Επτανησιακή και Αθηναϊκή Σχολή: τεχνικά χαρακτηριστικά και συναίσθημα


                                  
Ως σκοπός του προκείμενου είναι μέσα από την ενασχόληση με εκπροσώπους της Επτανησιακής (Σολωμός, Λασκαράτος, Τυπάλδος), της Αθηναϊκής σχολής (Σούτσος) και τον σχολιασμό των ποιημάτων τους, αφενός να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δομής και του περιεχομένου της ποίησης της περιόδου και αφετέρου να αναφερθούν οι τρόποι με τους οποίους παρουσιάζεται η γυναίκα, ο έρωτας, η πίστη και η αγνότητα.
Το κείμενο εκτείνεται σε τρεις θεματικές ενότητες· στην πρώτη επιχειρείται μια παρουσίαση του κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου της εξεταζόμενης περιόδου -στα Επτάνησα και την υπόλοιπη χώρα, παράλληλα με το πνευματικό γίγνεσθαι. Η δεύτερη επικεντρώνεται στον σχολιασμό των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ποίησης, όπως αυτά αναδεικνύονται μέσα από την ανάγνωση τεσσάρων ποιημάτων (Η Φαρμακωμένη του Διον. Σολωμού, Το Πλάσμα της Φαντασίαςτου Ιουλ. Τυπάλδου, Γραφή Αποκριτική του Ανδ. Λασκαράτου και Ο Ζηλιάρης Γέρος του Αλ. Σούτσου) και τέλος, στην τρίτη ενότητα εντοπίζονται τα σημεία που σκιαγραφούν την γυναικεία παρουσία και τον ηθικό περίγυρο του έρωτα, στα αποσπάσματα των εν λόγω ποιημάτων.


                                              Ιστορικό στίγμα...

Η έκρηξη του Ρομαντισμού, εδραιώνεται στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, κυρίως στην δυτική και κεντρική, καθώς οι αυτοκρατορικοί πόλεμοι και οι αλλαγές του γεωγραφικού χάρτη έχουν σημαδέψει το λαϊκό αίσθημα σε κάθε χώρα. Με την Γερμανία και την Γαλλία, αρχικά, ως κυριότερους πυρήνες του ρεύματος του Ρομαντισμού, οι τέχνες ως φορείς και το εμπόριο του πολέμου και των συνθηκών ως διαμεσολαβητικός κρίκος, αναδεικνύουν τον λυρισμό που εκπνέει το πνεύμα του κλασικισμού αφήνοντας την θέση του στον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.

Η πατρίδα, η οικογένεια, η θρησκεία και ο έρωτας εξυμνούνται τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση ποικιλοτρόπως προβάλλοντας τα χαρακτηριστικά κάθε κουλτούρας. Η υποτέλεια του ελλαδικού χώρου και κόσμου σε μία γκάμα κατακτητών, με κυριότερους τους Οθωμανούς, συνέδραμε εξ ολοκλήρου στην πνευματική κίνηση της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου παρέχοντας αστείρευτο υλικό στους δημιουργούς και τους εμψυχωτές του απελευθερωτικού αγώνα. Μέσα από τις πηγές της επαναστατικής περιόδου και κατόπιν της ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους (Φεβρουάριος 1830) και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η Επτανησιακή σχολή και η ‘Α Αθηναϊκή σχολή, κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα,  παρέχουν μια ογκώδη περιουσία λογοτεχνικού υλικού με τα δικά της χαρακτηριστικά η κάθε μία.

Συγκεκριμένα, τα Επτάνησα μην έχοντας υποστεί την οθωμανική κατάκτηση, με εξαίρεση την μικρή διάρκεια κατοχής της Λευκάδας, βρίσκονται συνδεδεμένα με τον δυτικό κόσμο ήδη από τον 14ο αιώνα (1386)· συνεπακολούθως, έχοντας καταφέρει τα Ιόνια νησιά να βρίσκονται σε μια διαρκή επικοινωνία με την Δύση, οι πνευματικές και πολιτικές εξελίξεις του ευρωπαϊκού χώρου δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την κοινωνία των Επτανησίων, καθώς μεταλαμπαδεύονται πιο εύκολα, σε σύγκριση με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η έντονη κινητικότητα των πληθυσμών προς την Δύση και η αθρόα μετανάστευση του κρητικού πληθυσμού, μετά την κρητική επανάσταση και το άδοξο τέλος της (1669) ενίσχυσαν την πνευματική δραστηριότητα στα Επτάνησα.

Η προστασία που παρείχε η Γαληνοτάτη Αυτοκρατορία, αργότερα η Γαλλική Αυτοκρατορία και τέλος η Βρετανική επικυριαρχία, από τους Οθωμανούς επέτρεψε τις μετακινήσεις των εμπόρων και των διανοουμένων και ως εκ τούτου την διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, της Δημοκρατίας και των πνευματικών ρευμάτων. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί η πρωτοπορία του Επτανήσιου πνεύματος σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, εφόσον στην Κέρκυρα ιδρύεται (1824) και λειτουργεί για σαράντα περίπου χρόνια το πρώτο ουσιαστικά ελληνικό πανεπιστήμιο, ήτοι η Ιόνιος Ακαδημία, ο μορφωμένος κόσμος μιλάει δύο γλώσσες (ιταλόγλωσσοι και ελληνόγλωσσοι) και λειτουργούν τυπογραφεία (ήδη από το 1805) ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την άνθηση της τοπικής λογοτεχνίας.

Η επτανησιακή ποίηση έχοντας ως πυρήνα της το έργο του Διονυσίου Σολωμού χαρακτηρίζεται έντονα τόσο από τις επιρροές του δημοτικού τραγουδιού και την λογοτεχνία της κρητικής αναγέννησης όσο και από την εξοικείωση με τον ιταλικό νεοκλασικισμό, παράλληλα όμως αποδέχεται τον συναισθηματισμό και τον ιδεολογικό κόσμο που προβάλλεται μέσα από το πνεύμα του ρομαντισμού.

Η προαναφερθείσα ευχέρεια κίνησης και ανταλλαγής κουλτούρας και πολιτισμικών στοιχείων δεν χαρακτηρίζει τον υπόλοιπο οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, με εξαίρεση την πόλη της Κων/πολης. Την αυτοτελή και αυτόνομη εξέλιξη της επτανησιακής σχολής ευνόησαν οι ιστορικές συνθήκες, περισσότερο από τον ελληνικό ηπειρωτικό χώρο. Σημαντικότεροι πνευματικοί φορείς της Ελλάδος και δη της Αθηναϊκής σχολής αναδεικνύονται οι Φαναριώτες, που κατεβαίνουν προς τον νότο, μαζί με άλλες πολυσύνθετες κοινωνικές ομάδες, εξαιτίας της συμπύκνωσης του ελλαδικού χώρου με την ίδρυση του νεότευκτου ελληνικού κράτους το 1830.

Οι Φαναριώτες έχοντας αποκτήσει πολιτική και διοικητική πείρα, αναλαμβάνουν τις ανώτερες θέσεις, σε μια περίοδο όπου οι προσπάθειες του Ιωαν. Καποδίστρια προς μια πολιτεία ευνοουμένων και στην συνέχεια η αυταρχική άσκηση εξουσίας από τους βαυαρούς του Όθωνα δυσχέραιναν την κατάσταση. Η μεταπολίτευση του 1843 και η παραχώρηση του πρώτου Συντάγματος έφερε κάποια βελτίωση. Όμως ο δρόμος έχει ανοίξει με τους Φαναριώτες· μέσα σε μια ασφυκτική κοινωνία όπου οι αντιθέσεις και τα ατομικά παράπονα συνδυάζονται με συλλογικές εξάρσεις και με όνειρα εξωτερικού μεγαλείου, ο ρομαντικός ποιητής έχει να παίξει ρόλο σημαντικό· κυρίως σε μια περίοδο (αρχές 19ου αιώνα) όπου η κρατική καταστολή και ο έλεγχος της πνευματικής κίνησης καθιστά την λογοτεχνία ελεγχόμενη από την κεντρική βαυαρική εξουσία. Στην πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους το αρχικό ιδεώδες υποχωρεί μπροστά στην κυρίαρχη ιδεολογία, υποτάσσεται δηλαδή στις ανάγκες της raison d’ etat .

Η ευνοούμενη πνευματική διαχείριση των ευρωπαϊκών εξελίξεων στην Επτάνησο πολιτεία και η αντίθεσή της με την μετεπαναστατική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της ελεύθερης Ελλάδας αντανακλάται και στην λογοτεχνία, μέσα από την γλωσσική διαμάχη των δύο πολιτιστικών κέντρων, της αθηναϊκής  και της Επτανησιακής σχολής. Μολονότι η υποδομή των Επτανησίων και των Φαναριωτών ήταν κοινή, τουτέστιν ο Διαφωτισμός από την μία πλευρά και η αρκαδική ποίηση από την άλλη, εν τούτοις οι Φαναριώτες προασπιζόμενοι μία γλώσσα έντονου αρχαϊσμού, εναντιώθηκαν και καταδίκασαν την κρητική λογοτεχνική παράδοση και τις ιδιομορφίες της ντοπιολαλιάς, που χαρακτήριζαν τον κύκλο των Επτανησίων δημιουργών.

Μεταξύ της Επτανησιακής και της Α’ Αθηναϊκής σχολής διαπιστώνονται αλλαγές και διαφορές, οι οποίες χαρακτηρίζουν τις τεχνοτροπικές και ιδεολογικές διαφορές των δύο σχολών, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια λανθάνουσα αντιπαράθεση μεταξύ των Επτανησίων και των Φαναριωτών· στις δεκαετίες μετά το 1850 αυτές οι διαφοροποιήσεις έλαβαν την μορφή ανοιχτής αντιπαράθεσης. Αυτήν την αντίθεση μεταξύ των πολιτικών σκοπιμοτήτων και έντονων δυσχερειών στο αθηναϊκό κέντρο, από την μία πλευρά και το κλίμα μιας σχετικής κοινωνικής και ηθικής ασφάλειας στην Ιόνιο Πολιτεία, από την άλλη, διαπιστώνει και ο MVitti , εντάσσοντάς την στα ιδιαίτερα συστατικά του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους και της προς διαμόρφωση γλώσσας του.



Τεχνικά χαρακτηριστικά των σχολών...


Μέσα από προσεκτική ανάγνωση των τεσσάρων επιλεγμένων ποιημάτων (Η Φαρμακωμένη του Διον. Σολωμού, Το Πλάσμα της Φαντασίαςτου Ιουλ. Τυπάλδου, Γραφή Αποκριτική του Ανδ. Λασκαράτου και Ο Ζηλιάρης Γέρος του Αλ. Σούτσου) παρατηρεί κανείς την χρήση της απλής ομιλούμενης γλώσσας και από τους τέσσερις δημιουργούς, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν, με πλέον ευκρίνεια και απλότητα, τα χαρακτηριστικά της καθημερινότητας και του βίου. Κανένα από τα τέσσερα ποιήματα δεν ασχολείται με θέματα ανδρείας και πατριωτισμού· το μέγεθος του σεβασμού απέναντι στην ευαισθησία και την φυσική ομορφιά κατακτά το περιεχόμενο των στίχων και ο ρομαντισμός συμβαδίζει με την μελαγχολία και την θλίψη, όπως για παράδειγμα στο Πλάσμα της Φαντασίας, όπου ο ποιητής χρησιμοποιεί στοιχεία της φύσης για να απεικονίσει την ζωή και την ψυχοσύνθεση του ήρωα:

«…είδα θολή, κατάμαυρη η αυγή για με να βγαίνει· κι έρμη η ψυχή μου απόμεινε, σ’ όλον τον κόσμο ξένη· αλλά μεμιάς η θάλασσα, τ’ αστέρια, η γη αναζήσαν,
και λόγια μου εμιλήσαν εγκάρδια, μυστικά

Το ελεγειακό πνεύμα του διαρρέοντος ευρωπαϊκού ρομαντισμού βρίσκει ανταπόκριση σε σημεία διάχυτης ευαισθησίας χωρίς να αντιπαρέρχεται των θρησκευτικών γνωρισμάτων, όπως συμβαίνει στο Η Φαρμακωμένη:
«Κοίτα μες στα σπλάχνα μου Πλάστηκοίτα μέσα στα σπλάχνα μου μέσα, που το κρίμα τους κλαίνε και πες, πες του κόσμου που φώναξε τόσα, εδώ μέσα αν είν’ άλλες πληγές…»

Τα εν λόγω ποιήματα μέσα από τον λυρισμό των εκφράσεων και τον περιρρέοντα ρομαντισμό που κυριαρχεί δεν σταματούν να συνιστούν δριμεία  κριτική και έντονο κοινωνικό σχολιασμό, αρκετές φορές τόσο γυμνό και παθιασμένο, μέσα από στίχους γεμάτους αισχρούς υπαινιγμούς, όπως παρουσιάζεται στο Γραφή Αποκριτική:

«…Για να δώση κανείς μια γνώμη ορθή, έλεγε μια φορά κάποιος δεσπότης, πρέπει να ιδεί την αλήθεια γυμνή, για να ιδεί το καλό και το κακό της· και τότε ευσυνειδήτως να μπορέση να’ πιθώση το δίκιο μες στη μέση…»

ή πάλι και στο Πλάσμα της Φαντασίας:
«…είν’ εδώ κάτου ακόπιαστα φθόνος, δειλία και πλάνη· στολίζει ονείδια πρόσωπα της δόξης το στεφάνι· σαν την οχιά, το φίλημα τα χείλη φαρμακώνει, η προδοσία πλακώνει τους κτύπους της καρδιάς…»

Αρκετές φορές λαμβάνει διαστάσεις αιχμηρής κριτικής απέναντι στην πολιτική αυθαιρεσία, χρησιμοποιώντας το ένδυμα της κοινωνικής σάτιρας και καυτηριάζοντας,  όπως επί παραδείγματι στο Ο Ζηλιάρης Γέρος:
«…με τες φουστανέλες είμαι, δια τούτο δεν σ’ αρέσω;
Φράγκικα σαν τόσοι νέοι θέλεις, σκύλα, να φορέσω;…»

Τα στοιχεία της ντοπιολαλιάς είναι έκδηλα κυρίως στους επτανήσιους ποιητές, εφόσον η δημοτική γλώσσα ήταν εδραιωμένη στην συνείδησή τους:

«…κι εκειό το πόδι, που ερωτεύει κι άλλους,
δεν μπορεί να’ ναι σάπιο από τσου κάλους;…» (Γραφή Αποκριτική)

και η ίδια η δημοτική γλώσσα συνδράμει καταλυτικά στην σάτιρα προσδίδοντας της λεξιλογικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο απλός κόσμος, καθιστώντας την κατανοητή και εύπεπτη:

«…το κορμί μου με κορσέτο να βαστάξω θέλεις ίσια,
να λυγίσω την φωνή μου, να την κάμω γυναικίσια;
…Διέ τους σημερινούς μας νέους! Κιχ και βιχ το πάγουν πάντα,
κ’ είναι γέροι στα τριάντα » (Ο Ζηλιάρης Γέρος)




                                        συναίσθημα, γυναίκα...

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο αναδύεται το ερωτικό περιβάλλον και γενικότερα το συναίσθημα, μέσα από τα ποιήματα των Επτανησίων και των Αθηναίων ποιητών. Το μέσο είναι η γυναίκα, που πλέον αναδύεται ως ένα πλασμένο σύμβολο, με μία λυρική αντιμετώπιση, μ’ έναν ύμνο στην ομορφιά, που  φτάνει σε σημεία εξιδανίκευσης της γυναικείας ύπαρξης:

«…πόσες φορές μου φαίνεται να σε θωρώ μπροστά μου,
και από τα στήθη στέκεται να πετακτή η καρδιά μου
θωρώ τα ουράνια βλέμματα, τα’ αγγελικό σου στόμα,
τα’ αερινό το σώμα, τα ολόχρυσα μαλλιά…» (Το Πλάσμα της Φαντασίας)

Μια εξιδανίκευση της γυναικείας μορφής σε θεϊκή, όπου χάνει την υλική της υπόσταση και συχνά παρουσιάζεται μέσα από το αναπόδραστο τέλος του πεισιθανάτιου και αγνού έρωτα, όπως στο ποίημα του Σολωμού:

     «…με σκληρότατο χέρι το πήρες, ωραία κόρη και αυτό το κορμί,
      οπού τούπρεπε φόρεμα γάμου, πικρό σάβανο τώρα φορεί…» (Η Φαρμακωμένη)

Η έντονη επιθυμία για τον αγνό έρωτα διανθίζεται με χαρακτήρες που παραπέμπουν σε βουκολικές περιστάσεις, υμνώντας ταυτόχρονα το μεγαλείο της φύσης:

     «…εσέ ζητώ στο χάραμα, σα γλυκοφέγγει η μέρα, εις τον αφρό της θάλασσας, στον      ήσυχο αιθέρα· εσέ στην ανθοστόλιστη του κάμπου πρασινάδα, στην μυστική αχνάδα του έρμου φεγγαριού…» (Το Πλάσμα της Φαντασίας)

Δεν παύει όμως μέσω του θαυμασμού προς την γυναικεία ομορφιά, διαρρηγνύοντάς την, ο ποιητής να αποκαλύπτει και την άσχημη πλευρά του ανθρώπου κάνοντας persiflage και καρικατούρα (σύμφωνα με τους Γάλλους):

     «…ω Αντρία μου, α με τόσην ευκολιά πας κι εσύ και πιστεύεις του φοράδωνε,
     σου λέω πως μου πικραίνεις την καρδιά, και πως κάνεις ντροπή τουν Αντριάδωνε.
     Μωρέ οι γυναίκες…δε σου λέω πως όλες, μα οι περσότερες πάντα, είναι μαριόλες…» (Γραφή Αποκριτική)

Ή ακόμα και να σατιρίζει την ανεμελιά και την αφέλεια της νεότητας, βάλλοντας κατά της πονηρής φύσης της γυναίκας, χαρακτηρίζοντάς την ως αιτία των συμφορών:

«…"Τι ταιριάζει" με φωνάζει, κ’ εξακολουθεί τον δρόμον.
Σκάνω, σκάνω και πεθαίνω…θάνατος ή υπανδρεία· φωτιά, θάλασσα, γυναίκα,
Είναι όντως κακά τρία…» (Ο Ζηλιάρης Γέρος)

Η αγνότητα και η τιμή είναι δύο έννοιες οι οποίες σημαδεύουν την ελληνική πραγματικότητα και δεν θα μπορούσαν να μείνουν εκτός της θεματικής των ποιημάτων του ελληνικού ρομαντισμού. Ο Διον. Σολωμός είναι χαρακτηριστικός τόσο στο θέμα της παρθενίας

«…το κορμί σου εκεί μέσα στον τάφο το στολίζει σεμνή παρθενιά·
του κακού σ’ αδικούσεν ο κόσμος και σου φώναξε λόγια κακά…» (Η Φαρμακωμένη)

όσο και στην κουλτούρα της τιμής, η οποία συχνά πυκνά αποδυναμώνει και στοιχειώνει ατελέσφορους και αδικημένους έρωτες, που οδηγούν στην αυτοχειρία, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την αιδώ της κοινωνίας:

«…Κόσμε ψεύτη! Τες κόρες τες μαύρες κατατρέχεις όσο είν’ ζωντανές,
Σκληρέ κόσμε! Και δεν τους λυπάσαι την τιμή όταν είναι νεκρές…» (Η Φαρμακωμένη)                                 


Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο μορφωτικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πνευματικών κέντρων του ελλαδικού χώρου, ήτοι τα Επτάνησα και η Αθήνα, υπήρξε η συνέπεια της ιστορικής διαφοροποίησης του γεωγραφικού χώρου, συγχρονισμένη και με την υποβόσκουσα αντιπαλότητα μεταξύ των Επτανησίων λογίων και των Φαναριωτών· η ικμάδα και η ζωντάνια της δημοτικής-απλής γλώσσας βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον γλωσσικό αρχαϊσμό. Μια αντιπαράθεση όμως που παρόλη την έντασή της δέχθηκε την επιρροή τόσο του ρομαντισμού όσο και του νεοκλασικισμού.

Το επικο-λυρικό στοιχείο εμφανώς παραδομένο στο πάθος και την τόλμη της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου, παραχωρεί την θέση του στο ρομαντισμό, ο οποίος μεταθέτει το βάρος της δημιουργίας από τα παρελθοντικά ανυπέρβλητα πρότυπα στην υποκειμενική θέαση του πραγματικότητας. Η ποίηση υπακούοντας στις γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος από τη μία πλευρά και της αγγλικής επικυριαρχίας στην Επτάνησο Πολιτεία από την άλλη, χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με ρομαντικό περιεχόμενο για την πρώτη και την δημοτική γλώσσα με έντονα μελωδικά στοιχεία για την δεύτερη.

Ο ρομαντισμός κυριαρχεί, κυρίως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, με τον απογοητευμένο έρωτα, την θλίψη, την νοσταλγία και την μελαγχολική διάθεση να αποτελούν τις συνιστώσες του. Αποτελεί ένα ευρύτερο πολιτισμικό κίνημα, ως μορφή αντίδρασης απέναντι στον ορθολογισμό του διαφωτισμού και τον κλασικισμό που είχε αρχίσει να παρακμάζει· ως εκ τούτου, η λογοτεχνία και οι εκφάνσεις της δημιουργίας γενικότερα επηρεάζονται από το νέο πνευματικό ρεύμα και προπάντων η ποίηση· πλέον οι ποιητές αμφισβητούν τους κανόνες της ποίησης και αντιτάσσονται στις ηθικές αξίες του παρελθόντος.

Ο ποιητή μέσα από την δική του προσωπική ματιά ελευθερώνεται και ανεμπόδιστα αποδίδει την δική του ερμηνεία όσον αφορά την ύπαρξη. Δεν φείδεται στόμφου και βερμπαλισμού, δανείζεται το λεξιλόγιο του λαού και προτιμάει την σπατάλη των εκφραστικών μέσων, χωρίς ωστόσο να δίνει την δέουσα έμφαση στην στιχουργική δημιουργία.




             ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ    

1)
Παν. Μουλλάς- Ρήξεις και Συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Παράλληλα Κείμενα, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1993
2)
Mario VittiΙστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1978
3)
Λίνος Πολίτης- Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004
4)
Εγχειρίδιο Μελέτης, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000
5)
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων, ΕΑΠ,  Πάτρα 2000
6)
Γιωρ. Βελουδής- Έλληνες Ποιητές, Διον. Σολωμός, περιοδ. Επτά Ημέρες, τόμ. ΝΓ’, εφημερ. Καθημερινή, Αθήνα 2002
7)
Ελληνική Γενική Ανθολογία Ποιήσεως και Πεζογραφίας, τόμ. Α’, επιμ. Σπ. Μελάς, εκδ.Δέλτα, Αθήνα 1969
8)
Άπαντα Διονυσίου Σολωμού, εκδ. Μπούρας

Σχόλια