"Barbouiller du papier" (2η περίοδος) του Φορέα Κολασίμων Παθών


(ΙΧ)

Κλείνοντας ήρεμα την πόρτα του σπιτιού, όπως άλλωστε συνήθιζε να προσδιορίζεται οτιδήποτε γύρω από τον εαυτό του («Το παν είναι να ηρεμείς, οπόταν το έχεις ανάγκη») κατευθύνθηκε με τα πόδια προς τον πλάτανο της πλατείας και έφερε μία βόλτα γύρω από τον κορμό του βραδέως, όπως τον είχε μάθει η γιαγιά του εξηγώντας του κάθε φορά πόσο σημαντικό είναι για τον πλάτανο μα και για τον ίδιο να μαθαίνει τις δεκαετίες που κλωθογυρίζουν ολόγυρά του. “Το κάθε βήμα σου είναι και ένας αιώνας του πλάτανου! Δεν θα σου κοστίζει ποτέ να σταματάς και να κάνεις δυο-τρία βήματα παραπάνω όποτε βρίσκεσαι σε κανα σκιερό και δροσερό μέρος. Μπορεί να προλάβεις ή και να αποφύγεις οτιδήποτε. Να με θυμάσαι τότε...” Την θυμήθηκε. Σαν μία παξιωτική αστραπή του φωτογραφικού φακού. Την έσβησε πάλι γρήγορα στην κολυμβήθρα της λησμονιάς.

“Και γιατί κάθε γαμημένη φορά εγώ να είμαι αυτός που κατανοεί πρώτος το λάθος της συνύπαρξης  και πρώτος να αφήνω τον άλλον στο αδιέξοδο της άγνοιας και στη σιγουριά του να μένεις πίσω;! Εγώ που πάω κανείς δεν ξέρει...Γιατί εγώ να φταίω για τη φύση της δουλειάς της Κλάρας και την εμμονή της άλλης για εκείνη την κλειτορίδα της που ξέρει να πουλάει και βιβλία;!” Έκανε τόσους γύρους γύρω από τον πλάτανο καθιστώντας τον, λίγο πριν την αιωνιότητα, ως υποψία εμβρυακής σύλληψης.

Σαν να ξετύλιγε ένα περίεργο κουβάρι αναμνήσεων, τόση ώρα γύρω από τον κορμό του μεσήλικα (πέραν των υπερβολών) πλάτανου συνέχισε το περπάτημά του ήρεμα έχοντας το μπουφάν του περασμένο στη μέση μολονότι ο καιρός ακούγονταν βαρύθυμος. Άνοιξε την πόρτα στο καφενείο που είχε πάρει χθες το πρωινό του. “Καλημέρα αδελφέ!” και προχώρησε προς την άσπρη μαρμάρινη μπάρα και του’ δωσε το χέρι. “Τελικά η Κλάρα θα πεθάνει όποιον ξέρει και μετά θα φύγει του λόγου της! Θα μείνει μέχρι να κλάψει τα τελευταία της δάκρυα για τον τελευταίο του χωριού πάνω από τον τάφο του! Είχες δίκιο, ξέρεις...”

- “Δεν θα πέρασες και άσχημο βράδυ θα’ λεγα. Δεν το έχει επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της, ξέρει αυτή!” κλείνοντάς του το μάτι έπιασε την μποτίλια με το τσίπουρο, άναψε το γκαζάκι “Δεν θέλω καφέ, ήπια έναν κρύο τα ξημερώματα, δεν το κατάλαβες;” το έσβησε, πήρε και αυτός μία σφήνα και γύρισε προς το μέρος του. “Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι”, τσούγκρισαν τα ποτήρια και ξεφύσηξαν τις άοσμες ανάσες του εωθινού υδατοφανούς αλκοόλ μουγκρίζοντας σαν θαλάσσιοι ελέφαντες.
- “Και...του λόγου σου είσαι εσύ από’ δώ, από τα μέρη μας, μακρινός συγγενής ή επισκέπτης. Για την αλήθεια δεν σε έχω δει ξανά”
- “Ε! Φαντάζομαι δύσκολα περνάει απαρατήρητος κάποιος από εδώ. Με τόσο κόσμο άλλωστε...”
- “Και πόσο μάλλον την τελευταία δεκαετία” ο τύπος πίσω από την μπάρα έφτυσε κάπως συνομωτικά τη δεξιά του παλάμη και έφτιαξε τα μαλλιά του με την ίδια ευχέρεια όπως την πρώτη φορά που τον συνάντησε.
- “Καλά καλά έχω να έρθω κοντά στα τρία χρόνια απόταν πέθανε η γιαγιά μου, η τρελή”
- “Η τρελή ήταν η γιαγιά σου;” με τα μάτια σαν βραστά αυγά να εξέχουν από τις θήκες τους έβαλε κι άλλο ένα σφηνάκι “από εμένα αυτό για την γιαγιά σου και για την Κλάρα” και με ένα ψιλό τσικ και ένα ξηρό τοκ πάνω στο κουρασμένο μάρμαρο κατέβασαν λαίμαργα τα δεύτερα πρωινά.
Η ώρα είχε περάσει το στημένο χρόνο των ρολογιών στις βιτρίνες και αποφάσισε να χαιρετήσει τον έκτακτο γνωστό του φε’υγοντας για το σπίτι των παππούδων του. “Τα λέμε αδελφέ!”
- “Εις το επανιδείν”. Έσυρε την πόρτα προς τα έξω αφήνοντάς την να πάρει την ώρα της μέχρι να ξανακλείσει, αργά όσο και η ταχύτητα της σκέψης του. Ο αργόσυρτος βηματισμός του μέχρι το σπίτι χάραζε χάραζε ένα δύστροπο μικρό μονοπάτι χωρίζοντας αγκαλιές από έκπτωτα πλατανόφυλλα, κιτρινισμένα σαν τους δείκτες και τα μεσαία του δάχτυλα.

Ο ορίζοντας επεδίωκε απροκάλυπτα με διάσπαρτα μπουμπουνητά και επιπόλαιες κρύες φωνές ανά διαστήματα να δείξει τις διαθέσεις του. Κοντοστάθηκε, κοίταξε προς την παχιά πυκνότητα πάνω από το κεφάλι του, έξυσε τη φύτρα του, έβηξε έναν ήχο που πρώτη φορά έβγαινε στο προσκήνιο των χειλιών του και άναψε το τελευταίο του τσιγάρο. Ζοχάδιασε αν και το στόμα του ήταν ήδη σαν σόλα χιλιοφορεμένου παπουτσιού και τράβηξε μαζί με την πρώτη τζούρα μια γερή δόση οξυγόνου, που λίγο έλειψε να τον ζαλίσει εν μέσω ενός απελπισμένου βήχα. Παραπάτησε και έβηξε για άλλη μια φορά κοφτά. “Γαμώτο” και το πέταξε.

Η εγωπαθής έρευνά του, που θα ισχυρίζονταν πως άπτονταν της κοινωνικής ιστορίας, εδώ και κάτι ώρες του απεδείκνυε πως η προσωπική ματιά και η πρώτη εντύπωση των γεγονότων δεν θα μπορούσαν ποτέ να δώσουν σημαντικές λύσεις σε μια μετάφραση της συμπεριφοράς του κόσμου, ιδιαιτέρως των γυναικών όσον αφορά την περίπτωσή του. Θα παρέμεναν ανεξερεύνητες, εξαρτημένες από εικοτολογίες και γενικεύσεις των ψυχολόγων, αυτών των τεχνοκρατών της ψυχής(!).

Μπήκε μέσα στο ζεστό σπίτι, γδύθηκε, άρπαξε μια καθαρή πετσέτα από τη δρύινη ντουλάπα και στάθηκε να λιώνει για αρκετή ώρα όρθιος στο ντους καταναλώνοντας άφθονο ζεστό νερό-πονώντας από την καυτή ροή του πάνω του, χωρίς να θέλει όμως να τα παρατήσει. Και το καυτό νερό και τα υπόλοιπα έξω από αυτόν. Εκεί, όρθιος, μόνος και βρώμικος, χωρίς καμία μετάφραση και ερμηνεία των συμβεβηκότων, με το νερό να ξοδεύεται καυτό  στο κορμί του αφήνοντας κοκκινίλες  στο αντι-αθλητικό του σώμα. Βγήκε ξεθεωμένος, φόρεσε τα καθαρά εσώρουχα και τις μακριές μάλλινες κάλτσες και έπεσε στο κρεββάτι δίχως να ξέρει αν ήθελε στ’ αλήθεια να κοιμηθεί ή να υποκριθεί για να γλυτώσει από τους μονολόγους του, τους προσωπικούς του φιλοσοφικούς μονόλογους: Στιχομυθίες σαν λεζάντες βωβής ταινίας να συνοδεύουν τη σκέψη του στις πρωθύστερες πράξεις του.


(Χ)


Ένα σούσουρο από ανθρώπινες μύγες ένιωθε να ζαλίζει απελπιστικά το κεφάλι της, το κορμί της να της δίνει την αίσθηση ότι είναι τάβλα στο έδαφος της αυλής του μαγαζιού. “Καλά είμαι, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον” και έκανε να σηκωθεί, κάτι που έφερε ακαριαία στο μυαλό της τον πατέρα της λίγο πριν πεθάνει. Ο δυστυχής είχε πέσει τρεις φορές απανωτά σε ισάριθμες προσπάθειες να σηκωθεί από την τραπεζαρία. Εξέπνευσε πέφτοντας στην τέταρτη και τελευταία κατά σειρά απόπειρα. Ήθελε να φτάσει το αλάτι ο μουγκός...!
- “Ήρεμα κοπελιά, γιατί δεν το έχεις και σε λίγο να ξαναπέσεις έτσι αδύναμη που αισθάνεσαι...” μια φωνή από τις σπαστικές μύγες του φθινοπώρου τιτίβιζε στα αυτιά της.
- “Μα σας λέω καλά είμαι, απλώς παραπάτησε και έπεσα. Αυτό ήταν όλο, μην το κάνουμε και θέμα” στην προσπάθειά της να απαγκιστρωθεί από τις τριχωτές χερούκλες ενός ηλικιωμένου που κοκκινισμένος από την ομορφιά της δεν έλεγε να της αφήσει το χέρι.
- “Έλα κούκλα μου και μην το τραγικοποιείς με τη συμπεριφορά σου! Να ευχαριστείς αυτούς εδώ τους παπούδες που με φώναξαν να σε σηκώσω. Δεν έχεις κάνει καρούμπαλο μα το άνοιξες το φρύδι σου, οπότε σταμάτα τα κλαψουρίσματα πως είσαι καλά και να είσαι πιο ευγενική με τους γείτονές σου και τους περαστικούς! Επανήλθες τώρα;” και την σήκωσε τόσο άτσαλα όρθια που και ο ίδιος συνειδητοποίησε τα νεύρα του.
Ο δεξιός της κρόταφος την έκαιγε. Την κάθισαν σε ένα από τα τραπεζάκια της αυλής του βιβλιοπωλείου, ενώ αυτή με το χέρι της ακουμπούσε την πληγή.Ένοιωθε την ουλή κάπως υγρή και το αίμα παχύρευστο, κολλώδες και πραγματικά ζεστό.
- “Μην το πειράζεις με τα βρώμικά σου χέρια, είναι ανοιχτό και ευαίσθητο το τραύμα!” η ίδια τραχιά φωνή που νωρίτερα της είχε επιβληθεί. Εκείνη αισθάνονταν πως θα αργούσε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
- “Ξέρετε, δεν είναι η πρώτη φορά που παραπατώ και πέφτω” σπάζοντας λίγο τα χείλη της και με ένα ναζιάρικο μειδίαμα συνέχισε “καλά δεν είμαι και τραμπάκουλο, μας σας ευχαριστώ όλους! Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα, σας είμαι υπόχρεη και ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση που προκάλεσα!” και αφού έκανε κάποια δευτερόλεπτα να ορθοποδήσει ολοκλήρωσε αυτό που σκόπευε να κάνει, λίγο πριν σκοτεινιάσουν όλα, δίχως να έχει προλάβει να βάλει το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.

Ξεκλείδωσε την πόρτα τραβώντας κωδικοποιημένα τη χοντροκομμένη χούφτα που κρέμονταν στη θέση του πόμολου και την έκλεισε κλείδωνοντάς την πίσω της αφήνοντας τους θεατές να την κοιτούν περίεργα και να εξακολουθούν να μουρμουρίζουν το ίδιο ενοχλητικά με τις μύγες των πρώτων φθινοπωρινών ημερών. “Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό” σκέφτηκε καθώς ανέβαινε τα ξύλινα σκαλοπάτια προς το πατάρι.  Ο κόσμος τώρα πια έξω από το μαγαζί άρχισε να αραιώνει πλην μιας μορφής που κατάφερνε να ξεχωρίζει μέσα από τους βιτρό σχεδιασμούς της εξώπορτας. “Μα είπαμε πως είμαι καλά!” φώναξε θέλοντας να ξεφορτωθεί και την τελευταία υπόνοια αδιάκριτης παρουσίας. Την ίδια στιγμή η βροχή δυνάμωνε και ένα τρομερό και στεντόρειο μπουμπουνητό συνέχισε την αγανακτισμένη της φράση, με αποτέλεσμα η φιγούρ έξω από τα μαγαζί να ταρακουνηθεί και να απομακρυνθεί ταχύτατα.

Άναψε κάποια από τα μεγάλα κεριά που βρίσκονταν περιγραμματικά του κυρίως χώρου που χρησίμευε και ως αναγνωστήριο. Έβγαλε το πασπαρτού από την τσέπη της και ξεκλείδωσε το περίτεχνα σχεδιασμένο με ξυλογλυπρική μαεστρία ντουλάπι με τη ραγισμένη και φθαρμένη βιτρίνα. Μέσα του αναπαύονταν γερμένα προς την πλάτη τους, επιλεκτικά, ορισμένα βιβλία. Η ταμπέλα που κοσμούσε τη μετώπη του ντουλαπιού έγραφε Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ. Κατέβηκε και ανέβηκε με τα ακροδάκτυλά της δυο οκτάβες πάνω στα πλήκτρα των ραχών των βιβλίων και σταμάτησε απότομα σε ένα λεπτό κίτρινο με τίτλο “Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗΣ” του Κ. Φραμπέτι. Το μοναδικό βουβό θηλαστικό, εξαιτίας του υπέρμετρου λαιμού της! Όσο ψηλά φτάνει χάριν αυτού άλλο τόσο τη βυθίζει στη σιωπή. και αυτή ήταν μία καμηλοπάρδαλη και όχι στρουθοκάμηλος όπως πίστευε μέχρι πρότινος...

Ήταν αποφασιστική αλλά μέσα στο μαγαζί της ήταν πιότερο τολμηρή. Έξω από αυτόν το χώρο χάνονταν κάθε δυναμισμός και διαφορετικότητα. Στα κοινωνικά συνονθυλεύματα δεν μπορούσε να παρασυρθεί γιατί την φόβιζαν οι παραξενιές του κόσμου. Και οι δικές της παραξενιές, απλώς επέμενε να θεωρεί (όσον αφορά τις δικές της) πως εντυπωσίαζαν κάθε φιλόμουσο που έμπλεκε μαζί της και στο βιβλιοπωλείο της. Το πατάρι την βοηθούσε να ξεπερνάει τις ημικρανίες της και αυτό γιατί σε αυτό το μέρος εξέταζε κάθε εραστή της, πριν την ολοκλήρωση της γνωριμίας των. Τα γραπτά τους εν συνεχεία υποβιβάζονταν στον κάτω χώρο υπενθυμίζοντάς της κάθε φορά πως και με χρόνια δύναται να προσδιοριστεί κάτι ως εφήμερο. Στο βιβλιοπωλείο γεννιόντουσαν οι έρωτές της μέχρι και τον τελευταίο της. Θυμήθηκε τις τελευταίες θλιμμένες χαρές της σαν τις στιγμιαίες αναλαμπές της ατμόσφαιρας λίγο πριν την καταιγίδα. Δάκρυσε. Σάστισε που δάκρυσε πάλι μετά την ύστατη φορά στο σπίτι της, εκεί που την άφησε να κοιμάται και έφυγε.

Έπεσε μπρούμυτα, άνοιξε το βιβλίο και το σκηνικό έτυχε επανάληψης, με τον Μορφέα να βρίσκει ευκαιρία να την σκεπάσει σβήνοντας τα κερια και αποφεύγοντας επιμελώς να την ξυπνήσει...c’ est un silenzio che dura...


Σχόλια