Όποια κοινωνία
χωρίζεται σε τάξεις οίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη, χαρακτηρίζεται από το ζητούμενο
της κοινωνικής συναίνεσης και συνοχής. Mία ισορροπία που αποτελεί τη μείζονα δικλείδα
διατήρησης των κυρίαρχων σχέσεων σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και συνάμα
τη μόνιμη επιδίωξη της άρχουσας τάξης. Σε αντιδιαστολή, το εκρηκτικό μείγμα της
υπονόμευσης της κοινωνικής ενότητας και ως εκ τούτου η ύπαρξη κοινωνικής συγκρουσιακής
λογικής θέτει υπό αμφισβήτηση την εκάστοτε κυρίαρχη πραγματικότητα δημιουργώντας
φόβο ανατροπής του κυρίαρχου καθεστώτος. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ως ιδέα απηχεί
την επιθυμία να διευθετηθεί η παραπάνω αντίθεση στα πλαίσια μίας «συμφωνίας», κατά
την οποία το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων δύναται να οδηγηθεί προς ειρηνική συμβίωση.
Σκοπός του παρόντος είναι η παρουσίαση
των θέσεων του Thomas Hobbes (1588-1679), περί του Κοινωνικού Συμβολαίου
στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια λειτουργικότερη πολιτική φιλοσοφία σκοπώντας
σε μια ανάλογη ειρηνική κοινωνική δυναμική.
«Όπως ακριβώς ο ιντετερμινισμός δεν συνεπάγεται ότι τα ανθρώπινα
όντα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται σαν ζώα ή σαν πράγματα, έτσι και η πολιτική
ελευθερία (όπως και η ελευθερία επιλογής) δεν είναι σύμφυτη με την έννοια του ανθρώπινου
όντος: αποτελεί προϊόν της ιστορίας ένα πεδίο πλαισιωμένο από συγκεκριμένα όρια.»
Η έννοια του Κοινωνικού Συμβολαίου αναφέρεται
σε ένα σύνολο απόψεων οι οποίες θεωρούν ως λειτουργική βάση της κοινωνίας και του
κράτους εν γένει, τη σύναψη και συνακολούθως την τήρηση μιας συμφωνίας μεταξύ των
ιστορικών ατόμων, όπως χαρακτηρίζει τους ανθρώπους των κοινωνιών με πλήρη
δικαιώματα και υποχρεώσεις ο Μαξ Βέμπερ. Ο σκοπός της συμφωνίας αυτής σχετίζεται
με την ισότιμη ανάληψη ή επιμερισμό κοινωνικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, για
την καθιέρωση συγκεκριμένων ρυθμιστικών κανόνων της ανθρώπινης συμβίωσης και συνεργασίας.
Ήδη από την αρχαιότητα έχουν εκφραστεί ποικίλες
απόψεις περί της συμβασιακής προέλευσης της πολιτειακά οργανωμένης κοινωνίας, όπως
επί παραδείγματι οι απόψεις των σοφιστών, του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Επίκουρου
και του Λουκρήτιου Κάρου, οι οποίες εν πολλοίς προσπάθησαν
να οριοθετήσουν την ανάγκη ύπαρξης της πολιτικής κοινωνίας. Στο σύνολό τους όμως
αυτές οι θεωρίες αναφορικά με τον τεχνικό τρόπο παραγωγής-δημιουργίας της πολιτικής
κοινωνίας διά μέσω μίας συνθήκης δεν υπήρξαν αφενός μεν αρκούντως επεξεργασμένες
αφετέρου δε δεν κατάφεραν να εισχωρήσουν σε ένα θεωρητικό βάθος ως προς μια συνεκτική
θεώρηση του Κοινωνικού Συμβολαίου.
Αναμφίβολα, η ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου γνώρισε
ευρεία επεξεργασία και διάδοση στους νεότερους χρόνους, καθώς κατέστη ιδεώδες προγραμματικής
σημασίας σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές αλλαγές.[2]
Τα θεμέλια και η αφετηρία της κοινωνικής ζωής βασισμένες σε πανανθρώπινες συμβάσεις,
οι οποίες αποτελούν το χαρακτηριστικό στοιχείο των θεωριών περί του Κοινωνικού Συμβολαίου,
δόθηκαν μέσα από το έργο κορυφαίων φιλοσόφων του 17ου και 18ου αιώνα, ένας εκ των
οποίων είναι και ο Thomas Hobbes, ο ιδρυτής και θεμελιωτής της νεότερης θεωρίας
του Κοινωνικού Συμβολαίου, κατά τον Άρη Στυλιανού.[3]
Η πρωτοπορία του έγκειται στο ότι μέχρι την εποχή
του, οι πολιτικοί στοχαστές σαν στόχο είχαν την κριτική, τον περιορισμό και την
μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής εξουσίας και δεν ασχολήθηκαν επαρκώς αν όχι καθόλου
με την πολιτική εξουσία. Παρά το γεγονός ότι ο όρος Κοινωνικό Συμβόλαιο έχει κάνει
την εμφάνισή του ήδη από την αρχαιότητα στους Στωικούς φιλοσόφους αλλά και στους
προγενέστερούς του, όπως για παράδειγμα στον Γκρότιους (1583-1645), εν τούτοις ο
Hobbes πρωτοπορεί όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο όρισε νομικά το Κοινωνικό Συμβόλαιο
θέτοντας σε λειτουργία το διανοητικό μηχανισμό τόσο της φυσικής κατάστασης όσο και
του φυσικού νόμου και του συμβολαίου, αναντίρρητα με σκοπό να ενισχύσει την κρατική
εξουσία στο μέγιστο βαθμό. Ως εκ τούτου, μέσα από αυτήν την έντονα κρατιστική χροιά
της φιλοσοφίας του δικαιολογείται απόλυτα ο προσδιορισμός του ως ο πιο αξιοσημείωτος
από όλους τους αποστόλους της απολυταρχίας.[4]
Οι προηγούμενοι από αυτόν φιλόσοφοι θεωρούσαν πως η πολιτική κοινωνία δομείται μέσω
της συναίνεσης και των αμοιβαίων υποσχέσεων[5] μεταξύ
αρχόντων και υποτελών.
Η δόμηση της κοινωνίας σε θεσμοθετημένη συμπολιτεία
με καταλυτική τη συνεισφορά του Κοινωνικού Συμβολαίου αναφέρεται για πρώτη φορά
στην πραγματεία του Hobbes «Τα στοιχεία του φυσικού και πολιτικού νόμου»(1640).
Η λατινική ρήση homo hominis lupus βρίσκει στον Άγγλο φιλόσοφο την επεξήγησή
της καθώς ο ίδιος υποστηρίζει πως αρχικά όλοι οι άνθρωποι ζούσαν σε μία διαρκή κατάσταση
έμφυλης διαμάχης, ό,τι το κτηνώδες ιδιοτελές συμφέρον καθόριζε την ανθρώπινη συμβίωση.
Η παραπάνω συγκρουσιακή πραγματικότητα της φυσικής κατάστασης ονοματίζεται ως χομπσιανός
πόλεμος, σύμφωνα με τον οποίο η επιθυμία για εξουσία σε οποιαδήποτε μορφή και
αν αυτή εμφανίζεται πραγματώνεται μέσω μιας κατάστασης στην οποία καθείς πολεμάει
τον κάθε έναν, ένας πόλεμος δηλαδή όλων εναντίον όλων.[6]
Αρχικά ο
Άγγλος φιλόσοφος ορίζει την έννοια ελευθερία στο γεγονός ότι δεν υφίστανται
δεσμευτικές επιταγές στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων. Ακολούθως προσδιορίζει τις
βασικές επιδιώξεις του ατόμου στο φυσικό του περιβάλλον, ήτοι την επιβίωση, την
αυτοσυντήρηση και τέλος την ευδαιμονία, οία συνίσταται σε ένα διαρκές κυνήγι επιθυμιών
για απόκτηση ολοένα και μεγαλύτερης δύναμης. Η δύναμη αποτελεί το μέσο εκείνο της
επιβίωσης και της ικανοποίησης των επιθυμιών με συνακόλουθο αποτέλεσμα η επιβολή
της να οδηγεί σε αναπόφευκτες συγκρούσεις καταλήγοντας σταδιακά στην απειλή του
θανάτου ή και στο θάνατο. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, σκοπός του Hobbes είναι
να θεμελιώσει μία φιλοσοφία σύμφωνα με την οποία η δημιουργία μιας πολιτισμένης
κοινωνίας είναι η απόρροια της αποφυγής του κακού και σαφέστατα του βίαιου θανάτου.
Συνεπώς τα άτομα προκειμένου να αποφύγουν τη φυσική
τους κατάσταση, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, συντάσσουν θα μπορούσε να ισχυριστεί
κανείς ένα συμβόλαιο «απαλλοτρίωσης των δικαιωμάτων» τους. Συγκροτούν μία πολιτική
κοινωνία μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας εκχώρησης των φυσικών δικαιωμάτων σε ένα τρίτο
πρόσωπο, δηλαδή παραχωρούν την εξουσία σε μία κρατική οντότητα η οποία δίχως να
υπόκειται σε περιορισμούς έχει ως καθήκον της την προστασία της ζωής των συμβαλλόμενων
μερών, ήτοι των υπηκόων. Ως εκ τούτου και όπως αναφέρει ο Isaiah Berlin ο πόλεμος
ή φόβος του πολέμου για τον Hobbes αποτελεί μακράν κίνητρο κοινωνικής συνοχής.[7]
Την έννοια του κοινωνικού ιδανικού θα πρέπει να
τη συσχετίσουμε με το ιδανικό της κοινωνικής ζωής.[8]
Κατ' αυτήν την έννοια και εφόσον για τον ίδιο τον Hobbes κράτος και κοινωνία ιδρύονται
με το ίδιο συμβόλαιο, το κράτος είναι ο συνεκτικός ιστός της πολιτικής κοινωνίας
και με την έλλειψη του η κοινωνία αποσυντίθεται και ως φυσικό επακόλουθο τα μέλη
της επανέρχονται στην φυσική κατάσταση που είναι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Κατά συνέπεια το
αίσθημα του φόβου του θανάτου είναι ο μηχανισμός που νομιμοποιεί την πολιτική εξουσία.
Στο μεγαλειώδες έργο του «Λεβιάθαν»
(1651) -ένα έργο που έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως το σημαντικότερο έργο πολιτικής
φιλοσοφίας- ο Hobbes παρουσιάζει ολοκληρωμένα την ανάγκη σύναψης του κοινωνικού
συμβολαίου. Ισχυρίζεται πως «για να αποκτήσουν, επομένως, νόημα τα ονόματα δίκαιο
και άδικο πρέπει να υπάρξει μια εξαναγκαστική εξουσία, που να επιβάλλει σε όλους
εξίσου την τήρηση των συμβάσεων, απειλώντας τους με τιμωρία μεγαλύτερη του οφέλους
που προσδοκούν να αποκομίσουν από την αθέτησή τους»[9].
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται και η κρατιστική χροιά της φιλοσοφίας του Άγγλου φιλοσόφου.
Δεν αναγνωρίζει κανένα φυσικό η θείο νόμο ως περιορισμό της εξουσίας του ηγεμόνα,
καθώς θεωρεί ότι η διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας στα πλαίσια του συμβολαίου
αυτού απαιτεί η εξουσία του άρχοντα να είναι απόλυτη.
Από τη στιγμή που τα φυσικά δικαιώματα, πλην αυτού
της ζωής, παραχωρηθούν στον άρχοντα η απόλυτη εξουσία του εγγυάται το συμβόλαιο
δίχως να αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και έχοντας ως μοναδική του υποχρέωση να μην
επεμβαίνει στον ιδιωτικό χώρο των υπηκόων στον βαθμό που δεν παραβαίνουν τους νόμους
του ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την δημόσια ειρήνη και την ζωή αυτών. Στην αντίθετη
περίπτωση, στο ενδεχόμενο δηλαδή επέμβασης του άρχοντα στην ιδιωτική ζωή των υπηκόων,
όταν από άρχοντας αποκτά δεσποτική συμπεριφορά, ο Hobbes υπογραμμίζει πως το συμβόλαιο
ακυρώνεται, παράλληλα με τη διάλυση του κράτους, ενώ οι άνθρωποι γυρίζουν στον φυσικό
νόμο, έως ότου γίνει ένα νέο συμβόλαιο.
Σε αυτό το σημείο χρήζει αναφοράς η τοποθέτηση
του φιλοσόφου αναφορικά στην αντίδραση των υπηκόων, κατά την οποία διαφοροποιείται
από τους επόμενους φιλελευθερίζοντες πολιτικούς φιλόσοφους. Δίχως να αρνείται το
δικαίωμα επανάστασης των συμβαλλόμενων ενώ ταυτόχρονα αρνείται την επανάσταση εναντίον
του Κοινωνικού Συμβολαίου, υποστηρίζει πως η απολυταρχία εγκαθιδρύθηκε από τον ίδιο
το λαό, γεγονός το οποίο μέσω μιας επαγωγικής μεθόδου δικαιολογεί και την άποψη
του ότι ο βασιλιάς έχει το δικαίωμα να κυβερνά απολυταρχικά όχι επειδή αντλεί το
δικαίωμα από το Θεό, αλλά επειδή ο λαός έχει δώσει σε αυτόν την απόλυτη εξουσία.[10]
Εδώ ακριβώς εδράζεται το δόγμα του σχετικά με την κοσμική προέλευση της μοναρχίας
και συνακολούθως την αναγκαιότητα της απολυταρχικής εξουσίας.
Στο παρόν έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί
συνοπτικά η συμβολαιακή πολιτική θεωρία του Άγγλου φιλόσοφου Thomas Hobbes, η οποία
είχε σκοπό, όπως άλλωστε οι προηγούμενες και μεταγενέστερες θεωρίες πολιτικών φιλοσόφων,
να ικανοποιήσει την ανάγκη ύπαρξης οργανωμένου κράτους και στα πλαίσιά του την αντίστοιχη
ανάγκη πολιτικής εξουσίας και πολιτικής υποχρέωσης. Εξαιτίας της
ανυπαρξίας ανθρωπολογικών μελετών στην εποχή του, ο άγγλος φιλόσοφος χρησιμοποιεί
ως εργαλεία του τη φαντασία του και τη λογική.
Το έργο του καθορίζει αφενός μεν τις διαδικασίες θέσπισης του κράτους μέσω
της εθελούσιας συναίνεσης και συμφωνίας των μελών του, αφετέρου δε τον τρόπο θέσπισης
της κυρίαρχης αρχής μέσω της εθελούσιας υποταγής.
Στην πολιτική
κοινωνία του Hobbes η κυβέρνηση και ο κυρίαρχος είναι συνώνυμα. Μολονότι η κοσμική
προέλευση της μοναρχίας δεν τον έκανε καθόλου αγαπητό στους Στούαρτ, εν τούτοις
η απολυταρχική διατύπωση του κράτους ενίσχυσε την επιχειρηματολογία για την ίδρυση
των απολυταρχικών κρατών στην Ευρώπη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Άρης Στυλιανού,
Θεωρίες του Κοινωνικού συμβολαίου, από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, εκδ.Πόλις,
Αθήνα, 2006
2) Παυλίδης
Π., Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ως θεωρία του κοινωνικού γίγνεσθαι και ως ιδεώδες,
περ. Ουτοπία, τε.' 41, Αθήνα, 2000
3) Isaiah
Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφ. Γιαν. Παπαδημητρίου, εκδ.
Scripta, Αθήνα, 2001
4) Isaiah
Berlin, Κόντρα στο ρεύμα- δοκίμια στην ιστορία των ιδεών, μτφ. Μαρ. Ν. Κασταναρά,
επιστ. επιμ. Περ. Βαλλιάνος, εκδ. Scripta, Αθήνα, 2003
5) E.
Burns, Ευρωπαική Ιστορία, εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης
Ευρώπης, επιμ.-εισ. Ι.Σ.Κολιόπουλος, τ.Α', 2η έκδοση, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη,
1983
6) Jean
Berenger, Yves Durand, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, Η Ευρώπη από το 1660 μέχρι
το 1789, μτφ. Α. Τριανταφύλλου, τ. δ', εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1990
[1] Βλ. Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφ.
Γιαν. Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα, 2001, σελ. 51
[2] Βλ. Παυλίδης Π., Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ως θεωρία του κοινωνικού
γίγνεσθαι και ως ιδεώδες, περ. Ουτοπία, τε.' 41, Αθήνα, 2000, σελ. 38
[3] Βλ. Άρης Στυλιανού, Θεωρίες του Κοινωνικού συμβολαίου, από τον
Γκρότιους στον Ρουσσώ, εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ. 76
[4] Βλ. E. Burns, Ευρωπαική Ιστορία, εισαγωγή στην ιστορία και τον
πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, επιμ.-εισ. Ι.Σ.Κολιόπουλος, τ.Α', 2η έκδοση,
εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη, 1983, σελ. 236
[5] Βλ.
ό.π., Στυλιανού, 106
[6] Βλ.
στο ίδιο, σελ. 92
[7] Βλ. Isaiah Berlin, Κόντρα στο ρεύμα- δοκίμια στην ιστορία των
ιδεών, μτφ. Μαρ. Ν. Κασταναρά, επιστ. επιμ. Περ. Βαλλιάνος, εκδ. Scripta, Αθήνα,
2003, σελ.
292
[8] Βλ. Jean Berenger, Yves Durand, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, Η
Ευρώπη από το 1660 μέχρι το 1789, μτφ. Α. Τριανταφύλλου, τ. δ', εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα, 248
[9] Βλ.
ό.π., Παυλίδης, σελ. 45
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου