"Μικρό μανιφέστο απ’ τους καιρούς της πανδημίας" Της συλλογικότητας «Σε πείσμα των πάντων»






Ως συλλογικότητα Σε πείσμα των πάντων[i] μοιραζόμαστε σε αυτό το «Μικρό μανιφέστο» πέντε σημεία στοχασμού και υποθετικών πρακτικών, για όσους ενδιαφερθούν. Ελπίζουμε αυτή η συνεισφορά να είναι χρήσιμη για τη σκέψη και τη δράση μέσα στη μαυρίλα της περιπλοκότητας.
1. Η επιστροφή των σωμάτων
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών, σταθήκαμε μάρτυρες του θριάμβου και της αδιαφιλονίκητης κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου συστήματος σε κάθε μέρος του πλανήτη. Μεταξύ των διαφορετικών τάσεων που χαρακτηρίζουν αυτόν τον τύπο συστήματος, μία συγκεκριμένα μοιάζει να αποτελεί τον τρόπο σκέψης της εποχής: αυτή που συνίσταται στην πρόσληψη των σωμάτων ως ένα βουητό που διαταράσσει το αφήγημα της εξουσίας. Κι αυτό επειδή τα αληθινά σώματα, πάντοτε υπερβολικά «βαριά» και αδιαφανή, είναι σώματα που επιθυμούν και ζουν, που αποδρούν από τις προβλέψιμες γραμμικές λογικές. Από πάντα, οι κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και πρακτικές έχουν ως στόχο να απεδαφικοποιήσουν αυτά τα σώματα, να τα κάνουν εικονικά, να τα καταστήσουν μία χειραγωγήσιμη πρώτη ύλη, ένα «ανθρώπινο κεφάλαιο» που θα χρησιμοποιήσουν κατά βούληση στα κυκλώματα της αγοράς. Απαιτούν απ’ αυτά τα σώματα να είναι πειθαρχημένα, να μετακινούνται δίχως κριτήρια, να είναι ευέλικτα, έτοιμα να προσαρμοστούν (το leitmotiv της εποχής μας) στις ανάγκες που καθορίζει η μακρο-οικονομική δομή. Εν μέσω αυτής της άκρας αβεβαιότητας, τα σώματα «χωρίς χαρτιά»,[ii] τα σώματα των ανέργων, τα σώματα που «δεν είναι όπως πρέπει», τα σώματα που πνίγηκαν στη Μεσόγειο, αυτά που στοιβάζονται σε κέντρα κράτησης, εν ολίγοις τα υπεράριθμα σώματα, γίνονται απλώς αριθμοί, μηδενικής αξίας, χωρίς σωματικότητα και, έτσι, κυρίως χωρίς ανθρωπιά.
Μέσα στον τεχνικοεπιστημονικό κόσμο, αυτή η τάση εκφράζεται υπό τη μορφή τού «τα πάντα είναι δυνατά», που δεν αναγνωρίζει κανένα βιολογικό ή πολιτισμικό όριο στην παθολογική επιθυμία της οργανικής απορρύθμισης. Στο εξής, πρόκειται για ένα ζήτημα αύξησης των μηχανισμών του ζωντανού, της πιθανότητας να ζήσουμε χίλια χρόνια, ακόμη και ν’ αγγίξουμε την αθανασία! Δεν πρόκειται για τίποτα λιγότερο από την επιθυμία να παράξουμε μια ζωή μετα-οργανική μέσα στην οποία θα μπορέσουμε να καταρρίψουμε τα εμπόδια των σωμάτων, από τη φύση τους τόσο ατελή και τόσο εύθραυστα. Η καταστροφική επιτάχυνση της Ανθρωπόκαινου τα τελευταία τριάντα χρόνια μαρτυρά τις ολέθριες συνέπειες αυτού του τεχνικιστικού «τα πάντα είναι δυνατά», που όχι μόνο αγνοεί αλλά συνθλίβει τις φανερές ιδιαιτερότητες των οργανικών διαδικασιών.
Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που είχε πειστεί πως μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια του ζωντανού, ξέσπασε η πανδημία. Με καταστροφικό τρόπο και υπό την πίεση της απειλής, συνειδητοποιούμε ξαφνικά ότι τα σώματα έχουν επιστρέψει. Ορίστε που έγιναν, από τη μία μέρα στην άλλη, τα βασικά ζητήματα της κατάστασης και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν. Τα σώματα μας θυμίζουν εμάς. Και αυτή η επιστροφή μοιάζει να ανοίγει, μεταφορικά, ένα παράθυρο απ’ το οποίο μπορούμε να διακρίνουμε πολλές πιθανότητες δράσης. Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε ότι η εξουσία έχει τη δυνατότητα, όποτε το επιθυμεί, να ξεδιπλώσει τις απαραίτητες πολιτικές για την προστασία και την διαφύλαξη του ζωντανού. Ο Βασιλιάς είναι γυμνός! Εν μέσω της κατάπληξης, όσοι διαχειρίζονται την παγκόσμια οικονομία έχουν καταλάβει πως το ιερό τους τέρας, η οικονομία, δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς ζωντανούς σκλάβους. Αφού επιχείρησαν να μας πείσουν πως η μοναδική σοβαρή «πραγματικότητα» αυτού του κόσμου καθοριζόταν από τις οικονομικές απαιτήσεις, οι κυβερνήσεις (σχεδόν) ολόκληρου του πλανήτη αποδεικνύουν ότι είναι δυνατό να αντιδράσουμε διαφορετικά, με κίνδυνο να αλλάξουμε την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Πρόκειται για ένα είδος απολογίας από εκείνους που είχαν υποστηρίξει κατηγορηματικά πως όλες οι πολιτικές (κοινωνικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές…) έπρεπε αναγκαστικά να συμβαδίζουν με τον «οικονομικό ρεαλισμό», αναγόμενο σε έναν απολυταρχικό θεό τον οποίο δεν μπορείς να παρακούσεις.
Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να αντικαταστήσουμε έναν μύθο μ’ έναν άλλον. Τον μύθο του νεοφιλελευθερισμού που διατηρούσε την ψευδαίσθηση μιας κοινωνίας αποτελούμενης από αυτόνομα άτομα παρατεταγμένα στη σειρά, αντικαθιστά, αυτές τις τελευταίες εβδομάδες, ένα άλλο φαντασιακό αφήγημα που διατείνεται πως βρισκόμαστε εφεξής όλοι «στην ίδια βάρκα». Διόλου δεν κατακρίνουμε μια τέτοια πρόσκληση στην αλληλεγγύη. Θα ήταν, παρ’ όλα αυτά, λάθος να πιστέψουμε ότι ο συλλογικός χαρακτήρας της απειλής θα έσβηνε ως διά μαγείας την ανισότητα ανάμεσα στα σώματα. Η κοινωνική τάξη, το κοινωνικό φύλο, η οικονομική κυριαρχία, η στρατιωτική βία ή η πατριαρχική καταπίεση αποτελούν η καθεμιά τους μια πραγματικότητα που τοποθετεί τα σώματά μας με διαφορετικό τρόπο. Έτσι, ας μην αφεθούμε να εφησυχάσουμε απ’ αυτόν τον ρομαντισμό του εγκλεισμού που αποσκοπεί, στο άκουσμα της σάλπιγγας, να μας κάνει να ξεχάσουμε αυτές τις διαφορές.
2. Η ανάδυση μιας κοινής εικόνας
Ζούμε όλοι στη σκιά μιας απειλής τεράστιας και γενικευμένης: αυτήν της παγκόσμιας οικολογικής απορρύθμισης της οποίας οι ολοένα και πιο μαζικές συνέπειες (κλιματική αλλαγή, κατάρρευση της βιοποικιλότητας, μόλυνση της ατμόσφαιρας και των ωκεανών, εξάντληση των φυσικών πόρων…) αγγίζουν ήδη το σύνολο των έμβιων όντων και των ανθρώπινων κοινωνιών. Είναι βέβαιο στις μέρες μας ότι μία πλειονότητα ατόμων επηρεάζονται από και αντιλαμβάνονται (με την νευροφυσιολογική έννοια) αυτή την πραγματικότητα. Εν τούτοις, για τους περισσότερους από εμάς, είναι σαν η καταστροφή, που δεν θα ξεσπάσει αύριο αλλά σήμερα, να μην είχε κριθεί ως συγκεκριμένη και άμεση. Η αντίληψη είναι πραγματική. Αλλά παραμένει σε ένα θολό επίπεδο καθώς δεν έχει βιωθεί άμεσα. Είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, βυθισμένοι μέσα στην απειλή. Αποτελεί την ατμόσφαιρά μας. Και, παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να παράξουμε μια γνώση για τις αιτίες της απειλής, μια γνώση που θα ήταν η μόνη ικανή να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εικόνα του κινδύνου που πυροδοτεί την αντίδραση. Καθημερινά λαμβάνουμε νέα σχετικά με την καταστροφή αλλά οι πληροφορίες, αντί να προκαλέσουν την πράξη, οδηγούν στην αδυναμία και στην παθητικότητα. Κατά συνέπεια, ποιος αντιδράει αληθινά μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Πρόκειται, νομίζουμε, για όσους συμμετέχουν στην αναζήτηση των αιτιών: θύματα, επιστήμονες, όσοι διανέμουν απόρρητες πληροφορίες… Για να το πούμε αλλιώς, αυτοί που συμμετέχουν σε μια δράση ικανή να αναδείξει μια ξεκάθαρη αναπαράσταση του αντικειμένου.
Απέναντι στις συνειδητές απειλές που όμως βιώνονται αφαιρετικά, παραλύουμε απ’ την αγωνία. Αντιθέτως, μπροστά σε μια αιτία που έχουμε αναγνωρίσει, νιώθουμε κατά βάση φόβο. Και ο φόβος, σε αντίθεση με μια αγωνία δίχως αντικείμενο, οδηγεί στη δράση.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να επανέλθουμε στη διάκριση που πρότεινε ο Γερμανός φιλόσοφος Leibniz, η οποία χρησιμοποιήθηκε και στη νευροφυσιολογία, μεταξύ αντίληψης και συναίσθησης.[iii] Ο άνθρωπος, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, υπάρχει μέσα σε μια διαρκή υλική αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Η αντίληψη προκύπτει από αυτό το πρώτο επίπεδο, αποτελούμενο απ’ το σύνολο των αντιληπτικών συζεύξεων που ο οργανισμός δημιουργεί με το φυσικο-χημικό και ενεργειακό περιβάλλον του. Για να περιγράψει αυτό το μηχανισμό, ο Leibniz δίνει το παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο συλλαμβάνουμε τον ήχο ενός κύματος. Εξηγεί ότι έχουμε μία απειροστική αντίληψη εκατομμυρίων σταγονιδίων νερού που επιδρούν στο ακουστικό νεύρο χωρίς να μπορούμε να προσλάβουμε τον ήχο κάθε μίας απ’ τις σταγόνες του νερού. Είναι μονάχα σε ένα δεύτερο επίπεδο, στη διάσταση των οργανωμένων σωμάτων, που μπορούμε να δομήσουμε την ηχητική εικόνα ενός κύματος. Αυτό σημαίνει πως μονάχα ένα μικρό μέρος όσων αντιλαμβανόμαστε από το υλικό υπόστρωμα μετατρέπεται σε συναίσθηση που στη συνέχεια θα συμμετάσχει στα φαινόμενα της συνείδησης.
Το κεντρικό ζήτημα είναι, λοιπόν, να καταλάβουμε πότε και γιατί προκύπτει μια συναίσθηση. Η συναίσθηση καθορίζεται κατ’ αρχήν από τον προσλαμβάνοντα οργανισμό: ένα θηλαστικό κι ένα έντομο δεν θα παράξουν προφανώς την ίδια συναισθητική εικόνα ενός κύματος. Στην περίπτωση των κοινωνικών ζώων, και συγκεκριμένα των ανθρώπων, οι συνθήκες της συναίσθησης καθορίζονται εξίσου από τον πολιτισμό και από τα τεχνικά όργανα με τα οποία αλληλεπιδρούν. Οι υπέρηχοι αποτελούν ένα καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν αυτές οι διαρρυθμίσεις. Σε αντίθεση με κάποια θηλαστικά, οι άνθρωποι δεν συναισθάνονται αυτές τις ηχητικές συχνότητες χωρίς να συναρθρώσουν το αντιληπτικό τους σύστημα με μηχανές που επιτρέπουν να αναδυθεί μία νέα συναισθητική διάσταση.
Άλλωστε, αν το συναισθητικό επίπεδο συμμετέχει στη μοναδικότητα που προσδιορίζει την οργανική ενότητα, δεν πρέπει ωστόσο να το θεωρήσουμε ως ίδιον ενός ατόμου ή ως αποτέλεσμα μιας ατομικής υποκειμενικότητας. Μια μοναδικότητα μπορεί να συγκροτείται από μια ομάδα ατόμων, και μάλιστα πολύ ποικίλης φύσης (ζωικής, φυτικής, ακόμα και ένα ολόκληρο οικοσύστημα) που συμμετέχει στην παραγωγή μιας κοινής συναισθητικής επιφάνειας. Χωρίς να αποτελεί διόλου ένα είδος υπερ-οργανισμού που υφίσταται καθαυτός, αυτή η διάσταση υπάρχει κατά τρόπο διανεμητικό μέσα στα σώματα που αιχμαλωτίζονται απ’ αυτήν. Έτσι, κάθε σώμα επηρεάζεται ατομικά. Τα σώματα συμμετέχουν στη δημιουργία αυτής της κοινής συναισθητικής διάστασης η οποία, με τη σειρά της, επηρεάζει και δομεί τα σώματα. Στην καθημερινότητα, αυτή η διάσταση εκδηλώνεται υπό τη μορφή αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κοινή λογική, που δρα κοινωνικά σαν μια αληθινή αρχή διαμοιραζόμενου νοήματος.
Είμαστε σήμερα μάρτυρες ενός ιστορικού και πρωτόγνωρου συμβάντος: για πρώτη φορά ολόκληρη η ανθρωπότητα παράγει μια εικόνα απειλής. Αυτή η εικόνα δεν περιορίζεται σε μια επιστημονική γνώση των γεγονότων που έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση και διάδοση του ιού. Αυτό που ουσιαστικά διακυβεύεται είναι η ανάδυση μιας κοινής εμπειρίας της ευθραυστότητας των οικολογικών συστημάτων που μέχρι τώρα την αρνούνταν και την συνέθλιβαν τα μακρο-οικονομικά συμφέροντα του νεοφιλελευθερισμού.
Η ιδιαιτερότητα αυτής της κοινής συναίσθησης έγκειται στο πλαίσιο απ’ το οποίο αναδύεται. Όλως παραδόξως, δεν είναι η σύμφυτη επικινδυνότητα της πανδημίας που προκαλεί τον ερχομό της, αλλά πολύ περισσότερο ο σωφρονιστικός μηχανισμός που τη συνοδεύει. Είναι ακριβώς αυτός ο μηχανισμός και όχι η απειλή αυτή καθεαυτή που μας τοποθετεί μέσα σε μια νέα κατάσταση. Δεν μπορούμε προφανώς να την κατανοήσουμε κρίνοντάς την μόνο υπό το πρίσμα της υγειονομικής διάστασης. Είναι αυτός ο ύφαλος που οδηγεί ορισμένα άτομα να κάνουν παρακινδυνευμένα μακάβρια λογιστικά για να αμφισβητήσουν τον πρωτοφανή χαρακτήρα της κρίσης συγκρίνοντάς την με άλλες μάστιγες. Απέναντι σε αυτή τη νέα κατάσταση, βλέπουμε έτσι να αναδύονται δύο αντίθετες ερμηνείες. Από τη μια, όσες και όσοι διαβεβαιώνουν ότι πρόκειται για ένα γεγονός πολύ σοβαρό για το οποίο θα έπρεπε να βρεθεί μια λύση με τη μορφή ενός εμβολίου ή ενός φαρμάκου. Μέσα σε αυτή την κατανόηση της κρίσης, δεν τίθεται προφανώς ζήτημα να ξανατεθεί υπό διερώτηση το κυρίαρχο μοντέλο σκέψης και δράσης. Από την άλλη, μια άλλη ερμηνεία, στην οποία επιθυμούμε να συμβάλουμε, συνίσταται στο να δούμε σε αυτή τη ρήξη ένα αληθινό συμβάν που θέτει υπό αμφισβήτηση με τρόπο μη αναστρέψιμο την παραγωγιστική ιδεολογία που ήταν μέχρι τώρα ηγεμονική. Ο κορονοϊός είναι για εμάς το όνομα αυτού του κρίσιμου σημείου που ορίζει επίσης, τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε, ένα σημείο μη επιστροφής, μετά το οποίο η σχέση μας με τον κόσμο και η θέση του ανθρώπου στα οικοσυστήματα πρέπει να τεθούν υπό ουσιαστική ερώτηση.
3. Μια εμπειρία του κοινού
Αν προσπαθήσουμε, παρά τη φρίκη της κατάστασης, να μην απαρνηθούμε τη σκέψη, είναι δυνατό να αντιληφθούμε το μόνο πράγμα που αυτή η κρίση μάς επιτρέπει να βιώσουμε θετικά: την πραγματικότητα των δεσμών που μας συγκροτούν. Αλλά κι εδώ πρέπει να φυλαχτούμε από κάθε απλοϊκή ματιά. Δεν είμαστε ίσοι απέναντι στην εσωτερικότητά μας. Και καθώς η φρενίτιδα της καθημερινής ζωής δεν μας επιτρέπει πια να αποφύγουμε τους εαυτούς μας, ορισμένοι από εμάς συνειδητοποιούν ότι διατηρούν πολύ άσχημες σχέσεις με τους εαυτούς τους και επιπροσθέτως με τον περίγυρό τους. Κεκλεισμένων των θυρών, η αληθινή κόλαση είναι συχνά ο εαυτός μας. Ένα μίσος για τον εαυτό που καταλήγει πάντα να μετατραπεί σε κόλαση για τους άλλους.
Από τις έγκλειστες ζωές μας λαμβάνουμε γνώση του γεγονότος ότι είμαστε όντα εδαφικοποιημένα, ανίκανα να ζήσουμε αποκλειστικά με εικονικό τρόπο βάζοντας στην άκρη κάθε στοιχείο σωματικότητας. Εκατομμύρια άτομα βιώνουν σήμερα στο σώμα τους την εμπειρία ότι η ζωή δεν είναι κάτι αυστηρά προσωπικό.
Οι τόσο εγκωμιασμένες αρετές του κόσμου της επικοινωνίας και των εργαλείων της αποδεικνύονται απολύτως ανίκανες να μας βγάλουν απ’ την απομόνωση. Στην καλύτερη περίπτωση, καταφέρνουν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι ενώνουν τα απομακρυσμένα που παραμένουν όμως απομακρυσμένα.
Εν μέσω της κρίσης, αποκτήσαμε τουλάχιστον μία βεβαιότητα: κανένα άτομο δεν σώζεται από μόνο του. Θέλοντας και μη, οι σύγχρονοί μας βιώνουν την ευθραυστότητα των δεσμών που μας αναγκάζουν εν τέλει να ξεπεράσουμε την ψευδαίσθηση του αυτόνομου και παρατεταγμένου στη σειρά ατόμου. Καταλαβαίνουμε ότι το θέμα δεν είναι να είμαστε δυνατοί ή αδύναμοι, “winners” ή “losers”, αλλά το ότι υπάρχουμε, όλες και όλοι διά μέσου αυτής της ευθραυστότητας που μας επιτρέπει να νιώσουμε το γεγονός ότι ανήκουμε στην κοινότητα. Η ατομική ζωή και η κοινωνική ζωή μας παρουσιάζονται επιτέλους ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αναγκασμένοι στην απομόνωση, ανακαλύπτουμε ότι μας διαπερνούν πολλαπλοί δεσμοί που δεν αντιστοιχούν διόλου στο θατσερικό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο «δεν υπάρχει κοινωνία» παρά μονάχα άτομα.
Είναι η επιθυμία της κοινότητας (η επιθυμία της ζωής), και όχι η απειλή της, που μας επιτρέπει να δρούμε μέσα σ’ αυτή την κατάσταση. Σε αυτό το αναποδογύρισμα, τα συνηθισμένα σημεία αναφοράς μας αντιστρέφονται: το ζήτημα δεν είναι πλέον μονάχα εγώ και η ατομική μου ζωή. Αυτό που μετράει τώρα είναι αυτό στο οποίο αυτή η ζωή είναι ενταγμένη, αυτός ο ιστός μέσω του οποίου αυτή η ζωή αποκτά νόημα.
Αυτή τη στιγμή που οι δεσμοί μας περιορίζονται στην απλή εικονική επικοινωνία, μας φαίνεται θεμελιώδες να σκεφτούμε τα όρια αυτής της αφαίρεσης. Να σκεφτούμε αυτό που δεν μπορεί να βιωθεί μέσω Skype ή μέσω οποιουδήποτε κοινωνικού δικτύου. Εν ολίγοις, να σκεφτούμε όλα αυτά που αποτελούν κατά βάθος την ιδιαιτερότητα των σωμάτων μας και των εμπειριών τους.
4. Ενάντια στη βιοεξουσία
Το παράθυρο δεν άνοιξε μονάχα για καινούργιες θετικές πιθανότητες. Η εμπειρία που βιώνουμε προσφέρει στη βιοεξουσία ένα πεδίο πειραματισμού άνευ προηγουμένου: την πειθάρχηση και τον έλεγχο των πληθυσμών σε κλίμακα χωρών και ολόκληρων ηπείρων. Είναι πάντοτε εκπληκτικό (και ανησυχητικό) το να παρατηρούμε με τι ταχύτητα τα άτομα αφήνονται να πειθαρχηθούν απ’ τη στιγμή που κυματίζει το λάβαρο της επιβίωσης. Ας αναγνωρίσουμε επίσης ότι είναι λίγο κωμικοτραγική η διαπίστωση ότι ο γεωεντοπισμός των ατόμων προϋποθέτει ότι αυτά δεν έχουν την τρομερή και διεστραμμένη ιδέα να αφήσουν απλά το smartphone τους στο κομοδίνο τους. Η εθελοδουλία[iv] φτάνει στο απόγειό της όταν το ηλεκτρονικό βραχιολάκι των φυλακισμένων γίνεται ένα ακριβοπληρωμένο κινητό. Αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία κοινωνικού ελέγχου θα μπορούσε, έτσι, να χρησιμεύσει ως γενική πρόβα. Φανταζόμαστε με ευκολία ότι στο μέλλον δεν θα είναι καθόλου δύσκολη η επίκληση της εμφάνισης νέων απειλών για να δικαιολογηθούν τέτοιες πρακτικές παρακολούθησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα του αν είμαστε ή όχι σε πόλεμο ενάντια στον ιό δεν περιορίζεται σε μια ρητορική συζήτηση. Αρχικά επειδή έχει συγκεκριμένες νομικές συνέπειες. Στη συνέχεια, επειδή δίνει μια ένδειξη για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κρίση μπορεί να γεννήσει αυταρχικές πρακτικές διαρκείας. Δεν είμαστε σε πόλεμο. Αυτή η αρρενωπή και κατακτητική οπτική αποτελεί στην πραγματικότητα η ίδια κομμάτι του προβλήματος. Υφιστάμεθα τις συνέπειες ενός παράλογου και θανατηφόρου οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος. Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοι απέναντι σε αυτούς τους πολεμικούς λόγους και στις τυμπανοκρουσίες που προηγούνται πάντοτε της θυσίας του λαού. Ο στόχος μας δεν είναι να κερδίσουμε μια μάχη αλλά να αποδεχτούμε την ευθραυστότητα του κόσμου αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο με τον οποίο τον κατοικούμε.
Αλλιώς, με το που τελειώσει η πανδημία, η εξουσία δεν θα διστάσει, με το ύφος νικηφόρου στρατηλάτη, να επιστρατεύσει τον πληθυσμό στο σκοπό της οικονομικής πατρίδας. Θα μας πουν τότε ότι δεν είναι πια η ώρα να σκεφτούμε ή να διαμαρτυρηθούμε για δομικές κοινωνικές αλλαγές (για βελτιώσεις φερ’ ειπείν των συστημάτων υγείας). Κάθε αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης θα θεωρηθεί εφεξής ως προδοσία της πατρίδας καθώς θα έχει φτάσει η ώρα να επιδοθούμε στο ιερό καθήκον: να ξαναχτίσουμε την οικονομία και την ανάπτυξη.
Η επίσημη ιστορία θα μας διηγηθεί αρχικά ότι έχουμε βιώσει, αντιμετωπίσει και νικήσει ένα δυστυχές, απρόβλεπτο ατύχημα. Θα μας εξηγήσει, στη συνέχεια, ότι πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειες για να νικήσουμε την αντίσταση της φύσης στην ανθρώπινη παντοδυναμία. Ωστόσο, αυτό που με ανεύθυνο τρόπο θα αποκαλέσουν ατύχημα ήταν στην πραγματικότητα τόσο απρόβλεπτο που βιολόγοι και επιδημιολόγοι το περιμέναν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Ανάμεσα στους ποικίλους φορείς που προκαλούν τις καινοφανείς και τις επανερχόμενες ασθένειες, γνωρίζουμε ότι η καταστροφή των μηχανισμών της μεταβολικής ρύθμισης των οικοσυστημάτων, συνδεδεμένη κυρίως με την αποψίλωση των δασών, παίζει έναν καταλυτικό ρόλο. Άλλωστε, η άγρια αστικοποίηση και η συνεχής πίεση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε φυσικούς χώρους ευνοούν καταστάσεις πρωτόγνωρης συμβίωσης μεταξύ των ειδών.
Όποια και να είναι η αντίδραση των κυβερνήσεων, ένα πράγμα είναι βέβαιο: μια νέα συναισθητική διάσταση, δηλαδή μια νέα εικόνα, οικολογικής καταστροφής έχει αναδυθεί και ενσωματώνεται στην κοινή λογική. Ο μηχανισμός με βάση τον οποίο ο άνθρωπος ήταν το υποκείμενο που έπρεπε να αναχθεί σε άρχοντα και σε κάτοχο της φύσης, μας παρουσιάζεται με το αληθινό βασανιστικό του πρόσωπο.
5. Να σκέφτεσαι και να δρας στην τωρινή κατάσταση
Όπως έγραφε ο Προυστ, «τα γεγονότα δεν διαπερνούν ποτέ τον κόσμο όπου ζουν οι πεποιθήσεις μας».[v] Δεν υπάρχουν γεγονότα «ουδέτερα» που να εκφράζουν μια σημασία από μόνα τους. Κάθε γεγονός δεν υπάρχει παρά μόνο μέσα σε ένα ερμηνευτικό όλο που του δίνει τη σημασία του και την εγκυρότητά του.
Η επιστήμη ασχολείται με τα γεγονότα χτίζοντας ταυτόχρονα το δικό της ερμηνευτικό αφήγημα. Αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο επιστημονισμός, η επιστημονική δραστηριότητα δεν έγκειται στην παραγωγή απλών μειγμάτων καθαρών γεγονότων. Το αφήγημα μέσω του οποίου η επιστήμη καθορίζει τα γεγονότα αναδύεται από μια αλληλεπίδραση με τις άλλες διαστάσεις που είναι, μεταξύ άλλων, η τέχνη, οι κοινωνικές συγκρούσεις, το συναισθηματικό φαντασιακό και γενικότερα η βιωμένη εμπειρία. Τόσες διαστάσεις που συμμετέχουν στην παραγωγή της κοινής λογικής.
Απέναντι στην πολυπλοκότητα του κόσμου, ο αντιδραστικός πειρασμός μάς καλεί να εκχωρήσουμε τη δυνατότητά μας για δράση στους τεχνοκράτες εάν όχι απευθείας στις αλγοριθμικές μηχανές. Σε αυτή την ολιγαρχική οπτική, οι επιστήμονες ξέρουν, οι πολιτικοί ακολουθούν και ο καλός λαός υπακούει. Ωστόσο, υπάρχει μια συγκρουσιακή σχέση πολύ πιο βαθιά μεταξύ της κριτικής σκέψης και της κοινής λογικής την οποία δεν μπορούμε να αντιπαρέλθουμε. Ο ρόλος της δομημένης σκέψης δεν είναι φυσικά να διατάζει και να πειθαρχεί την κοινή λογική, αλλά κυρίως να προσθέτει διαστάσεις ερμηνείας που μπορούν στη συνέχεια να γίνουν πλειοψηφικές και ηγεμονικές. Για αυτό το λόγο κάθε σχέδιο χειραφέτησης διόλου δεν αντιπροσωπεύει την αποκάλυψη μιας κρυμμένης σκηνής αλήθειας, αλλά είναι πάντα μια ελεύθερη δημιουργία μιας καινούργιας υποκειμενικότητας.
Η φαντασιοπληξία που έγκειται στο να φανταζόμαστε τους εαυτούς μας στη μεγάλη γιορτή που θα ακολουθήσει τη μέρα της απελευθέρωσης συνεπάγεται, μέσα στην κατανοητή της αφέλεια, τη λήθη των διαδικασιών που μας οδήγησαν στην τωρινή κατάσταση. Κι όμως, αυτές οι διαδικασίες δεν θα υποχωρήσουν ως νικημένη στρατιά όταν έρθει η μέρα. Αυτά τα στοιχεία θα συνεχίσουν να μας μαστίζουν υπό τις ποικίλες μορφές τους. Είναι απαραίτητο αυτή η κρίση να μην τελειώσει μέσα στα χειροκροτήματα ανακούφισης ενός πολέμου που έχει κερδηθεί. Αυτό το ιστορικό συμβάν μας ανοίγει την πόρτα της κοινής συναίσθησης των δεσμών ευθραυστότητας που συγκροτούν τον κόσμο μας.
Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει και δεν διατεινόμαστε ότι μπορούμε να το προβλέψουμε. Ξέρουμε ωστόσο πως οι αντιδραστικές δυνάμεις ολόκληρου του πλανήτη θα είναι έτοιμες να επωφεληθούν από την κατάπληξη στην οποία θα είμαστε ακόμα βυθισμέν@. Έτσι, στην καρδιά αυτής της σκοτεινής και απειλητικής κατάστασης, πρέπει να αποδεχτούμε συνειδητά αυτή την πραγματικότητα, όχι περιμένοντας φρόνιμα «να περάσει», αλλά ετοιμάζοντας ήδη τις συνθήκες και τους δεσμούς που θα μας επιτρέψουν να αντισταθούμε στην προέλαση της βιοεξουσίας και του ελέγχου.
Αυτή η κατάσταση κρίσης δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μια αύξηση της εκχώρησης της ευθύνης μας. Θα έχουμε δει ότι «οι μεγάλοι αυτού του κόσμου» (αυτοί οι νάνοι ηθικής), μιλώντας μας για πόλεμο, θέλουν για μια ακόμα φορά να μας καταστήσουν ανθρώπινους πόρους, «βορά των κανονιών». Μονάχα μια ξεκάθαρη αντίθεση στον νεοφιλελεύθερο κόσμο της οικονομίας και του καθαρού κέρδους, μονάχα μια διεκδίκηση των αληθινών σωμάτων, όχι υποταγμένων στην απόλυτη ψηφιακότητα του αλγοριθμικού κόσμου, μπορούν σήμερα να είναι οι στόχοι μας.
Όπως μέσα σε κάθε περίπλοκη κατάσταση, πρέπει να συμβιώσουμε με μια δομική μη-γνώση που δεν είναι άγνοια αλλά απαίτηση για την ανάπτυξη κάθε γνώσης. Το θέμα δεν είναι, λοιπόν, να σκεφτούμε την επόμενη μέρα ζώντας το παρόν σαν μια απλή παρένθεση. Η ζωή μας εκτυλίσσεται σήμερα. Και για αυτό ετούτο το μικρό μανιφέστο είναι ένα κάλεσμα σε εκείνες και σε εκείνους που επιθυμούν να φανταστούν, να σκεφτούν και να δράσουν στο και για το παρόν μας.

{(Για την συλλογικότητα Σε πείσμα των πάντων στη Γαλλία: Miguel BenasayagBastienCanyAngélique del ReyTeodoro CohenMaeva MussoMaud Rivière.) Για τη συλλογικότητα Σε πείσμα των πάντων στην Ιταλία: Roberta Padovano και MaryNicotra.}

[i] Η φράση “malgré tout” μεταφράζεται κατά λέξη ως «παρ’ όλα αυτά». Θεώρησα πως στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να σταθεί μία πιο ελεύθερη απόδοση, όπως αυτή του «σε πείσμα των πάντων», καθώς το “malgré” λαμβάνει συχνά έντονη αντιθετική χροιά. (Όλες οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας.)
[ii] Ο όρος “sans papiers” αναφέρεται στα άτομα που ζούνε στη Γαλλία χωρίς άδεια παραμονής. Τα άτομα «χωρίς χαρτιά» πολύ συχνά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και εκβιασμού από την εκάστοτε εργοδοσία. Περισσότερες πληροφορίες στην παρακάτω συνέντευξη που παραχώρησε στη Libération η ανθρωπολόγος Fréderique Fogel, συγγραφέας της μελέτης Parenté sans papiers (Dépaysage, 2019):
[iii] Στο πλαίσιο της θεωρίας των μικρών ή ψιλών αντιλήψεων, ο Leibniz διακρίνει την αντίληψη (perception) από τη συναίσθηση (aperception). Οι αισθήσεις μας προσλαμβάνουν τις αντιλήψεις (perceptions), οι οποίες όμως είναι τόσο απειροελάχιστες και συνεχείς, που δεν μπορούμε να τις συναισθανθούμε (apercevoir) στην ολότητά τους. Για να εξηγήσει τη θεωρία του, ο Leibniz δίνει το παράδειγμα του κύματος, στον πρόλογο των Nouveaux essais sur lentendement humain (εκδόθηκε 50 χρόνια μετά το θάνατό του, το 1765). Η aperception, εναλλακτικά, αποδίδεται στα ελληνικά και ως «κατάληψη», βλ. Deleuze, Η πτύχωση – Ο Λάιμπνιτς και το μπαρόκ, Πλέθρον, 2006, σ. 182.
[iv] Πρόκειται για αναφορά στο έργο του Étienne de la Boétie (1530-1563), Πραγματεία περί εθελοδουλίας.
[v] Η φράση προέρχεται από το Du côté de chez Swann, το πρώτο βιβλίο απ’ όσα συγκροτούν την Αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Διαβάζουμε στο πρωτότυπο: “Les faits ne pénètrent pas dans le monde où vivent nos croyances” (Marcel Proust, Du côté de chez Swann, Gallimard, σ. 201). Είναι αξιοσημείωτο το ότι το pas αντικαθίσταται από το jamais στο πρωτότυπο γαλλικό της συλλογικότητας Σε πείσμα των πάντων· ο Proust απλώς σημειώνει, με την παρατηρητική του ματιά, μια κατάσταση που παρατηρεί σε πολλά άτομα γύρω του. Το κείμενο, αντίθετα, μοιάζει να τονίζει την κοινωνική και πολιτική πλευρά της επιστημονικής γνώσης, καθώς και το πώς την αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνικό σύνολο. (sfiggandotherchimeras.wordpress.com)

Σχόλια