«Η αγριότητα των Χριστουγέννων» από την ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ

«Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ…» από την ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ


«Τα μάτια του άνοιξαν προτού προλάβει να κουνήσει κάποιο από τα μέλη τού σώματός του. Είχε συνηθίσει στα παγωμένα δάχτυλα, στα αγκυλωμένα από το τσουχτερό κρύο κοκκινισμένα χέρια του και το γεμάτο ζεστές σκέψεις κεφάλι του. Το παράπηγμα στο οποίο διέμενε και φιλοξενούνταν από έναν τύπο που γνώρισε μόλις πριν μία εβδομάδα δεν του επέτρεπε ανωφελείς κινήσεις. Η παραμικρή και ανώφελη συνίστατο σε μία γερή δόση υγρασίας σε βαθμό που λίγο έλειπε από το να αντηχεί κάθε κίνηση του σώματός του λες και τρίβονταν τα κόκαλα και οι κλιδώσεις του. Για το λόγο αυτό είχε κατορθώσει με τον καιρό πρώτα να παρατηρεί και ακολούθως να κινείται. Άλλωστε, μία ζωή δίχως πολυτέλειες και επιλογές καθιστά οιονδήποτε περισσότερο υπεύθυνο από κάποιον που η ζωή δεν του είναι φειδωλή στις ευκαιρίες.

Ο Φερνάντο ζούσε τις τελευταίες τρεις εβδομάδες ως πλάνητας και ανέστιος έχοντας περπατήσει δεκάδες χιλιόμετρα, όχι για να διατηρήσει τη φόρμα του, μα γιατί έπρεπε να καλύψει την ευρύτερη περιοχή που του είχαν αναθέσει, δίχως να γίνεται αντιληπτός. Οι παρέες που είχε συνάψει αυτό το διάστημα ποικίλαν, κάτι το οποίο τον ανάγκαζε να μεταμφιέζεται (αφενός μεν εξ όψεως και αφετέρου δε εσωτερικά, καθώς η ευδιάθετη ψυχολογία ήταν το Α και το Ω στη δουλειά του), ώστε να καταφέρνει να αποσπά ουσιώδεις πληροφορίες.

Γόνος εύπορης οικογένειας από το Χουάιτ-Τσάπελ του Λονδίνου, του τυχοδιώκτη Malcolm Gum και της φτωχού τροφού Eloise Griffith, οι οποίοι κατάφεραν εκμεταλλευόμενοι το εμπορικό δαιμόνιο του Malcolm να εξελιχθούν σε ένα πλούσιο ζευγάρι, που μετακόμισε στο κέντρο του Λονδίνου στις αρχές του 1878. Ο ιδιάζων τυχοδιωκτισμός (ένα μείγμα από ευγένεια και βαγαποντιά) του Malcolm Gum έμελλε να αποτελέσει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γιου του Φερνάντο, ο οποίος στα είκοσί του χρόνια επάνδρωσε την βρετανική αστυνομία. Η βικτωριανή αγνότητα και η καθωσπρεπίστικη μεταμόρφωση των γονιών του δεν του είχαν επιτρέψει να επισκεφτεί τη γειτονιά που “συνελλήφθη”, ένα βρωμερό βράδυ γεμάτο αμαρτία, λαγνεία και ουσίες σε ένα δωμάτιο του μοτέλ "Interlude". Τώρα όμως είχε έρθει η στιγμή, που με την ιδιότητά του ως ντεντέκτιβ θα επισκέφτονταν την περιοχή που είχαν γνωριστεί και έμεναν στην αρχή οι δικοί του. Ήταν χειμώνας του 1900.

Ένα φθινόπωρο, εκεί στα τέλη του 1880, έμελλε να σφραγιστεί ως ένα από τα ειδεχθέστερα όσον αφορά την αγριότητά του μεταμορφώνοντας την συνοικία σε πραγματικό θέρετρο φιλήδονων εγκληματιών. Τότε διεπράχθησαν οι πρώτοι πέντε φόνοι γυναικών που βαραίνουν ως τεκμήρια (από τότε;) τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. Και η συνοικία Χουάιτ-Τσάπελ του Λονδίνου, φημισμένη από καιρό για τη μιαρότητα και την ανηθικότητα, την προστυχιά και την παρανομία, το περιθωριακό της προσωπείο και την παραβατικότητά της στάθηκε το θέατρο των συνταρακτικών αυτών δολοφονιών, κυρίως εκδιδόμενων γυναικών. Σύμφωνα με τις τότε υποθέσεις, επρόκειτο για ένα πρώτο μήνυμα πριν τα Χριστούγεννα από μία ασύλληπτη προσωπικότητα που αντιδρούσε στην πορνεία και την ασέβεια.

Ο Φερνάντο είχε προηχθεί στη θέση του μυστικού πράκτορα στο γραφείο ανθρωποκτονιών εδώ και περίπου οκτώ μήνες έχοντας επιδείξει επαγγελματικό ζήλο και αποτελεσματικότητα. Μολονότι νέος και σχετικά άπειρος, συγκρίσει άλλων συναδέλφων του, έχαιρε απεριόριστης συμπάθειας και εξόφθαλμης εμπιστοσύνης. Το αντίτιμο αυτής της επαγγελματικής καταξίωσης, αντιστρόφως ανάλογα, ήταν η παντελής έλλειψη προσωπικής ζωής. Πλην της οικογενείας του και του κύκλου της, ο δικός του μικρόκοσμος συμπληρώνονταν από τους συναδέλφους του και τις ζωές των πρωταγωνιστών του περιθωρίου και της εγκληματικότητας, στις οποίες συμμετείχε ως οικοδεσπότης και επιτηρητής. Τουλάχιστον αυτά θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Ήταν ένας παρθένος ακόμη και στην ηλικία των 20 ετών έχοντας εντούτοις μεταμορφωθεί σε ένα καταξιωμένο όργανο μολονότι νεαρής ηλικίας. 

Εκ των πραγμάτων, η αποστολή που έπρεπε να φέρει σε πέρας ήταν για τον ίδιο μία πραγματική πρόκληση και ταυτόχρονη βάπτιση. Πέντε αγρίως δολοφονημένες γυναίκες, νεαρής κυρίως ηλικίας, από τις οποίες ο σαδιστής δολοφόνος είχε αφαιρέσει τα γεννητικά τους όργανα: αυτό το αμαρτωλό εργαλείο της ηδονής και της λαγνείας, του αγοραίου αποταμιευτήρα υγρών έρωτα και από την άλλη πλευρά, το ανθρώπινο αυτό μέσο αναπαραγωγής του είδους, “όχι όμως και της Παναγίας”, όπως αρέσκονταν χαιρέκακα να υπογραμμίζει . 

Το αξίωμα που κατείχε και η επικινδυνότητα που αυτό ενείχε δεν ήταν η μεγαλύτερη βάσανος για τον Φερνάντο. Αυτός χλώμιαζε στο ενδεχόμενο να πλαγιάσει με κάποια πόρνη προκειμένου να αποσπάσει πληροφορίες, πλάι στο οποίο συνυπολόγιζε και το γεγονός πως θα επισκέπτονταν για πρώτη φορά την περιοχή στην οποία γεννήθηκε, αυτό το άντρο ακολασίας και οίησης. Εκεί που αρχικά  παρουσιάστηκε ως υποψία σπέρματος. 

Μια περίεργη διάθεση τον κυρίευσε από την πρώτη κιόλας στιγμή που ο επιθεωρητής τού γνωστοποίησε την αποστολή του. “Έχετε δώσει αρκετά καλά δείγματα και η απόδοσή σας με ικανοποιεί κύριε Gum”, είχε αποφανθεί ο προϊστάμενός του στην κατ' ιδίαν συζήτηση που είχαν. “Γνωρίζω πως οι γονείς σας έμεναν σε αυτήν την συνοικία σχεδόν όλη τους τη ζωή μέχρι να μετακομίσουν στο κέντρο του Λονδίνου. Ως εκ τούτου, πέρα από τις δικές μας υποδείξεις θα έχετε τις πιο ουσιώδεις διασυνδέσεις από τον κύκλο των γονιών σας και τις εμπειρίες των!”. “Με όλο το σεβασμό κύριε Αστυνόμε, πάνε είκοσι χρόνια από τότε που μετακόμισαν στο κέντρο!”, αντέτεινε με πειθαρχημένο ύφος ο Φερνάντο. “Κύριε Gum, σας παρακαλώ. Δεν υπηρετείτε στο σώμα για να το διαμορφώνετε μα για να το στελεχώνετε με την επαγγελματικότητά σας και την εργασία σας! Εκτελείτε, κύριε Gum! Δεν αποφασίζετε ούτε οργανώνετε εκ των προτέρων! Διεκπεραιώνετε, διαλευκάνετε αν προτιμάτε, τις υποθέσεις! Εξάλλου, το περιβάλλον είναι πιο φιλικό και οικείο σε εσάς από οποιονδήποτε άλλον πράκτορα!”. Το σοβαρό ύφος του Αστυνόμου είχε επηρεάσει μια και καλή τη μετέπειτα πορεία του νεαρού πράκτορα. Ο προϊστάμενός του δεν ήξερε τις εσωτερικές προκλήσεις που θα αντιμετώπιζε ο ίδιος. “Όπως διατάξετε κύριε Αστυνόμε!” αντέτεινε ο Φερνάντο με μία στάση πλήρως ευθυγραμμισμένη στην περίσταση. “Θα δέχομαι νεώτερά σας όποια στιγμή κρίνετε εσείς ως απαραίτητη. Καλημέρα, κύριε Gum!” και η πόρτα άνοιξε και έκλεισε με διαφορά κλασμάτων του δευτερολέπτου.»
................
Άφησε το βιβλίο να πέσει σχηματίζοντας μία αυθαίρετη στέγη πάνω από τη βουβωνική του περιοχή, ξαπλωμένος όπως ήταν στον καναπέ. Είχε παγώσει! Δεν ήταν όμως το τσουχτερό και διαπεραστικό κρύο του Δεκεμβρίου που του κοκάλωσε τις αισθήσεις. Αντιθέτως, ήταν το δυνατό χαστούκι της επανάληψης της Ιστορίας και οι λεπτομερείς-ευδιάκριτες μελανιές που άφηνε στο πρόσωπό του. Συμμετείχε στη διελεύκανση μίας παρόμοιας υπόθεσης-ταυτόσιμης αγριότητας, στην ίδια συνοικία του Λονδίνου. Ακαριαία, μπήκε στον πειρασμό να σκεφτεί πως το βιβλίο θα του χρησίμευε σαν λυσάρι της υπόθεσης που είχε αναλάβει ή, στην χειρότερη των υποθέσεων, θα γίνονταν ο μίτος που θα κουλούριαζε ο ίδιος γύρω από το γέρικο λαιμό του.  

Ήταν ένα βράδυ του Δεκέμβρη του 1948. Τρία χρόνια από την οριστική κατάλυση του Άξονα, τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Το Λονδίνο επούλωνε τις πληγές του και ο βρετανικός κόσμος προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει τις ταχύτητες και τους ρυθμούς του. Το μεταπολεμικό σκοτάδι της αβεβαιότητας έδειχνε να έχει εξανεμιστεί στον παγκόσμιο ορίζοντα σαν φτερωτός κλέφτης. Η συνοικία Χουάιτ-Τσάπελ όμως δεν εισέπραττε τίποτε από τα νικηφόρα βρετανικά αισθήματα και τις υφέρπουσες φιλοδοξίες των επιζώντων νικητών μιας και οι ερεβώδεις σκιές των νυχτοπερπατημάτων στα σοκάκια της μετέφεραν έναν διαρκή φόβο. Έναν φόβο που δεν αφορούσε μονάχα τις ιερόδουλες. Χριστουγεννιάτικη διάθεση ντύνονταν μονάχα οι πιστοί και οι αδαείς.

Στην καριέρα του πλέον ως στέλεχος της Scotland Yard είχε διαπρέψει προ πολλού και τώρα ασχολούνταν με το φόνο τριών νεαρών ιερόδουλων, οι οποίες αφού είχαν βιαστεί στη συνέχεια ακρωτηριάστηκαν στα γεννητικά τους όργανα. Τα γεγονότα του χειμώνα του 1900 επέστρεφαν σαράντα οκτώ χρόνια μετά. Το ενδεχόμενο να ζει ο ίδιος δράστης τόσα χρόνια μετά φάνταζε παράτερο, πέρα για πέρα. Εν τούτοις, η βιογραφία του θρυλικού Αστυνόμου F. Gum έστεκε ανέλπιστα επίκαιρη όσο ποτέ.  

Τα κόκαλα του Βίνσεντ έτριζαν από τις κομάρες και το τρεμουλιαστό σπασμό του σώματός του, μέσα στο αφιλόξενα κρύο δωμάτιο που νοίκιαζε στην γειτονιά της Str. Tates, σε ένα βικτωριανό κτίριο. Η ίδια μυρωδιά, γερασμένη κατά εξήντα οκτώ χρόνια, ακόμη σουλατσάριζε στα δρομάκια και τα πλακόστρωτα σοκάκια της συνοικίας. Μερικές αναπαλαιώσεις και επιδιορθώσεις των κτιρίων, όσων είχαν αποφύγει παραπλεύρως τους βομβαρδισμούς του πολέμου, δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν το βεβαρημένο και αμαρτωλό παρελθόν της περιοχής. Ο ίδιος είχε μετά βίας καταφέρει μετά από τόσα χρόνια να παραμείνει ξεχασμένος στο σισσύφειο πρόγραμμα λήθης του παρελθόντος του. Τα είχε καταφέρει στην εντέλεια στη διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών να ξεχάσει την αιτία τής μέχρι τώρα θαμμένης παρουσίας του στον κόσμο. 

Ήταν εβδομήντα χρόνων. Σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα πάσχιζε με νύχια και με δόντια να θάψει βαθιά, όσο βαθύτερα μπορούσε τις αιτίες και τις αφορμές που τον είχαν οδηγήσει σε αυτή τη μακρόχρονη υποκριτική συμπεριφορά. Ονομάζονταν Βίνσεντ Μπιούσφορντ και πάσχιζε να σιγήσει, διακριτικά και επιμελλώς, τις ερινύες του παρελθόντος του. Είχε αλλάξει γιατί έπρεπε να αλλάξει αν ήθελε να αναπνέει ελεύθερος. Και τώρα, εδώ και μισή ώρα, διάβαζε πως τελικά όλη του αυτή η προσπάθεια έτεινε προς την ολοκληρωτική της τραγωδιακή κάθαρση. 

Ο F. Gum εξακολουθούσε να ζει ως θρύλος μέσα από τις σελίδες αυτού του τόμου, που είχε μόλις κυκλοφορήσει και εξιστορούσε με εμφανείς ενδοιασμούς την επαγγελματική σταδιοδρομία του. Οι ενδοιασμοί του συγγραφέα της βιογραφίας αντικατόπτριζαν τη γενικότερη αμφιβολία που είχε καλλιεργήσει η εξαφάνιση του φερέλπιδος ντεντέκτιβ, ύστερα από την πέμπτη κατά σειρά φρικιαστική δολοφονία τριών μεσήλικων ιερόδουλων, λίγο πριν τη συμπλήρωση της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα.  Ο F. Gum σε όλη του την επαγγελματική ενασχόληση με τους φόνους των ιερόδουλων βρίσκονταν πάντοτε ένα βήμα πίσω από το δολοφόνο. Έμοιαζε να εισπράττει τα χνώτα του θύτη στη μούρη του κάθε φορά που η υπηρεσία του νόμιζε πως ο ίδιος βρίσκονταν με τα χέρια προτετεμμένα στην πλάτη του δολοφόνου. Κάθε φορά όμως... 

Ο συγγραφέας του βιβλίου, ένας έντιμος και καθώς πρέπει νεαρός Λονδρέζος που άκουγε στο όνομα Howard Mule δεν έδειχνε να συγκινείται από τις διακρίσεις και τους επαίνους που τύγχανε ο θρυλικός εξαφανισθείς πράκτορας. Στην πραγματικότητα, ο F. Gum είχε εξαφανιστεί την περίοδο που η βρετανική αστυνομία έψαχνε τον δράστη  αυτών των αποτρόπεων δολοφονιών. Η αινιγματική του εξαφάνιση όμως είχε και σαν  αποτέλεσμα να παρασύρει στη λήθη τον ίδιο τον δολοφόνο και να καταχωνιάσει στην αχλύ της ιστορίας το κουβάρι με τις δολοφονίες των ιερόδουλων.

 “Πραγματικός γάιδαρος υπομονής αυτός ο πιτσιρικάς, άρα επικίνδυνος” υποτονθόρισε ο Βίνσεντ και σηκώθηκε να τεντωθεί σπάζοντας την θαμπή πανοπλία υγρασίας που είχε αγκιστρωθεί πάνω του. Το βιβλίο με τις βιογραφούμενες περιπέτειες του F. Gum είχε βρεθεί στα πόδια του το προηγηθέν απόγευμα. Κατεβαίνοντας τις σκάλες για να πάει στην υπηρεσία του βρήκε, όπως συνηθίζονταν, πάνω στο μάρμαρο της ρεσεψιόν στοιβαγμένη την αλληλογραφία του και λογαρισμούς των ενοίκων. Στην απότομη κίνηση που έκανε να πάρει τους φακέλους του δίχως να καθυστερήσει λεπτό παραπάνω έπεσε στα πόδια του ένας μικρός τόμος. Έσκυψε να τον σηκώσει παγώνοντας στη θέα του τίτλου: “Η Εξαφάνιση του μυστηρίου: Η ελλειπής βιογραφία του πράκτορος F. Gum ή άλλως η Αγριότητα των Χριστουγέννων”. Ενημέρωσε την υπηρεσία του πως ένοιωθε αδιαθεσία και με γρήγορους τους παλμούς της καρδιάς του ανέβηκε στο δωμάτιό του, κλείδωσε την πόρτα πίσω του, βεβαιώθηκε πως το περίστροφό του ήταν γεμάτο και κάθισε με αγωνία και δέος αποσβολωμένος μπροστά από το βιβλίο. “Η αρχή του τέλους!” είχε μορφάσει. 

Δεν είχαν περάσει δέκα πέντε λεπτά από την ώρα που σηκώθηκε να τεντωθεί και να πλυθεί, όταν χτύπησε διακριτικά, σχεδόν από λάθος, η πόρτα του δωματίου του. Τα μάτια του, σαν βραστά αυγά, στον ήχο της πόρτας αποπειράθηκαν να ξεκολλήσουν από τις θήκες τους, ενώ ταυτόχρονα τα γέρικα ακροδάκτυλά του έμοιαζαν να αποκτούν την αλλοτινή τους ικμάδα και τρέμοντας κατευθύνθηκαν ενστικτωδώς προς τη λαβή του όπλου του. 

“Καλησπέρα!Εδώ μένει ο κύριος Φερνάντο Γκαμ!;”












Σχόλια