Η Τρέλα Του Μελαγχολικού Κυνισμού Των Ημερών


Την τρέλα, λένε, πολλοί τη συντροφεύουν με μία δόση ευχαρίστησης. Ίσως γιατί βρίσκονται πολύ μακρύτερα απ’ ότι τα χέρια τής λογικής δύνανται να τους τσακώσουν. Πιθανότατα, κάθε τρέλα να συνοδεύεται από χαμόγελα (ή έστω στόματα διάπλατα ανοικτά - μεστά σοκαριστικών θορύβων) που η παρουσία τους ενισχύει την σιγουριά του “τρελού” και την αντίστοιχη “ανησυχία” του -κατά τα φαινόμενα- “λογικού”. Ίσως πάλι αυτή η ευχαρίστηση να είναι οι ελάχιστες μα κραυγαλέες υπενθυμίσεις πως επετεύχθη ο σκοπός τής μεταφοράς από ένα επίπεδο (της κοινής λογικής) στο επόμενο (τη μοναξιά της τρέλας). Όπως και να έχει πάντως, το δεδομένο είναι πως άπαξ και δεν τους εξαφανίζει στο σύστημα τής ισχύουσας λογικής, οι κατά τα λεγόμενα “τρελοί” συμπληρώνουν με την παρουσία τους το κοινωνικό ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ κάθε καθημερινής πραγματικότητας: Ποιας απ’ όλες όμως; Να κι ένα ερώτημα εύλογο όσο και εύστοχο.

Κάποιος κάποτε διατείνονταν “φαντάσου τα μούτρα του λογικού όταν ο τρελός απέναντί του αρχίσει να του μιλάει λογικά;!” Σήμερα, όλοι ανεξαιρέτως ισχυρίζονται πως η τρέλα κυριαρχεί σε αυτόν τον κόσμο, ότι η πραγματικότητα έχει χάσει κάθε αίσθηση λογικής και καθημερινά οι καταστάσεις που εμπνέουν τρέλα δύνανται να σε συνοδέψουν μέχρι και το κρεββάτι και εκεί στον ύπνο να σε τραβολογάνε μην αφήνοντάς σε να ξεκουραστείς απ’ όση τρέλα έζησες το προηγούμενο τής ημέρας. «Εμ, είναι να μην τρελαίνεσαι και να μη θες;!»

Αυτό που συμβαίνει όμως, αναλογιζόμενος και τα τακτικά γεγονότα που συμπληρώνουν την καθημερινότητα, είναι ό,τι ο σύγχρονος Νεοέλληνας βαφτίζει λογική την παραφροσύνη που αποδεδειγμένα μεταφέρει εκών άκων κάθε στιγμή στο κοινωνικό του περιβάλλον. 
  • Τα παραδείγματα αναφορικά στην πολιτική σκηνή της χώρας ανεξάντλητα, 
  • όπως αντιστοίχως και τα παραδείγματα επαναμφοτερίζουσας σχέσης “μίσος-αγάπη” του απλού πολίτη για το τραπεζικό σύστημα, 
  • κάμποσα αναρίθμητα άλλα που σχετίζονται με την αεικίνητη εκκλησιαστική κοσμική εξουσία σε επίπεδα πέραν του επίσημου ρόλου της, 
  • αλλά και η κατά βάση κεντροδεξιά νεοελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία και χαρακτηρίζεται από έντονο αυτοκτονικό ιδεασμό (κάποιες στιγμές προσπερνώντας ακόμη και την “αριστερά” τής ελληνικής πραγματικότητας) αποδεχόμενη κρίματα, που ναι μεν πιθανότατα συντήρησε σιωπώντας, παρόλα αυτά συχνότερα σύρεται από τα σάλια τής εκάστοτε ακραίας συντηρητικής πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας, που σχεδόν σαν οικόσημο μοιράζεται τις πλευρές του με το ιστορικό παρελθόν τής εαμικής οργάνωσης και αντίστασης. 



...Ίσως οι ημέρες δεν τρέχουν, όπως κάποιοι πιστεύουν χτίζοντας καριέρα-
τρέχουν αυτοί και στο διάβα τους τις παρασέρνουν για παρέα προτού ξεφύγουν
από της λογικής την πεπατημένη σφαίρα.
Σέρνονται οι ημέρες από την καθημερινή βία τής ταχύτητας του κόσμου-
κουτρουβαλιάζονται συνωστισμένοι στις λεωφόρους και τα πεζοδρόμια προτού ξεχαστούν
και χαθούν στις τρύπες του χαμού που μεταφέρουν εντός τους.
Στις σκιές τής κάθε Κυριακής που βουτά και κρύβεται ο φρενήρης πολίτης, 
εκεί μένεις για μία ημέρα και μόλις απ’ τον ύπνο ξεστρατίσεις
ξαναχαώνεσαι, επαναδιαμορφώνεσαι κι αρχίζει το κυνήγι του καθημερινού τρισδιάστατου ορίζοντα.
Ίσως οι ημέρες κάποτε στεγνώνουν από ιδρώτα που δεν φαίνεται να στάζουν οι εργάτες,
μετέωρες αδημονούν να τρέξει πάλι λίγο αίμα, ιδρώτας και σάλια απ’ τα πλευρά τής μάζας, προτού
κι αυτή αφυδατωμένη προστρέξει πάλι προς στα αφεντικά και ζητήσει όπως-όπως ευκαιρίες...
“Τέτοιες ημέρες είν’ ελάχιστες μιας και δουλειά να μην έχει ο διάολος σε δουλειές πάντοτε μας βάζει!”


Ο άνθρωπος είναι εγκαταστημένος σε έναν υπέροχο πλανήτη, αλλά ο κόσμος μέσα στο οποίο επιβιώνει υποχρεούται να ζει με συμβάσεις, επί παντός επιστητού. Η ομορφιά των πραγμάτων (και όχι των ανθρώπινων προϊόντων) δεν φαίνεται στο μεγαλείο της παρά μονάχα σε κάμποσα ποιητικά ηλιοβασιλέματα, μερικές πανσελήνους και από την ανάποδη, στις καταστροφικές εξάρσεις του γιγαντιαίου αυτού οργανισμού που μας φιλοξενεί. 

Ο εγωισμός τής δαρβίνειας ερμηνείας δεν αρκείται στις ακαριαίες στιγμές εξάρσεων τού περιβάλλοντος ως προειδοποιήσεις ή ενθυμίσεις των διαφορετικών μεγεθών (φιλοξενούμενων-γης), παρά αρειμανίως κατεργάζεται διάρκειες υπερφύαλης και υπερβολικής ματαιότητας μπροστά στο περιεχόμενο και την ουσία των πραγμάτων (εν γένει). Βέβαια, ο ευφυέστερος των έμβιων οργανισμών δεν αποκλείεται να καλύπτει ουτοτρόπως την ανέλπιστη προσπάθειά του να στραγγίξει εξ ολοκλήρου τον πλούτο της γης. Διαμέσω της ισχύος του έναντι των υπόλοιπων οργανισμών συνεχίζει διαφημίζοντας την επιμέρους ισχύ του στους όμοιούς του: Για κάποιους, ίσως πρόκειται για την αυτοκαταστροφικότητα τής τρέλας. 

Ως υπέροχος τόπος, με τόσες επιλογές και μυστικά ακόμη καλά κρυμμένα, εκπλήξεις και ισορροπία στην εκπνοή του ως οργανισμός παρουσιάζεται στην παιδική μας μνήμη ο τόπος που ζούμε, ήτοι ο πλανήτης γη. Κατήντησε για κάποιους αρκετούς ανυπόφορος εξαιτίας της αδηφάγου επιθυμίας του σύγχρονου ανθρώπου που είναι μαθημένος σε επίπλαστες και ανθρώπινες κατηγοριοποιήσεις στοιχείων του περιβάλλοντος κόσμου, σε σημείο με δυσκολία να αναγνωρίζεται το ανυπέρβλητο παρά μονάχα η έλλειψη δυναμικής προκειμένου ό,τιδήποτε να κατακτηθεί, να χαλιναγωγηθεί και να καταστεί ανθρωπίνως μετρήσιμο και υπολογίσιμο. Είναι ο χώρος τής υπέρμετρης φιλοδοξίας, η οποία είθισται να αγγίζει πάμπολλες στιγμές τη ματαιότητα και εν τούτοις η ματαιοδοξία αυτή να χάνεται νεφελωδώς αφήνοντας τη θέση της στον τυχοδιωκτισμό τής φιλοδοξίας του ανθρώπινου παράγοντα.

Τα παραδείγματα είναι απειράριθμα, μα αρκεί κανείς να αναλογιστεί τα αγαθά που βρίσκονται στο επίκεντρο του εμπορευματοποιημένου ενδιαφέροντος (της κοστολόγησης δηλαδή του οιουδήποτε), ήτοι η πανανθρώπινη πρόσβαση στο νερό, το δικαίωμα στην κατοικία, η ελευθερία μετακίνησης, η ελεύθερη πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η ανεμπόδιστη και αχαλιναγώγητη παιδεία για όλους. 


Συνακολούθως, αναλογιζόμενος κανείς την ισχύουσα πραγματικότητα, παρατηρεί ανερυθρίαστα την καταστροφική εμπορευματοποίηση του νερού, την ανάδυση των “real estate” επιχειρηματιών παγκοσμίως (μην ξεχνάμε πως η κρίση ξέσπασε αρχικά στις Η.Π.Α. από τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια), τη μισάνθρωπη συμπεριφορά τής κρατικής εξουσίας απέναντι στις βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών πέραν των κλειστών συνόρων των χωρών τους, την πάγια τακτική των φαρμακοβιομηχανιών να καθιστούν άρρωστους προκειμένου να ασελγήσουν μέσω της κερδοφορίας των πάνω στις οικονομίες των χωρών και τέλος την νεοφιλελεύθερη τακτική διαχείρισης του εκπαιδευτικού συτήματος με γνώμονα την πρωτοκαθεδρία της εμπορικής/κεφαλαιϊκής κινητικότητας. 

Συνολικά, έχει προωθηθεί και συντηρείται ένα σύστημα επιβίωσης το οποίο είναι αφιλόξενο για οποιαδήποτε όνειρα και υγιείς φιλοδοξίες εξέλιξης και διαβίωσης.   
          
Προσπαθούν πολλοί να θυμηθούν μ’ αδυνατούν στο παρελθόν να τρέξουν,
δίχως κατάλληλη εκγύμναση το μνημονικό εξασθενεί και γίνοται άρρωστοι νοσταλγοί.
Πνίγονται σε άγνωστα νερά μιας ιστορίας που τους προσπέρασε αδιάφορα κι εκείνοι
σφύριζαν το ίδιο αδιάφορα βλέποντας μπροστά τους να παρελαύνουν λαθεμένες εντυπώσεις.
Εθυμοτυπικές εκδηλώσεις μιας άλλης πραγματικότητας παράλληλης μ’ αυτήν που κάποιοι θαρρούν πως ζουν, 
μ’ απομένουν μονάχοι θιασώτες-θαυμαστές ενός κόσμου ψευδεπίφανα αναμορφωμένου κι εν πολλοίς τελειωμένου.
Έτσι συντηρείται μια ζωή γεμάτη απατηλά φαινόμενα που ξέρουν πως να φωτίζουν αδαείς κι ανήμπορους τη σκέψη...

Πολλές φορές η μνήμη τυγχάνει άνευ διαχειριστή να παρασύρεται προς κάθε κατεύθυνση, όπου ερμηνεύεται ευκολότερα ακόμη και μακρυά από τις πηγές της. Τότε είναι που εμφανίζονται σωτήρες και μνήμονες αλλοτινών παρελθόντων σκοπώντας στην κατήχηση και την ψευδή πληροφόρηση τής μάζας. Και η μάζα θέλγεται από “άξιους συνεχιστές τής ιστορίας της”. Ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να διαβάζει, πολλώ δε μάλλον να μελετά αυτά που σε όλες τις στιγμές τού προσφέρονται αφειδώς και μ’ ευκολία.

Στα μάτια σου αντανακλάται η βαρύτητα των ωρών: Όσες από αυτές στροβιλίζονται προς τα κάτω έχοντας πληρώσει την παρουσία τους στην ημέρα σου και η συνέχεια τις θέλει μακρύτερα απ’ όπου ζεις, γιατί απλά υπάρχουν κι άλλοι και ίσως οι ώρες να μην τους φτάνουν. Για φαντάσου, δεν είναι ίδιες οι ώρες για κάθε άνθρωπο!

Υπάρχουν οι ράθυμες, που αργόσυρτα σχεδόν αυτοβασανιζόμενες κινούνται μαζί με τους μιζεριασμένους ματαιόπονους τής καθημερινότητας. Είν’ οι πεταχτές που στροβιλίζονται στα λυτά μαλλιά τής νεανικότητας και ιδρώνουν τρέχοντας από’ δώ κι από’ κεί δίχως φειδώ στην κίνηση. Κάποιες γρήγορες υπάρχουν μα τις βλέπεις και στα χρόνια που χτίζονται καριέρες και όνειρα επίπλαστα μέσα στην ταχύτητα τής κοινωνικής εξέλιξης: είναι οι ώρες που άδοξα εξανεμίζονται προς άγραν του υλικού πολιτισμού και της υπερφίαλης ονείρωξής του. Σε αυτές διακρίνεις πάνω τους το άγχος και τα νεύρα τής καθημερινότητας.


Κυνισμός στην μία πλευρά του καθημερινού νομίσματος και μελαγχολία στην άλλη: Θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα δύο αυτά συστατικά του ανθρώπινου θυμικού κυριαρχούν στην καθημερινότητα. Κυνικότητα, η οποία αποδεικνύεται επιδεικνυόμενη μέσα από τους πολυάριθμους ατομισμούς τής σύγχρονης πραγματικότητας και μία επίστρωση μελαγχολικής διάθεσης η οποία καλύπτει συμπαρομαρτυρούντα και σημαίνοντα της αυτής πραγματικότητας που επιλέγουμε να ζούμε. Ο συνδυασμός των είναι εκφυλιστικός για το σύγχρονο ανθρώπινο στίγμα, μιας και η σχέση των δύο χαρακτηριστικών προσφέρει μέσω της επαναμφοτερίζουσας σύνδεσής των επιχειρήματα και δικαιολογίες τόσο για τον κραταιό κυνισμό τών ημερών όσο και για τη μελαγχολική διάθεση των κυνικών ατομικοτήτων.

«Η διαρκής μελαγχολία των στιγμών με έκανε κυνικό απέναντι στις καταστάσεις» ή παράλληλα «Με αυτήν την κυνικότητα που κυριαρχεί στον άνθρωπο, εύλογη είναι η κατάπτωσή του σε μελαγχολικές διαθέσεις, οπόταν δεν αντέχει και λυγίζει υπό το βάρος του κυνισμού που ενδύεται». Εν ολίγοις, ταυτίζονται γνωρίσματα του σύγχρονου ατόμου που κοινωνικά και πολιτισμικά βρίσκονται απέναντι το ένα από το άλλο.
Εν τούτοις, η κινητικότητα της σύγχρονης κοινωνίας είναι μονότονη και αγγίζει τα επίπεδα αντανακλαστικών. Η κίνηση ως απόδειξη τής παραγωγής στιγμών και καταστάσεων δεν διακατέχεται από συναίσθημα αλλά από την επιβεβλημένη αναισθησία που ως αναγκαιότητα χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνικές ταχύτητες.     


Σχόλια