"Ημέρες απώλειας" από την ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ


Πόσο γοητευτικές είναι οι ημέρες της βροχής και των γκριζαρισμένων σύννεφων. Ημέρες που δεν ξημερώνει ποτέ παρά μονάχα ακαριαία σαν υποψίες αστραπών που σε στιγμές φωτίζουν με εκπυρσοκροτήσεις το χώρο. Ημέρες που επιζητούν το νερό του ουρανού όπως τα ξηρά ζυγωματικά θέλγουν τα δάκρυα. ΄Ομορφες μέσα στη μελαγχολία και τη ζωτική θλίψη που ζωγραφίζουν στα πλευρά των αστικών κέντρων, που κι αυτά με τη σειρά τους δείχνουν πιο κομψά και περιποιημένα, οπόταν γεύονται βροχή και ντύνονται συννεφιές. Οι σκοτεινές καλαίσθητες πλευρές των φθινοπωρινών ημερών γεμίζουν τα κενά της σκέψης με τις ευδαίμονες εικόνες μιας γης διψασμένης για κίνηση, με στιγμές που δεν επιζητούν την ποικιλία των χρωμάτων παρά εμμένουν στις γκρι αποχρώσεις του ερεβώδους καιρού και στα νοτισμένα χώματα.

Φυσάει και θαρρώ κρυώνω, δεν είναι κρύος όμως ο αέρας που κινεί τη φύση μπρος μου, δείχνει τις ψυχρές υποψίες της διάθεσής του. Νοέμβρης κι ακόμα να πλαγιάσει η φύση, γιατί ο ήλιος φωτίζει ζεστός κοροϊδεύοντάς μας πέραν του ημερολογιακού πρωτοκόλου. Το μυαλό μου χάσκει βυθισμένο σε μία απύθμενη ψυχολογική νωθρότητα σαν τις στιγμές που πηγαινοέρχονται παρασέρνοντάς σε κι' εσύ απλώς να εκτελείς βηματισμούς δίχως πρωτοβουλία κι' ενθουσιασμό. Στεναχωριέμαι κι αυτο με καταβάλλει. Ίσως να μην υπάρχει αναζωογονητική στεναχώρια. Νοιώθω βαρύθυμος και τις αποστάσεις που περπατώ τις περιορίζω μέσα στο σπίτι  μου. Έχω για παρέα σκαλοπάτια που ανεβαίνω και κατεβαίνω με αργόσυρτο ρυθμό. Λίγο πιο πέρα τυχαιότητες και συγκυρίες διαδέχονται τις ανθρώπινες παρουσίες πλην εμού!

Επιθυμία μου είναι να συγκεντρωθώ και ν' αρχίζω να πράττω, όχι να εκτελώ σαν υπνωτισμένος με λογική σε χειμερία νάρκη κ' αισθήσεις αποχαυνωμένες. Το φθινόπωρο παραμένει η εποχή μου (άλλωστε έτσι είναι ο καιρός, υπάρχει και συνεχίζει να υφίσταται). Η διάθεσή μου ταλαντεύεται γιατί νοιώθω σχεδόν μισός. Τα υλικά προϊόντα ολόγυρά μου φωνασκούν μα η γαλήνη εντός μου λανθάνει. Είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζω ένα ολόδικό μου θέμα, γιατί μέχρι τώρα όλα ήταν συμβατά με τις επιταγές και τις προϋποθέσεις ατόμου και πολίτη. Το θέμα είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, η παρουσία του και η απουσία του, βιολογική...Όσο καλά κι αν διατείνομαι πως είμαι, δεν είναι αλήθεια. Θλίβομαι διαρκώς και δεν επιθυμώ να σταματήσω. Η λύπη μου είναι οργανική και πνευματική: οργανική γιατί έχασα αγγίγματα, ήχους και εικόνες - πνευματική γιατί απώλεσα (εκών άκων) το σταθμό εφοδιασμού του ΕΙΝΑΙ μου (το ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ρέει μ' εμέ και χωρίς άλλους απαραίτητα!). Επιθυμία μου λοιπόν είναι να αρχίσω να πράττω και να κινούμαι πνευματικά μ' εγρήγορση κι ενδιαφέρον όπως προηγουμένως. Πλησιάζει η ολοκλήρωση του χρόνου και θ' ακολουθήσουν πολλοί περισσότεροι γεμάτοι με βαλσαμωμένες συναισθήσεις που ίσως να φαντάζουν υποβλητικά πορτραίτα, κρεμασμένα πάνω από το τζάκι της οικογενειακής εστίας. Αλήθεια, θα ωχριά το ηλικιακό μου σφρίγος απέναντι στο μουσειακό έκθεμα της πιθανολογούμενης νοσταλγίας; (όχι, δεν θα συμβεί..!)


Πόσες άλλες στιγμές μπορώ να αναγνώσω πλην αυτών που εκτυλίσσονται γύρω μου και τις αντιλαμβάνομαι; Οι ίδιες κουβαλούν στις πλάτες τους άλλες τόσες που δείχνουν να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στην αναγκαιότητα της εμπειρίας και δυσκολεύονται ν' αναδειχθούν ως ζωτικές/σημαντικές στιγμές. Οι δυνάμεις τους είναι εξασθενημένες και δεν μπορούν μοναχές τους. Κατέληξαν να είναι στιγμές που φυτοζωούν στους σβέρκους άλλων, πιο δυναμικών και νωπών στη θύμιση κ' έτσι καταφέρνουν κάπως κ' ανθίστανται στη λησμονιά των καιρών     

«Στις λέξεις αφήνομαι - από τις σκέψεις κρεμιόμουν,
έπεσα στην κολυμβήθρα του διαλόγου και μάταια φώναζα»  

Οι νύχτες οι γεμάτες με τα μυστικά της έναστρης ατμόσφαιρας, αυτές οι νύχτες που αστροστόλιστες φαντάζουν φωτεινές και όχι πραγματικά σκοτεινές νύχτες, ναι οι νύχτες που και το φεγγάρι αμφισβητείται από το βαθύσκοτο κάλλος του, σε αυτές τις νύχτες νοιώθω πως πνίγομαι και μαζί με' μένα όσα δύναμαι να δω! Είναι τα σκοτάδια τους που σαν τυφλοσούρτης με κατευθύνουν ν' αφουγκραστώ και ν' ακούσω καλύτερα απ' ό,τι φαίνεται. Ο παλμός τους τις κινεί να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες νύχτες που απλά ακολουθούν πρωτόκολω την κάθε ημέρα που ανατέλει με τον ήλιο και σβήνει με του φεγγαριού την ανατολή. Μ' αυτές τις νύχτες ξενυχτάω και με τις υπόλοιπες υπνοβατώ βαθυστόχαστα στους δρόμους των ονείρων. 
Είναι τα άστρα τους κουμπιά που με προκαλούν να ξεκουμπώσω
ένα-ένα τη φορά και όχι βιαστικά,
γιατί είν' αναρίθμητα κοντά και μακρυνά, ονειρεμένα κι απτά.
Σε αυτές τις νύχτες βυθισμένος γράφω,
γι' αυτές κι ακόμα όσα αυτές διανθίζουν με τη ζαλάδα της κίνησής τους...

Πόσο διαρκέστερη φαντάζει η δυστυχία όταν η θλίψη της δεν ξέρει να χορεύει σε ζευγάρι,  κάθε τόσο που τα άκρα από τα ζευγάρια χεριών σφιχταγκαλιάζονται και μουδιάζουν από την αμηχανία ή την αμήχανη σιγουριά! Πόσα σημάδια αγγίζουν τ' ακροδάχτυλα και πόσων συνάμα αγνοείται η ύπαρξή!

«Η λαθραία σκόνη των υπενθυμίσεων
σαν γίνεται ομίχλη αποπνιχτική
κατακάθεται στα μάτια σαν τσίπα αναμνήσεων,
σκοτεινιάζει τη μέρα σε νύχτα φωτεινή...
Σκοντάφτουν τα κορμιά πάνω σε δάχτυλα μελανιασμένα-
αναμμένα μένουν τα φώτα
ακινητοποιούν τα σώματα δέιχνοντάς τα βαλσαμωμένα...»  





              

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου