"Λίγα Μαμ, Πολλά Κακά Και Άγιος Ο Θεός" του Γιώργου Ηλία Παγωνάκη



Θα μπορούσε κάποτε να ειπωθεί πως ο μασκαράς όλο το χρόνο χαίρεται, πλην όμως οι Απόκριες είναι συγκεκριμένες μέσα στον χρόνο, κάθε χρόνο. “Τότε χαίρεται όποιος/α δεν το καταφέρνει για καιρό και μαζί με άλλους πόσους γδύνονται την καθημερινότητα και απολαμβάνουν λίγη ακόμη ελευθερία...”. Βέβαια, μιλάμε για έθιμα  που έρχονται από τα βάθη των χρόνων (όπως όπως) και με τον καιρό χάνεται η αισθητική και η ποιότητά τους εκτός κάποιων περιοχών που η παράδοση αντιστέκεται, μολονότι ευκαιριακά. Προφανώς, άλλη ήταν η ποιότητα των Αποκριών πριν μισό αιώνα και εντελώς διαφορετική φτάνει στις ημέρες μας. Φαίνεται άλλωστε και στις στολές ή στις πορείες των καρναβαλιστών στις μεγαλουπόλεις, που στο σύνολό τους αποτελούν μοντέλα έξωθεν φερμένα Όμως...

Οι περισσότεροι θα αντιδράσουν λέγοντας πως μέσα στο γενικότερο χάλι που επικρατεί, οι Απόκριες αποτελούν ένα διάλειμμα να χλευάσεις και να κριτικάρεις αυτά που δημιουργούν δυσκολίες στην καθημερινότητά σου! Δίνω δικαίωμα, αν ο κόσμος θεωρεί πως κοροϊδεύοντας ρέπουμε προς την όποια αλλαγή, αντιθέτως. Γενικότερα ο Νεοέλληνας φημίζεται για την έφεσή του σε αργίες, γιορτές και εθιμοτυπικές εκδηλώσεις αρκεί να ξεφεύγει το μυαλό του από τα παροντικά και όσα δυσκολεύουν την καθημερινότητά του, αυτός που εδώ και κάποια χρόνια “παρασημοφορείται” (με μνημονιακές πολιτικές) ως ο πιο σκληρά εργαζόμενος Ευρωπαίος πολίτης!

Κατά πόσο ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών οφελεί ή βλάπτει δεν το γνωρίζω. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι ό,τι όποτε προηγείται η σαφήνεια και μένει στο περιθώριο η ασάφεια τα πράγματα βαίνουν ορθώς. Η ασάφεια ενέχει εκπλήξεις ενώ απεναντίας η σαφήνεια δεν χαρίζεται σε αυτές και τον ενθουσιασμό. Οι καθαρές τοποθετήσεις χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, ενώ οι αντίστοιχες νεφελώδεις έχουν πολλές ερμηνείες και μεταφράσεις δυσχεραίνοντας την ανάδειξη της αντικειμενικότητας. Ως γνωστόν, για το ίδιο θέμα ενδεχομένως να υπάρχει η ίδια άποψη, το περιεχόμενο όμως κάθε άποψης είναι που διαφοροποιείται εν συνόλω.

Πόσο καθαρός μπορεί να είναι κάποιος από τη στιγμή που εξελίσσεται, ωριμάζει, αποκτά εμπειρίες, επιβεβαιώνεται και διαψεύδεται; Ίσως ο μοναδικός καθαρός να είναι κάποιος που η γνώση του είναι συμπυκνωμένη στο μικρόκοσμό του (και όχι πέραν τούτου), σε ελάχιστα δηλαδή πράγματα που στο πέρας του καιρού πιθανώς να αποκτούν και κάποιο συμβολισμό. Ο ταπεινός και αγνώμων ίσως να αποτελεί την κατηγορία του καθαρού ανθρώπου. Εν αντιθέσει, κάθε άνθρωπος που μαγεύεται από την πληθωρικότητα τής γνώμης και των εμπειριών (εν γένει), αυτός που ορέγεται να ξεφεύγει συχνά από τα στενά όρια του εγωισμού του, κατά κόρον “στοχοποιείται” για την ασάφεια της πολυποίκιλης ζωής του. Γι’ αυτό τόσο η θρησκεία όσο και η τηλεόραση στην Ελλάδα αγκαλιάζουν τους ταπεινούς και απνευμάτιστους ανθρώπους, ενώ τους υπόλοιπους τους σφίγγουν δυνατά (μέχρι να εκπνεύσουν και την τελευταία υποψία αυτοπροσδιορισμού), καθώς η Εκκλησία δεν δέχεται ως ποίμνιο άτομα μη ετεροπροσδιορίσιμα μιας και αυτή παραμένει ο καθρέφτης τους και η τηλεόραση ο τηλεβόας τους.

Ο κόσμος εν τέλει “κατέφυγε” στην τηλεόραση προκειμένου να διορθώσει την αντιληπτική του ματιά επί των καθημερινών θεμάτων, που είτε παρουσιάζονται ως “πρώτα” είτε αποτελούν ζητήματα ζωτικής σημασίας για την καθημερινή πραγματικότητά του. Πόσα πράγματι συμβαίνουν στις πλάτες του (και όχι πίσω από αυτές) και αφηρημένος όπως υποχρεούται να είναι για την καθημερινή του επιβίωση αδιαφορεί γι’ αυτά γνωρίζοντας όμως ό,τι πραγματοποιούνται (σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και ο ολετήρας τής απλοϊκής σκέψης/αντίληψης ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα τη χειραφετήσιμη απλούστευση των γεγονότων)!

Σύμφωνοι, η πολιτική σκηνή της χώρας είναι ερεβώδης και αμαρτωλή -από κοντά ο εκκλησιαστικός κύκλος και το σύνολο των μιντιαρχών- όμως ταυτόχρονα όποιο γεγονός δικαιολογείται από αιτίες, έχει και τις αφορμές του. Η τηλεμαμή όμως προσπερνώντας την επαγωγική συνέχεια της εξέλιξης ενός συμβεβηκότος προσφέρει έτοιμη πληροφόρηση δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πειθήνιους πολίτες-ψηφοφόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους παρερμηνεύουν τη δυναμική τής γνώμης με την αξία τής γνώσης. Ως εκ τούτου, η μαζική ενημέρωση ευθύνεται για τη δημιουργία ενός λαού που εύκολα άγεται και φέρεται όντας ανιστόρητος, χειραγωγίσιμος και κοντόφθαλμος αναφορικά στη μνήμη του, ως πολίτης κράτους. Γεγονός που από μόνο του δικαιολογεί την αποικιακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει (κάμποσα χρόνια τώρα) η χώρα εν καιρώ ειρήνης! Όμως αυτά αποτελούν ψιλά γράμματα, τα οποία άλλωστε δεν φημίζεται ο Νεοέλληνας ό,τι τα διαβάζει. Απλώς αρέσκεται σε πυχιαίους τίτλους και πρωτοσέλιδες θεματικές, βαρύγδουπες τοποθετήσεις, σκάνδαλα, ευκαιριακές εθνικές εκπυρσοκροτήσεις, σταυρούς και προσευχές.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, τόσα που το ενδιαφέρον εύκολα ξεμακρύνεται από τα βασικά προβλήματα επιβίωσης και αποσυναρμολογείται σε λογής-λογής “καυτά” θέματα, όπως για παράδειγμα η ονομασία μιας γείτονος χώρας, οι διαξιφισμοί πολιτικών επί δολοπλοκιών και χρηματισμού από εταιρείες μεγαθήρια (βλ. Siemens, Novartis), οι χρόνιες προστριβές με την Τουρκία, το ζήτημα της ταυτότητας (θρήσκευμα), οι παράκτιες εταιρείες τραπεζικών λογαριασμών κοκ. Σε όλα μέσα, πλην των ζητημάτων που αφορούν άμεσα (διαμορφώνοντας ανέχεια ή φτωχοποίηση) το βιοτικό του επίπεδο.

Φαίνεται πως την Ελλάδα έπαψαν να την διαμορφώνουν οι μικρές αυτόνομες ή συλλογικές ιστορίες των ανθρώπων της και κάποιες δεκαετίες τώρα η εξέλιξή της κινείται σύμφωνα με τη γενικότερη διαστρεβλωμένη ιστορία που της προσφέρεται από εξωτερικούς παράγοντες (σε κρατικό επίπεδο) αφενός μεν και εγχώριους τυχοδιώκτες (σε κοινωνικό επίπεδο) αφετέρου. Τόσο στο μοντέλο που εφαρμόζεται πολιτικά όσο και στα μοντέλα πολιτικής συμπεριφοράς που προσφέρονται κυριαρχεί η τάση μιας “ελιτίστικης απομόνωσης” από την πραγματικότητα: Αποδεικνύεται από τη θεσμοθετημένη και στην πράξη εκτελεστέα πολιτική διαχείριση που διαμορφώνει την καθημερινότητα του πολίτη είτε θέλει κανείς να της αποδώσει το χαρακτηρισμό “μεταπολιτευτική” είτε “μνημονιακή”. Σχηματικά θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως εξής την εικόνα (μιας και η πραγματικότητα βολεύει και δύσκολα ξεβολεύεται): το χρήμα άπαξ και κυκλοφορεί όπως κι αν έχει καταντήσει μεταμορφωμένο και παραμορφωμένο -από χειροπιαστό σε αόρατο- μεταβιβάζεται, αρπάζεται και επιστρέφει ως φιλοδώρημα. Αυτή η κυκλική κίνηση είναι που κάνει την κοινωνική δυσαρέσκεια να γυρνάει πλευρό κουρασμένη και να μην ξημερώνεται.

Προτάσεις αντιπολιτευτικού χαρακτήρα υπάρχουν, το πλειοψηφικό πακέτο όμως ανήκει σε αυτούς που διατηρούν σχιζοφρενική σχέση με το τραπεζικό σύστημα, αυτούς δηλαδή που την ίδια στιγμή που ομονοούν πως φταίνε οι τραπεζίτες και οι πολιτικοί είναι οι ίδιοι που βαρυθυμούν για τα capital controls και τις πολιτικές των κομμάτων που οι ίδιοι ψηφίζουν. 

Με λίγα λόγια, αναφέρομαι στη μεγαλειώδη, κάθε φορά, θρησκευάμενη μάζα που “παραμυθιάζεται ή παρασύρεται” και αντιλαμβάνεται τις πολιτικές της επιλογές ως κουμπιά τηλεχειριστηρίου: αστυνομική διάθεση (“όλα είναι υποκινούμενα”), περιπέτεια (“Τι κάνεις; Εδώ στον Αγώνα!”), αισθηματική κομεντί (“αφανίζεται ο Έλληνας λόγω υπογεννητικότητας και μετανάστευσης”), κοινωνική (“μνημονιακοί και οι ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ., όχι ανάλγητοι όπως οι προηγούμενοι”), ιστορική (ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ Ο ΝΕΟΕΛΛΗΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΣ), πολεμική (το “μακεδονικό”,  το “αλβανικό” και το “τουρκικό” αρκούν), κωμωδία (η ύπαρξη του Νεοέλληνα δημότη), ψυχολογικό (η ακροδεξιά αντίληψη και συμπεριφορά ή η προσήνεια σε αυτές) ή θρίλερ (η Εκκλησία ως έχει στη χώρα).

Ο “χριστιανός ορθόδοξος” φίλαθλος με τραπεζικό λογαριασμό για τα πενιχρά του έσοδα που τρώει διαφημιστικά προϊόντα και βλέπει τηλεσίριαλ ή εκπομπές, πάει στις κάλπες και βγαίνει στους δρόμους για καφέ ή θεαματικές επιδείξεις: Να μία σαφέστατη λεζάντα που συνοδεύει την εικόνα ενός τυπικού καθημερινού Νεοέλληνα.                      

       

      

Σχόλια