Καίγοντας βιβλία από τη Μεταρρύθμιση μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο



Πριν από την έλευση της τυπογραφίας, τα πράγματα ήταν μάλλον απλά και ήσυχα! Όλα τα βιβλία ήταν χαραγμένα  με το χέρι και υπήρχαν ένα ή λίγα μόνο αντίτυπα. Η καύση τους, όπως ήταν φυσικό, εξασφάλιζε τη βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα τα διάβαζε στο μέλλον.*
Ένας άνθρωπος, όμως, θα  άλλαζε σύντομα αυτή την κατάσταση και θα προκαλούσε πολυεπίπεδη επανάσταση στους επόμενους αιώνες. Το 1454, ο Ιωάννης  Γουτεμβέργιος  άρχισε να τυπώνει το πρώτο βιβλίο. Έβαλε έξι πρέσες σε λειτουργία και έθεσε σε λειτουργία την μνημειώδη προσπάθειά του, την εκτύπωση δηλαδή ολόκληρης της Αγίας Γραφής. Εκείνη την εποχή, ήταν σπάνιο και δύσκολο να βρει κάποιος τη Βίβλο. Ακόμα και ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546) λέγεται πως δεν είδε πλήρη Βίβλο μέχρι την ενηλικίωσή του. Μια επίσκεψη όμως του τελευταίου στη Ρώμη τον ανάγκασε να αναθεωρήσει αρκετά πράγματα με την Παπική εκκλησία, βλέποντας τη διάχυτη διαφθορά που επικρατούσε στους κόλπους της.   
Το 1520 ο πάπας Λέων Ι εξέδωσε τη βούλα Exsurge Domine, καταδικάζοντας ως αιρετικές 41 από τις ‘95 Θέσεις’ του Λούθηρου, τον οποίο κάλεσε να τις αποκηρύξει δημόσια, ενώ παράλληλα διέταξε να καούν τα βιβλία του. Αντιδρώντας στην είδηση, πως στα πανεπιστήμια του Παρισίου και της Κολωνίας κάηκαν τα βιβλία του, στις 10 Δεκεμβρίου, ο Λούθηρος έκαψε δημόσια την παπική βούλα και απάντησε γράφοντας το βιβλίο ‘Ενάντια στη Βλάσφημη βούλα του Αντίχριστου’. Στις 3 Ιανουαρίου 1521 ο Λέων Ι εκδίδει δεύτερη Βούλα, με την οποία αφορίζει τον Λούθηρο.  
Κάπως έτσι περίπου άρχισε η ιστορία και το μαρτύριο των τυπωμένων βιβλίων που θα οδηγούνταν στην πυρά! Το 1519, υπήρχαν μόνο εννιακόσια  βιβλία τυπωμένα στη Γερμανία, ενώ το 1521, μισό εκατομμύριο βιβλία με περιεχόμενο τη Βίβλο του Μαρτίνου Λούθηρου. Τυπώθηκαν στα γερμανικά αντί της λατινικής και δημοσιεύτηκαν σε τόσο χαμηλή τιμή ώστε οι μεγάλες μάζες μπορούσαν να κατέχουν και να διαβάσουν ένα αντίτυπο χωρίς ιερατική ερμηνεία. Μέσα σε πενήντα χρόνια, η εκτύπωση και διάδοση των βιβλίων είχε φτάσει σε τέτοια νούμερα, με αποτέλεσμα το κάψιμο του βιβλίου να μην αποτελεί πλέον  αποτελεσματικό μέτρο ελέγχου της σκέψης των πολιτών. 

Στην Αγγλία, ο Ερρίκος ο Η (1491-1547) απαίτησε από τους εκτυπωτές να υποβάλουν όλα τα χειρόγραφα στην Εκκλησία της Αγγλίας για έγκριση, και έθεσε εκτός νόμου όλες τις εισαγόμενες εκδόσεις, το 1529. Λίγο αργότερα, στα  1535, ο  βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος Α', εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την εκτύπωση των βιβλίων. Στα 1559, ως αντίδραση στην εξάπλωση του Προτεσταντισμού και της επιστημονικής έρευνας, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία φέρνει στο προσκήνιο  το Index Librorum Prohibitorum για να καθοδηγήσει τους λογοκριτές ως προς το ποια έντυπα επιτρέπεται να κυκλοφορούν και να διαβάζονται. Αυτός ο ιστορικός ‘Δείκτης’ αριθμούσε τελικά 5.000 τίτλους, και υπήρχε μέχρι το 1966. 
Ιστορικά, η ‘καύση βιβλίων’ ενείχε αναμφισβήτητα μια τελετουργική χροιά και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, με πολλούς θεατές να παρακολουθούν με ενδιαφέρον ή και περιέργεια το θέαμα, ενέργεια η οποία σαφώς είχε τις ρίζες της στην πολιτισμική, θρησκευτική ή πολιτική αντιπαράθεση με το περιεχόμενό τους. Το 1933 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, σημαδεύτηκε από δραματικά επεισόδια στα οποία πρωτοστάτησαν φοιτητές απογοητευμένοι από τους πολιτικούς,  οπαδοί του εθνικισμού και του πρώιμου ναζιστικού κινήματος.
Τον Απρίλιο και το Μάιο του ίδιου έτους, σε πολλές γερμανικές πόλεις οργανώθηκαν διαδηλώσεις κατά του ‘αντι-γερμανικού’ πνεύματος, με βαθύτερο σκοπό φυσικά να τεθούν όλα κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της ναζιστικής ιδεολογίας. Εκεί κάηκε σεβαστός αριθμός βιβλίων, προμηνύοντας βέβαια τα χειρότερα που δυστυχώς βρίσκονταν μπροστά! Μεταξύ των συγγραφέων τα βιβλία των οποίων κάηκαν, βρίσκονταν   ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Καρλ Μαρξ, ο Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Σνίτσλερ κι ακόμα ο Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Δεν έμειναν στο απυρόβλητο τα βιβλία του Γερμανού Τόμας Μαν, όπως  και του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, του Τζακ Λόντον και της τυφλής και κωφής ταυτόχρονα Αμερικανίδας Έλεν Κέλερ, λόγω των αγώνων της για κοινωνική δικαιοσύνη και τα δικαιώματα των αναπήρων. Στους παραπάνω συγγραφείς περιλαμβάνονταν φυσικά και όσοι ήταν  Εβραίοι. Τα βιβλία των Φραντζ Βέρφελ, Μαξ Μπροντ, Στέφαν Τσβάιχ και του δημοφιλούς γερμανοεβραίου Χάινριχ Χάινε είδαν την απόλυτη καταστροφή στην πυρά. Ήταν φυσικά και εκείνη την εποχή, χαρακτηριστική και προφητική, συνάμα,  η φράση του τελευταίου η οποία ειπώθηκε στα 1820: ‘Εκεί που καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους’!

Μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο, οι γερμανικές πόλεις βρίσκονταν γεμάτες με καταστραμμένα σπίτια, μπάζα παντού, εκατομμύρια νεκρούς, τραυματίες ή αγνοούμενους και μέχρι είκοσι εκατομμύρια άστεγους Γερμανούς που ζούσαν με μερίδες τροφίμων κάτω των χιλίων  θερμίδων την ημέρα. Σε εκείνη την ιστορική συγκυρία, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί απέκτησαν τον έλεγχο των γερμανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης για να ενσταλάξουν μια αίσθηση συλλογικής ενοχής στον γερμανικό πληθυσμό. Η Διεύθυνση Ψυχολογικού Πολέμου του Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων, ήταν πλήρως οργανωμένη εν αναμονή της νίκης και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε την έντονη και καλά χαρτογραφημένη εκστρατεία ψυχολογικής προπαγάνδας. Μέσα σε αυτή την εκστρατεία συμπεριλαμβανόταν και ο έλεγχος όσων εντύπων διάβαζαν. 
Το τραγικότερο όμως είναι ότι εκατομμύρια γερμανικών βιβλίων  καταστράφηκαν μέσα στην περιρρέουσα  υστερία και ετούτου όπως και του προηγούμενου Παγκοσμίου Πολέμου, και περίπου 25.000.000 βιβλία στη Γερμανία εξαφανίστηκαν από τις συμμαχικές βόμβες μόνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κρατική Βιβλιοθήκη του Βισμπάντεν, για παράδειγμα, έχασε περίπου 760.000 τόμους, πολλούς εξ αυτών  εξαιρετικά σπάνιους. Το ίδιο, σε άλλοτε άλλο  βαθμό, έγινε σε κάθε ίδρυμα ή βιβλιοθήκη στις περισσότερες πόλεις της Γερμανίας που υπέστησαν επίσης σαρωτικές απώλειες. Οι βιβλιοθήκες του Μαγδεμβούργου και της Βρέμης έχασαν αντίστοιχα 140.000 και 150.000 τόμους σε βομβαρδισμούς, οι απώλειες της Φρανκφούρτης ανέρχονταν σε 550.000 τόμους, 440.000 διδακτορικές διατριβές και 750.000 έγγραφα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, το Πανεπιστήμιο του Μονάχου έχασε 350.000 βιβλία, ενώ ενάμισι εκατομμύρια βιβλία χάθηκαν μόνο στην αρχαία συνοικία του βιβλίου της Λειψίας.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ακολούθησε το φαινόμενο της απρόσκοπτης λεηλασίας των βιβλιοθηκών και των σχολείων. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με ότι επρόκειτο να ακολουθήσει, όταν ολόκληρη η γερμανική λογοτεχνία  που βρέθηκε στις ζώνες κατοχής της Δύσης και των Σοβιετικών, υποβλήθηκε σε λογοκρισία.  Στον τομέα των Αμερικανών, υπήρχε οδηγία σύμφωνα με την οποία η κατάσχεση όλων των κειμένων με ναζιστικό και μιλιταριστικό υλικό, πρέπει να  οδηγηθεί σε  δημιουργία πολτού, αντί της καύσης, για να αποφύγουν με τον τρόπο αυτό τις κατηγορίες για κάψιμο βιβλίων! Μέσα σ’ όλα αυτά τα δυσάρεστα, χιλιάδες αθώα και δυσεύρετα  βιβλία πολτοποιήθηκαν ανελέητα. Ο πρώτος τέτοιος κατάλογος βιβλίων, ακολουθήθηκε σύντομα από τρία συμπληρώματα, συνολικού ύψους 35.000 βιβλίων και η απαγόρευση εφαρμόστηκε σε όλα τα σχολικά βιβλία που δημοσιεύτηκαν από το 1933 έως το 1945. 

Η Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου.  Κατά τη ναζιστική περίοδο υπέστη σοβαρές ζημιές με πολιτικούς εκφοβισμούς, απολύσεις εργαζομένων και καύση είκοσι χιλιάδων βιβλίων. Μέχρι το τέλος του πολέμου, το κεντρικό κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές, οι πολύτιμες συλλογές κατανεμήθηκαν ανάμεσα στις συμμαχικές ζώνες κατοχής, το περισσότερο προσωπικό της βιβλιοθήκης σκοτώθηκε και 700.000 τόμοι είτε καταστράφηκαν ή χάθηκαν.
Όλες οι σχετικές δημοσιεύσεις και το έντυπο υλικό με την εθνικοσοσιαλιστική  προπαγάνδα, τις φυλετικές διδασκαλίες και την έκκληση για βία ή με προπαγάνδα η οποία κατευθυνόταν εναντίον των Ηνωμένων Εθνών, διατάχθηκε να καταστραφούν, αφού αφαιρέθηκαν από όλες τις βιβλιοθήκες, σχολεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά και τεχνικά ιδρύματα, ακαδημίες, βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους, ακόμη και από ορισμένες ιδιωτικές κατοικίες. Αυτή η μαζική καταστροφή, το διάστημα 1946-1952, πραγματοποιήθηκε οπωσδήποτε από αναρμόδιους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με το βιβλίο και πολλά βιβλία χάθηκαν για πάντα, όλα κάτω από την πολεμική κραυγή της δημιουργίας ενός κόσμου καλύτερου και ασφαλέστερου, γιατί κατέληξε να εφαρμόζεται όχι μόνο στα παραβατικά βιβλία των Ναζί, αλλά και στην ποίηση, τη φιλοσοφία, τη μουσική, το στίχο, τα ημερολόγια, στα βιβλία σχετικά με το εμπόριο και τη γεωργία, στα εγχειρίδια οδήγησης, τα βιβλία για τα λουλούδια, το σπίτι, τους αχυρώνες, την αστρονομία, βιβλία για ποιητές, τένις και βιβλία σχετικά με την κηπουρική.
Εκατοντάδες χρόνια γερμανικής ιστορίας και πολιτισμού χάθηκαν λόγω αυτής της αλαζονικής κατάχρησης εξουσίας, της ανικανότητας και της πλήρους άγνοιας του περιεχομένου τους. Βιβλία για τα πουλιά, μπήκαν επίσης στη λίστα, καθώς και βιβλία για τον Φρειδερίκο τον Β’ της Πρωσίας, τον Βίσμαρκ, καθώς  και κυριολεκτικές αντίκες ευρωπαϊκών ιστορικών στρατιωτικών βιβλίων. Δημοφιλή παιδικά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων εκδόσεων των Αδελφών Γκριμ,  πολτοποιήθηκαν με το σκεπτικό ότι προκάλεσαν  βία. Ότι είχε σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, απαγορεύτηκε. Βιβλία αρχαίων ποιητών πολτοποιήθηκαν επίσης. Ακόμη και βιβλία που κάποτε είχαν απαγορευτεί από τους Ναζί, είχαν καταστραφεί! Η προχειρότητα και ο χειρισμός προκάλεσε την απώλεια του συνόλου των μουσικών έργων του Ρίχαρντ Στράους και αρκετές Βίβλους του Γουτεμβέργιου.  
Η Βρετανική Βιβλιοθήκη βρέθηκε να έχει στην κατοχή της, κάποιες χιλιάδες βιβλίων, τα οποία οι Σύμμαχοι άρπαξαν από τις γερμανικές βιβλιοθήκες και ιδρύματα μεταξύ του Ιουνίου 1944 και 1947. Η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, απέκτησε πάνω από 819.000 κατασχεθέντα γερμανικά βιβλία το 1948 και δύο άλλα εκατομμύρια ιστορικά κομμάτια της γερμανικής λογοτεχνίας. Το Κογκρέσο κράτησε το 28%, συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικής βιβλιοθήκης του Χίτλερ, και έστειλε το υπόλοιπο 72% στις άλλες βιβλιοθήκες. Μόνο ένα μικρό μέρος αυτών, επέστρεψε στη Γερμανία. Δεν είναι γνωστό πόσα βιβλία  πήραν οι Γάλλοι, αλλά οι Σοβιετικοί σίγουρα πήραν τη μερίδα του λέοντος, ιδιαίτερα κάποια σπάνια μεσαιωνικά χειρόγραφα. Εκατομμύρια άλλα γερμανικά βιβλία που επέζησαν των βομβαρδισμών και των λεηλασιών, τελικά κλάπηκαν από τους στρατιώτες των Συμμάχων. 
Μετά τον πόλεμο, η γερμανική κοινωνία βίωσε μαζί με ολάκερη την ευρωπαϊκή  ήπειρο,  ταλαιπωρίες αφάνταστες και διλήμματα του τύπου εάν και κατά πόσο ‘η ελευθερία της έκφρασης παύει να είναι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό των δημοκρατικών αξιών, όταν γίνεται όχημα για την προώθηση του μίσους’. Το πώς ακριβώς βέβαια, οριζόταν ο όρος ‘μίσος’ επαφέθηκε στα δικαστήρια, τους γραφειοκράτες, σε κάποιες ομάδες ειδικών συμφερόντων, τους ιστορικούς  και τους   πολιτικούς. Όπως και στην Ευρώπη, όμως,  έτσι και στις ΗΠΑ, οι επίμονες προσπάθειες για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου προτάθηκαν υπό το πρόσχημα πάντοτε της πρόληψης του φυλετικού μίσους, παρά τη ριζωμένη έννοια της ατομικής ελευθερίας. Αλλά για να τελειώσουμε, η καύση των βιβλίων από το ναζιστικό καθεστώς εκείνη την ταραγμένη περίοδο, ήταν η μία πτυχή του όλου προβλήματος. Η άλλη, τελικά, ίσως να  ήταν η καλά σχεδιασμένη καταστροφή ή κλοπή των γερμανικών ιστορικών και ανεκτίμητων βιβλίων που ακολούθησε το Δεύτερο  Μεγάλο Πόλεμο!  (efsyn)
* οι αναφορές (αρχαιολογικά ευρήματα) αποδεικνύουν ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν τα μέσα γραφής και αποτύπωσής της, όπως για παράδειγμα ρολά δέρματος, πάπυροι, μάρμαρα, κέρινες πλάκες, πλάκες από χρυσό κοκ.

Σχόλια