέψη Στην Ευρώπη 312-1500, Αθήνα, 2004, σ. 64
  7. βλ. Κρις Χάρμαν, Λαϊκή Ιστορία Του Κόσμου, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2012, σελ. 145    
  8. Αν και οι περιπτώσεις των αιρετικών κύκλων στην Ορλεάνη αποτελούν το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα καύσης αιρετικών, τουλάχιστον στον γαλλικό χώρο. Ανά καιρούς έχουν αποδοθεί στους αιρετικούς της Ορλεάνης ποικίλα και αντικρουόμενα δόγματα και πρακτικές, όπως η απόρριψη του μυστηρίου του γάμου, της Αγίας Τριάδας και της κατανάλωσης κρέατος. 
  9. Το 970 στη Ραβέννα έχει καταγραφεί η εμφάνιση υποτιθέμενης αιρετική ομάδας που φέρεται να συστήθηκε γύρω από τον Βιλγάρδο, διδάσκαλο της γραμματική, ο οποίος ανέδειξε και υπερασπίστηκε τις αλήθειες που «κρύβονταν» στα φιλολογικά έργα των μεγάλων κλασικών, όπως ο Οράτιος και ο Βιργίλιος. Πάντως η ύπαρξη αυτής της αιρετικής ομάδας αμφισβητείται, καθώς οι σχετικές πηγές είναι ανεπαρκείς και αναφέρονται μόνο τσην καταδίκη του Βιλγάρδου από τον αρχιεπίσκοπο της Ραβέννας 
  10. βλ. Ανδ. Κοφινάκη, Η Αναβίωση της Αίρεσης στη Δύση: Κοινωνικοπολιτικές Διαστάσεις Ενός Θρησκευτικού Φαινομένου, περιοδ. ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ, 27/01/2016 
  11. βλ. ό.π., Murray Bookchin, σελ. 48
  12. Πολιτικό Καφενείο, 2005
  13. παρατίθεται στο J.-P. P~oly & E. Bournazel, The Feudal Transformation, Νέα Υόρκη, 1991, σελ. 119
  14. βλ. ό.π., Murray Bookchin, σελ. 38
  15. jacqueries: Έτσι ονομάζονταν (από ένα παρατσούκλι των ευγενών για τους άξεστους χωρικούς, “Ζακ”) στη Γαλλία οι αγροτικές εξεγέρσεις του Μεσαίωνα εναντίον των ευγενών, βλ. ό.π., Murray Bookchin, Η Τρίτη Επανάσταση, σελ. 5 
  16. βλ. ό.π., Κρις Χάρμαν, Λαϊκή Ιστορία Του Κόσμου, σελ. 187 
  17. Ο Νέμρων έχτισε τον πύργο της Βαβέλ και θεωρείται αυτός που έφερε την ιδιοκτησία, καταστρέφοντας την αρχική εξισωτική φονική κατάσταση.(ΣτΣ)

Σχόλια