Όταν το παρελθόν καθορίζει τη μοίρα: Η περίπτωση του Αγαμέμνονα του Αισχύλου και του Οιδίποδα Τύραννου του Σοφοκλή


                                      
Ως σημαντικό κεφάλαιο της αρχαίας νόησης και του λόγου η τραγωδία αποτελεί το μέσο ερμηνείας του τεράστιου μυθολογικού πλούτου της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Σε αυτήν οι δυνάμεις που σχηματοποιούν ή και καταστρέφουν την ζωή βρίσκονται σε απόσταση τόσο από την λογική όσο και από την δικαιοσύνη· μέσα από μια ρεαλιστική ματιά οι τραγωδίες τελειώνουν εν μέσω ολέθρου, εφόσον η αντίληψη του τραγικού δράματος έχει ως απαρχή το γεγονός της καταστροφής. Πρόκειται για μία τρομακτική, ολοκληρωτική διάγνωση της ανθρώπινης ζωής. Όλοι οι ήρωες εμπίπτουν στην αμαρτία, σε μία εσφαλμένη αξιολόγηση και μία λανθασμένη κρίση των γεγονότων. Κι όμως στο έσχατο όριο του μαρτυρίου του βρίσκεται η αξίωση του ανθρώπου για αξιοπρέπεια. Και στις δύο περιπτώσεις, στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, οι πρωταγωνιστές είναι την ίδια στιγμή κληρονόμοι και κληροδότες δυστυχίας. Οι πράξεις που στιγματίζουν το παρελθόν τους έχοντας καθοριστεί από τους χρησμούς επανέρχονται στο τραγικό παρόν των δύο ηρώων διαμορφώνοντας την τραγική τους κατάληξη.
Στο παρόν κείμενο γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν οι τρόποι με τους οποίους προβάλλονται τα παρελθοντικά στοιχεία αφενός μεν και πως η συστηματική προβολή του παρελθόντος προσδιορίζει επακριβώς την μοίρα του Αγαμέμνονα και του Οιδίποδα αφετέρου.


Αγαμέμνων του Αισχύλου

    Ο Αισχύλος, γεννημένος στην Ελευσίνα στα 525/ 524 π.Χ., ανέβασε την τριλογία του Ορέστεια το 458 π.Χ., γεγονός από το οποίο συμπεραίνει κανείς την ωριμότητα και την γνώση που ο ίδιος κατέχει όντας σχεδόν εξήντα χρονών. Η εμπειρία των Περσικών πολέμων και η πολιτική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο που ακολούθησε το τέλος τους, διαμόρφωσε έναν δραματουργό της κλασικής περιόδου, του οποίου η συμβολή στην ολοκλήρωση των διαδικασιών που έδωσαν καθαρή μορφή στην τραγωδία υπήρξε καθοριστική. Η άρθρωση και η παρουσίαση ενιαίας τριλογίας ήταν δική του επινόηση. Χαρακτηρισμένος ως ποιητής των ιδεών, καθώς μέσα από τον κατάλληλο χειρισμό της μεγαλόπρεπης γλώσσας του κατάφερε να εκφράσει σοβαρές και υψηλές ιδέες, ο Αισχύλος στο πρώτο μέρος της τριλογίας του, στον Αγαμέμνονα, μέσω της χορικής τεχνοτροπίας παρουσιάζει το αναπότρεπτό της κάθε ανθρώπινης δυστυχίας, ήτοι η προσβολή της Δικαιοσύνης πρέπει αναπόφευκτα να φέρει τιμωρία.
    Στον Αγαμέμνονα, το πρώτο και εξεταζόμενο μέρος της Ορέστειας, το θέμα είναι η επιστροφή του Αγαμέμνονα και η δολοφονία του από την γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, τον Αίγισθο, εξάδελφο του θύματος. Η πολύστροφη πάροδος λειτουργεί ως μία αναπόληση στο παρελθόν, δέκα χρόνια πριν, μας πηγαίνει πίσω στο ξεκίνημα του στόλου των Αχαιών από την Αυλίδα για την Τροία. Το δράμα αρχίζει με τον μονόλογο του Φύλακα, με την αναφορά του στην δική του δεκαετή αναμονήτην δική του δυστυχία (στ. 1-7)· είναι το πρόσωπο το οποίο με μία συμπυκνωμένη αναφορά στο παρελθόν καταφέρνει να παρουσιάσει ένα παρόν, εν προκειμένω την άφιξη του βασιλιά του, σχεδόν μακρινό μεγαλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα χρονικά όρια της υπόθεσης. Στους στίχους 18-19 γίνεται μία πρώτη νύξη χαρακτηρίζοντας τα χρόνια που μεσολάβησαν της απουσίας του Αγαμέμνονα και που είχαν καταλήξει να είναι γεμάτα από συμφορές και θλίψη.
    Τα δραματοποιημένα χορικά άσματα, ο Χορός που αποτελείται απόπρεσβύτερους Αργίτες, με την παρουσία τους βοηθούν να εισχωρήσει κανείς στις βαθύτερες αιτίες των γεγονότων που παρουσιάζονται προελειάνοντας το έδαφος για την κατάληξη. Ο Χορός είναι ο κυριότερος φορέας του παρελθοντικού στοιχείου, κάτι το οποίο φαίνεται και από το μακροσκελές χορικό άσμα (στ. 40-247), όπου παρουσιάζεται το ιστορικό της τρωικής εκστρατείας. Οι αντιδράσεις του Χορού στην ανάμνηση της θυσίας της Ιφιγένειας (στ. 171-230), αποδίδουν το εύρος των επιπτώσεων της ασέβειας του Αγαμέμνονα, δίχως όμως να προφητεύουν την κατάληξη. Αυτή έχει ήδη προλεχθεί μέσω της μορφής των χρησμών, αυτής της υπερβατικής δύναμης που λειτουργεί ως ρυθμιστικός παράγοντας της τραγωδιακής εξέλιξης. Η εμπειρία των μελών του Χορού από τα ανθρώπινα πάθη και τις συμφορές που τους έχουν διδάξει την σωφροσύνη, είναι το καταλληλότερο μέσο, δια του οποίου ο Αισχύλος τονίζει τις τραγικές επιπτώσεις εξαιτίας της αμετροέπειας του ανθρώπου· στους στίχους 155-170, ο Χορός των πρεσβύτερων Αργιτών υπενθυμίζει πως μετά από κάθε ανθρώπινη υπέρβαση «τω πάθει μάθος/θέντα» και πως κάθε Ύβρις επέρχεται κάθε φορά που προηγείται μία άλλη Ύβρις (στ. 300-303).
    Ο Αισχύλος δημιουργεί μία ατμόσφαιρα ανησυχίας διανθίζοντάς την με αναφορές στα σημεία του χρόνου, καθώς γι’ αυτόν παρελθόν, παρόν και μέλλον αποτελούν μια άρρηκτη ενότητα και μέσα από τις εναλλαγές των χρονικών αυτών περιόδων εμφανίζεται πιο λυρική και ανθρώπινη η τραγική έκβαση των πρωταγωνιστών. Αποδεικνύει σταδιακά την ευθύνη του ανθρώπου για την δυστυχία του χωρίς να τον αφήνει, εν τούτοις μόνο του απέναντι στην μοίρα του· η θεία Δίκη επεμβαίνει πιστοποιώντας την μικρότητα του ανθρώπου απέναντι στο θείο.                  
Στο επόμενο μέρος του Αγαμέμνονα, το παρελθόν και η σημασία του ως στοιχείο για την εξέλιξη του δράματος αναδύεται μέσα από τις στιχομυθίες και τους μονολόγους της Κλυταιμνήστρας, της Κασσάνδρας και του Αιγίσθου. Συγκεκριμένα, όταν ο Αγαμέμνονας κάνει την εμφάνισή του, η γυναίκα του συνοδεία θεραπαινίδων επιδίδεται σε έναν μονόλογο (855-903) στον οποίο η ίδια δεν αναφέρεται στον άνδρα της μα στον Χορό. Στους στίχους 855-964 ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με την υποκριτική και θλιβερή συνάντηση του παρελθόντος με το παρόν. Ένα παρελθόν που σιγοβράζει έμπλεο μίσους και εκδικητικής μανίας από την μεριά της Κλυταιμνήστρας  και ένα παρόν ενός προηγούμενου θύτη και μελλούμενου θύματος, που επιστρέφει στην πατρίδα του με την Κασσάνδρα, για να εισπράξει το τίμημα της μεγαλειώδους Ύβρεώς του, δίχως να το γνωρίζει. Η υποκρισία και η αναισχυντία λειτουργούν υποδειγματικά στην ομιλία της Κλυταιμνήστρας(στ.855-912) καταφέρνοντας να πείσουν τον υβριστή Αγαμέμνονα να ολοκληρώσει την Ύβρη του εισερχόμενος στο παλάτι με τρόπο που ταιριάζει μόνον σε θεούς. Αυτή η είσοδός του στο παλάτι προδίδει εμφανώς και εύλογα το πέρασμα από το παρελθόν της νίκης και δόξας στο παρόν και μέλλον της εκδίκησης και του θανάτου.
Αργότερα (στ. 1215-1223) ο Αισχύλος, μέσω της Κασσάνδρας και του οράματός της των δολοφονημένων και προσφερόμενων ως φαΐ παιδιών του Θυέστη, αποδίδει την πρωταρχική αιτία ολόκληρου του δράματος, που είχε ως αποτέλεσμα ο Ατρέας να κληροδοτήσει την κατάρα στους γιους του. Μέσα από τις στιχομυθίες (στ.1240-1295) της Κασσάνδρας και του Χορού, η κόρη του Πρίαμου ξετυλίγει την μαντική της ικανότητα, που λίγοι την είχαν σε υπόληψη στην πατρίδα της (στ. 1270-1275), προλογίζοντας τον φόνο του Αγαμέμνονα, τον δικό της μα και την αντεκδίκηση από τον γιο του θύματος.Στην συνέχεια σε ένα μικρό μονόλογο της Κλυταιμνήστρας προς τον Χορό (στ. 1372-1398), όπου για πρώτη φορά εμφανίζεται ειλικρινής, χωρίς υποκρισία και συνεπής προς τον εαυτό της, η δολοφόνος σύζυγος αποκαλύπτει την μηχανορραφία της δικαιολογώντας τον εαυτό της στους στίχους 1377-1378, γνωστοποιώντας το πολύχρονο σχέδιό της, ως μία μορφή ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τον δολοφόνο- πατέρα της κόρης της. Τέλος, η παρουσία του Αίγισθου (στ.1574-1608) αποτελεί από μόνη της μία υπενθύμιση του παρελθόντος, καθώς μέσα από τους στίχους του ο Αισχύλος προβάλλει την θέση του γιου τού Θυέστη σ’ ολόκληρο το ιστορικό του αιματοβαμμένου γενεαλογικού δέντρου των Ατρειδών, αποδίδοντας στα λόγια του (στ. 1600-1609) την παραδοχή της συμμετοχής του στον φόνο του Αγαμέμνονα.
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως ο Αισχύλος μέσω της συστηματικής προβολής του παρελθόντος μέσα από τα λόγια των συντελεστών τού δράματος καταφέρνει να καταδείξει την ισχύ της θείας δικαιοσύνης, μια δύναμη που δεν αφήνει ατιμώρητα την Ύβρη και τα ανουσιοργήματα. Σε ολόκληρο το δράμα ο Αγαμέμνονας προσθέτει διαρκώς ύβρεις, καθώς αυτός θυσίασε την Ιφιγένεια, ώστε να καταστεί  αρχηγός των Αχαιών και αυτουργός της δεκαετούς αιματοβαμμένης πολιορκίας της Τροίας. Η επιδερμική θεοσέβειά του προδίδεται από τον τόνο και το ύφος του μιλώντας προς τον Χορό και βαδίζοντας πάνω στο χαλί για να μπει στο παλάτι· θα δολοφονηθεί και η κατάρα του γένους των Ατρειδών θα επισκιάσει ως κληροδότημα τις επόμενες γενεές.


Οιδίπους Τύραννος  του Σοφοκλή

   Ο Σοφοκλής (496- 405 π.Χ.) δίδαξε το έργο του Οιδίποδας Τύραννος λίγο μετά το 430 π.Χ.. Για αρκετούς μελετητές το έργο αποτελεί το πρώτο και τελειότερο αστυνομικό μυθιστόρημα, καθώς ο δραματουργός συσσωρεύει τόσα πολλά στοιχεία τα οποία σταδιακά οδηγούν στην αποκάλυψη του μυστικού, ενώ άλλοι ονόμασαν τον Οιδίποδα αναλυτική τραγωδία, γιατί τα αποφασιστικά γεγονότα βρίσκονται πριν από το έργο, ενώ το δίχτυ του πεπρωμένου έχει απλωθεί κιόλας πάνω από τον ήρωα.
  Ο Οιδίπους Τύραννος αποτελεί πρότυπο ώριμου σοφόκλειου δράματος, όπου η κεντρική μορφή συνιστά τον θεματικό και μορφολογικό άξονα, εφόσον ελάχιστες είναι οι σκηνές που δεν τις πλαισιώνει με την παρουσία του.
  Όπως προηγουμένως ο Αισχύλος, έτσι και ο Σοφοκλής ζει σε μια εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την επιρροή των Περσικών πολέμων μα και του τρομερού Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι και αυτός σε προχωρημένη ηλικία, κοντά στα εβδομήντα του χρόνια, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερο βάρος στις θεματικές του και τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται την υπόθεση του δράματος. Η απόγνωση του πρωταγωνιστή, για κάποιους αποτελεί και το κλειδί στην σοφόκλεια τραγωδία. 
   Η υπόθεση αναφέρεται στην δολοφονική άγνοια του Οιδίποδα, ο οποίος αφού σκότωσε, δίχως να τον γνωρίζει, τον πατέρα του σε κάποιο τρίστρατο γίνεται βασιλιάς στην θέση του, παντρεύεται την μάνα του και στο τέλος ύστερα από την αποκάλυψη της αλήθειας, τυφλώνεται οδηγούμενος στα σκοτάδια της καταστροφής του. Όπως παρατηρεί και  Albin Leskyο βασιλιάς δεν είναι ένας υπομονετικός άνθρωπος, ο οποίος περιμένει παθητικά το πεπρωμένο του, εν αντιθέσει, ο ίδιος με μια επιβλητική στάση κινείται προς αυτό.
  Στο μνημειώδες του έργο, ο Σοφοκλής παρουσιάζει μια κατάσταση και μια ροή των πραγμάτων τα οποία οδηγούν από την ευτυχία στην δυστυχία. Ο προσωπικός προορισμός του πρωταγωνιστή είναι η αποξένωση· ξεκινάει με την υπέρβαση του ανθρωπίνως δυνατού (τη λύση του αινίγματος της Σφίγγας), κλιμακώνεται με την δοκιμασία μια εκλογής μπροστά σε ένα δίλημμα (την λύση του φόνου του Λάιου) και τέλος κορυφώνεται στην πλήρη απομόνωση καταλήγοντας στην αναπότρεπτη καταστροφή. Από τους πρώτους κιόλας στίχους (στ. 216- 275) του αποσπάσματος, η αναφορά του Οιδίποδα στην ταυτότητά του, ως ξένος αρχικά και κατόπιν ως βασιλιάς- πολίτης με πλήρη δικαιώματα, αποτελεί μια πρώτη απόδειξη της σημασίας του παρελθόντος για της εξέλιξη του δράματος· το παρελθόν δεσμεύει τον Οιδίποδα σε μία απόσταση από τον φόνο του Λάιου, μα την ίδια στιγμή μέσω των εντολών που ο ίδιος ανακοινώνει διαμορφώνει τις καταστάσεις και τις συνέπειες στις οποίες σταδιακά θα περιέλθει. Ως βασιλιάς θέτει τις εντολές, ως τραγικός ήρωας προλέγει την τιμωρία του. Μέσα από μία συνοπτική παρουσίαση της τραγικής κατάστασης την οποία εν αγνοία του βιώνει, φτάνει σε σημείο να μαντέψει, δίχως να το γνωρίζει πως «θα παλέψω με τους πάντες και τα πάντα, σαν να’ τανε πατέρας μου». Με την αναφορά του στο γενεαλογικό δέντρο του Λάιου, εξυφαίνεται ο μύθος και ταυτόχρονα η άγνοια του πρωταγωνιστή για το παρόν του.
   Μέσα από τον έντονο διάλογο που έχει με τον μάντη Τειρεσία (στ. 345-462), ο οποίος πέντε φορές θα του αποκαλύψει την πραγματικότητα, η αλήθεια παρουσιάζεται αρχικά αόριστα (χαρακτηριστική άλλωστε είναι και η αοριστία στο ύφος των μαντικών λόγων) προειδοποιώντας τον Οιδίποδα, που όμως μην μπορώντας να στηρίξει την αλήθεια απομακρύνεται από αυτήν βαδίζοντας προς την προσωπική του καταστροφή. Και στον Οιδίποδα Τύραννο, οι υπερβατικές δυνάμεις με την μορφή των χρησμών, λειτουργούν ως ρυθμιστικοί παράγοντες στην εξέλιξη του έργου. Η ισχύς τους αποδεικνύει την τάξη του σύμπαντος κόσμου, απέναντι στις προσπάθειες του ανθρώπου να προσπεράσει την θεϊκή συμβολή στο σχέδιο του σύμπαντοςΕν τούτοις, η ανθρώπινη βούληση παίζει αποφασιστικό ρόλο στις παρεμβάσεις των θεών και των ίδιων των συνανθρώπων, γεγονός που πιστοποιεί και η έλλειψη επιφάνειας του θείου. Λόγω αυτής της έλλειψη θείου, ο Οιδίποδας ενθυμούμενος την λύση που ο ίδιος έδωσε ως απλός άνθρωπος στο αίνιγμα της Σφίγγας και όχι ο μάντης οδηγείται σταδιακά στην καταστροφή του.
   Ο Αθηναίος δραματουργός στον Οιδίποδα Τύραννο ασχολείται με την ιδέα της αβεβαιότητας της ανθρώπινης μοίρας και μέσα από την περίτεχνη και τμηματική αποκάλυψη της αλήθειας, ταυτίζει το τραγικό με την ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς ο άνθρωπος σταδιακά υψώνεται και βυθίζεται στον αγώνα να ανακαλύψει τον εαυτό του (αυτογνωσία). Αυτήν την αυτογνωσία μολονότι ο Οιδίποδας δεν την κατέχει, παρόλα αυτά εφάπτεται πάνω της κάθε φορά που προκαλεί την οργή του μάντη Τειρεσία και επομένως διαπράττει Ύβρι δείχνοντας ασέβεια στον μάντη και τους χρησμούς. Η τραγική ειρωνεία εμφανίζεται στο μεγαλείο της με σκοπό να δοθεί ανάγλυφα η τυφλότητα του ήρωα. Αυτή η τυφλότητα διαρρηγνύει το φως της αλήθειας μέσω των αποσπασματικών αποκαλύψεων του μάντη, ο οποίος λειτουργεί καταλυτικά αποδίδοντας ένα παρελθόν όχι τόσο άγνωστο όσο παρερμηνευμένο, μα τόσο κοντινό στον Οιδίποδα.
   Αν στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου ο Χορός είναι ο κυριότερος φορέας του τραγικού παρελθόντος, στον Οιδίποδα Τύραννο ο Σοφοκλής χρησιμοποιώντας πλήθος τεχνικών ξετυλίγει το παρελθόν μέσα από τους διάλογους του πρωταγωνιστή με τον μάντη και τον Χορό, αλλά και από τους θλιβερούς μονολόγους του Οιδίποδα. Στην έξοδο (στ. 1297-1415), ο θρηνητικός λόγος του Οιδίποδα λειτουργεί ως η επικεφαλίδα για τις επερχόμενες συμφορές στις οποίες ο ίδιος δίνει τροφή. Ανακεφαλαιώνοντας το πεπρωμένο του αναγνωρίζει την μοίρα του, την οποία τώρα δείχνει έτοιμος να υποστεί, πλήρης γνώσης. Η μοίρα του, προκαθορισμένη από τους θεούς μα ατιμασμένη από τον ίδιο, εξαιτίας της αυτοπεποίθησής του, επαληθεύεται τραγικά για τον ίδιο και τους κληρονόμους του.

   Σύμφωνα με τα παραπάνω, συμπεραίνουμε τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην ίδια τους την καταστροφή ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου και ο Οιδίποδας Τύραννος του Σοφοκλή. Και οι δύο τραγικοί ήρωες χαρακτηρίζονται ως φορείς της κληρονομικής τους μοίρας μα και κληροδότες αυτής στους συγγενείς τους. Οι δύο τραγικοί δημιουργοί προσωποποιούν το καταραμένο παρελθόν που έχει κληρονομηθεί στους πρωταγωνιστές μέσα στο αποκαλυπτικό παρόν, όπου διαφαίνεται και ξετυλίγεται το τραγικό παιχνίδι που τους έστησαν οι θεοί από την μία μεριά και η δικές τους επιλογές από την άλλη. Η σταδιακή αποκάλυψη της αλήθειας και του παρελθόντος μέσω αυτής είναι κοινός τρόπος και των δύο δραματουργών. Η βαρύτητα και η σημασία του παρελθόντος είναι τα στοιχεία αυτά, τα οποία ερμηνεύοντας το καταστρεπτικό μέλλον, απομονώνουν και καταστρέφουν το παρόν των δύο ηρώων επαληθεύοντας την λειτουργία της Μοίρας.


   
     
     
   


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

1)
Ανδριανού, Ε., & Ξιφαρά, Π., «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Ο δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο», ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
2)
«Ανθολόγιο αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης», ΕΛΠ 31, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
3)
Παράλληλα Κείμενα, ΕΛΠ 31, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, ΕΑΠ, Πάτρα, 2006
4)
Στέινερ, Τζ., «Ο θάνατος της Τραγωδίας», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα –Γιάννινα, 1988
5)
Χρονόπουλος, Κ., Γ., «Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1993
6)
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. Γ2, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972
7)
«Αισχύλος, Αγαμέμνων», εισαγ.-μετάφρ. Ερ. Χατζηανέστης, εκδ. Δαίδαλος, Αθήνα, 2000
8)
LeskyAlbin, «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1998

Σχόλια