Οργάνωση χώρου και κοινωνικά χαρακτηριστικά στον ελλαδικό χώρο τής Ύστερης Εποχής του Χαλκού


Η Εποχή του Χαλκού ή Χαλκοκρατία διαρκεί περίπου δύο χιλιετίες (3.300 π.Χ.-1.100 π.Χ.) και διαιρείται σε τρεις περιόδους, ήτοι την Πρώιμη (περίπου 3.300 π.Χ.-2.000 π.Χ.), τη Μέση περίοδο (2.000 π.Χ.-1.600 π.Χ.) και τέλος την Ύστερη περίοδο (1.600 π.Χ.- 1.100 π.Χ.). Εν προκειμένω, θα ασχοληθούμε με ζητήματα οργάνωσης του χώρου, καθώς και με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Ύστερης περιόδου του Χαλκού (1.600 π.Χ.- 1.100 π.Χ.).

Στις αναφορές θα συνδράμμουν τα αρχαιολογικά δεδομένα που αναφέρονται στις συγκεκριμένες περιόδους της Ύστερης Χαλκοκρατίας, όπως επίσης και συγκεκριμένα αρχαιολογικά ανασκαφικά παραδείγματα.

Το κείμενο χωρίζεται σε δύο ενότητες και αυτές με τη σειρά τους σε τρεις υποενότητες κατά τις οποίες οι αναφορές εστιάζονται στον κυκλαδικό πολιτισμό, το μινωικό και το μυκηναϊκό πολιτισμό, αντιστοίχως. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη ενότητα σχολιάζεται η οργάνωση του χώρου στις περιοχές των Κυκλάδων, της Κρήτης και του υπόλοιπου ελλαδικού ηπειρωτικού χώρου και στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και στις τρεις γεωγραφικές περιπτώσεις.


Α’ ΕΝΟΤΗΤΑ- ζητήματα οργάνωσης χώρου...

Η μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού είναι μία περίοδος έντονων καινοτομιών για τον ελληνικό χώρο. Σε γενικές γραμμές, η Εποχή του Χαλκού θεωρείται μια περίοδος σταθμός στην ευρωπαϊκή προϊστορία, δεδομένου ότι σηματοδοτεί την εμφάνιση θεσμοθετημένων κοινωνικών ανισοτήτων και τον σχηματισμό κρατικών δομών εξουσίας. Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, οι έρευνες παρέχουν σαφείς ενδείξεις για την παρουσία διαστρωματωμένων κοινωνιών. 

Η κατανόηση των βασικών αρχών σχεδιασμού μιας πόλης δίνει τη δυνατότητα στους μελετητές του αρχαίου κόσμου να βγάλουν πολύτιμα χωρικά, αρχιτεκτονικά, κοινωνικά, ανθρωπολογικά και άλλα συμπεράσματα. Παρ’ όλα αυτά, οι πολεοδομικές μελέτες που αφορούν στον κυκλαδικό και το μινωικό πολιτισμό είναι λίγες εν συγκρίσει με αυτές που αφορούν στο μυκηναϊκό. Στην Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροελλαδική Εποχή έχουμε την απόλυτη κυριαρχία του μυκηναϊκού Πολιτισμού, αρχικά στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη συνέχεια σε όλο το χώρο του Αιγαίου, ιδιαίτερα μετά το 1450 π.Χ., περίοδο παρακμής του μινωικού πολιτισμού-εποχή κατά την οποία εγκαθίσταται και μια μυκηναϊκή δυναστεία στην Κνωσό.

Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που παρατηρούνται κατά την εποχή του χαλκού γενικότερα είναι μεταξύ άλλων (εξάπλωση της χρήσης των μετάλλων και δη του χαλκού, ανάπτυξη της τέχνης, εντατικοποίηση των δικτύων ανταλλαγών) η εμφάνιση οργανωμένων οικισμών.

α) κυκλαδικός πολιτισμός...

Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Στην ανάπτυξη του αποικισμού των νησιών ώθηση έδωσαν η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η αναζήτηση ανθεκτικών πρώτων υλών, όπως των μετάλλων και του οψιανού, η χρήση των οποίων θα σημαδέψει την οικονομία των αγροτικών κοινοτήτων.

Στις Κυκλάδες, έχουν ήδη ιδρυθεί κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί, παράκτιοι οικισμοί, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί. Αργότερα, εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί, κυρίως κατά την Yστεροκυκλαδική περίοδο, θα εξελιχθούν σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο Aιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.

Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας οι οικισμοί οχυρώνονται και επισκευάζονται οι εναπομείναντες των προηγούμενων χρονικών περιοδών, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και μεγάλων διαστάσεων οικοδομήματα με κεντρική θέση στους οικισμούς. Μολονότι οι πόλεις δεν ήταν ομοιόμορφες, εν τούτοις τα σπίτια εμφανίζονται διατεταγμένα σε οικοδομικά συγκροτήματα με στενά δρομάκια στα ενδιάμεσά τους. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, από τους πιο σημαντικούς οικισμούς του Υστεροκυκλαδικού πολιτισμού στην Ύστερη Χαλκοκρατία είναι το Ακρωτήριο της Θήρας, η Αγία Ειρήνη, ο οικισμός της Φυλακωπής, ο οικισμός της Γρόττας στη Νάξο και άλλοι.

Κατόπιν της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας (1628 π.Χ.) η Αγία Ειρήνη και η Φυλακωπή παραμένουν τα κυριότερα αστικά κέντρα των Κυκλάδων, έχοντας όμως δεχθεί επιδράσεις και από τη μυκηναϊκή Eλλάδα αναφορικά στις οχυρώσεις, τα ιερά και τα μέγαρα. Η μυκηναϊκή παρουσία στα νησιά είναι καταλυτική και αισθητή τόσο στους υπάρχοντες όσο και σε νεοϊδρυόμενους οικισμούς, στην ερημωμένη Θήρα (στον οικισμό Mονόλιθος) και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Kατά τη μέση Yστεροκυκλαδική περίοδο, επεκτείνονται οι υπάρχουσες οχυρώσεις, ενώ νέοι οικισμοί ιδρύονται σε φυσικά οχυρές θέσεις (Kουκουναριές, Άγιος Ανδρέας).

Μετά από περίοδο ευημερίας οι ακμαίοι κυκλαδικοί οικισμοί εγκαταλείπονται όπως συμβαίνει στον οικισμό της Φυλακωπής και τις Kουκουναριές ή παρακμάζουν - χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Aγίας Eιρήνης- και βαθμιαία, ως το τέλος του 10ου αιώνα, εξαφανίζονται.

β) μινωικός πολιτισμός...

Κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού γεννήθηκε στην Κρήτη ένας ιδιότυπος πολιτισμός, ο οποίος ονομάστηκε από τον ανασκαφέα της Κνωσού sir Arthur Evans μινωικός, από το νομοθέτη βασιλιά Μίνωα που σύμφωνα με τη μυθολογία βασίλευε στη Κνωσό. Ήδη από πολύ νωρίς η γεωγραφική θέση της Κρήτης συνέδραμμε ώστε να έρθει σε επαφή με τον κόσμο της Ανατολής από όπου και άντλησε σημαντικά στοιχεία προσαρμόζοντάς τα στο δικό της πολιτιστικό καμβά. Η διαφοροποίηση του μινωικού πολιτισμού από τους υπόλοιπους της Ανατολής δικαιολογείται από το γεγονός ότι σε αυτόν συνέβαλλαν τόσο ο νησιωτικός χαρακτήρας όσο και το εύκρατο μεσογειακό κλίμα. Η σταθερή εξέλιξη της Κρήτης ως δύναμης φαίνεται μέσα από τα αρχαιολογικά ευρύματα που αφορούν στην εξέλιξη των οικισμών στην εποχή του Χαλκού.

Ήδη από τα χρόνια της Πρώιμης Χαλκοκρατίας οι εγκαταστάσεις του μινωικού κόσμου και δη στο νησί της Κρήτης βρίσκονται σε αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε δύνανται να χαρακτηριστούν ως πόλεις. Ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000-1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Η σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα αποδεικνύεται από τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων.

Κατόπιν μιας μεγάλης καταστροφής γύρω στο 1600 π.Χ., γύρω από τα τέσσερα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, της Ζάκρου και των Μαλίων παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα ανάλογη και με τα δείγματα των οικοδομικών εγκαταστάσεων στις παραλιακές πόλεις όπως τα Γουρνιά, το Μοχλό, το Παλαίκαστρο και το νησί της Ψείρας. Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων και τα οικοδομήματά τους τα βρίσκουμε εντός και πλησίον των ανακτόρων (οικία Ε στα Μάλια, οικία Α στη Ζάκρο κ.ά.)

Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης, ήτοι ανάκτορα και επαύλεις, είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, εν τούτοις αυτοί οικοδομήθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα.
Μία σειρά εγκαταστάσεων μετά από τις καταστροφές του 1700 π.Χ. και το 1600 π.Χ., που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Bαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.

Γενική παραδοχή πάντως είναι πως συνολικά, κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

γ) μυκηναϊκός πολιτισμός

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου (1600 - 1100 π.Χ.) αναπτύσσεται ο μυκηναϊκός πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος πήρε το όνομά του από το σημαντικότερο κέντρο της εποχής, τις Μυκήνες. Τα αρχαιολογικά ευρύματα φέρνουν στο φως ανάκτορα στην Πελοπόννησο, όπως για παράδειγμα στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, και την Πήλο, στην Αθήνα, αλλά και στη Βοιωτία στον Γλα, όπως και στην Ιωλκό της Θεσσαλίας. Το χρονολογικό στίγμα της μυκηναϊκής περιόδου συμπίπτει με την Υστεροχαλκοκρατία και διαιρείται σε δύο φάσεις που φανερώνουν ταυτόχρονα τη σημαντική οικοδομική δραστηριότητα: την περίοδο των βασιλικών τάφων (1600 - 1450 π.Χ.) και β) την περίοδο των ανακτόρων (1400 - 1200 π.Χ.).

Οι Μυκηναίοι, έχοντας επαφή με τους Μινωίτες από τον 17ο αι., αφομοίωσαν γόνιμα πολλά στοιχεία του πολιτισμού τους. Ωστόσο οι Μυκηναίοι πρωτοτύπησαν στον τομέα της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Αυτό αποδεικνύουν οι κυκλώπειες οχυρώσεις των ακροπόλεων και οι θολωτοί τάφοι. Η ανασκαφή των βασιλικών τάφων στην ακρόπολη των Μυκηνών από τον Ερρίκο Σλήμαν στη δεκαετία του 1870, αποτέλεσε σημαντικό αρχαιολογικό επίτευγμα καθότι η ανακάλυψή τους σηματοδοτεί και την αρχή του μυκηναϊκού κόσμου.

Τα κέντρα των μυθολογικών κύκλων και των ομηρικών επών είναι αυτά τα οποία μας έχουν πριμοδοτήσει με τα πιο πλούσια ευρύματα. Περιοχές όπως η Τίρυνθα, η Ασίνη, οι Μυκήνες και άλλοι οικισμοί εμφανίζουν στοιχεία πρώιμου πολεοδομικού σχεδιασμου (Μάλθη) ο οποίος συμπληρώνεται, όπως μαρτυρούν τα ευρύματα δρόμων, από ένα αρκετά ανεπτυγμένο οδικό δίκτυο. Σε ορισμένους οικισμούς αναγνωρίζεται μια πρώιμη αστικοποίηση υψηλού επιπέδου η οποία συνδιάζεται από πυκνότητα δόμησης. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το βασίλειο της Πήλου, για το οποίο και υπάρχουν πληροφορίες, αριθμούσε σχεδόν 50.000 κατοίκους και αποτελείτο από πολλές κώμες και στη συνέχεια πόλεις. Οι οικίες είναι απλές με πλίνθινους τοίχους και λίθινα θεμέλια.

Στη δεύτερη περίοδο που αποτελεί και την ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού εμφανίζονται τα πρώτα βεβαιωμένα ανακτορικά συγκροτήματα όπως μαρτυρούν τα ευρύματα που ανέδειξαν οι ανασκαφές στην Τίρυνθα, την Πύλο, στη Θήβα, στις Μυκήνες και αλλού. Είναι τα πολυδύναμα διοικητικά κέντρα διαφόρων επικρατειών, στις οποίες είχε χωριστεί η μυκηναϊκή Ελλάδα και είναι χτισμένα στην κορυφή οχυρωμένων ακροπόλεων. Τα μυκηναϊκά σπίτια βρίσκονταν εκτός ακροπόλεως οργανωμένα σε ομάδες και είχαν το σχήμα πρώιμου μεγάρου μολονότι δεν κατασκευάζονταν με τοση φροντίδα όπως τα ανάντορα. Όλες οι οικίες εκτός της Ακροπόλεως συνδέονταν άρρηκτα με αυτήν.


Β’ ΕΝΟΤΗΤΑ- ζητήματα κοινωνικών χαρακτηριστικών... 

α) κυκλαδικός πολιτισμός

Τα αρχαιολογικά ευρήματα από επιφανειακές επισκοπήσεις και από ανασκαφές οικισμών και νεκροταφείων αποτελούν πολύτιμες και μοναδικές πηγές στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της οικονομικής οργάνωσης και της κοινωνικής σύνθεσης των νησιωτικών κοινοτήτων του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού. Τα ανακτορικά συστήματα της Μέσης και κυρίως της Ύστερης εποχής του Χαλκού μαρτυρούνται μέσα από τα ευρύματα και τα τεχνουργήματα των νησιωτών τα οποία και αποπνέουν το ανήσυχο και δημιουργικό τους πνεύμα, την ελευθερία σκέψης και τη φαντασία που εξάπτει ο άγνωστος κόσμος που ανοίγεται πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια κάθε νησιού, συνάμα όμως και τη λιτότητα της ζωής του νησιώτη.

Στους νησιωτικούς οικισμούς σημειώνεται από τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας καταμερισμός εργασίας και τεχνολογική εξειδίκευση. Η κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων είναι άρρηκτα συνδεμένη με τις προσφερόμενες σε κάθε νησί δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, την τεχνολογική εξειδίκευση, τη ναυτιλία και το εμπόριο, τη συσσώρευση πλούτου και τον τρόπο κατανομής του στην κάθε κοινότητα, καθώς και με την ένταση των εξωτερικών πολιτιστικών επιδράσεων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Όπως αναφέρει άλλωστε και ο Colin Renfrew σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις που ασκούν στις κοινωνίες οι επί μέρους τεχνικές ανακαλύψεις, «...η καινοτομία που σχετίζεται με το υποσύστημα επιβίωσης ακολουθείται από κάποια καινοτομία σε άλλο υποσύστημα».

Σαφείς ενδείξεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης καταγράφονται ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία, κατά την οποία διακρίνεται μια πολιτική-διοικητική αρχή και η εύπορη τάξη των εξειδικευμένων τεχνιτών και των εμπόρων. Από τη Μέση Χαλκοκρατία διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική- οικονομική δύναμη, οι ναυτικοί, που συμμετέχουν στο διαμετακομιστικό εμπόριο αρχικά με τους μινωίτες, και κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία με τους μυκηναίους εμπόρους.

Υπήρχε στενή επαφή με την Κρήτη, αν και έχουν βρεθεί και μινυακά αγγεία από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η υστεροκυκλαδική εποχή χαρακτηριζόταν από έντονη κρητική επίδραση: η ζωή ήταν εκλεπτυσμένη όπως και στην Κρήτη, με πολυώροφα σπίτια, στολισμένα με ωραιότατες τοιχογραφίες (Ακρωτήρι Θήρας). Η κυριαρχία της Κρήτης θα γίνει εντονότερη κατά τη Μεσοκυκλαδική και την Υστεροκυκλαδική περίοδο, οπότε και οι εμπορικοί σταθμοί που είχαν δημιουργήσει οι Κυκλαδίτες θα περάσουν στα χέρια των Μινωιτών. Η ζωή συνεχίζεται στους ίδιους συνοικισμούς, οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία και τη γεωργία, ενώ η επίδραση της μινωικής Κρήτης γίνεται συνεχώς εντονότερη σε όλους τους τομείς. Αμέσως μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (1450 π.Χ. περίπου) οι Κυκλαδίτες θα δεχτούν την κυριαρχία των Μυκηναίων.

β) μινωικός πολιτισμός...

Τα πλούσια κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της μινωικής Κρήτης επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης της μινωικής κοινωνίας που εμφανίζει διαφορετικά σχήματα σε κάθε περίοδο της Μινωικής εποχής. Μέσα από τα οικιστικά κατάλοιπα, τα νεκροταφεία και τα έργα τέχνης διαφαίνεται η ραγδαία εξέλιξη μιας γεωγραφικά κλειστής κοινωνίας που είναι δεκτική στις ξένες επιδράσεις, χρησιμοποιεί κατάλληλα τους πόρους της και δημιουργεί έναν υψηλό πολιτισμό. Κατά το διάστημα 3000 π.Χ.- 2000 π.Χ.τονώθηκε η κοινωνική συνείδηση και επιβλήθηκε μια άρχουσα τάξη που οδήγησε στην ίδρυση των ανακτόρων.

Σύμφωνα με τους κυκλικούς θολωτούς τάφους η μινωική κοινωνία ήταν πιθανόν οργανωμένη κατά γένη (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο «βασιλικός τάφος» των Ισοπάτων). Με την εμφάνιση των ανακτόρων (μέχρι το 1550 π.Χ.) που εκτός από ένα ιδιάζον οικιστικό σχήμα αποτελούσε και τον άξονα της κεντρικής διοίκησης, η μινωική κοινωνία υπόκειται σε ριζικές αλλαγές και εμφανίζεται άριστα οργανωμένη και συγκεντρωτική. Η εσωτερική οργάνωση των ανακτορικών κέντρων προϋπέθετε την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών τάξεων, που έπαιζαν συγκεκριμένο ρόλο στην ιεραρχία. Ο χαρακτήρας της ανακτορικής διοίκησης επιτρέπει το χαρακτηρισμό της κοινωνίας ως θεοκρατικής, αφού η συγκέντρωση της εξουσίας, που ασκούνταν σαφώς στα ανάκτορα, συνοδευόταν από την κυρίαρχη παρουσία της θρησκείας. Τα όρια όμως μεταξύ της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, παραμένουν ακόμη ασαφή, καθώς για το μεγαλύτερο μέρος της Ανακτορικής περιόδου, η έρευνα στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα που δεν τεκμηριώνονται από γραπτά μνημεία.

Η μυκηναϊκή κυριαρχία εισήγαγε στην Κρήτη μία διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της μυκηναϊκής Ελλάδας, με το σύστημα αρχειοθέτησης και τη δημιουργία ορισμένων νέων θεσμών, στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι πολεμιστών. Κατά την Μετανακτορική περίοδο (1400-1050 π.Χ.) παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εξουσία ασκούνταν πια από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και ήλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.

Κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού η εξουσία ασκείται σε γεωγραφικά περιορισμένη κλίμακα, ενώ έχουν χαθεί οι εξειδικευμένες ομάδες που εξυπηρετούσαν το διοικητικό μηχανισμό. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας οδηγεί στον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των αστικών κέντρων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα διοικητικής ανεξαρτησίας που έχουν επίδραση και στη θρησκευτική οργάνωση. Η επιλογή νέων θέσεων κατοίκησης σε φυσικά οχυρωμένες περιοχές δείχνει την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων, που οφείλεται μάλλον στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

γ) μυκηναϊκός πολιτισμός

Αναφορικά στην ιεράρχηση της μυκηναϊκής κοινωνίας παρατηρούμε μία ομοιομορφία στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση και τους θεσμούς. Σχεδόν μέχρι το 1400 π.Χ. στην κορυφή βρίσκεται ο άναξ, ο οποίος κατοικεί με την οικογένειά του στο ανάκτορο, το κέντρο της εξουσίας κάθε επικράτειας, τόσο στη διοικητική, τη στρατιωτική όσο και την οικονομική ζωή. Ακολουθούν οι αυλικοί και έπεται το ιερατείο, ενώ στην πρώτελευταία βαθμίδα βρίσκονται οι δήμοι, οι οποίοι αποτελούνται από τους κατοίκους κάθε περιοχής. Οι δήμοι είναι πολυάριθμοι, οργανωμένοι σε χωριά, γύρω από το ανάκτορο. Εδώ ανήκουν οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι εξειδικευμένοι τεχνίτες. Τέλος την κατώτερη βαθμίδα αποτελούν οι δούλοι.

Η κοινωνία ήταν σαφώς ιεραρχημενη με το βασιλιά να βρίσκεται στην κορυφή ως κτήτορας της γης, μαζί με τους αξιωματούχους και τις οικογένειές τους. Το γεγονός ότι μεγάλα τμήματα της γης ήταν αφιερωμένα στους θεούς καταδεικνύει και την κυριότητα επί της γης που καρπώνονταν το ιερατείο. Η ασφάλεια, η προστασία αλλά και οι εμπορικές διευκολύνσεις αποτελούσαν βασικά ζητήματα για τις πόλεις οπότε και συνδέονταν ζωτικά με το ανάκτορο. Κάθε ανάκτορο είχε τον έλεγχο μιας μεγάλης περιοχής που περιλάμβανε τειχισμένες πόλεις υπό την εξουσία των ηγεμόνων τους. Για παράδειγμα το ανάκτορο των Μυκηνών ασκούσε κάποια επικυριαρχία στην Αργολίδα, όπου συνυπήρχαν αρκετές πόλεις όπως η Μιδέα, το Ναύπλιο, η Ασίνη, η Επίδαυρος και άλλες.

Στο παρόν κείμενο πραγματοποιήθηκε μία παρουσίαση της γενικότερης εικόνας της τελευταίας χρονικής περιόδου, ήτοι της Χαλκοκρατίας, πριν τους σκοτεινούς αιώνες της αρχαιοελληνικής ιστορίας. Με στοιχεία τα κατά τόπους αρχαιολογικά ευρύματα και τα γραπτά μνημεία καταδείξαμε τα ζητήματα που αναφέρονται στο χώρο και τις κοινωνικές πραγματικότητες, που επικρατούσαν στους αιώνες μεταξύ του 1600 π.Χ. -1200 π.Χ. και χαρακτήριζαν τις διάφορες περιόδους του κυκλαδικού, του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού αντιστοίχως.

Το διαδοχικό αυτό αμάλγαμα πολιτιστικών ερεθισμάτων στον μετέπειτα αναδιαμορφωμένο ελλαδικό χώρο ανανεώθηκε μέσα από καταστροφές και επανοικοδόμηση, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται στο γενικότερο νησιωτικό χώρο έχοντας όμως και αναφορές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με την επικράτηση του μυκηναϊκού πολιτισμού, του πρώτου μεγάλου ελληνικού πολιτισμού παρατηρούμε τη σταδιακή και ομοιόμορφη ανάπτυξη των ελλαδικών περιοχών σε νησιωτική και ηπειρωτική χώρα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Μ.Πυργάκη, «Ύστερη εποχή του Χαλκού ή Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστερόχαλκη Εποχή», στο Π.Πετρίδης, Δ.Πλάντζος, Μ.Πυργάκη «Αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο», τ.Β’, ΕΑΠ, Πάτρα, 2002
2. Colin Renfrew, «Η ανάδυση του πολιτισμού: Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στη 3η χιλιετία π.Χ.», μτφρ. Δ.Κοκκώνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006

Σχόλια