Το ξεπέρασμα του νεοπλατωνισμού από τον νεοαριστοτελισμό...



«Να μην αγνοήσουμε τους ουρανούς επειδή ορισμένοι έβγαλαν λανθασμένα συμπεράσματα από αυτούς, αλλά να αποκομίσουμε οφέλη...να μην υποτιμήσουμε την εκπαίδευση όπως κάνουν οι άξεστοι που επιθυμούν να είναι όλοι σαν κι αυτούς» Γρ. Ναζιανζηνός (1)

                                                   

Όπως διαμορφώθηκε η πορεία του χριστιανικού δόγματος από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα, είναι φανερή η φιλοδοξία του να καλύψει όλες τις πτυχές της πραγματικότητας, αφενός μεν στην πνευματική ζωή και αφετέρου στην κοινωνική. Ο φιλοσοφικός εμπλουτισμός και η λογική επεξεργασία του χριστιανικού δόγματος παρουσιάζονταν ως μία επιτακτική ανάγκη για τους εκπροσώπους του χριστιανισμού, καθώς θα έπρεπε να υπερασπίσουν τη χριστιανική πίστη απέναντι στους μη χριστιανούς (εθνικούς) λόγιους αντιπάλους και παράλληλα να απευθυνθούν και να προσελκύσουν στις τάξεις τους άτομα ανώτερης πνευματικής και οικονομικής κοινωνικής βαθμίδας.
   Με προοδευτικό ρυθμό, η χριστιανική εκκλησία κατέληξε να αναδειχθεί σε κεντρικό πυλώνα εξουσίας, γύρω από την οποία οργανώνονταν το σύνολο της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας στην Δυτική χριστιανική Ευρώπη. Προς αυτήν την κατεύθυνση, αδιαμφισβήτητo γεγονός αποτελεί ό,τι η χριστιανική θεολογία αξιοποίησε στοιχεία από την κλασική φιλοσοφική παράδοση καθιστώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον χριστιανισμό ως την κινητήρια δύναμη ανάκτησης της κλασικής φιλοσοφικής παράδοσης. Οι λόγιοι της εκκλησίας άντλησαν στοιχεία από την κλασική πλατωνική και, κυριότερα, την αριστοτελική φιλοσοφία με απώτερο σκοπό να προσδώσουν στο θεολογικό δόγμα φιλοσοφική διάσταση και συνακολούθως ευρύτερη απήχηση.
Στην παρούσα εργασία εξετάζεται η διαδικασία μεταλαμπάδευσης των κλασικών φιλοσοφικών στοιχείων του αρχαίου λόγου στη μεσαιωνική εποχή και ειδικότερα η μετατόπιση των πλατωνικών θέσεων από τον αριστοτελισμό. Η εργασία αποτελείται από δύο ενότητες. Συγκεκριμένα, στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται οι διαφορές μεταξύ  της πλατωνικής και της αριστοτελικής κοσμολογίας και στη δεύτερη αναφέρονται οι πιθανοί λόγοι κατά τους οποίους η χριστιανική εκκλησία υιοθέτησε τις αριστοτελικές θέσεις.   

διαφορές πλατωνικής και αριστοτελικής κοσμολογίας

  Συχνά προσάπτεται στην Εκκλησία η κατηγορία πως η στάση της απέναντι στην πνευματική δραστηριότητα χαρακτηρίζονταν από κακή έως και εχθρική. Τουναντίον, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες οι χριστιανοί λόγιοι και οι Πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας αναπτύσσουν μια έντονη πνευματική δραστηριότητα, καθώς κατάλαβαν πως προκειμένου να διαδοθεί το μήνυμα της Βίβλου έπρεπε να ενθαρρυνθεί η στοιχειώδης μόρφωση. Μακροπρόθεσμα λοιπόν, ο χριστιανισμός έγινε ο κύριος υποστηριγκτής της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης και σημαντικός δανειστής της κλασικής πνευματικής παράδοσης. (2)
  Το γεγονός αυτό καταμαρτυράται από την υιοθέτηση ορισμένων στοιχείων του πλατωνικού έργου αρχικά, και κατόπιν του αριστοτελικού. Μολονότι, όμως, ο Αριστοτέλης υπήρξε μαθητης του Πλάτωνα, μεταξύ τους υπήρξε μεγάλη διαμάχη, καθώς ο Σταγειρίτης φιλόσοφος επέκρινε και αμφισβήτησε, ουκ ολίγες φορές, τις θέσεις του δασκάλου του. Ο Πλάτωνας θεωρούσε πως ο «κόσμος των ιδεών» προϋπήρχε των αισθητών πραγμάτων και όσων γενικότερα άπτονται των αισθήσεων και της εμπειρίας. Οι τέλειες ιδέες για αυτόν βρίσκονται πέρα και πάνω από τον κόσμο των αισθήσεων.(3)
   Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, του οποίου η φιλοσοφία στηρίζεται στον κορμό της σωκρατικής-πλατωνικής διανόησης, η φιλοσοφία είναι προσαρμοσμένη προς τα πράγματα, γιατί έχει εμπειρική βάση. Αφενός μεν η γνώση, γενικότερα, αποτελεί πιστοποίηση ότι υπάρχουν πράγματα και γεγονότα, αφετέρου δε η φιλοσοφία πρέπει να απαντήσει σε δυο ερωτήσεις: Τι είναι το όν, δηλαδή εκείνο που υπάρχει και γιατί υπάρχει;
    Για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία είναι η επιστήμη του όντος ως όντος, το οποίο και αποτελεί τη ρίζα όλων των όντων. Σ’ αυτό υπάρχουν οι πρώτες αιτίες της όλης πραγματικότητας. Εκείνες δηλαδή που δεν μπορούν να αναχθούν σε άλλες αιτίες. Οι πρώτες αιτίες ενυπάρχουν και κορυφώνονται στον Θεό. Ο ίδιος ο φιλόσοφος ονόμασε Θεολογία ή Πρώτη Φιλοσοφία την «επιστήμη που ασχολείται με τη γνώση του αμετάβλητου»(4)
    Για τον Πλάτωνα η ζωή δεν περιορίζεται στα έμβια όντα, αλλά σ’ ολόκληρο τον κόσμο που είναι ένζωος και έμψυχος. Σύμφωνα με τις απόψεις του στο έργο του «Τίμαιος», στη φιλοσοφία του Πλάτωνα πρωταρχική θέση κατέχει ο κόσμος των ιδεών, ενώ ταυτόχρονα  τα υλικά πράγματα αποτελούν ατελείς απομιμήσεις ή «σκιές» των αληθινών όντων του κόσμου των ιδεών. Σε αντίθεση με το δάσκαλό του, ο Αριστοτέλης απέρριψε την εξάρτηση των αισθητών πραγμάτων από τα αιώνια είδη, τις λεγόμενες "πλατωνικές ιδέες". Εξέφρασε την άποψη ότι όλα τα αισθητά αντικείμενα είναι αυτούσια και αυθύπαρκτα, γιατί απ΄ αυτά αποτελείται ο κόσμος που βιώνουν οι ανθρώπινες αισθήσεις.
    Ορισμένες πτυχές της πλατωνικής φιλοσοφίας, όπως αυτές της Θείας Πρόνοιας και της αθανασίας της ψυχής, προσιδίαζαν με τη χριστιανική φιλοσοφία και ως εκ τούτου οι χριστιανοί διανοητές έκριναν πως είναι "συμβατές" και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς όφελος και ενίσχυση του χριστιανικού δόγματος. Και σε αυτό το σημείο, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος απομακρύνεται από τον Πλάτωνα, εφόσον απέναντι στη Θεία Πρόνοια αντιπαραθέτει την τελολογία και την αιτιοκρατία στο σύμπαν, όπου η αιτία κάθε πράγματος ταυτίζεται με το σκοπό του, δηλαδή το Θεό. 
    Επιπλέον, αναφορικά στον τομέα της τελολογίας, δηλαδή στο σκοπό ύπαρξης καθενός στοιχείου, ο Πλάτωνας διατύπωσε την άποψη ότι τα φυσικά αίτια υπόκεινται στους σκοπούς του σύμπαντος που είναι η συνεχής βελτίωση και εξέλιξη. Ο Αριστοτέλης ταύτισε την αιτία κάθε πράγματος με το σκοπό του, το Θεό. Στο μεσαίωνα, η σχολαστική φιλοσοφία, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τον Αριστοτέλη, δέχτηκε την τελολογική άποψη της υποταγής των φυσικών αιτίων στους σκοπούς της δύναμης που διέπει τα πάντα, η οποία δεν είναι άλλη από τη δύναμη του Θεού.

επικράτηση του αριστοτελισμού

    Από τη στιγμή που η αριστοτελική φιλοσοφία γίνεται γνωστή στη λατινική Δύση, κυρίως μέσω των αραβικών μεταφράσεων και το έργο του φιλοσόφου Βοήθιου τον 6ο μ.Χ. αιώνα, η συντηρητική πλευρά της χριστιανικής διανόησης θα αποδοθεί σε έναν διαρκή αγώνα για να την καθυποτάξει στην κυριαρχία της χριστιανικής θεολογίας και να την καταστήσει "θεραπαινίδα" της. Με γνώμονα αυτό το σκεπτικό, οι μελέτες, η διδασκαλία και τα συμπεράσματα των φιλοσόφων εντάσσονται μέσα στο πνεύμα της αποκαλούμενης "Διπλής Αλήθειας". 
     Σύμφωνα με τη "Διπλή Αλήθεια", οι λόγιοι μπορούν μεν να μελετούν τη φιλοσοφία, τον αριστοτελισμό, και να εξάγουν από αυτή λογικά συμπεράσματα, αλλά σε περίπτωση που αυτά έρχονται σε αντίφαση με τις αλήθειες της Πίστεως, θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές οι τελευταίες, αφού προέρχονται "εξ' αποκαλύψεως". Άλλωστε, η αιωνιότητα του αριστοτελικού κόσμου είναι απαράδεκτη για τον χριστιανισμό. Η απόλυτη εξάρτηση του δημιουργημένου σύμπαντος από τον δημιουργό είναι θεμελιώδους σημασίας για την αντίληψη του Θεού και του κόσμου (5)   
   Στο μεσαίωνα, η σχολαστική φιλοσοφία, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τον Αριστοτέλη, δέχτηκε την τελολογική άποψη της υποταγής των φυσικών αιτίων στους σκοπούς της ανώτερης δύναμης που διέπει τα πάντα, του Θεού. Τον σημαντικότερο ρόλο στην εισαγωγή του έργου και των ιδεών του Αριστοτέλη στην μεσαιωνική Ευρώπη, έπαιξε η αραβική επίδραση, κυρίως μέσα από τις διδασκαλίες του Αβικέννα και αργότερα του Αβερρόη.  Η ιουδαϊκή φιλοσοφία, που είχε επηρεασθεί από την αραβική σκέψη, υπήρξε ένας από τους συντελεστές διάδοσης της αριστοτελικής σκέψης στη μεσαιωνική θεολογία. Η σταδιακή επιρροή και επέκταση της αριστοτελικής φιλοσοφίας οδήγησε σε αψιμαχίες οι οποίες έληξαν σε ένα διακανονισμό κατόπιν διαπραγματεύσεων (6)
  Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, στην χριστιανική Ευρώπη ο αριστοτελισμός προσλαμβάνεται με τρεις τρόπους: πρωτίστως μέσα από το έργο του Θωμά του Ακινάτη, ο οποίος αποπειράθηκε να συγκεράσει το Λόγο και την πίστη, ακολούθως μέσα από το έργο του Σίζερ, με το οποίο ο Λόγος αναβαθμίζεται σε βαθμό που να προκαλέσει αντιδράσεις στα πανεπιστήμια και τέλος, μέσα από την αντιπαράθεση, με κύριο εκπρόσωπο τον Bonaventura, ο οποίος εξέφραζε  νεοαυγουστιανές θέσεις (7)
 Η ριζοσπαστική αριστοτελική τάση πρέσβευε την πλήρη αποδέσμευση και ανεξαρτητοποίηση της επιστήμης και της φιλοσοφίας από τη θεολογία, γεγονός που δημιούργησε το μένος στους συντηρητικούς εκκλησιαστικούς και πανεπιστημιακούς κύκλους, καθώς κατ' αυτόν τον τρόπο αμφισβητούνταν η πρωτοκαθεδρία και η επικυριαρχία της θεολογίας. Το αποτέλεσμα ήταν να θριαμβεύσει η συντηρητική θεολογική τάση, κάτι που φάνηκε και από τις καταδίκες που εξέδωσε ο επίσκοπος του Παρισιού Etienne Tempier, το 1270 και το 1277, με απαγορευμένες, επί ποινή αφορισμού, προς διδασκαλία αριστοτελικές θέσεις. Ως εκ τούτου, κατέστη σαφές πως για κάθε θέμα θα πρέπει πρωτίστως να λαμβάνονται υπόψη οι θεολογικές απόψεις και οι εξ΄ αποκαλύψεως χριστιανικές αλήθειες.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, εύλογα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος για τον κόσμο μετατράπηκαν σταδιακά για τους χριστιανούς σε αναζητήσεις για το σκοπό της δημιουργίας και ότι ο κόσμος πλέον δεν αποτελούσε παρά μέρος, με αρχή και τέλος, του θεϊκού σχεδίου (8) Όπως παρουσιάστηκε παραπάνω οι λόγιοι της Εκκλησίας άντλησαν στοιχεία από την κλασική πλατωνική και ιδιαίτερα από την αριστοτελική φιλοσοφία, με απώτερο σκοπό να προσδώσουν στο θεολογικό δόγμα φιλοσοφική διάσταση. Πέραν των αντιθέσεων μεταξύ των δύο Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, οι πατέρες της Εκκλησίας κατάφεραν να προσομοιώσουν στη χριστιανική πίστη το επιστημονικό υπόβαθρο της αρχαιοελληνικής σκέψης.  
Κατά τη διάρκεια του 12ου και κυρίως του 13ου αιώνα, οι χριστιανοί λόγιοι κατάφεραν να συνθέσουν, με πιο ώριμο τρόπο, την εκκλησιαστική διδασκαλία με την αριστοτελική φιλοσοφία, η οποία και απώθησε την πλατωνική. Όπως διαπιστώθηκε από τα παραπάνω, ο αριστοτελισμός αποτέλεσε το άρμα αυτό πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο συγκερασμός του επιστημονικού λόγου με τη χριστιανική πίστη.  





  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    1)Gaarder, Jostein, «Ο Κόσμος της Σοφίας», μτφρ. Αγγελίδου Μαρία, εκδ. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 1994
    2) Lindberg, D., «Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης», μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα, εκδ. ΕΜΠ. 1997 
   3) Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α.,  «Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη: Η Ιστορία και η Θεωρία των Επιστημών στον Μεσαίωνα», τόμος Α', Πάτρα: ΕΑΠ, 2008
  4) Νικολαΐδης Εύθ., «Επιστήμες και Εκκλησία...», στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη: Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Πάτρα, ΕΑΠ, 2008


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. βλ. Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α.,  «Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη: Η Ιστορία και η Θεωρία των Επιστημών στον Μεσαίωνα», τόμος Α, Πάτρα: ΕΑΠ, 2008, σελ. 41
  2. βλ. Lindberg, D., «Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης», μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα, εκδ. ΕΜΠ. 1997, σελ. 212
  3. βλ. Gaarder, Jostein, «Ο Κόσμος της Σοφίας», μτφρ. Αγγελίδου Μαρία, εκδ. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 1994, σελ. 136
  4. βλ. ό.π., Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., σελ. 84
  5. βλ. ό.π., Lindberg, D., σελ.309
  6. βλ. ό.π., Lindberg, D., σελ. 305
  7. βλ. ό.π., Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., σελ. 93
  8. βλ. Νικολαΐδης Εύθ., «Επιστήμες και Εκκλησία...», στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη: Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, Πάτρα, ΕΑΠ, 2008, σελ. 223-224

Σχόλια