Η γνωσιολογική σημασία της επαγωγής: η διατύπωση τής επαγωγής από το Νεύτωνα στη γνωσιοθεωρία του Locke και η κριτική που δέχεται από τον Hume



«...το οικοδόμημα της επιστημονικής γνώσης είναι κτισμένο με επαγωγή πάνω στα ασφαλή θεμέλια που παρέχουν οι παρατηρήσεις»Γαλιλαίος (βλ. A.F.Chalmers, «Τι είναι αυτό που λέμε επιστήμη;», μτφρ. Γ.Φουρτούνης, επιμ. Αρ. Μπαλτάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1994, σελ. 7)


Αποπειρώμενοι μία συστηματική επισκόπηση της πορείας της επιστημονικής σκέψης, κατανοούμε πως κατά τη διάρκεια μετάβασης, από τους μέσους χρόνους στη νεωτερική περίοδο, αναφορικά στο χώρο της επιστήμης έχει διαπιστωθεί μια σειρά αλλαγών, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση του χαρακτήρα της επιστημονικής δραστηριότητας. Ο χαρακτήρας του διανοητικού προβληματισμού και συνακολούθως η διαμόρφωση της επιστημονικής αντίληψης έτυχαν επανακατεύθυνσης από τους φιλόσοφους-επιστήμονες του 17ου αιώνα, καθώς απεμπόλισαν τα προηγούμενα πρότυπα της μεσαιωνικής παράδοσης αφήνοντας στο παρελθόν το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο.
Η εξέλιξη του ξεσπάσματος της επιστημονικής αντίληψης πραγματοποιήθηκε μέσα από την καθοριστική συμβολή σημαντικών φυσιογνωμιών της φιλοσοφίας και της επιστήμης δίνοντας άλλη κατεύθυνση στην ανθρώπινη σκέψη. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν ολόκληρος ο 17ος αιώνας να χαρακτηριστεί από μία στροφή προς τη μεθοδικότητα, η οποία συνδιάστηκε με την παρατήρηση και την εμπειρία. Ως κατεξοχήν πρόδρομος του εμπειρικού προσανατολισμού των φυσικών επιστημών αναφέρεται ο Φρ. Μπέικον, ο οποίος αφενός μεν θεμελίωσε τη μεθοδική ταξινόμηση των φυσικών επιστημών, αφετέρου δε προώθησε τον επιστημονικό πειραματισμό και τον εμπειρισμό  προτείνοντας την επαγωγική μέθοδο ως βάση της επιστημονικής γνώσης.
Όμως, αυτή η καταξίωση της μεθόδου της επαγωγής στο επιστημονικό περιβάλλον στα τέλη του 17ου αιώνα αποτέλεσε, το 18ο αιώνα, αντικείμενο συστηματικής πραγμάτευσης, τόσο από φιλοσόφους όσο και από φυσικούς, καθιστώντας την επίκαιρη και διαπραγματεύσιμη. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θα επιχειρήσουμε να αποτυπώσουμε τη γνωσιολογική σημασία της επαγωγής, όπως αυτή επεσημάνθηκε εξελικτικά από τον Ισ. Νεύτωνα (1643-1727), τον Τζ. Λοκ (1632-1704) και τον Ντ. Χιουμ (1711-1776). Η εργασία αποτελείται από τρεις ενότητες. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη ενότητα παρουσιάζεται ο επαγωγισμός στα πλαίσια του νευτώνειου μοντέλου, ενώ στη δεύτερη ενότητα γίνεται αναφορά στη σχέση της επαγωγής με τη γνωσιοθεωρία του βρετανού φιλόσοφου, Τζ. Λοκ. Τέλος, στην τρίτη ενότητα υπογραμμίζεται η κριτική που άσκησε στην επαγωγή ο Ντ. Χιουμ και τάραξε τα θεμέλια του επαγωγισμού.  

Α' ΕΝΟΤΗΤΑ -το αίτημα της επαγωγής σύμφωνα με τον Νεύτωνα...

Οι καθοριστικές εξελίξεις στην κοσμολογία, από τον 12ο αιώνα και έπειτα, υπήρξαν εξίσου σημαντικές και λειτούργησαν καταλυτικά, όσον αφορά την μεθοδολογική ανατροπή. Ο Νεύτωνας, όπως και ο Γαλιλαίος πρωτύτερα, θεωρούσε πως οι φιλόσοφοι του Μεσαίωνα ολίσθαιναν κάθε φορά που αντιμετώπιζαν τα έργα της αρχαιότητας και δη του Αριστοτέλη, όπως επίσης και τη Βίβλο, ως τις αποκλειστικές πηγές της επιστημονικής γνώσης.(βλ. ό.π., A.F.Chalmers, σελ. 2) 
Ο μέγιστος επιστημονικός νους, όπως αποκαλείται ο Νεύτωνας, κατόρθωσε να αφομοιώσει τη νεότερη εκδοχή της μαθηματικοποίησης τής φύσης διαμορφώνοντας ουτωτρόπως το νευτώνειο σύστημα περιγραφής της φύσης, προχωρώντας και στην πολιτική και στις θρησκευτικές ιδέες. Η επιστήμη δια μέσω του νευτώνειου συστήματος κατέστη πλέον μία παραδειγματική ανθρώπινη δραστηριότητα και στο εξής η αλήθεια τόσο ως προς τα φυσικά όσο και προς τα κοινωνικά πράγματα θα εθεωρείτο ότι προκύπτει μέσα από τις διαδικασίες παρατήρησης και πειραματικού ελέγχου των θεωριών.(βλ. Βαλλιάνος Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2008)
Σύμφωνα με τον Νεύτωνα, οτιδήποτε δεν απορρέει από φαινόμενα πρέπει να ονομάζεται "υπόθεση", ενώ ταυτόχρονα αυτά που έχουν θέση στην πειραματική φυσική φιλοσοφία ονομάζονται "αξιώματα" και "αρχές", για τον λόγο ότι απορρέουν από τα φαινόμενα και γενικεύονται μέσω της επαγωγής.(βλ. Βυρ.Χ.Καλδής, «Εισαγωγή», στο Πατηνιώτης Μ., «Νεύτων και Νευτωνισμός στην Ευρώπη του 18ου αιώνα» στον τόμο Β. Καλδής (επιμ.) Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008, σελ. 17-18). Κατά τη νευτώνεια θέση διατύπωσης του επαγωγικού αιτήματος, η οποία απομακρύνεται από την καρτεσιανή μέθοδο ανάλυσης των απλών εννοιών που περιέχονται σε ένα πρόβλημα, ανάλυση αποτελεί η εκ παρατηρήσεων επαγωγική γενίκευση, που οδηγεί στο να αναγνωρίσουμε τις κανονικότητες της εμπειρίας. Η ανάλυση, όπως συνακολούθως και η σύνθεση, συνιστούν για τον Νεύτωνα καίρια συστατικά της επιστημονικής μεθόδου.
Στο κενό που άφησε ο Μπέικον προωθώντας την επαγωγική μέθοδο, την οργάνωση δηλαδή του υλικού της παρατήρησης και της εμπειρικής έρευνας, ο Νεύτωνας το συμπλήρωσε με πειράματα, με αποτέλεσμα να περιγράφει τη νομοτελειακή σχέση μεταξύ των φαινομένων και των πραγμάτων, δίχως να αναζητά αιτίες και αποτελέσματα πέραν της εμπειρικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με το νευτώνειο μοντέλο, το παρατηρησιακό υπόβαθρο που στηρίζει μία επαγωγικά θεμελιωμένη αρχή ξεπερνιέται από αυτήν παρόλη την εκτεταμένη εμπειρία στην οποία στηρίζεται μια τέτοια κανονικότητα. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η κανονικότητα τελεί υπό διαρκή αίρεση και αυτό δικαιολογείται από το ενδεχόμενο να την υπονομεύσει ένα αρνητικό πειραματικό εύρυμα.
Συνεπώς, με την εισαγωγή και καθιέρωση του νευτώνειου μεθοδολογικού μοντέλου στη φυσική επιστήμη, για πρώτη φορά αναπαρίσταται το σύνολο των φυσικών φαινομένων ως πλέγμα γενικότερων νόμων -πειραματικά ελεγμένων, αναδεικνύεται και θεμελιώνεται η πειραματική φιλοσοφία στηριζόμενη στις αρχές της επαγωγής και της ποσοτικοποίησης.(βλ. Πατηνιώτης Μ., «Νεύτων και Νευτωνισμός στην Ευρώπη του 18ου αιώνα» στον τόμο Β. Καλδής (επιμ.) Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008, σελ.44-45
Σε τελική ανάλυση, η επαγωγική μέθοδος δύναται να φαντάζει ελλιπής από ορθολογική σκοπιά, είναι όμως η ισχυρότερη δυνατή στην πειραματική έρευνα.(βλ. ό.π., Βαλλιάνος, σελ. 113)  Από αυτό το σημείο και κατόπιν, με την καταλυτική παρουσία τόσο του Λοκ όσο και του Χιουμ, των οποίων κοινή αφετηρία αποτελεί ο εμπειρισμός, οι αντιλήψεις αυτές θα οδηγήσουν στη συστηματοποίηση της επιστημολογίας του εμπειρισμού, καθώς όπως θα δούμε παρακάτω θα ενσωματωθούν στον εισαγόμενο εμπειρισμό.     


Β' ΕΝΟΤΗΤΑ -η επαγωγή στη γνωσιθεωρία του Λοκ...

Η γνωσιολογία, ήτοι η δυνατότητα και η πηγή της γνώσης, αποτέλεσε αντικείμενο αναζήτησης και προβληματισμού αρκετών στοχαστών, τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Την προσπάθεια που είχε αρχίσει ο Μπέικον αναφορικά στην εξαγωγή γνώσης από την αισθητηριακή αντίληψη ήρθε να τροποποιήσει, σε βαθμό που την καθιστούσε αφελή, το επιστημολογικό ρεύμα του εμπειρισμού, ήτοι η γνωσιολογική θεώρηση συστηματικής επεξεργασίας των αισθητηριακών δεδομένων, δεδομένου ότι οτιδήποτε ξεπερνάει την εμπειρία ή δεν συσχετίζεται με αυτήν είναι εξ ορισμού άγνωστο.
Κεντρική παραδοχή του εμπειρισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τον Τζ. Λοκ, είναι ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας.(βλ. ό.π., Βαλλιάνος, σελ. 122) Σύμφωνα με το ρεύμα του εμπειρισμού, όπως εισήχθη και διατυπώθηκε από τον Άγγλο επιστήμονα, στο λογικό δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες, σε αντίθεση με το καρτεσιανό σύστημα. Η γνώση μας είναι ελλιπής και αποσπασματική ακόμη και τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη η εισροή πληροφοριών δια μέσω των αισθητηριακών μας αντιλήψεων. Ο νους αποτελεί συστατικό του ανθρώπινου σώματος και η λειτουργία του είναι ακριβώς η επεξεργασία των υλικών που του παρέχουν οι αισθήσεις.(βλ. στο ίδιο, Βαλλιάνος, σελ. 122)  
Ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου παρομοιάζεται από τον Τζ. Λόκ ως μία άγραφη πλάκα (tabula rasa), η οποία γεμίζει με ιδέες, τις οποίες σχηματίσαμε μέσω της εμπειρίας μας (των αισθητηρίων και του λογισμού) κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Τα εξωτερικά πράγματα αναπαριστώνται μέσα στο νου, καθώς τίθενται σε εφαρμογή τα μεμονωμένα αισθητηριακά δεδομένα που μας παρέχουν οι αισθήσεις. Αναφορικά στα πράγματα της καθημερινότητας, αυτά είναι σύνολα «σύνθετων ιδεών» και μέσω της «εμπειρικής αναγωγής» ο ανθρώπινος νους κατακτάει τη γνώση της κάθε σύνθετης ιδέας έχοντας αναγνωρίσει όλα τα βασικά γνωρίσματα που τη συναποτελούν ως φυσική αιτία (βλ. στο ίδιο, Βαλλιάνος, σελ. 123)
  Για τον Λοκ, αντικείμενο της γνωστικής διαδικασίας αποτελεί η κάθε ιδέα μέσα στο νου. Στην προσπάθειά του να υπερκεράσει την δυσκολία της άποψης ότι εφόσον ο νους ασχολείται με τα αντικείμενα εντός του, πώς υπάρχει σιγουριά ότι ανταποκρίνεται στην αντικειμενικότητα, χρησιμοποίησε το σχήμα κατηγοριοποίησης των πρωτογενών και δευτερευόντων ιδιοτήτων των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου. Στην υλική υπόσταση που έχει κάθε πράγμα στηρίζονται οι ιδιότητές του, δηλαδή τα χαρακτηριστικά του. Οι πρωτεύουσες συνδέονται άρρηκτα με τα πράγματα (δεν νοείται αντικείμενο χωρίς έκταση), σε αντίθεση με τις δευτερεύουσες (ένα τραπέζι υφίσταται και χωρίς το χρώμα του να είναι συγκεκριμένο). Στην περίπτωση που οι πρωτεύσουςες ιδιότητες εκλείψουν, απλώς δεν θα υπάρχουν αντικείμενα. Δεν θα ήταν άστοχο αν ισχυριζόμασταν ότι ο Άγγλος επιστήμονας χρησιμοποιεί το σχήμα αυτό προκειμένου να ενδυναμώσει το ρόλο των δεδομένων των αισθήσεων ως θεμέλιο για την επιστημονική γνώση του εξωτερικού κόσμου.
 
Γ' ΕΝΟΤΗΤΑ -η κριτική του Χιουμ...

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε εύκολα πως η γνωσιοθεωρία του Λοκ, μολονότι ο ίδιος θεωρεί αναγκαία την πειραματική επιστήμη ως πηγή θεωρητικών αληθειών για το φυσικό κόσμο, εγκαθιστά έναν υγιή και αναπόφευκτο σκεπτικισμό αναφορικά στην εμβέλεια του επιστημονικού λόγου.(βλ. ό.π., Βαλλιάνος, σελ. 126) Σε αυτό το σημείο εδράζεται και ο γνωσιολογικός σκεπτικισμός του Ντ. Χιουμ και ιδιαίτερα η κριτική που άσκησε στο επαγωγικό αίτημα. 
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Σκώτου φιλόσοφου, κάθε πρόταση γεγονότων της πραγματικότητας αναλύεται τελικά σε ένα σύνολο ισχυρισμών σχετικά με την εμφάνιση συνδιαζόμενων εντυπώσεων ή αντίστοιχων εντυπώσεων σε ακολουθία. Γι' αυτόν δεν χρίζει αναγκαιότητας η σύνδεση μεταξύ των εμφανίσεων διαφορετικών εντυπώσεων. Η εμφάνιση μιας εντύπωσης, εξεταζόμενης από λογική σκοπιά, είναι εντελώς ανεξάρτητη από την εμφάνιση μιας οποιασδήποτε άλλης εντύπωσης. Αυτό αποτελεί το στοιχείο, το οποίο οδηγεί τον Hume στο πρόβλημα της επαγωγής και της αιτιότητας, βάζοντας τροχοπέδη στη επαγωγική διαδικασία προσέγγισης της γνώσης. 
Ενώ για τον Χιουμ υπάρχει ως καθεαυτός και ανεξάρτητος από τις αισθήσεις μας ο υλικός κόσμος, εν τούτοις ο άνθρωπος ως σύνολο εμπειριών δεν δύναται να ξεπεράσει τα όρια της εμπειρίας και να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Ο ρόλος της επιστήμης εδράζεται στην ταξινόμηση του υλικού της εμπειρίας και όχι στην αναζήτηση της αλήθειας πέραν αυτής (της εμπειρίας). Αντικείμενό της, σύμφωνα με τον Σκώτο φιλόσοφο, είναι η συστηματική κατάταξη των εμπειρικών ιδεών, σύμφωνα με τις κανονικότητες οι οποίες συνυφαίνονται μέσα τους.(βλ. ό.π., Βαλλιάνος, σελ. 129)  
Η καθολικότητα δεν υφίσταται στο χώρο της επιστήμης, εφόσον η γνώση δεν έχει καθολική και γενική ισχύ και ό,τι ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον δεν δύναται να προβλεφθεί, καθώς το μέλλον βρίσκεται έξω από το χώρο της εμπειρίας. Συνεπώς οδηγούμαστε στον σκεπτικισμό μιας και κυριαρχεί η αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί στο μέλλον. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Χιουμ αναγνωρίζει πως ο τρόπος συλλογισμού που μας παρέχουν τα συμπεράσματα αναφορικά στις κανονικότητες των φαινομένων, όταν όλες ή κάποιες προκείμενες από αυτές είναι εμπειρικές, δηλαδή η επαγωγή, δεν μας εξασφαλίζει τη βεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές προβλέψεις. 
Ως εκ τούτου, η επενέργεια της συνήθειας του ανθρώπου να συνδέει την αισθητηριακή κανονικότητα των φαινομένων με την αλήθεια αποτελεί σφάλμα, διότι η ίδια η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη (βλ. ό.π., Βαλλιάνος, σελ. 129) Το να συνάγουμε συμπεράσματα για γεγονότα που δεν έχουν παρατηρηθεί από γεγονότα που είναι ήδη καταγεγραμμένα στις αισθήσεις και τη μνήμη μας, για τον Χιουμ δεν επιδέχεται a priori εμπειρική δικαιολόγηση. Σε αντίθεση, βασίζεται στην ουσία, στην προδιάθεση που διαμορφώνουμε για τις αιτιακές σχέσεις, κάτι το οποίο υπάρχει μονάχα στο νου.  


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε τις προοπτικές που εισήγαγε και τους τρόπους που έγινε αντικείμενο διαχείρισης και κριτικής, η μέθοδος της επαγωγής ή άλλως ο επαγωγισμός, αρχής γενομένης από τον Ισαάκ Νεύτωνα, κατόπιν του Τζον Λοκ και τέλος του Ντ. Χιουμ. Όπως επισημάνθηκε και στην εισαγωγή, η καθιέρωση της πειραματικής μεθόδου, όπως αυτή εισήχθη μέσω του νευτώνειου μοντέλου συνέβαλε στην ανατροπή της επιστημονικής μεθοδολογίας μέχρι τον 17ο αιώνα. Ο Νεύτωνας, ως ο εισηγητής της πρώτης απόπειρας συστηματοποίησης της δυτικής επιστήμης, μέσω της πειραματικής οδού τοποθέτησε την επαγωγική μέθοδο σε περίοπτη θέση, προβάλλοντας τα δεδομένα της αισθητηριακής εμπειρίας ως τον ισχυρότερο τρόπο επιχειρηματολόγησης στο βαθμό που η επαγωγή γίνεται όλο και περισσότερο γενική.(βλ. ό.π., Βαλλιάνος, σελ. 111)     
Στη συνέχεια, μέσα από το γνωσιοθεωρητικό μοντέλο του θεμελιωτή του νεότερου εμπειρισμού, του Τζον Λοκ, καταδείξαμε πως η διαχείριση της επαγωγικής μεθόδου συνέτεινε, ώστε ο εμπειρισμός να διαμορφωθεί σε συστηματική επιστημολογία, μην μπορώντας ταυτόχρονα να αποτελέσει και την αναντίρρητη μεθοδολογία ανάγνωσης και κατάκτησης της αλήθειας. Σε αυτό το σημείο, τέλος, μέσω της ριζοσπαστικής αναθεώρησης της γνωσιολογίας από την πλευρά του Νταίηβιντ Χιουμ, του ακραίου σκεπτικισμού, επιβεβαιώσαμε τη θέση και το ζητούμενο της παρούσας εργασίας ό,τι το θέμα της επαγωγικής μεθόδου αποτέλεσε μία προσδιορισμένη μέθοδο έρευνας της φύσης. Συμπερασματικά, ο επαγωγισμός αποτελεί ένα ανοικτό ερώτημα, καθώς πέραν της συμβολής που προσέφερε στην απόκτηση γνώσης, μέσα από τις μεταφράσεις του και τις διαδοχικές μετατροπές του παρέμενε άλυτο ζήτημα.  













ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Βαλλιάνος Π., «Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη», τόμος Β’, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008  
2. Πατηνιώτης Μ., «Νεύτων και Νευτωνισμός στην Ευρώπη του 18ου αιώνα» στον τόμο Β. Καλδής (επιμ.) «Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών», ΕΑΠ, Πάτρα 2008 
3. A.F.Chalmers, «Τι είναι αυτό που λέμε επιστήμη;», μτφρ. Γ.Φουρτούνης, επιμ. Αρ. Μπαλτάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1994

Σχόλια