"Προς πόσιν...;" από την ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ


















Περισσότερο μ' ενδιαφέρει η εσωτερική ηρεμία από αυτήν που κραυγάζει στο πρόσωπό μου. Πιότερο με νοιάζει η εσώτερη ισορροπία του ψυχισμού παρά η εγρήγορση του παγκόσμιου αυτισμού.
Αντικρύζω στον καθρέφτη τα καλλωπισμένα ψέμματα της φάτσας και το είδωλο με προειδοποιεί να κοιτάξω καλύτερα προς το μέρος του μετώπου: 
οι ρυτίδες χαραγμένες πάνω μου και απούσες στο τζάμι απέναντί μου...






Όχι, δεν ξέφυγα ξαφνικά προς το άλλο επίπεδο, παρά δεν νοιώθω τα αγγίγματα της όρασής μου. Δεν βλέπω τα αγγίγματα του ειδώλου μου στο μέτωπό μου κι όμως τα ακροδάχτυλά μου βρέχονται από τον ιδρώτα που κυλάει πάνω του. Σύγκορμο το ΕΙΝΑΙ μου αρχίζει να τρέμει μόνο που δεν ξεχωρίζω τη σεισμική δόνηση του πατώματος, γιατί απλώς είμαι βουτηγμένος στο απύθμενο κενό μιας εξαφάνισης που καραδοκεί να παρουσιαστεί...


Η αίσθηση του απέραντου κενού οπόταν κοιτάς στα μάτια ενός μεθυσμένου δεν σε λυπεί τόσο όσο σε σπρώχνει να το κατανοήσεις ψάχνοντάς το. Έτσι κάνεις μία προσπάθεια να γεφυρώσεις μία απόσταση μεθυσμένη με νηφάλια τα αντανακλαστικά και τα χνώτα σου. Είναι ειλικρινές μα δύσκολο μιας και η ειλικρίνεια δείχνει πλέον να δυσχεραίνει τα διαπροσωπικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης επικοινωνίας.

Κάποιοι ομορφαίνουν πίνοντας, μα για λίγο στην αρχή, μόλις το σώμα της αντίληψης βραχεί  στην αλκοόλη. Οι περισσότεροι, από την άλλη πλευρά, παραφράζουν τις φυσιογνωμίες απέναντί τους έχοντας προτύτερα ή ταυτόχρονα οι ίδιοι αλλοιώσει τα δικά τους χαρακτηριστικά. Είναι η αποκαλούμενη "αντεκδικητική προσωποποίηση της μέθης", καθώς τα χαρακτηριστικά σου δείχνουν να πέφτουν γιατί βαραίνουν μεθυστικά και γλυκά θέλοντας να καταδείξουν πως η βαρύτητα είναι εδώ και κυριαρχεί και φαίνεται πάνω σου, όμως εσύ το καταλογίζεις σε άλλους...

Οι ντροπές απουσιάζουν κι εμφανίζονται την επόμενη ημέρα άπαξ κι η κεφαλή σου χρειάζεται εξηγήσεις για την κατάντια της από τη χθεσινή οινοπνευματώδη περιπέτεια. Είσαι σε θέση; Λησμονείς ή θυμάσαι καθαρά και ξάστερα τι προηγήθηκε του πρωινού σου;
Όπως και να έχει, το έζησες κι ας μην το ανακαλείς στη μνήμη σου. Έχει εντυπωθεί μέσα σου ακόμη κι αν εσύ υποστηρίζεις πως ήσουν εκτός εαυτού ή λίγο ψηλότερα από τη γη...

Ως εκ τούτου, τόσες όμορφες στιγμές περνάνε ανεπιστρεπτί στο χρονοντούλαπο των αρτηριοσκληρωτικών αναμνήσεων, γιατί το παρόν σκοτώνει τις στιγμιαίες επιθυμίες παγώνοντας τις ομορφιές κι απομακρύνοντας εμάς από αυτές.
Πίνω και μεθάω σε αυτά τα παροντικά χρονικά σημεία για να προλάβω να μεθύσω προτού με καταβάλει η νηφαλιότητα της καθημερινής κοινωνικής επιταγής. Θέλω το κεφάλι να γεμίζει, ακόμη και τα μάτια μου, με το αλκοόλ της απόδρασης των ενστίκτων μου από τις φυλακές των οκνηρών συναισθήσεων.

Οπόταν αποδεσμεύομαι των ονειρικών μου δεσμών ξεκινάει η πτώση των στοιχειωδών πραγματικοτήτων και δεν καταφέρνω να μίνω αταλάντευτος κι αναίσθητος. Όσα χάνω και κερδίζω από τις εσώτερες πτώσεις μου δεν προλαβαίνω να τα ξαναβρώ παρά ονάχα στις εφιαλτικές σκηνές που στήνει το θυμικό της μνήμης μου. Μάταια όσα αναλογίζομαι ως ανάχωμα και ξύπνημα εν μέω τρικυμιών και εσωκοσμικής κακοκαιρίας. Γιατί τότε ξεχνώ πως είναι να επιπλέει κανείς μέσα σε κακία και αδιάφορες ευγνωμοσύνες. Περιττεύουν οι άοσμες ανάσες και τα φουσκωμένα από οξυγόνο μάγουλα της ταραχής.  

                                                      

  

Πίνω στις ημέρες των ημιτελών λιακάδων, 
τότε που ο ήλιος ξεβγάζει τα ζυγωματικά του και 
σπρώχνει τα σύννεφα παραπέρα, 
για να βγει και να ατενίσει καθάρια όλους μας.

Πίνω στις νύχτες των ανυπόστατων ερωτήσεων,
τότε που ο φέρελπις εραστής αναζητά την καίρια πρόταση
για ν΄αποφύγει να τυλιχτεί στα κλινοσκεπάσματα
την καθημερινή του μοναχικότητα.

Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι έχοντας τα μάτια μου ορθάνοιχτα:
Βλέπω και δεν φαντάζομαι
όλα αυτά που στοιχειώνω σαν όνειρα συνηθισμένα
τις κουρασμένες ώρες του κορμιού και του μυαλού μου.

Ξέρω, ιδίοις όμμασι, πως τα όνειρα
μου γλυκαίνουν τους ύπνους ευκαιριακά και 
με καταριούνται να'χω τα μάτια μου ανοιχτά,
γεμάτα κενό και παγωμάρα,
δίχως τις αισθήσεις μου υπνωτισμένες-
χώρις το θυμικό μου να καταλαγιασμένο...
Δεν μηχανεύομαι καταστάσεις
παρά τα όνειρα είναι αυτά που με κοροϊδεύουν.
Νοιώθω ανήμπορος τα μάτια μου να κλείσω 
μπας και ήσυχος καταφέρω να κοιμηθώ
και ν' αποφύγω της μοναχικότητας το χνώτο το ανήσυχο...

                                    


Οι δύσκολες ομορφιές φαίνονται τη νύχτα, τότε που το φως είναι φειδωλό στη γύμνια του και αντισταθμίζεται από τις λάμψεις της ομορφιάς. Οι εύκολες ομορφιές σουλατσάρουν ολόγυρα τα πρωινά και υπό το φως του απογευματινού ήλιου, τότε που ανάμεσα στις ματιές και τις ομορφιές τοποθετούνται τα μαύρα γυαλιά της υποκρισίας και στα γυμνά τα μάτια στέλνει τις ζαλάδες του ο ήλιος. Είναι οι ευκολότερες, γιατί απλώς δεν τις ψάχνεις, είναι εκεί και τις παρατηρείς. 

Το βράδυ όμως τα κριτήρια αλλάζουν και μπαίνει σε λειτουργία η φαντασία προσδίδοντας έμφαση και περιέργεια στα χαρακτηριστικά που ψάχνεις ή νομίζεις πως βρίσκονται κοντά. Αλήθεια, το αλκοόλ ανοίγει τα μάτια ή θολώνει την εικόνα που θαρρείς πως έχεις μπροστά σου; Η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση: θολώνεις το τοπίο με τις αναθυμιάσεις της αλκοόλης μπας και δεις ευκρινέστερα (ειλικρινέστερα) αυτό που φαντάζεσαι ως επιθυμητό!

Μα είναι και αυτή η απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και των -κατά το δοκούν- μεταφράσεών της (μιας και πρωτίστως ζεις για εσένα και μετά για τον υπόλοιπο τον κόσμο): Αντικειμενική στην ουσία που συνέχεια υποκειμενοποιείται προκειμένου να ικανοποιήσει τη ματαιότητα της επιθυμίας. Ματαιότητα που εγκαθιδρύεται από τα δεδομένα της κοινωνικής οινόφλυχος καθημερινότητας.

Κάποιες φορές τα συναισθήματα λειτουργούν με την ορμή οχετού: 
Ξεσπάνε σε ψυχοσωματικές τρικυμίες, κυριεύουν το προηγούμενο κενό και εσύ βρίσκεσαι ημιλυπόθυμος ναυαγός των αισθημάτων σου. Τότε ψάχνεις να κρατηθείς από κάποιες αναμνήσεις που ακόμα σαν κούτσουρο επιπλέουν στο μνημονικό σου μα όσο κι αν προσπαθείς να σώσεις ό,τι έχει απομείνει από το θυμικό σου δεν σε ξεβγάζουν στη στεριά της νηφαλιότητας των συναισθηματικών σου αντανακλαστικών. Νοιώθεις κουρασμένος κι ένα "χάος" σε τυλίγει σφιχταγκαλιάζοντάς σε ως το έσχατο βοήθημα του υποσυνειδήτου σου.
Είναι όμως μάταιο, γιατί πάλι θα ξυπνήσεις από την περιπέτεια ιδρωμένος κι ακόμα δεν θα έχεις ξεβραστεί στα βράχια της "ελπίδας". Ψάχνεις να βρεις για οδηγό το φως του φάρου μα ξεχνάς πως έχεις τυφλωθεί από την ορμή του συναισθηματικού χείμαρρου που σε έριξε σε άγνωστα νερά. Κι όσο κουράζεσαι ξεφουσκώνει το σωσίβιο των θύμισών σου, αισθάνεσαι αμνήμων και δείχνεις καταπονημένος από τη μοναξιά της ύπαρξής σου.

Αυτή η ύπαρξη κυριαρχείται από μοναξιές και μοναχικότητες που συναντιώνται υπό τη νεφελώδη σκεπή της κάπνας που συνοδεύει (καλώς-κακώς) τα αλκοολούχα χνώτα: σαν επικηρυγμένοι εραστές-κρυμμένοι από τα φώτα της ημέρας και τα σχήμως περίεργα βλέμματα των νηφάλιων συν-υπάρξεων, καταπίνουν την καθημερινή τους καταδίκη από τα τεκταινόμενα της αστικής δράσης και της ηθικής αντίδρασης προσδοκώντας τις νύχτες με τις αμαρτίες τους. Αμαρτίες που τυγχάνουν λοιδορίας από τους προσωποποιημένους καθωσπρεπισμούς της γειτονίας των μοναχικών και μονάχων υπάρξεων, που ψάχνουν αυτές για να ξεφύγουν κι αυτές οι μοναξιές και οι μοναχικότητες από το περιθώριο των συν-αισθήσεών τους. Φαύλος ο κύκλος και οι ανθοί των λουλουδιών μαραμένοι ολόγυρά του...

Να πως μαραίνεται ο ανθός της στιγμιαίας έκπληξης της ζωής των έλλογων όντων...:

Οπόταν οι μέλισσες χάνουν τον προσανατολισμό τους και συγχησμένες επιλέγουν να αυτοκτονήσουν  με το αναίτιο τσίμπημά τους. 
Οπόταν ξυπνάς και ζαλισμένος από τη συνοδεία της υπνηλίας μπερδεύεις τα "αδιακιολογήτως ευχάριστα" που κοίμησαν το νου σου με τα "διακιολογητέως αναγκαία". Οπόταν χαστουκίζεις τον εαυτό σου για να ξυπνήσεις από το όνειρο που λες πως ζεις. Μα αυτό λέγεται ζωή σε αναστολή, γιατί αναστέλλονται οι στιγμιαίες πραγματικότητες και αντικαθιστούνται από τους διαρκείς ρεαλισμούς της συνετής προσαρμοστικότητας...!      

Σχόλια