Γιατί ΑΠΟΧΗ...


Αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες, έγραψε κάποτε ο Μαρξ, χωρίς σε καμιά περίπτωση να εννοεί πως οι κομμουνιστές δεν πρέπει να έχουν καμιά σχέση με τις εκλογικές διαδικασίες της αστικής δημοκρατίας. Ο Μαρξ σύστηνε τη χρησιμοποίηση όλων των μορφών αγώνα, ακόμα και του κοινοβουλευτικού αγώνα, φτάνει αυτός να ανταποκρινόταν στα καθήκοντα του προλεταριάτου τη δεδομένη ιστορική στιγμή.

Οι διάφοροι εραστές της «πάση θυσία συμμετοχής» στις κοινοβουλευτικές εκλογές, όμως, ξεχνούν την κριτική στον αστικό κοινοβουλευτισμό, που ο Μαρξ με τον Ενγκελς θεωρούσαν «εκ των ων ουκ άνευ», ακόμη και σε περιπτώσεις συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Απ’ αυτή την άποψη θυμίζουν αυτό που είχε γράψει ο Λένιν για κάποιους αριστερούς της εποχής του:

«Εξ επαγγέλματος υπουργοί και βουλευτές, προδότες του προλεταριάτου και “επιχειρηματίες’’ σοσιαλιστές των ημερών μας παραχώρησαν την κριτική του κοινοβουλευτισμού αποκλειστικά στους αναρχικούς και πάνω σ’ αυτή την περίεργα λογική βάση κήρυξαν “αναρχισμό’’ κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού!».

Ας πάψουν, λοιπόν, να μας κουνάνε το δάχτυλο και να μας παριστάνουν τους μαρξιστές άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με το ζωντανό πνεύμα του μαρξισμού, αλλά έχουν κατασκευάσει μια καρικατούρα του, μόνο και μόνο για να δικαιολογούν τη συμμετοχή τους στην «ύψιστη διαδικασία της [αστικής] δημοκρατίας», τις κοινοβουλευτικές εκλογές. Συμμετοχή «ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΑΡΧΩΝ», σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως συνθηκών, ανεξαρτήτως τακτικής.

Ποιες είναι οι βασικές παράμετροι της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας και ποια η τακτική που υπηρετεί τα συμφέροντα του προλεταριάτου; Αυτό είναι για μας το ερώτημα, η απάντηση στο οποίο καθορίζει ΚΑΙ την εκλογική στάση.

♦ Το προλεταριάτο διανύει μια μακρά περίοδο πολιτικής εξάρτησης από τα αστικά κόμματα. Οχι μόνο δεν έχει εμφανίσει τάσεις αυθόρμητης απεξάρτησης από την αστική πολιτική, αλλά μετατρέπει την ήττα του στο πεδίο των ταξικών αγώνων μέσω των οποίων υπερασπίζεται τα άμεσα συμφέροντά του, σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από την αστική πολιτική.

♦ Η πρωτοπορία του προλεταριάτου δεν κινείται ακόμη στην κατεύθυνση της ανεξάρτητης πολιτικής της συγκρότησης, αλλά ακολουθεί το γενικό ρεύμα, που μοιραία τη μετατρέπει και αυτή σε παρακολούθημα της αστικής πολιτικής.

♦ Η πλειοψηφία του προλεταριάτου υπέστη ένα μεγάλο σοκ καθώς είχε εναποθέσει ελπίδες στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρόβαλε σαν αριστερή πολιτική δύναμη, ιστορικά ταυτισμένη, δήθεν, με τα συμφέροντα του προλεταριάτου.

♦ Το σοκ αυτό «δείχνει» ως συνυπεύθυνες και εκείνες τις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά, διότι ακόμη και αν δεν συγχωνεύτηκαν οργανωτικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, συγχωνεύτηκαν -εν όλω ή εν μέρει- πολιτικά, είτε επιδεικνύοντας ανοχή προς τον ΣΥΡΙΖΑ είτε στηρίζοντας πολιτικές πρωτοβουλίες του, όπως το κάλπικο δημοψήφισμα του περασμένου Ιούλη.

♦ Εδώ και τριάμισι χρόνια, υπάρχει στην κυριολεξία κοινωνική άπνοια. Οι εργατικές αντιστάσεις στο πέρασμα του μνημονιακού οδοστρωτήρα υπήρξαν αρχικά μαζικές, αλλά πλήρως αναποτελεσματικές, καθώς ελέγχονταν ασφυκτικά από την αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και από τις δυνάμεις της κοινωνικής δημαγωγίας. Το αποτέλεσμα ήταν να καταγράφεται η μια ήττα μετά την άλλη, κι αυτό να φέρνει απογοήτευση και ηττοπάθεια, με αποτέλεσμα να φουντώνουν οι τάσεις «ανάθεσης» στην αστική πολιτική και η λογική του «μικρότερου κακού».

♦ Από το Γενάρη του 2015 και μετά, με τρεις διαδοχικές εκλογές (βουλευτικές του Γενάρη, δημοψήφισμα του Ιούλη, βουλευτικές του Σεπτέμβρη), κατέστη σαφές ότι η ψήφος δεν έχει καμιά αξία. Οτι δεν αντανακλάται ούτε στο ελάχιστο στην πρακτική πολιτική, όπως αντανακλώνταν παλιότερα, όταν ο ελληνικός καπιταλισμός δεν παράδερνε σε τόσο βαθιά κρίση και οι ιμπεριαλιστές δανειστές δεν του είχαν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό. Τότε, ένα μικρό μέρος από τα αιτήματα που διατύπωνε το ρεφορμιστικό κίνημα της εργατικής τάξης και το αντίστοιχο της αγροτιάς περνούσε στην πρακτική πολιτική, με στόχο να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη. Πλέον, όμως, ό,τι και να ψηφίσει ο εργαζόμενος λαός το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η ψήφος του πετιέται στα σκουπίδια την επομένη των εκλογών. Κι όταν τμήματα του εργαζόμενου λαού διεκδικούν με άλλους τρόπους (π.χ. απεργιακά) αυτό που θεώρησαν ότι έπρεπε να πάρουν με την ψήφο, αντιμετωπίζονται με την πιο αδίστακτη καταστολή, όπως φάνηκε καθαρά σε όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου (αρκεί να θυμηθούμε τις επιστρατεύσεις). Ετσι, φτάσαμε στην τωρινή εκλογική αναμέτρηση, κατά την οποία έχει καταστεί σαφές απ’ όλες τις πλευρές, ότι αυτό που θα εφαρμοστεί μετεκλογικά είναι το Μνημόνιο-3 και οι εκλογές αφορούν μόνο τη διαμόρφωση του μίγματος κυβέρνησης-αντιπολίτευσης (μνημονιακής και φραστικά αντιμνημονιακής) που θα διαχειριστεί στη Βουλή και στην κυβέρνηση τη δεδομένη μνημονιακή πολιτική.

Υπάρχει, βέβαια, και το «μήνυμα». Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση υπάρχει το «μήνυμα». Ο λαός καλείται να συμμετάσχει και να ψηφίσει για να στείλει «μήνυμα» (μόνο η αποχή –συνειδητή ή μη– δε θεωρείται μήνυμα!). Αλλοι θέλουν το «μήνυμα» σκέτο και άλλοι το θέλουν με… πρακτικές προεκτάσεις. Αλλοι καλούν σε υπερψήφισή τους για να σταλεί απλώς «αγωνιστικό μήνυμα» και άλλοι «για να υπάρξει ισχυρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του μνημονίου». Τι είδους αντιπολίτευση; Να ξανακούσουμε τον Λαφαζάνη να καταγγέλλει κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα και τον Κουτσούμπα να αποτίει σπονδές στο σοσιαλιστικό μέλλον (ενώ όταν πάει να γίνει κάτι να προσπαθεί όχι να το στηρίξει, αλλά να το λοιδορήσει, να το συκοφαντήσει, ακόμη και να συνδράμει στην καταστολή του ή να κάνει πλάτες στις κρατικές δυνάμεις καταστολής).

Πόσα μηνύματα δεν έστειλε ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα η εργατική τάξη την πρώτη τριετία των Μνημονίων; Πόσες απεργίες, πόσες διαδηλώσεις, πόσες οργισμένες μούντζες με κατεύθυνση τη Βουλή; Οταν το μήνυμα του «δρόμου» δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, γιατί ήταν τζούφιο, γιατί δεν συνοδευόταν από εκείνους τους όρους που θα το έκαναν πραγματικά «ηχηρό», ήρθε η ώρα να σταλεί το «μήνυμα» της κάλπης. Ο,τι δεν κατάφερε ο λαός στο δρόμο θα το κατάφερνε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς». Τη δοκίμασε κι αυτή η εργατική τάξη, έφαγε και τη χλαπάτσα του κάλπικου δημοψηφίσματος και ως επιστέγασμα αυτών των αυταπατών ήρθε το Μνημόνιο-3, που προστέθηκε στα δύο προηγούμενα, κάνοντας τις προοπτικές ακόμα πιο εφιαλτικές.

Ποια απάντηση ταιριάζει σ’ αυτές τις συνθήκες; Η ψήφος στους «έντιμους» και τους «συνεπείς»; Για να κάνουν τι; Αυτό που κάνουν τόσα χρόνια τώρα; ‘Η η καταγραφή κάποιων εξωκοινοβουλευτικών, που θεωρούν πως η επαναστατικότητα μετριέται στις κάλπες του αστικού κοινοβουλευτισμού; Ακόμη και τότε που η όποια εκλογική καταγραφή δεν έχει καμιά αντιστοίχηση με αγώνες που προηγήθηκαν, αλλά είναι σκέτη καταγραφή θυμού, απογοήτευσης και ήττας.

Οταν καλείς μια κοινωνία γονατισμένη, καταπλακωμένη από το σύνδρομο της ήττας, «μπερδεμένη», μετέωρη, με την υποψία ότι η ψήφος της δεν έχει καμιά αξία (αλλά παρά ταύτα πρέπει να πάει και να τη ρίξει στην κάλπη), να στείλει «μήνυμα» μέσω της κάλπης, ουσιαστικά της λες ότι η μόνη ρεαλιστικά αποτελεσματική οδός διεξόδου είναι οι εκλογές! Κι αν δεν λες ότι είναι η μόνη οδός διεξόδου, αφήνεις να εννοηθεί πως είναι μία από τις βασικές οδούς.

Με τους σημερινούς συσχετισμούς, με τις διαμορφωμένες πολιτικές τάσεις, με την ευρύτατη μνημονιακή συνεργασία που διαμορφώθηκε το προηγούμενο δίμηνο, ό,τι και να ρίξει κανείς στην κάλπη, αυτή θα βγάλει Μνημόνιο-3, βάθεμα της κινεζοποίησης, παραπέρα εξαθλίωση. Γιατί να νομιμοποιήσουμε αυτή τη διαδικασία, με το προκαθορισμένο αποτέλεσμα; Γιατί να λειτουργήσουμε ως διακοσμητικοί μαϊντανοί του αστικού συστήματος εξουσίας; Γιατί να τους προσφέρουμε το άλλοθι δημοκρατικότητας («αντλούμε εξουσία μόνο από το λαό») και πλουραλισμού που τόσο έχουν ανάγκη; Γιατί να μην καταγράψουμε με τον πιο «ηχηρό» τρόπο την καταγγελία μας όχι στο ένα ή στο άλλο αστικό κόμμα, αλλά συνολικά στο αστικό πολιτικό σύστημα;

Γιατί να μην προσπαθήσουμε να δώσουμε πολιτικό περιεχόμενο στην αυθόρμητη τάση της αποχής, που την καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις (χωρίς κανείς να μπορεί να πει σε τι επίπεδα θα διαμορφωθεί τελικά) και που σίγουρα δεν είναι θέση συνειδητής στράτευσης σε μια επαναστατική προοπτική, εκφράζει όμως θυμό και απέχθεια για το πολιτικό σύστημα;

Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν ένα ευρύτερο μέτωπο πολιτικών δυνάμεων (απ’ αυτές που περιμένουν και πάλι να μετρήσουν «κουκιά» στις κάλπες) κρατούσε μια συνεπή αντικοινοβουλευτική στάση, καλώντας το λαό σε αποχή και δείχνοντάς του έναν άλλο δρόμο, τον οποίο θα πρέπει να βαδίσει, αν θέλει να πάρει ο ίδιος την υπόθεσή του στα χέρια του;

Θεωρητικά, αυτές οι εκλογές, με το ξεμασκάρεμα των δήθεν αντιμνημονιακών, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να σταλεί ένα τέτοιο μήνυμα. Το ότι δεν στέλνεται, το ότι δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως αντικαπιταλιστικές δεν άλλαξαν σε τίποτα τις συνήθειές τους, δεν είναι αποτέλεσμα κακής εκτίμησης. Είναι αποτέλεσμα της μικροαστικής φύσης αυτών των πολιτικών συλλογικοτήτων, που τις οδηγεί σε μια πολιτική ουράς, με την πρωτοβουλία να παραμένει στα χέρια των αστικών πολιτικών δυνάμεων.

Το μέγα πρόβλημα της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας στη σημερινή φάση είναι η ηττοπάθεια που επικρατεί, αποτέλεσμα μιας πορείας που κρατάει χρόνια και όχι μόνο τα πεντέμισι χρόνια του Μνημόνιου. Αν κοιτάξουμε τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα δούμε πολλές περιόδους έξαρσης του διεκδικητικού κινήματος των εργαζόμενων μαζών, οι οποίες ακολουθούνται από περιόδους αδράνειας και ηττοπάθειας. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, όμως, στις ανόδους και τις πτώσεις του κινήματος, εκείνο που το σφραγίζει είναι ο ετεροπροσδιορισμός του, η υποταγή του στην αστική πολιτική με τα χίλια πρόσωπα, η αδυναμία του να επαναχαράξει μια στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης, στην οποία θα «πατά» και η όποια τακτική.

Η πλήρης, κάθετη ρήξη με την αστική πολιτική στο σύνολό της υπήρχε ως ζητούμενο το 1974, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, αλλά τίθεται με πιο επιτακτικό τρόπο, ενώ υπάρχει η λαϊκή εμπειρία, που μπορεί να γενικευτεί θεωρητικά και να αξιοποιηθεί από την επαναστατική ζύμωση.

Η διέξοδος από το καθεστώς της κινεζοποίησης (και όχι από την κρίση) θα είναι επαναστατική ή δε θα υπάρξει. Για να οικοδομηθούν οι όροι για μια επαναστατική διέξοδο, πρέπει να γίνει πράξη η πλήρης ρήξη με την αστική πολιτική για σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει αυτόματα. Αυτό είναι ένα καθήκον που πρέπει να βάλουν στον εαυτό τους οι πρωτοπόροι αγωνιστές της εργατικής τάξης, αναπτύσσοντας την πολιτική τους ενότητα, δημιουργώντας εκείνη την πολιτική οργάνωση που θα είναι σε θέση να αποκαλύπτει, να πείθει, να οργανώνει.

Η συμμετοχή στις αστικές εκλογές και ιδιαίτερα σ’ αυτές τις εκλογές με το προκαθορισμένο αποτέλεσμα δεν αποτελεί ούτε ένα μικρό βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Το μόνο που σωρεύει είναι σύγχυση, ερωτηματικά, λογική ανάθεσης, θολούρα σχετικά με το πού περνάνε οι διαχωριστικές γραμμές, αμβλύνσεις στον ταξικό ανταγωνισμό.

Η αποχή είναι εκείνη η στάση που αρμόζει σε όσους θέλουν να καταγγείλουν τον καπιταλισμό και συνολικά το πολιτικό του σύστημα, να σηματοδοτήσουν μια κατεύθυνση κάθετης ρήξης με την αστική πολιτική και το σύστημα που υπηρετεί.

Φυσικά, και η αποχή είναι μια εκλογική στάση. Μόνη της δεν οδηγεί πουθενά. Η αποχή είναι μια στιγμή, ο αγώνας για την επαναστατική πολιτική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι διαρκής. Η αποχή, όμως, είναι η μόνη πολιτική στάση που μπορεί να στείλει ένα καθαρό μήνυμα διαχωρισμού από την αστική πολιτική, να αξιοποιήσει την πείρα των εργαζόμενων μαζών, να φωτίσει ερωτήματα και απορίες, να στείλει τελικά ένα μήνυμα αγώνα για την ανατροπή.

ΑΓΩΝΕΣ ΤΑΞΙΚΟΙ
ΣΤΗΝ ΚΑΛΠΗ ΑΠΟΧΗ(εφ. ΚΟΝΤΡΑ)

Σχόλια