"Το αθέατο των θεαμάτων", του Φορέα Κολασίμων Παθών



Άνοιξε τα βλέφαρά του και αντίκρυσε το είδωλό του απέναντι στον καθρέφτη. Το καμαρίνι ζεστό από την ανοργανωσιά και την επιπόλαια βαριά διακόσμηση, φως να τρεμοπαίζει γιατί «με το κερί κατανοείς πως περνάει ο χρόνος μέσα στο χώρο» και αυτός εκεί, λίγα λεπτά προτού βγει για τελευταία φορά στο σανίδι. Η ολιγόλεπτη εγκεφαλική ανάσα πριν από κάθε παράσταση ήταν το δυνατό του σημείο. Σε αυτά τα λίγα λεπτά γνώριζε πως θα απομακρυνθεί από τον κόσμο γύρω του και την αντικειμενικότητα που μετέφραζε τις εκατομμύρια υποκειμενικότητες του κόσμου...θυτών και θυμάτων, δραστήριων και παρατηρητών, υποκριτών και θεατών.
Το ίδιο μακιγιαρισμένο είδωλό του σκόπευε με τις ματιές του στις ματιές του. Ακόμη μια βραδιά, μία φορά, μία παράσταση...και πόσος κόσμος. Η πλειοψηφία του κόσμου μάλλον αισθάνεται ανία λειτουργώντας κατά τον ίδιο τρόπο κάθε φορά σε μηχανικές δράσεις, ήτοι εκπαίδευση, δουλειά, ελεύθερος χρόνος, οικογενειακός βίος. Κι όμως...
Κάθε τελευταία φορά κραδαίνει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό που σπάει την ανία της συνηθισμένης ροής των πραγμάτων. Κάθε τελευταία φορά είναι η μεγαλύτερη σε περιεχόμενο, σθένος και ειλικρίνεια, γιατί είναι η τελευταία φορά. Είναι μοναδική γιατί είναι η τελευταία φορά, η πρώτη εξανεμίζεται στον ίσκιο της επόμενης- στο δυναμικό του καθενός και καθεμιάς, γιατί απλούστατα δεν υφίσταται παρθενογέννηση. Οι υπόλοιπες που διανθίζουν τον χρόνο μέχρι να έρθει η τελευταία φορά, απλώς επαναλαμβάνονται με μικρές διαφορές. 
Απόψε όμως είναι η τελευταία και πραγματική φορά που θα υποδύετο μία φυσιογνωμία. Από' δώ και στο εξής, είχε συμφωνήσει με τον ατζέντη του να πρωταγωνιστεί σε βιογραφικές παραστάσεις. Σε έργα και θεατρικά που είχαν γραφτεί και εμπνευστεί από τη ζωή τους. Γνώριζε και ο ίδιος πολύ καλά, πως στον κόσμο μετρούσε ως ένας διαφορετικός  μεταπράτης φανταστικών χαρακτήρων και πλαστών προσωπικοτήτων.
Σε μία τηλεοπτική του εμφάνιση, στην εκπομπή του Τέντι Μπόουι, ενός ακραιφνούς μακιαβελιστή της επαγγελματικής θεατρικής κριτικής, είχε δηλώσει σε μία αποστροφή του απαντώντας στην ερώτηση του οικοδεσπότη του «ως πότε θα υποκρίνεστε;» πως η υποκριτική θα υπάρχει ως εργαλείο του, ενώ όταν αποφασίσει πως οι ήρωες που γεννιούνται από λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς επαναλαμβάνονται, τότε και μόνον τότε θα σταματούσε. «Όταν δηλαδή ο κόσμος των 6 1/2 δις διαφορετικών δαχτυλικών αποτυπωμάτων περιορίζονταν σε μερικές χιλιάδες διαφορετικές εκφάνσεις του υποκειμενικού», τότε και μόνον τότε θα αποφάσιζε να δώσει ένα τέλος στην υποκριτική και να στραφεί σε άλλες θεατρικές κατευθύνσεις.
Παρατηρώντας το είδωλό του, αυτό το καθαρό από την στιλπνότητα του τζαμιού στον καθρέφτη είδωλό του, ταυτόχρονα μπολιασμένο με τόσες κρέμες και χρωστικά επιδερμίδας και προσώπου, μύριζε τις ενώσεις των χρωμάτων και αφουγκράζονταν την ποικιλία στους χρωματισμούς των κινήσεων των ζυγωματικών του. Κάθε φορά, αυτά τα τελευταία λεπτά πριν εκτεθεί στο φιλοθεάμον κοινό, τα μάγουλά του μεγάλωναν λες και μπούχτιζαν με τόσες λέξεις που προπονούνταν μέχρι να τις ξεστομίσει, με τον ίδιο τρόπο που χειρίζονταν τους χαρακτήρες που υποδύονταν στο πάλκο.
Συνήθως λένε πως ο πρωταγωνιστής φέρει το βάρος της επιτυχίας ή της αποτυχίας. Γι' αυτόν όμως το βάρος εντοπίζονταν πάνω στις μαύρες αράδες που συλλήβδην σχημάτιζαν τις διαφορετικές προσωπικότητες κάθε έργου. Είναι αυτή η ειλικρίνεια που αναδύεται κάθε φορά από τα εγκεφαλικά κύτταρα ενός αναγνώστη απέναντι σε σελίδες και, ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, εκπνέει για να δώσει τη θέση της στην επόμενή της σκέψη από τις λέξεις. Αυτή η ειλικρίνεια επιβραβεύονταν κάθε φορά και όχι η δική του αντίστοιχη επαγγελματικότητά. Ελάχιστες (στην εργογραφία του) είχαν τύχει καταδίκης. Για τον μεγάλο θεατρικό πρωταγωνιστή η ουσία της πνευματικής τέρψης που οδηγεί στην κάθαρση, βρίσκεται στην επινόηση των πρωταγωνιστών και των προσώπων που τον συνοδεύουν. Ο ηθοποιός υποκριτής απλώς αναδεικνύει το μέγεθος της ανθρώπινης φιγούρας που λαμβάνει σάρκα και οστά και αυτά μέσα από τις κινήσεις και τη θεατρικότητά τους. 
Χαρακτηριστικό θα έμενε στο μνημονικό του φιλοθεάμονος θεατρόφιλου κοινού η άρνησή του να λάβει το βραβείο "Καθρέφτες", για το ρόλο τού Ερρίκου Μαλατέστα, που είχε ενσαρκώσει στην παράσταση "Το άγρυπνο βλέμμα". Η απάντησή του λιτή και περιεκτική: «Το ίδιο το σύστημα που πολεμούσε ο Ερρικός είναι αυτό που αποπειράτται τώρα να με βραβεύσει! Όχι, δεν θα γίνω αποδέκτης της ενοχικής του απόδειξης, για το θεαθείναι και μόνο». Μετά από αυτή του τη δήλωση, αποσύρθηκε οικειοθελώς για δέκα χρόνια από την ενεργό δράση θέλοντας να προλάβει τυχόν αρνήσεις και τον στιγματισμό από παραγωγούς και σκηνοθέτες...Και, ομολογουμένως, η επιστροφή του υπήρξε θεαματική...
Sold out παράσταση, ως θεατές αποκλειστικά και μόνον ένας εσμός κριτικών, ειδημόνων και αυθεντιών της θεατρικής ζωής, οι οποίοι έφευγαν αποσβωλομένοι μετά το πέρας της παράστασης "Η οκτάβα της ραχοκοκκαλιάς του σύμπαντος κόσμου", που ήταν αφιερωμένη σε έναν άλλο πολέμιο των κριτικών, τον Erik Satie.
Τώρα όμως, λίγα λεπτά προτού η αυλαία ανοίξει για τελευταία φορά και βγει στο σανίδι για τον τελευταίο του ρόλο, διένυε την εβδομηκοστή όγδοη χρονιά του. Κάποιος θα μπορούσε φυσιολογικά να αναρωτηθεί «πότε επρόκειτο να παίξει τον εαυτό του, θα προλάβαινε;». Ο ίδιος τα είχε όλα υπολογίσει: άπαξ και απομακρύνονταν οριστικά από το θέατρο θα γέμιζε μπαταρίες το λογογράφο του και θα ξεκινούσε το δικό του "Στο Δρόμο" του Κέρουακ παραφρασμένο ως "Στο πάλκο". 
Γνώριζε καλά πως κάθε υποκριτής μελοποιεί με θεατρικό τρόπο τα φανταστικά δοσμένα ή ρεαλιστικά πεπραγμένα όποιου χαρακτήρα. Αναλόγιο και παρτιτούρες όμως ποτέ του δεν είχε και ούτε επιθυμούσε, ενώ από παλιά είχε ρητώς απαγορεύσει την ύπαρξη υποβολέα κατά τη διάρκεια των παραστάσεών του. Για τους περισσότερους από τους συναδέλφους του, αυτή του η ρητή απαγόρευση επαλύθευε έναν αλαζόνα και εγωιστή υποκριτή μιας και το αυθόρμητο της θεατρικής του παρουσίας δύσκολα μπορούσαν να το προσεγγίσουν πολλώ δε μάλλον να το αντιγράψουν επιτυχώς. Οι υπόλοιποι ήταν απλοί επαγγελματίες θεατράνθρωποι, ενώ αυτός πρώτα άνθρωπος και μετά υποκριτής. Το υπεδείκνυαν οι πυχιαίοι τίτλοι στις εφημερίδες μετά από κάθε του παράσταση…«Όποτε εκτίθεμαι και αποτυγχάνω ας αποτυγχάνω εγώ και οπόταν η παράσταση στέφεται από επιτυχία, ας φοράμε όλοι μας τις δάφνες». Αυτή του η πρόταση ήταν και η απάντηση σε κάθε σχόλιο αναφορικά στην απουσία υποβολέα στις παραστάσεις που συμμετείχε.

«Θέλω να κρατήσω μία τελευταία ζωντανή φωτογραφία από την ολοκλήρωση αυτού του σκοπού μου. Άλλωστε το να θυμάμαι γεγονότα και συμβάντα αποτελεί ολίσθημα αν δεν θυμάμαι εντονότερα προσωπικές καταστάσεις και οικείες φυσιογνωμίες και ναι, ακόμη και τις χειρότερές τους…». Με μία κατάνυξη πρωτόγνωρη κοίταξε τον καθρέφτη του και τον άκουσε να τον ειδοποιεί για τα λεπτά που πλησίαζαν μέχρι να ακουστούν τα τελευταία του βήματα πάνω στο πάλκο και να εκπνεύσουν στο χώρο οι τελευταίοι του στίχοι…
Το πλήθος είχε αρχίσει ήδη να νοιώθει τις πρώτες ενοχλήσεις των καθισμάτων του θεάτρου. Είναι από εκείνες τις στιγμές που η σκέψη τού καταναλωτή θεάματος ισορροπεί στο μεταίχμιο της επαλήθευσης ή της διάψευσης της καταναλωτικής του επιλογής. Είναι εκείνες οι χρονικές περίοδοι λίγο προτού ξεκινήσει μία θεατρική παράσταση, που δίνουν και παίρνουν οι στιχομυθίες αλαζόνων ειδικών επί της τέχνης και δη του θεατρικού της εξελίξιμου προϊόντος. Είναι τότε που απορεί κανείς (το ίδιο και αυτός) ότι τελικά το να αφήνεις ένα κόσμο στη ματαιοδοξία του αξίζει λιγότερα από το να τον ακους να ευφυολογεί γύρω από αυτήν.
Η παράσταση αναβλήθηκε κατόπιν 2 ωρών προσπάθειας ανεύρεσής του σε ολόκληρο το σύμπαν...

Σχόλια