"Ανάσες απολαύσεις...απολαύσεις για όλες τις αισθήσεις", από την ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ



…τα 12 αυτά διηγήματα που απαρτίζουν αυτό το ευφάνταστο εγχείρημα, αποτελούν ένα ενδεικτικό παράδειγμα-ταυτόχρονο επιχείρημα για την κατάντια της «τέχνης έκφρασης». Στο σύνολό τους σκοπούν να δώσουν μία επιφανειακά αφηρημένη, ιδανική, πολλές φορές κεντημένη με έντονες σουρεαλιστικές κλωστές «τέχνης έκφραση». Κι όμως…
Δεν υπολείπονται νοήματος, βάθους και ευκταίων σκέψεων.

5 ημέρες. 5 ημέρες ελευθερίας, δοσμένης σαν ένα από τα καλά των διακοπών, αυτής της αισχρής μορφής «ελεύθερου χρόνου».
Αυτό ακριβώς γιορτάζεται εδώ…:
Οι προσπάθειες να ανακαλυφτούν τα μυστικά της πραγματικότητας του «ελεύθερου χρόνου» στις φυσιολογικές του εκφράσεις και προεκτάσεις.
5 ημέρες, 10 άνθρωποι, 2 παρεμβάσεις του συγγραφέως.
12 διηγήματα στο σύνολό τους ίσως οι 12 ώρες της ημέρας ή και πάλι οι 12 ώρες της κάθε βραδιάς…
Διαφορετικές μορφές έκφρασης μέσα από την πορεία του κάθε εμφανιζόμενου αφηγούμενου. Ο Ταζ ο χορευτής, ο Μακάρ ο μουσικός, ο Αύια ο ζωγράφος, ο Άτιαμ ο φωτογράφος και όλοι οι υπόλοιποι.
Συγκεντρώνονται στιγμές, που η φαντασία σκαρφαλώνει στο ζενίθ (ελάχιστες μα υπαρκτές) και οι υπόλοιπες, όπου η “εξουσία στη φαντασία” σκιάζει και συνέχει στη ροή της πραγματικότητας γύρω μας…
Δεν είναι τίποτε άλλο από μία διαφορετική έκφραση ζωής και νοοτροπίας και…

ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΝΤΙΤΙΜΟ/…ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ…

                   {Διεκδικείστε τα μυαλά σας…} 2001-2002



«Κάποια διηγήματα ζωτικής σημασίας...»


...φθινοπωρινές μειλίχιες στάλες προδιαθέτουν την ένταση και τη χροιά της μέλλουσας-επικείμενης χωροχρονικής περιπλάνησης μέσα σε αυτό το πολεοδομικό μοντέλο των κίβδηλων και εξαθλιωμένων συναισθηματικών καταστάσεων.
Φευγαλέες ματιές να ξεφεύγουν
πεταρίζοντας από τα βλέμματα των περαστικών.
Χτυπώντας σχηματίζουν ένα νοητό τεθλασμένο τμήμα (ζιγκ ζαγκ) από τη μια μεριά στην άλλη, πάνω στις μυριάδες ευκαιρίες που προβάρουν στις βιτρίνες των καταστημάτων.
Πράγματα προσωποποιημένα και ο χρόνος,
Αυτό το ευφάνταστο δημιούργημα της εμπορικής ανάγκης για συνδιαλλαγή, να αποτελεί μία σκιά. Μία σκιά που σκυθρωπά μάς προσπερνά φτύνοντας μπροστά μας απαξιωτικά, για να γλιστρήσουμε στις φοβίες της ουσίας της ελευθερίας.
Ένα σύνολο από συγκεκριμένες μονοσημίες των διαστάσεων της υπόστασής μας προσφέρεται για να κεντηθούν τα προσωρινά ράματα σε αυτούς τους ενδοιασμούς.
(Σε ένα πηγάδι βάθους το μήκος του συνόλου των κυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού-περίπου κάτι χιλιάδες χιλιοστά) Αυτή η εγκλωβισμένη βαθιά στον εσωψυχισμό μας πολυχρωμία της ποικιλίας των ενστικτωδών αντιδράσεων...δακρύζει...
Σκοπώντας να γεμίσει το λάκκο της και να ξεβραστεί στην επιφάνεια της πραγματικότητας, ωσάν Αρχιμήδης...
                                                         Γ.Η.Π.        




«Μυθιστορηματικές ίνες υφαίνουν διηγήματα…»

[μυθιστορίες για κλωστές, μία πένα για βελόνα και μέλη δέντρων για άμμο…πάνω σε αυτήν ας πλέξουμε το κάστρο με τις κάποιες εμπειρίες μας μέχρι τώρα…]
«Έφτασε μάλλον τώρα η στιγμή να αξιολογήσουμε τις υποστάσεις των λεγόμενων “μυθιστορημάτων”. Ήρθε η ώρα να τα ακρωτηριάσουμε, αφού πουλήσουμε πρώτα τα χρυσά δόντια από το γέρικο κορμί τους. Τα “ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ” σήμαναν την έλευσή τους σε αυτό το ριγέ λιμάνι, όπου “απιθώνω κανείς” τα σκεβρωμένα χρώματα της ανάσας, της ελευθερίας που μέχρι τώρα σερβίρονταν στις ακροτελεύτιες απογνώσεις, στα δωμάτια των χειρουργείων. Προσφέρονταν για αναισθητικό στους τραυματίες υψηλού κινδύνου. Ποιών;!»
-«Όλων σας, όλων μας, γαμώτο…»
                                                             Γ.Η.Π.

«Στην τελική, αποφασίσαμε κάτι ελάχιστο από την πλεονεξία των στιγμών μας, ώστε να αισθητικοποιήσουμε τη χρηστικότητα των λέξεων και των γραμμών τής κάθε σελίδας, οποιουδήποτε τετραδίου για όλους τους αναγνώστες-συνανθρώπους…»
                                                                 Κ.Κ.

«μυθιστορηματικές ίνες υφαίνουν διηγήματα...»
«Πρόκειται όχι για ένα παραμύθι, όπου πάντα αφήνεσαι στο απλησίαστο της κατάστασης,
πρόκειται όχι για ένα μυθιστόρημα, όπου τίποτε δεν απηχεί στα ίχνη της πραγματικότητας γύρω από το σενάριο,
πρόκειται όχι για μία ιστορία, όπου όλα είναι πιθανά και ενδεχόμενα να συμβούν και πάλι όχι,
πρόκειται όμως για ένα διήγημα, το οποίο φανερώνεται πάντοτε επί προσωπικού σε κάθε αναγνώστη του...»
                                                  Φορέας Κολασίμων Παθών


                                                                         I.
...ο ήλιος κουτρουβαλώντας πάνω στα αδιάφορα τοποθετημένα σύννεφα, σε αυτόν τον πολύχρωμο μουσαμά ακουαρέλας και λαδιού, αρχίζει να εξασθενεί. Σκορπάει τις χρωμίες του παντού, προς κάθε κατεύθυνση, αποσύρεται και η αστέρινη ευλογιά τής άτακτης νυχτερινής λινάτσας έρχεται να ντύσει τα βλέμματα της μικρής αυτής πόλης...και καθώς η νύχτα είναι ζωγραφισμένη εκθαμβωτικά απόψε, τα πατζούρια θα χασμουρηθούν για ακόμη μία φορά, μα...θα μείνουν ανοιχτά, άφωνα σε αυτό το δέος που εκπέμπει η αποψινή βραδιά.

Μελωδίες όχι ρουτινιάρικης υφής, αυτή τη φορά θα εμφανίζονται με τη μορφή στάλας, που γλείφοντας περιπλανιέται στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, ενώ μέσα στο δωμάτιο κλιμακώνεται η εκστατική ζοφερότητα της πρόσμιξης των αισθήσεων...Ένα άλτο σαξόφωνο, κουλουριασμένο γύρω από το άυλο κορμί της φαντασίας που δημιουργεί το φλάουτο της ευαισθησίας της ύπαρξης. Σε αυτό το ερωτικό σφιχταγκάλιασμα της σεξουαλικότητας, οι σκιές έχουν απομονωθεί και αποτελούν πια μαριονέτες από σκουριασμένο ξύλο. Βλέμματα να ρέουν προς το πηγούνι, ένα ζευγάρι χείλη με σπασμένη ραχοκοκαλιά να αιωρείται σαν ένα τόξο κυρτωμένο... «Παραδομένοι στην ηδονοβλεψία σαγήνη του φεγγαριού, οι εραστές μελωδίες των δύο πνευστών συνεχίζουν το χορό του αιθεροβάμονα...»
Ξαφινκά, η λινάτσα γέμισε από σκούρες, ανοιχτές, κλειστοφοβικές αιρετικές ματιές. Ζευγάρια λαμπερών πλανητών. Ο Αύια ψιχάλισε αμέτρητα αστέρια πάνω στη ζωγραφισμένη βραδιά της φτινιάρικης λινάτσας του και σταμάτησε για να δει τα δάκρυα των χρωμάτων πάνω στο έργο του. «Η μελαγχολική προσμονή του δημιουργού για τον ερχομό της έμπνευσης...», σκέφτηκε. Μην έχοντας περάσει ήδη μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, άρχισαν να αντικατοπτρίζονται στο κορμί του, στο πρόσωπό του, οι ατμόσφαιρες της λινάτσας και του μουσαμά. Ένα ηλιοβασίλεμα στη δύση του και ένας ζοφερός κονιορτός δακρύων στις αναλογίες του Αύια. Από τις κόρες των ματιών του άρχισε να στάζει μαύρο χρώμα, ικανό και αποδοτικό στη μίξη με άλλα...σκούρο. Τα αυτιά του να ξεχειλίζουν πράσινες, καφέ, πορτοκαλί, κίτρινες, τυρκουάζ, μωβ, φούξια, γαλάζιες, ξανθιές ευωδιαστές μελωδίες σχεδίων και θεμάτων. Η αμφισβητούμενη κυριαρχία του σαν άνδρας σπερμορραγούσε το λευκό της πρώτης εμπειρίας έκφρασης για μουσική ζωγραφική...
Χρίστηκε ζωγράφος.
                                        

                                        II.
...σε κάποιο άλλο σημείο της μικρής αυτής πόλης, εκεί όπου τα πατζούρια εισπνέουν και εκπνέουν τόσο ζωηρά και αφηνιασμένα, καθώς είναι το μοναδικό μέρος της πόλης πάνω ακριβώς στο μοναδικό λόφο της ευρύτερης περιοχής, ο Ταύιο προσφέρθηκε να βοηθήσει προσφέροντας τις ικανότητές του. Σε κάποιο πρωινό του ανατολικό ξύπνημα-σύμφωνα πάντα και με την παρουσία της ψυχρής σειρήνας-ο ήλιος τσάκισε μερικές από τις αχτίδες του πάνω σε αυτόν το λόφο, εκεί όπου τα πρωινά μοιάζουν με τα ήδη περασμένα απογεύματα.
Η νύχτα...πιο μυστήρια από κάθε άλλο μέρος σε αυτόν τον πλανήτη. Ο άνεμος, ένας τακτικά παροδικός επισκέπτης σε αυτά τα μέρη, έχει πείσει τον εαυτό του πως θα μπορούσε κάποια στιγμή να κάνει τους λιγοστούς κατοίκους, τα ξεροκαμμένα δέντρα, τα βομβαρδισμένα πυρηνικά σπίτια, το κάθετι να γονατίσει ευλαβικά στο πέρασμά του. «Ίσως τα καταφέρει», απόρησε ο Ταύιο.
Έχοντας τελειώσει την περιπολία του στις αχανείς εκτάσεις της σχολής που είχε επισκεφτεί μπαλώνοντας την παραμικρή αμυχή σε ολόκληρες τις επιφάνειες, κάθισε όσο πιο αναπαυτικά-γλυκά και βαρετά μπορούσε στην πληθωρική πολυθρόνα που κοσμούσε το κέντρο της τεράστιας σάλας. Όνομα: Ταύιο, ετών: δεν έχει σημασία, επάγγελμα: ‘‘στοκαδόρος’’ και ειδικός γενικότερων επανορθώσεων, διορθώσεων, αναθεωρήσεων και ούτω καθεξής παντός τύπου.
Αφήνοντας την κορυφή της ραχοκοκαλιάς του να πέσει ερμητικά προς τα πίσω, έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στο στιγμιαίο ξεθώριασμα της εικόνας της αίθουσας και...πλέον προσπαθούσε να επικεντρώσει το βλέμμα του σε ένα σημείο αυτής της στιλπνής επιφάνειας του ταβανιού. Άυλα αυτήν τη φορά, σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να τραβάει μέλη από την άμορφη μάζα στόκου στο ταβάνι. Πάνω στο παραλήρημα της παραζαλισμένης του περιπλάνησης στο χωροχρόνο, ο Ταύιο με περίσσιο ζήλο άρχισε να στριφογυρνά με την πλάτη, το θώρακά του και τούμπαλιν την πλάτη του και τον θώρακα μέσα στον στόκο. Σχετικά παχύρευστο, όπως το φαντάζονταν και ο ίδιος, το υλικό ξεκίνησε με τη σειρά του να τον τυλίγει. Γύρω από το σώμα του, τα άνω του άκρα, τα πόδια του, όλα στην εντέλεια σκεπασμένα. «Θα τα καταφέρω αυτή τη φορά», μονολόγησε αφήνοντας κατευθείαν μία εξουθενωτική μελωδία εκπνοής να ξεφύγει από το στόμα του. «Πόσο ζωντανό είναι ένα γλυπτό, έστω και από στόκο! Θέλω να με αντικρύσω ως μοντέλο-είδωλό μου...να ακουμπήσω το περίγραμμα με τη μορφή μου αφήνοντας τα σημάδια μου...»
Αφού κατάφερε, άυλος όπως ένιωθε, να ξεφύγει από το απίστευτο πλέγμα φαντασίας που είχε δημιουργηθεί, επαναπροσδιόρισε την υπόστασή του μέσα από το πρίσμα της υλιστικής του πραγματικότητας.
Τα βλέφαρά του, επιτείνοντας το χρονικό διάστημα από το τυφλό-υποτιθέμενο-ενδεχόμενο μέχρι τα αγχωτικά μελλοντικά αποκαλυπτήρια, άρχισαν σιγά-σιγά να ανοίγουν. Τίποτα...και αυτήν τη φορά! Η φαντασία δεν είχε αποκαλυφθεί.
Με μία έκφραση απόλυτης εμπιστοσύνης, γύρισε το βλέμμα του καθώς σηκώνονταν από την πολυθρόνα, πλησίασε το ομοίωμά του από στόκο και ευχαριστώντας το, αυτό τον συνόδευσε ως την πόρτα.
Πληρώθηκε και έφυγε...   


   
  
                                          III.
…και αφού έκανε τον καθημερινό του περίπατο στο κέντρο της πόλης, αναγκαιότητα παράδοξη γι’ αυτόν καθώς απ’ αυτές τις μικρές σύντομες και συνηθισμένες περιπλανήσεις συνειδητοποιούσε και την κενότητα της σημασίας μιας υποτιθέμενης συναναστροφής με οποιονδήποτε, επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι. Μολονότι διένυε μόλις την τρίτη δεκαετία της ζωής του, ένα πνεύμα καθεστυκίας μειλίχιας ξεκούρασης τον κυριαρχούσε εδώ και κάμποσες εβδομάδες. Η μοναδική του επικοινωνία με οποιονδήποτε και οτιδήποτε περιορίζονταν στις διορθώσεις, στα συμπληρώματα και τις επαναλήψεις των χειρόγραφών του! Παράδοξο μα…
Η σκέψη πως κάποια στιγμή θα επαληθεύονταν ο ίδιος σεαυτόν, σχετικά με τη σκοπιμότητα της ίδιας της συγγραφικής του ύπαρξης, τον απομόνωνε συχνά σε μία περιέργεια ικανή να τον ρουφήξει ως το μεδούλι. «Ο αυτοσκοπός της συγγραφής…η συγγραφή…».
Αυτή η ερινύα, που θα εμφανίζονταν σε έκτακτα χρονικά διαστήματα μπροστά του και μέσα του, τον είχε περιορίσει σε έναν συνεχιζόμενο μανιασμένο χείμαρρο σκέψεων, αναφορικά με την ειλικρίνεια που μέχρι πρότινος είχε επιδείξει απέναντι στον τρόπο σκέψης και έκφρασής του. 
Έχοντας μόλις ξεστομίσει εκατόν πενήντα πέντε περίπου λέξεις στην κόλλα του, η οποία δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις λεκτικές του βουρδουλιές, άφησε την πένα του πάνω στο τραπέζι που στηρίζονταν η σωματική του σκέψη, με μία έκφραση ολόιδια με αυτήν του κουρασμένου δήμιου, που μόλις είχε καταφέρει εκατόν πενήντα πέντε περίπου ραπίσματα σε αυτήν την πλατούλα ενός μικρού ανήλικου παιδιού, που θα μπορούσε ενδεχομένως να κατηγορείτο για…μαγεία!
Με ανυπόμονη ολιγωρία παρατηρούσε το άψυχο υλικό που ζωντάνευε από τα χτυπήματα της πένας του…Η κούραση αυτής της πλαστικότητας που δεν ανταποκρίνεται σε κανένα αέναα ελεύθερο πνεύμα, ο περιορισμός της φαντασίας του στα πλαίσια των όρων του συμβολαίου με την εκδοτική εταιρεία που ο ίδιος είχε συμφωνήσει, και οι δύο αυτές αισθήσεις λύγιζαν αργά και σταδιακά την ψυχολογική του ακεραιότητα. Το ψεύδος της συνείδησής του άρχισε τώρα να αναδύεται ανοίγοντας πόρους, υποτυπώδεις κρατήρες στο δέρμα του, όπως σκάνε οι αναδυόμενες φυσαλλίδες στις επιφάνειες των ανθρακούχων υγρών. Ο  Σαρτ σκόρπισε σε ιπτάμενες μπουρμπουλήθρες, αμέτρητες, ποικίλου μεγέθους…Εξαφανίστηκε, καθώς οι φυσαλλίδες δεν άντεξαν να ξεπεράσουν την τροχιά της βαρύτητας…
Ο Σαρτ έσκασε σε απειροελάχιστα άτομα και μόρια αιωρούμενα στο σύμπαν της ευσυνείδητης ανάγκης για φαντασιακή έκφραση. Αν ήταν γομολάστιχα θα είχε καταφέρει να συμπυκνώσει στα μικρά κομμάτια λάστιχου τις σκέψεις του, τσουβαλιασμένες και μαζεμένες…





                                         IV.
…σε κάποιο απόμερο σημείο, όχι μακρυά από το κέντρο της μικρής αυτής πόλης, πιο συγκεκριμένα, αν ακολουθήσει κανείς τον τέταρτο πεζόδρομο που κατεβαίνει κάθετα στην οδό της Αλκοόλης και τέμνει την πάροδο της Ιεράς Εξέτασης, θα βρεθεί σε ένα μικρό σχετικά σε μήκος χωματόδρομο…την οδό ΤΡΑΣΤ.
Ένα χαμόσπιτο στο πιο ανηφορικό σημείο αυτού του δρόμου ή μάλλον, πιο αληθινά, στην πιο ψηλή, γεμάτη πλέον, λακούβα αυτού του χωματόδρομου, είναι το σπίτι όπου μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων πριν δύο αιώνες και για ακόμη έναν έδωσε τη σειρά της στην επόμενη, δηλαδή στους γονείς του Τρατς και τώρα η τρίτη γενιά έχει συμπυκνωθεί όλη στο πρόσωπο και την παρουσία του φιλόδοξου ποιητή…Η απόφασή του εκ των πραγμάτων να μην δώσει, έστω και για την υποψία κάποιων χρόνων ένα τέκνο, τον είχε αναζωογονήσει μα συνάμα τον έντυνε με το ζεστό μανδύα της μοναξιάς…Κάθε δεύτερος ή τρίτος συγγενής και διαπροσωπικός γνωστός, μέσα από τη συνηθισμένη διαδρομή τους στη ζωή καθημερινά, ενέτειναν ολοένα και περισσότερο την αποστροφή του από οτιδήποτε είχε σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο…
Ακόμα ένα ηλιοβασίλεμα κατέφθανε από κάπου όπου κυριαρχούσε αυτή η σιγουριά της αβεβαιότητας! Την ανατολή και τη δύση τη φαντάζεται κανείς σε όποιο σημείο του ορίζοντα και αν βρεθεί, όπως ακριβώς μπορεί να ντύσει με μια βραδιά ένα άλλο ημισφαίριο ή εξίσου να το καλημερίσει.
Ξαφνικά, με μία αντίδραση λες και την προκάλεσε η επιθυμία πολλών ελατηρίων να τεντωθούν, ύστερα από τόση ώρα υποβαστάζοντάς τον, ο Τρατς πετάχτηκε και πλεύρισε τη θαμπάδα που προσέδιδαν οι κουρτίνες στα μάτια-παράθυρα της βεραντούλας και αμέσως το βλέμμα του καρφώθηκε στη φρενήρη πορεία αυτοκτονίας ενός επιβατικού αεροπλάνου προς τη θάλασσα. Με μία υποβλητική ψυχραιμία στέκονταν απέναντι στην εικόνα, που για άλλους θα μεταφράζονταν σε υπέρογκη χρηματική αμοιβή (πρακτορεία ειδήσεων, τηλεοπτικοί σταθμοί, αποκλειστικότητες κοκ), για άλλους αφορμή άλματος στην επαγγελματική τους καριέρα (ρεπόρτερς, δημοσιογράφοι, ερασιτέχνες φωτογράφοι), για τους περισσότερους, τέλος, το πλέον βέβαιο έρεισμα για σοβαρές ψυχολογικές διακυμάνσεις. «Όλες οι κατάρες και οι ευχές τους μαζεμένες σε αυτήν την πελιδνότητα των καπνών», είπε απομαγνητοφωνώντας σεαυτόν. Έντονα φορτισμένος από το μεγαλείο της εικόνας μπροστά του, έκλεισε τα μάτια, αφουγκράστηκε την κύκνεια εκπνοή του αεροπλάνου πενήντα τριών ανθρώπων (η ειδησιογραφία των επόμενων ωρών επιβεβαίωσε τον τραγικό απολογισμό “ανθρώπινου ελλείμματος”) κολυμπώντας στο θάμπος μιας δυστυχίας τόσο ανεκτής όσο και οι προσπάθειες των επιβατών για σωτηρία…
Άρχισε να αφήνει αποτυπώματα με στιχομυθίες στροφών σε κάθε σημείο του ταπετσαρισμένου τοίχου που τον εσώκλειε. Η μανιακή του δημιουργική έκφραση άρχισε να σκιαγραφείται σε οιοδήποτε πιθανό-απίθανο μέρος, όπου θα μπορούσαν αβασάνιστα να χωρέσουν κάποιοι έστω γραφικοί χαρακτήρες. Σε διαστήματα, οι λέξεις και οι προτάσεις δημιουργούσαν άθελά τους σχήματα, περιγράμματα έκπτωτων επιβατών από “της τέχνης το μέσο”…«Αυτή η θελκτική, εν τούτοις, αποστασιοποίηση του ατόμου από τις απεριόριστες δυνατότητες και μορφές του, νοιώθω να με κατακλύζει από παντού», σκέφτηκε και συνέχισε ασταμάτητα για ακόμα εφτά χιλιάδες διακόσια δευτερόλεπτα να γράφει στις κάσες της πόρτας, στην επιφάνεια των ηλεκτρικών συσκευών. «Ένας χώρος, μία ποίηση, ποίηση ένας χώρος…», άρχισε να αναρωτιέται ενώ έφτανε στην τελευταία του στροφή κεντώντας στίχους στην πολυθρόνα του.
Μέχρι τώρα, το μελάνι της πένας του είχε δώσει τη θέση του στις πληγές που άνοιγε το μαχαίρι στην ταπετσαρία, στα σάλια από το σιρόπι που έσταζαν πάνω στην επιφάνεια της κουζίνας, στα περιττώματά του προς και από την τουαλέτα, στη στάσιμη πλέον περιγραφή του σπέρματός του πάνω στο κρεβάτι του...Είχε τόσους πολλούς τρόπους να περιγράψει οτιδήποτε, τόσα πολλά οτιδήποτε ποικιλοτρόπως να περιγράψει…Η ποίηση ήταν απλώς μπροστά του σαν μία άυλη ενδεχόμενη αφορμή για να μιλήσει, όπως επιθυμούσε και μπορούσε.
Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα έχοντας αποφύγει την αυτοχειρία μέσω της αναρρόφησης των στίχων και των στροφών του…

                                             «…η ενέργειά τους καταποντίστηκε και
                                             από’ δώ και στο εξής
                                             με υποθέσεις πως στην στεριά
                                             ξεβράστηκε
                                             θα συνεχίσουμε να ζούμε αναμεταξύ!»   
      

                                          V.
…συνεχίζοντας την τοξοειδή πορεία του στον ουράνιο θόλο, ο ήλιος αποφάσισε μόλις απόψε να παρατείνει την παρουσία του πάνω από τα κεφάλια των κατοίκων της μικρής αυτής πόλης. Ηδονιζόμενος τους παρατηρεί, με τόση ευλάβεια να στάζουν ιδρώτα, καθώς κοιτάνε απορημένοι (για) το ασυνήθιστο καιρικό φαινόμενο, ηγούν την παράταση του φωτός, αυτήν την άνευ ορίων ατμοσφαιρογραφία τούτης της στιγμής. Εξαπίνης, ακούγεται μία κραυγή αγωνίας και ταυτόχρονου θαυμασμού κάποια χιλιόμετρα πιο μακρυά, στο μοναδικό λόφο της περιοχής. Ωχρά πρόσωπα στρέφονται προς την ενδεχόμενη κατεύθυνση της κραυγής, ένα τσούρμο κεφάλια στραμμένα προς κάθε γεωγραφικό σημείο. (Μία κραυγή μπορεί να ξεστομίζεται από κάποιον, καταφέρνει πάντα όμως να ξελογιάζει τα αισθητήρια πολλών από εμάς.) Όμως εδώ τα πράγματα κάθε άλλο παρά ξεκαθάρισμενα δεν είναι. Αυτό που δεν περίμενε κανείς, ποτέ, πουθενά, για τίποτα να συμβεί: ο ήλιος και το φεγγάρι αντιμέτωποι στον ουρανό ή μάλλον απέναντι και όχι αντιμέτωποι. Ο ήλιος στάζει στη δική του περιοχή απίστευτη ζοφερότητα και ένα φεγγάρι να εκπέμπει ακτίνες φωτός καλημερίζοντας, τόσο ακαριαία, τους πάντες μέσα στον ύπνο τους…
Ο Μακάρ συνειδητοποιώντας την ανυπαρξία εξήγησης ενώπιον αυτού του παράδοξου γεγονότος, αποφασίζει να το διασκεδάσει, μαζί και τις αντιδράσεις των συντοπιτών του. Εισπνέοντας κάθε χνώτο υπόκωφης σιωπής από τον κάθε παρευρισκόμενο αρχίζει να αναπνέει μέσα κι έξω από το φλάουτό του. Ένας ήχος άλλοτε τραχύς, καμιά φορά στεντόρειος, ανά διαστήματα υπερβολικά γλυκύς ή αποκρουστικός έντυνε αργόσυρτα αυτήν τη στιγμή απόγνωσης όλων. «…Η νεκρανάσταση της ύλης…!» και σαν καρέ φωτογραφίας πάνω ακριβώς από τη λεζάντα της σκέψης του, ένα φλάουτο, ένα ολόδικό του φλάουτο να κινεί το στόμιό του μεταμορφώνοντάς το σε σαρκώδη ροδαλά χείλη, αστραφτερά τόσο όσο χρειάζεται κάποιος για να αποκτήσει δολοφονική εμμονή με ένα ελκυστικό στόμα! Φεύγοντας από τα χέρια του και γεμάτο ρίγη, αυτά που το βοηθούσαν στις κινήσεις του, ρίχτηκε με έναν ιδιαίτερο λιμπισμό και λαιμαργία σε ένα ατελείωτο ερωτικό πανηγύρι με τα χείλη όλων. Κολλώδεις ανάσες, εκστασιακές ανάσες, ανάσες πλαισιωμένες από παλμούς τυμπανοκρουσιών, εκπορευόμενο καθεμιάς καρδιάς που ανέπνεε ταχύρυθμα αυτό το διάστημα “ρωμαϊκής ασυδοσίας…”
Εξωθούμενος από την έξη του για περισσότερες σαγηνευτικές στιγμές μέσα στον ηχοχωρόχρονο, ο Μακάρ βρέθηκε να χορεύει μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος, καθόλο το μήκος και πλάτος της πλατείας μορφοποιώντας κάθε τόσο την έκφραση του σώματός του, αποκαλύπτοντας πάνω του τα αποτυπώματα κάθε ήχου που έφτανε σε αυτόν. Όλη αυτή η κατάσταση ελευθερίας, αυθορμητισμού και ειλικρίνειας έφερνε στο νου του τελετουργικές διονυσιακές αναπαραστάσεις…και πάλι όχι…
Ο Πάνας καταδικάζονταν στα χάδια της Παρθένου. Η θεά τελικά ενέδιδε στα ερωτικά του πειράγματα και αφήνονταν στις οργιαστικές του επιθυμίες για παιχνίδια επαφής ενώπιον των Σάτυρων τραγοπόδαρων ακόλουθών του...Γυμνά κορμιά να αναστενάζουν βογκητά, να επιδίδονται σε άνευ προηγουμένου φυσιολογικές-ανόθευτες ορέξεις και ο Μακάρ να χοροπηδάει ανάμεσά τους χουφτώνοντας κώλους, πέη, στήθη, ώμους, σβέρκους με μία ελευθερία άκρως δικαιωματική. Εντωμεταξύ, τα βλέμματα των δύο ουράνιων απέναντι εξακολουθούσαν να ανταλλάσονται περισσότερο πύρινα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο-μέσω της αμφίδρομης διάθλασης του φωτός-μία ποικιλία συναισθηματικών χρωματισμών ικανή να προκαλέσει βλάβη στον αυχένα!
Τότε ακριβώς, τα χείλη του φλάουτου άρχισαν να ανοίγουν υπερβολικά, να μεγαλώνουν τόσο  που άρχισε να σκίζεται η λιπαρή τους επιφάνεια. Το τεράστιο, υπερμεγέθες στόμα γεμάτο ένα μίγμα οδοντόκρεμας, υπολειμμάτων φαγητού είχε έλξει την προσοχή του Μακάρ, ενώ βούρτσιζε το πρωί τα δόντια του.
Το φλάουτο τον παρακολουθούσε πίσω από την πλάτη του μέσα από τον καθρέφτη αγουροξυπνημένο...Άλλη μία ημέρα είχε περάσει δίχως δραχμή!              




                                       VI.
«…το πρώτο πενθήμερο ανάπαυλας, ύστερα από ένα διάστημα εξαντλητικών τριών μηνών δουλειάς, εδώ στο κλωστοϋφαντουργείο, είχε επιβλητικά σημάνει την παρουσία του. Οι δρόμοι κείτονταν ξαναασφαλτωμένοι, τα πεζοδρόμια έχουν φορέσει την κατάλληλη ενδυμασία-ψηφιδωτά πολύχρωμα εξαιτίας των απειράριθμων κομφετί που ξαπλώνουν πάνω τους. Σε μία πόλη, πληθυσμικότητας περίπου τριών χιλιάδων εφτακοσίων δέκα κατοίκων, εφόσον ο τουρισμός, ο παραθερισμός και οι διακοπές είναι λέξεις που δεν έχουν βρει ακόμη τη θέση τους στο λεξιλόγιο των κατοίκων της.
Σε αυτήν την πόλη που είναι έτοιμη να αναβιώσει το πανάρχαιο έθιμο της “ηδονής της φύσης”…σε αυτές τις εξίσου περιορισμένες, από το συρματόπλεγμα του χρόνου, πέντε ημέρες, μία τυπική απελευθέρωση των αισθήσεων ανήκε στον καθένα, όπως άλλωστε και αυτό το μόνιμο συντηρητικά αδιάφορο βλέμμα απέναντί τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ό,τι ο Σαρτ, ο Μακάρ, ο Αύια και οι υπόλοιποι δύο, ο Τρατς και ο Ταύιο περιστοιχίζονταν από το εκάστοτε ομοιόμορφο πλήθος ανθρώπων ή καλύτερα και πιο αποσαφηνισμένα, αποτελούσαν ξεχωριστά ο καθένας το σημείο αναφοράς ενός γενικότερου συνόλου συνηθισμένης καθημερινής πραγματικότητας, όπου μία απουσία κραυγάζει επαιτώντας τη φαντασία.

Εδώ λοιπόν, σε αυτήν την αίθουσα που είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια δουλεύω για να μπορέσω να τα φέρω εις πέρας, έξι η ώρα τα ξημερώματα της τρίτης ημέρας ελευθερίας, βρίσκομαι να υφαίνω πέντε ώρες αφηγήματα για τις φυσιολογικές επιθυμίες του ανθρώπου. Απεριόριστα περιορισμένες οι εκφάνσεις τους σε αυτές τις σελίδες, που προφανώς θα καταβροχθίζονται από κάποιους, θα μπορούσαν, έστω στο ελάχιστο να εξιτάρουν μία κάποια ίνα του συνόλου του οργανισμού μας. Έχω γεμίσει το δωμάτιο της προσωρινής μου έμμισθης συγκατάβασης προς κάθε αφεντικό με πολυάριθμες αιμάτινες βούλες από όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, μοιάζοντας με σταγόνες ιδρώτα από τον πρησμένο εγκέφαλο του καθενός μας. Έχω επίσης κεντήσει, σε πολλά σημεία αυτής της απομόνωσης, κόκαλα με τη θαμπάδα όλων των χρωμάτων, σπαρμένα εδώ και εκεί, τόσο αληθοφανή ικανά να κερδίσουν την περιέργεια των κέρβερων του φαντασιακού για να γλείψουν την αποχαύνωση που τους προσφέρεται απλόχερα και σε ποσότητα (…δεν θα κουραστώ όμως γι’ αυτό…). Εφόσον εγώ είμαι ο αυτό-χειρ, έχω και για εμένα, αποκλειστικά δικά μου κάνει, μόλις πριν λίγο, κάποια ράμματα στο κορμί μου με τα πιο αληθινά χρώματα να ξεφεύγουν από τις ουλές που δημιούργησα, ωσάν μπάλες οξυγόνου!
Μεθυσμένες ανάσες με ωθούν διαρκώς να ξερνάω τόσο φυσιολογικά καθαρές και ειλικρινείς σκέψεις για το quo vadis των επιθυμιών...
Προσπαθώ να βάψω υφαίνοντας τους τοίχους, να συμμαζέψω και πάλι να προκαλέσω αναστάτωση στην ύλη που με περιβάλλει σε αυτόν τον ερμητικά κλειστό κοιτώνα αποσυμπίεσης των αισθήσεων...ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης συνειδήσεων, μα με το συσσίτιο των αυθόρμητων απολαύσεων να βρίσκεται ακριβώς κάτω από τις γνάθους μας και μπροστά από το στέρνο μας σαν ο ένας και μοναδικός καρπός της αμαρτίας...
Αυτό είναι το παιχνίδι: η απελευθέρωση των χαλιναγωγημένων συναισθημάτων μας, βρίσκεται μισό βήμα πιο μπροστά. Μολονότι ουραγοί της πορείας της, την έχουμε ταυτίσει με την κοστολογητέα, προσφερόμενη ευκαιριακά, ελευθερία των κινήσεών μας σκοπώντας στην επιβίωση.»


                            …ΤΑ ΛΥΤΡΑ ΤΟΥ “ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ”
                             ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΜΙΣΘΩΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ…


                                       VII.
«...Μία μεγάλη προσδοκία πλανάται πάνω από τις ματιές μας-αόρατη, επιβλητική, μα ακόμα ορατή. Κι όμως μυρίζει ευωδία από αίμα και ιδρώτα, σάπιες σκέψεις από κάποιους άλλους τόπους, άτοπους σχολιασμούς και ιδεατά ιδανικά... Επιτέλους τι στο διάολο είναι αυτή η πολύχρωμη σκιά από πάνω μας!».
Δεν έχει βρέξει νωρίτερα για να είναι ουράνιο τόξο, μα δεν είναι ούτε συννεφιές πολυχρωμίες. Είναι κάτι (αν είναι απτό) με μεγάλη διαφάνεια και κάποιες άλλες μικρότερες μέσα της να λικνίζονται σαν σε χοροθέαμα. Δεν έχουν περιγραφή, δεν έχουν σκιά, απλώς χορεύουν η αύρα και η ενέργειά τους...
Ο χρόνος είχε φανερωθεί και ήταν μόλις εφτά τα ξημερώματα. Ο Ταζ λικνίζοντας το κορμί του περιφέρονταν στα σοκάκια της πόλης. Σοκάκια που έδειχναν μελαγχολικά υγρά ενώ η ατμόσφαιρα πρόδιδε κάτι εντελώς διαφορετικό: ένα παρεό χαράματος πάνω από τις κεραίες και τους καταπράσινους γλουτούς (βλέπε λόφους) που περιστοίχιζαν τη γειτονιά του. Τα αγουροξυπνημένα βλέμματα του ήλιου που ξυπνούσε πάντοτε περίεργος τη διάθεση, εξαιτίας των ερωτικών καλεσμάτων του φεγγαριού, καθώς εξασθενούσε προς ανάπαυλα...«Η διαφορετικότητα αυτής της στιγμής αξίζει, γιατί τώρα ίσως τα σώματα αρχίσουν να ασελγούν στην προκλητικότητα των αλλοτινών κορμιών.»
Ο Ταζ αποτελούσε έναν από τους λίγους αντιθεαματικούς εκφραστές της ζωής στην πόλη. Ήταν χορευτής. Χόρευε, δεν περπατούσε ποτέ. Είχε την ιδιαίτερη χορευτική έκφραση σε κάθε του βήμα, καθώς μπορούσε και κινούσε τα δάχτυλα των ποδιών του γρήγορα σε κάθε του κίνηση! Δεν είχε πέσει ποτέ, όσο απερίσκεπτα ή αφηρημένα –αρκετά συχνά- και αν περπατούσε.
Σφυρίζοντας ο Ταζ προχωρούσε μόνος.
Μιλούσε μόνος.
Ανέπνεε μόνος.
Ήταν στ’ αλήθεια πολύ μόνος...
Χορεύοντας με αυτό το ιδιαιτέρως ιδιότροπο ύφος του, πέρασε για μια στιγμή μπροστά από ένα καπηλειό, το οποίο ενώ φάνταζε ήρεμο και όχι κοσμοβριθές, τον τράβηξε, αφού τον αιχμαλώτισε με τον ιστό του το αλισβερίσι των τελευταίων στιγμών αυτής της αέναης συνάντησης του φεγγαριού με τον ήλιο. Λικνίζοντας περίεργα και λάγνα αυτή τη φορά το κορμί του, κατέβηκε τα δύο ξύλινα σκαλοπατάκια που οδηγούσαν σε μία αυλή με τρεις ξύλινες καρέκλες, οι οποίες συζητούσαν εκείνη τη στιγμή για την κακεντρέχεια της σκουριάς. Αφού τις καλημέρισε, άνοιξε διακριτικά τη μικρή πόρτα εισόδου και ένιωσε να τον τυλίγει χαϊδεύοντάς τον βίαια ένα κύμα από ιδρώτα, μεθυσμένα χνώτα, μπερδεμένους ήχους και φωνές ευχαρίστησης.
Μπροστά του βρίσκονταν ένα πλήθος από άτομα, που το καθένα χόρευε τόσο ελεύθερα και εκφραστικά λες και οι ματιές είχαν σφραγίσει τα χείλη όλων τους. Όχι όμως τώρα και σε αυτό εδώ το μικρό υπόγειο μαγαζάκι. Εδώ φωνές ήταν οι ανάσες και οι παλμοί της καρδιάς και του εγκεφάλου. Τίποτε απολύτως δεν περιόριζε τις μορφές έκφρασης του κάθε θαμώνα. Τα δάχτυλα των ποδιών του, μην έχοντας σταματήσει ποτέ από γενέθλιας ημέρας του κιόλας να κινούνται σε κάθε του βηματισμό, άρχισαν να τον απελευθερώνουν από την αμηχανία του και τον συνόδευσαν μέσα σε αυτήν την πολυπόθητη αίσθηση της πραγματοποίησης της ελευθερίας των κινήσεων του καθενός.
«Αποκλείεται να είναι στη φαντασία μου αυτό που αντικρύζω και ζω τώρα...!», ψιθύρησε στο ρυθμό που έντυνε το μουσικό θέμα την ατμόσφαιρα εκείνης της σκηνής. «Η φαντασία δεν πραγματώνεται, γιατί είναι φαντασία και όχι επιθυμία...», αρχίζοντας να πάλλεται η καρδιά του γρήγορα, ολοένα και γρηγορότερα και οι ανάσες του να ξεφεύγουν περισσότερο παθιασμένες από άλλες φορές. Τα μάτια του δεν σταματούσαν να ανοιγοκλείνουν παίρνοντας και αυτά μέρος στην επικοινωνία αυτού του ξέφρενου και αληθινού γλεντιού.
Φιγούρες αναζωογονημένες, γεμάτες ελπίδα να χορεύουν δίπλα και πρόσωπο με πρόσωπο με άλλες...η κίνηση και οι αισθήσεις στο ξέσπασμά τους...Μία ανθρώπινη θάλασσα με ρευματισμούς από τις χορευτικές κινήσεις των παρευρισκομένων και τα υγρά από τους πόρους των να πλατσουρίζουν διώχνοντας μακρυά την κούραση και στη θέση της να αναδύουν τις ελευθερίες της χορευτικής αίσθησης.
Κάμποση ώρα αργότερα, ο Ταζ ξεψυχούσε στο ιατρείο του κτηνιάτρου της γειτονιάς του εν μέσω σπασμών...
Αποπειράθηκε και κατάφερε χορεύοντας πέρα δώθε, πάνω κάτω, μπρος πίσω, ολόγυρα, να σπάσει όλα του τα πλευρά και τα μέλη προκαλώντας στην καρδιά του θρόμβωση...
Δεν άντεχε παραπάνω τη μοναξιά του χορού του...πολλώ δε μάλλον την αποκάλυψη αυτής της μουσικοχορευτικής ανατολής...



                                    VIII.
...πλέον η διαφορά δεν φαίνονταν, συγκριτικά με κάμποσες ημέρες πριν, στους κατοίκους της πόλης που κατοικούμε για αυτές τις στιγμές της ανάγνωσης, μολονότι είχαν συμβεί τόσο όμορφα, εντελώς ειλικρινή πράγματα, όπως για παράδειγμα όσα προηγήθηκαν.
Το απόγευμα είχε αρχίσει να βρέχει την αντηλιά του στις μικρές γειτονιές και τα χαμόσπιτα της κάθε γειτονιάς. Παρ’ όλη την απάθεια που επιδείκνυαν οι περισσότεροι από αυτούς, τα χρώματα αυτής της ώρας έντυναν εικαστικά την πολύπλοκη ψυχογεωγραφία του τόπου αυτού από το ακούραστο καλλιτεχνικό αισθητήριο της φύσης.
Στο μικρό θεατράκι, στη διασταύρωση των παρόδων Ντα και Ντα, αυτές τις ημέρες που έχουν απομείνει για το εκκωφαντικά αισθητικό τέλος του γιορτινού πενθήμερου, η δημιουργικότητα δίνει και παίρνει. Οι θαμώνες του έχουν αυξηθεί κατά τρεις χιλιάδες εφτακόσιους εννέα περίπου. Ο Λεόν παρακολουθούσε έκπληκτος τον κόσμο και συνάμα συνεργάζονταν μαζί τους, με όσους είχαν προσέλθει στο θεατράκι του, για να υποδυθούν ο καθένας από έναν ρόλο, αυτόν που θα ήθελαν πράγματι να ενδυθούν. Χωρίς θεατές, κάθε ένας, υποκριτής του εαυτού του και των συντοπιτών του. Θα επιχειρούσαν μέσω της υποκριτικής να πραγματοποιήσουν μία παράσταση εκφραστικής επιθυμίας, με στόχο να συγκεντρώσουν όση περισσότερη εμπιστοσύνη προς την αυτονομία της προσωπικής έκφρασης και να βοηθήσουν τους εαυτούς τους να ζήσουν αρμονικά!
«Ο φόβος της ελπίδας για το ποθητό είναι περίεργος και γεμάτος υποκρισία...», σημείωνε ο Λεόν σε κάθε χειραψία του και εναγκαλισμό με τους ντόπιους. Ένοιωθε πως δεν έπρεπε να αφεθεί, όπως οι προηγούμενοι σε αυτό το έντυπο εγχείρημα.
Κι όμως...
Εφόσον οιαδήποτε αληθινή και ειλικρινής σκέψη γίνεται πράξη από πολλούς και διαρκεί ελάχιστα σε σχέση με το δικαίωμά της για μακροζωία, φέρνει σε εγρήγορση ακόμα και την απογοήτευση. Ο Λεόν, μην καταφέρνοντας να διατηρηθεί αλώβητος σε αυτό το χάδι της σπασμωδικής ελευθερίας που πραγματοποιείτο ολόγυρά του, έδωσε όλον του τον εαυτό. Αυτόν, που είχε κουραστεί να υπομένει την αυθεντικότητα τής μοναξιάς του.
Κάθε πρόβα βαφτίζονταν ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ. Κανένας βοηθός πίσω από τη σκηνή, κανένας υποβολέας. Οι χορογράφοι, κουρασμένοι από το αξιωματικό τους τέλμα, υποκρίνονταν πολύπλοκους κοινωνούς, με τους ηθοποιούς να παρουσιάζονται πιο ανθρώπινοι, θα μπορούσε κανείς να πει.
«Μία ώρα ώρες», σκέφτονταν ο υποκριτής Λεόν μειδιάζοντας με κάποια ανεπαίσθητη επιφύλαξη απέναντι στο ιδανικό και ιδεατό των καταστάσεων που ζούσε. Ο «θίασος» έπρεπε να προλάβει όμως, μέσα σε αυτές τις πέντε ημέρες που διαρκούσε η πανήγυρις της ελευθερίας, να προετοιμαστεί ώστε να δώσει μία παράσταση στο διπλανό χωριό, με περιεχόμενο την αναγέννησή του μέσω της έκφρασής του. Το πάθος και το ενδιαφέρον ήταν πασίδηλο στον καθένα. Οι ιδέες και οι προτάσεις ακούγονταν και συζητούνταν ενδελεχώς με ταυτόχρονη υποκριτική κίνηση. Οι στίχοι και οι στροφές ανακαλύπτονταν και εμφανίζονταν άμεσα. Ο «θίασος» της γειτονιάς Ντα και Ντα είχε επαναφέρει την απλότητα και τη διαβίωση, ωσάν ένα θεατρικό, δίχως καμία υποψία βοηθήματος ή προμοταρίσματος...Αυτά βρίσκονταν σε κάθε σημείο έξω από το μικρό θέατρο του Λεόν.
Η τελική ημέρα θα έφτανε σε λίγες «χρονικές καταστάσεις». Το ενδιαφέρον του Λέον κόχλαζε και αυτό προδίδονταν από τον ιδρώτα του. Όχι κούρασης αλλά ευτυχίας!
Παραιτήθηκε την επαύριον της τελευταίας πρόβας, την κύκνεια ημέρα της ελευθερίας των παθών και των επιθυμιών όλων. Το ζητούμενο ποσό εμπιστοσύνης δεν είχε συγκεντρωθεί. Το...ταμείο είχε απόθεμα μονάχα τις στάλες ελπίδας και φόβου του Λεόν, όπως και τα δάκρυα του ενθουσιασμού του. Ο λόγος ήταν ό,τι του ζήτησαν κάποιο συμβολικό ποσό για τη συμμετοχή τους.
«Υποκριτές...!», μία κραυγή ακούστηκε, πριν πέσει η ξύλινη δοκός που υποβαστούσε την αυλαία από πάνω του...
Την επόμενη ημέρα τα συντρίμμια είχαν περισυννελεγεί, οι ζημιές είχαν επιδιορθωθεί και τα χυμένα μυαλά και κολλώδη στίγματα αίματος του Λεόν είχαν σκουπιστεί. Η πρεμιέρα της παράστασης δεν έγινε στο διπλανό χωριό μα στο θεατράκι του Λεόν, με εισιτήριο από το οποίο και θα πληρώνονταν ο υποκριτικός μόχθος των συμμετεχόντων. Οι παραστάσεις ήταν δύο: «Ο θάνατος του υποκριτή» στην αίθουσα και «Η φαντασία στην εξουσία» στο αίθριο μπροστά από την είσοδο του θεάτρου




                                       IX.
«...παυσίπονα, παυσίπονα...», μία δυνατή βοή άρχισε να περιπλανιέται υπόκωφα στη βαθιά χαράδρα λίγο έξω από την πόλη. Ο γκριζομάλλης γενειοφόρος οδοιπόρος με το όνομα Δρόσομ, προσπαθούσε με κάθε ίχνος της δύναμής του να φτάσει τα πληγωμένα πεύκα, που έσταζαν ρητίνη πόνου και απεριόριστης εκδικητικότητας απέναντι στο σαδιστικό τρόπο επιβολής του ανθρώπου πάνω τους. Πίσω του ακριβώς και με πάσα επιφυλακτικότητα που θα χαρακτήριζε τις κινήσεις ενός κρυστάλλινου ρομπότ, ακολουθούσε ο καλός φίλος τού Δρόσομ, ο Άτιαμ ο φωτογράφος. Κουβαλούσε με περίσσιο σεβασμό, συνείδηση και ευαισθησία δύο κομμάτια φωτογραφίας, διαστάσεων περίπου 25*38 εκ.. Οι φωτογραφίες απεικόνιζαν τον κορμό των πεύκων μήνες πριν γδαρθούν με ακρίβεια από τους ασυνείδητους ποτοποιούς. «Έπρεπε να έρθει αυτό το γαμημένο πενθήμερο της ασυδοσίας όλων των επιθυμιών σας, παλιο μικρόψυχοι. Έπρεπε να περάσει τόσος χρόνος για να με ενημερώσεις και να ενδιαφερθείς για το πως παράγεται η ρετσίνα στο πρώτο στάδιο προϊοντοποίησής της Δρόσομ;», φανερά εκνευρισμένος τον κοίταξε ο Άτιαμ, καθώς τον οδηγούσε προς τα δύο βαριά και βαθυά πληγωμένα δέντρα.
Ο Άτιαμ είχε αποκτήσει από κάποιον μαθουσάλα, πλανόδιο κοινωνικό αντάρτη αυτή την φωτογραφική μηχανή, η οποία δεν ήταν και κανένα ακριβό μοντέλο, όπως αυτά που παρουσιάζουν στην τηλεόραση, στα περιοδικά για τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφους και τις ταινίες. Ήταν μία απλή φωτογραφική μηχανή στο σχέδιο, η οποία όμως είχε μία ξεχωριστή και μοναδική ιδιότητα: σε κάθε φωτογραφία το είδωλο στα μάτια του μηχανήματος δεν εμφανίζεται ανεστραμμένο...Περίεργο, όμως οι πληροφορίες για τον τρόπο κατασκευής της ή και το δημιουργό της μας έχουν έρθει ελλειπείς. Χρονολογείτο γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα, κάπου στην κεντρική και νοτιοβορινή Ευρώπη των αναταραχών και των βίαιων εξελίξεων.
Ο κάτοχός της τώρα, ο Άτιαμ ήταν ένας πιτσιρικάς κάπου στα 27, μελαμψός και γεμάτος ρυτίδες! Χάνονταν, γενικότερα, για διαστήματα έως και χρόνο και αργότερα εμφανίζονταν πάντα χωρίς φιλμ στη μηχανή του. Οδοιπόρος και συνάμα τυχοδιώκτης-εξερευνητής, περίεργος καθότι στην ακοινώνητη συμπεριφορά του-τις άτακτες και συχνά έκτακτες σαν και αυτή εμφανίσεις του-τον χαρακτήριζε η οργή προς όλες τις πλευρές της κοινωνικής επιβίωσης και συνέχειας. Δεν ζούσε μόνος του, εν τούτοις οι κάτοικοι γνώριζαν ελάχιστα γι’ αυτόν. Έμενε παρέα με τις ζωντανές φωτογραφίες του σαν και αυτές που έφερε για να περιθάλψει τα δύο τραυματισμένα δέντρα.
«Πρόσεξε πως αναπνέουν, τις ανεπαίσθητες κινήσεις των πόρων των κορμών και στα δύο καρέ» προέτρεψε τον Δρόσομ. Εκείνος έκπληκτος και καθηλωμένος ένιωσε στα μάτια του έντονη τη ροή των ουσιών στον κορμό των δέντρων. «Μα καλά, πως στα κομμάτια γίνεται αυτό το πράγμα! Πρώτη φορά, αν και έχω ακούσει για εσένα, βλέπω τόσο ζωντανή μία φωτογραφία...!», γεμάτος θαυμασμό ρωτούσε τον Άτιαμ μην μπορώντας να ξεκολλήσει τη ματιά του πάνω από τα δύο καρέ. «Εγωιστές, αυτάρχες...», μουρμούρησε έντονα εκνευρισμένος ο Άτιαμ, ενώ την ίδια στιγμή τα χείλη του άρχισαν να υγραίνονται γλυκά από δάκρυα. Αφού τοποθέτησε πέρα για πέρα ευγενικά και ευαίσθητα τις φωτογραφίες πάνω στα πληγωμένα σημεία των δύο δέντρων, αφαίρεσε το περιθώριο του καθενός καρέ...Και τότε οι πληγές με έναν μυστηριώδη και γρήγορο τρόπο άρχισαν να επουλώνονται. Η χλωροφύλλη, πιο παχύρευστη πλέον, περισσότερη έντονη φωσφόριζε μέσα από τις νευρώδεις διακλαδώσεις των φύλλων!
«Ευτυχώς που είναι και αυτή η γιορτή και σου’ κοψε να με ειδοποιήσεις Δρόσομ», αποκρίθηκε φανερά κουρασμένος από την όλη διαδικασία. «Λίγο να αργούσες ή να μην με έβρισκες μέσα σε εκείνους τους θάμνους στη σπηλιά, τα δύο αυτά πεύκα θα είχαν μαραζώσει από την απληστία όλων τους...».
«Έλα στο χωριό Άτιαμ», του ψιθύρησε ο Δρόσομ στα βλέφαρα δηλώνοντάς του ταυτόχρονα ουτοτρόπως πόσο πολύ τον είχε επιθυμήσει, «αφού κάθε χρόνο έρχεσαι!»
«Δεν ξέρω φίλε μου, μα αυτή η κατάσταση με το ενθουσιώδες σας διάλειμμα παραπάει. Τόσα χρόνια και έχετε καταφέρει να συμπτύξετε την ασυδοσία των αποκριών, τον ενθουσιασμό των χριστουγέννων και την ευθυμία του πρώτου μεθυσιού σε πέντε ημέρες υποκρισίας...», του απάντησε απότομα και ευθυτενής λες και σκέφτονταν για ώρα τι θα του απαντούσε. «Δες και μόνος σου: προτελευταία ημέρα της ελευθερίας σας και ακόμη τραυματίζετε την απλότητα των καταστάσεων με την πολυπλοκότητα του εγωισμού σας!». Οι δύο φίλοι κοιτάχτηκαν κατάματα μέσα από τα κλειστά τους βλέφαρα ακούγοντας τις εκρήξεις των βεγγαλικών πάνω από την πλατεία της πόλης.
«Άκου, οι αποστάσεις δεν υπάρχουν, ούτε από εδώ μέχρι το κέντρο ούτε και από την κακία μέχρι την καλοσύνη. Είναι εκμηδενισμένες, ήδη φτιαγμένες από άλλους. Αφού μόνος σου το βλέπεις, πως ακόμα και σε αυτό το πενθήμερο παραμένουν στην πόλη, δεν ξεσκάνε από τον πολεοδομικό τους κλοιό.»
«Δηλαδή και ό,τι έγινε σήμερα εδώ, αυτό απλά αποτελεί ένα σημείο της φυγής τους από την πόλη Δρόσομ, γδαρμένα κορμιά πεύκων; Πάμε, μα θα είναι η τελευταία μου φορά εκεί. Θα πάω μόνο και μόνο για να τους δείξω πως και το φλας της ειλικρίνειάς μου είναι πιο φαντασμαγορικό από τα βεγγαλικά τους...» και ξεκίνησε πιο ελαφρύς τώρα να ανηφορίζει τη χαράδρα.
«Σ’ ευχαριστώ φίλε», ψέλλισε ο Δρόσομ και άνοιξε τα μάτια του. Ο φίλος του είχε κιόλας ξεκινήσει την πορεία του προς την πόλη έχοντας ξεμακρύνει κανά χιλιόμετρο. Ο Δρόσομ άργησε, καθώς τον είχε καθηλώσει με κλειστά τα μάτια η οδύνη της φαντασίας του, εξαιτίας των ήχων και των παφλασμών των πυροτεχνημάτων. «Μακάρι να τελειώσει όμορφα αυτή η νύχτα...», συλλογίστηκε και ακολούθησε τον Άτιαμ.
Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία, ο Άτιαμ μαζί με το Δρόσομ, δεν άργησε να φανεί μπροστά τους, σε όλο του το μεγαλείο, το ευχάριστο διάλειμμα από τη συνήθεια της καθημερινότητας. Ο Άτιαμ κοιτούσε γύρω του αποχαυνωμένος, βλέποντας υπεραιωνόβιους γέροντες να φωτογραφίζονται –εις ανάμνησην- για τους επιγόνους των, ανάμεσα στους λοιπούς συγγενείς τους φορώντας τα ρούχα του γάμου τους. «Αυτό σημαίνει να ελπίζει κανείς», μονολόγησε και με ένα μειδίαμα εξέφρασε σαρκαζόμενος τον εντυπωσιασμό του. Τα σημεία όλης της πόλης έπαιρναν κάθε τόσο διαφορετικό χρωματισμό, λόγω της αντανακλάσεως από τις φωτοβολίδες στον ουράνιο θόλο. Πρασινογάλαζα άστρα, καφεκόκκινα χαμόσπιτα, κιτρινομωβ φάτσες και σώματα...
Ο Άτιαμ κάθισε στο πόστο που είχε εγκαινιάσει εδώ και δέκα χρόνια στην πλατεία και ξεκίνησε να τραβάει φωτογραφίες με τη «μαγική» του μηχανή. Φωτογράφιζε τους πάντες δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία μακρά συνέχεια των κινήσεων, απεικονισμένων πλέον σε φωτογραφικά καρέ. Το αξιοθαύμαστο σε αυτό το εργαλείο και τον ιδιοκτήτη του συνάμα ήταν το ότι στο σημείο που είχε παγώσει η κίνηση κάποιου από τους ανθρώπους στην πλατεία, από την ίδια στιγμή συνέχιζε η κίνηση κάποιου άλλου. Άλλα χρώματα, άλλες φυσιογνωμίες, διαφορετική εκφραστικότητα και έντονος κινησιακός αυθορμητισμός.
Τα φανταχτερά του φλας όμως είχαν καταφέρει να ελκύσουν τα αισθητήρια συλλήβδην όλων των παρευρισκομένων. Βρήκε τότε την ευκαιρία να κοινωνήσει το σκεπτικό του ελπίζοντας σε κάποιον βαθμό ανταπόκρισης. Στράφηκε προς την ουράνια μάσκα κοιτάζοντας μέσα από τη φωτογραφική του μηχανή και ξεκίνησε να φωτογραφίζει τον ορίζοντα και το φως του φλας να διασκορπάται σε φωσφοριζέ χρυσόσκονη προς τα σύννεφα σχηματίζοντας συνθήματα: ‘‘ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΤΕ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΧΡΟΝΟ ΣΑΣ’’, ‘‘ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ ΣΑΣ!’’ ‘‘ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ’’ ‘‘ΣΠΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ’’...και ενώ συνέχισε να παροτρύνει τα αστέρια να φωτίζουν τα συνθήματά του και την παρέμβασή του, άκουσε ήχους έκπτωτων νομισμάτων μπροστά του. Οι συγκεντρωμένοι θεατές τον αντέμειβαν με τα χρήματά τους.
Γύρισε τη φωτογραφική μηχανή προς το πρόσωπό του, την πλησίασε στα μάτια του και φωτογραφήθηκε...Τυφλώθηκε από το φλας της αλήθειας του...
Έχασε την όρασή του προτού ξεφτιλιστεί ακόμα περισσότερο από την πραγματικότητα γύρω του.!
Ήταν και η τελευταία φορά που θα συμμετείχε στο πενθήμερο...!



                                        X.
   ...το εορταστικό τεύχος του μηνιάιου κόμικ της Εινακό Ρέκα ήταν ήδη στην προτελευταία σελίδα του έντυπου εγχειρήματος. Η Εινακό Ρέκα ήταν από μόνη της μία ατάλαντα ταλαντούχα, «μόνο για τα κάλαντα», όπως συχνά θα άκουγε να λένε γι’ αυτήν οι περαστικοί στα διάφορα ακαριαία και ευκαιριακά πηγαδάκια τους με γνωστούς στο δρόμο. Ακόμα και αν δεν την γνώριζαν από προσωπικού είχαν σχηματίσει γι’ αυτήν μία εικόνα, είχαν χαρτογραφήσει τη ψυχογεωγραφία της. Όλη η πόλη την είχε συναντήσει για πρώτη φορά πριν ενενήντα και έξι ακριβώς μήνες.
Η ηλικία της προσδιορίζονταν από τις κάθε εμφανίσεις της μέσω των σκίτσων του κόμικ που εξέδιδε η ίδια με χρήματα που έβγαζε από κάτι μεταφράσεις ενίοτε, από μερεμέτια σε μάστορες πιο συχνά...δεν ζούσε από αυτό δηλαδή. Με αυτό απλώς παρουσίαζε τις εικόνες που μπορούσε και της επέτρεπε η μνήμη της να θυμηθεί.
Είκοσε και τρία ολόκληρα χρόνια θα είχαν παρουσιαστεί. Σκιτσογραφημένα, συμπτυγμένα μα ακριβή, μέσα από τα καρέ των μέχρι τώρα ενενήντα έξι συνεχειών της σκιτσογραφίας-βιογραφίας-ιστορικής της παρουσίας. Εύκολο να καταλάβει κανείς λοιπόν, πως η Εινακό Ρέκα, καθότι δεν είχε φοιτήσει σε καμία σχολή καλλιτεχνίας, αποτελούσε τον αποδιοπομπαίο τράγο της κατάντιας της τέχνης, για την οποία όλοι και όλες συμφωνούσαν και προέτασσαν ως αλήθή.
Σαφώς και θα ήθελε να τους ουρλιάξει στα μάτια πως πρόκειται απλώς για έκφραση και όχι τέχνη...ήξερε όμως πως μόνο σε αυτές τις πέντε ημέρες θα τους εύρισκε σε όλα πιο συγκαταβατικούς.
Τώρα, ιδιαίτερα σε αυτήν την τέταρτη ημέρα της επίδοσης και πραγματοποίησης των παθών και των επιθυμιών θα μάθαινε για το τραγικό και αναμενόμενο τέλος του γνωστού της Ταζ. «Αυτοκτόνησε, ο μαλάκας...!», θα την άκουγε κάποιος να ψιθυρίζει, μακριά από τη νεκρώσιμη ακολουθία, μέσα στο μικρό γαλάζιο ριγέ ντεσεβό της. Το είχε κληρονομήσει από τον πατριό της. Αυτός ήταν καλός απέναντί της, το ίδιο και η μητέρα της «...ο υπόλοιπος κόσμος όμως...!», αναρωτιόταν συχνά.
«Μπορώ, θέλω να περιγράψω τις επιφυλάξεις μου, τις φοβίες μου, ακόμα και την ελπίδα με γραμμές τεθλασμένες...δεν τους αρέσει! Δηλαδή πρέπει πάντα ένας άνθρωπος να αναπαριστάται με δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, δύο ρουθούνια, δύο αυτιά, δύο γνάθους...δεν καταλαβαίνω!» Δύο δάκρυα θα κυλούσαν τότε από τα δυο της βλέφαρα: ένα παρελθοντικό μέσα στο παρόν. «Για τον Ταζ», θα σκιτσογραφούσε μέσα σε ένα συννεφάκι πάνω από το ένα μάτι με τα κατσαρά κόκκινα μαλλιά-που εκπροσωπούσε αυτήν- και το άλλο, παροντικό για το μέλλον «ίσως και για εμένα...», θα σκέφτονταν κατόπιν κοιτώντας αμήχανα γύρω της.
Το δωματιάκι που περνούσε δημιουργικά τις ελάχιστες στιγμές μοναξιάς και αυθεντικότητας του εαυτού της, ήταν στην κυριολεξία καλυμμένο από ποικίλου σχηματισμού και χρώματος χαρτόνια, σαν πλαίσιο ζωγραφιών. Τα έκοβε από περιοδικά, εφημερίδες και προσπέκτους. Πολυχρωμία και πολυάριθμα καρέ εικόνων. Το δηλωμένο της οντότητας ήταν εκεί, παντού γύρω της. Το σημείο της συμπαραδήλωσής του, αυτή, είχε μείνει με το στόμα μισάνοιχτο...
Στιγμιαία, ζευγάρια πλήκτρα ξεκινούν να αναβεκατεβαίνουν μία οκτάβα. «Τι γίνεται!»...ανασαίνει αργά και εξαιρετικά ηχηρά. Τα χείλη της τα ένοιωθε ξηρά. Η γλώσσα της με αργές και αισθησιακές κινήσεις άρχιζε τη γλειώδη πορεία της πάνω στα τρομαγμένα και ξερά χείλη της, ενώ γυρνούσε συνωμοτικά το κεφάλι της προς τα σχέδια πάνω στο γραφείο. Πάγωσε...
Έβλεπε τρέμοντας το τελευταίο καρέ που είχε σχεδιάσει: ένα ζευγάρι χέρια και τα δάχτυλα μπλεγμένα να χορεύουν κάνοντας χορευτικά νούμερα. Και τα δέκα μαζί. Ταυτόχρονα μία μελωδία υπομονετικά και επίμονα να παραμένει στο ίδιο ανεβοκατέβασμα, σε αυτή τη γλυκιά μουσικότητα της εικόνας.
«Απίστευτο!». Είχε μείνει έτσι τόσο χαζή και ενεή για πέντε ολόκληρα λεπτά. Η ανάσα της έρεε πιο ανακουφισμένη τώρα. Τα μάτια της έλαμπαν ορθάνοικτα νεκρά, τα χείλη της να αναστενάζουν τους ατμούς από το ζεστό υγρό της γλώσσας και τα δάχτυλά της να τρέμουν. Ήταν έτοιμη να ολοκληρώσει και αυτό το τεύχος. «Τα έχω όλα αυτή τη στιγμή», εξατμίστηκαν κάποιες σκέψεις από το κεφάλι της. «Εικόνα, μουσική, κείμενο...ας βάλω και το Ρολάντ Μπαρτ να σοβατίζει το κολάζ με τους χρωματισμούς της ομάδας Στενέρ...»
Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως τα σκιτσαρισμένα δάκτυλα, και τα δέκα, τη στιγμάτιζαν δείχνοντάς την επιθετικά (όπως ακριβώς ο δάσκαλος τον μαθητή ατην επίπληξή του. Όπως οι ματιές της συνήθειας των γύρω της στο διαφορετικό της αλήθειας της) ξεμακραίνοντας από το καρέ της σκιτσαρισμένης ιστορίας της και αποκτώντας όγκο και βρωμιά στα νύχια τους.
Τα δευτερόλεπτα πλέον κολυμπούσαν στη θάλασσα των ματιών της Εινακό Ρέκα με τέτοια ευχέρεια, που μόνο κάποιος φοβισμένος από την όψη ενός φαλαινοθηρικού θα μπορούσε. Φαλαινοθηρικό βέβαια δεν υπήρχε, όμως αυτά τα δάχτυλα που ανεβοκατέβαιναν τις οκτάβες άρχισαν να γνέφουν με τέτοια επικινδυνότητα, όπως και τα πλοκάμια ενός τεράστιου χταποδιού που σπέυδει προς το θήραμά του.
Το καρέ που είχε φυλακίσει το σκίτσο των δέκα δαχτύλων άρχισε να σκίζεται και το ένα μετά το άλλο ψηλάφιζαν τον τρυφερό λαιμό της σκιτσογράφου.
Ασφυκτική πίεση.
Οι αδένες και οι φλέβες της διογκώνονται γεμίζοντας συνεχώς αίμα που νοιώθει πως θέλει να σκάσει και να χρωματίσει με ορμή το χώρο γύρω της.
Το άγγιγμά τους γίνονταν χάδια και μαζί με τα χέρια τής Εινακό Ρέκα άρχισαν να περιπλέκονται ολοένα και περισσότερο δυνατά, σφιχτά, απειλητικά, βίαια δημιουργώντας δαχτύλινες θηλιές και κόμπους. Πλέον οι στιγμές, η μία πίσω από την άλλη περνούσαν ανησυχητικά.
Η πίεση αυξάνονταν το ίδιο και οι συνεχείς οργασμοί της. Κολπικοί και κλειτοριδικοί. Τα μάτια της άρχισαν να ανοίγουν όλο και πιο πολύ και οι καφεπράσινες κόρες της να γυρνούν προς τα πάνω. Ένας υπέροχος συνδυασμός φόβου και έκπληξης ξεχύνονταν από την εικόνα της. Ένας άνθρωπος πλήρης από φαντασία και ηδονή.
Τελευταίο καρέ: χιλιάδες στάλες-στάμπες φαντασιακού σκιτσαρισμένου υγρού σπέρματος...
Κάποια λεπτά μετά την εμπειρία, ξαπλωμένη στον καναπέ του δωματίου της, ιδρωμένη και λαχανιασμένη, έσβηνε με ένα πλατύ και ειλικρινές χαμόγελο στα χείλη της. Τα κατάφερε!
Γέννησε το δημιούργημά της μα πέθανε πάνω στη γέννα.
Χνώτα ευτυχίας ξεθύμαιναν από τους πόρους της και υγροποιούνταν πάνω από τη συνέχεια των σκίτσων της στο τελευταίο της έργο.
...Θα την θυμούνται... 



                                       XI.
...λίγες εβδομάδες προτού κουραστεί, ο Μαχρώ Λιογέ ανάλωνε την ώρα του φτιάχνοντας ένα τεράστιο κολάζ από χρωματιστές αναμνήσεις για να ντύσει τους τοίχους του σπιτιού του.
...λίγες μέρες πριν αποφασίσει να αποσυρθεί από την ενεργό δράση ο Μαχρώ Λιογέ χρωμάτιζε με κάθε είδους χρώμα τα αντικείμενα του σπιτιού του.
...λίγες ώρες ακόμα και θα ήταν έτοιμος να δώσει την κύκνεια παράστασή του μπροστά σε ένα πλήθος πολύχρωμων μούτρων. Ο Μαχρώ Λιογέ, ντυμμένος και βαμμένος με τα πιο περίεργα και άγνωστα για τους υπόλοιπους χρώματα ήταν έτοιμος. Η αυλαία άνοιξε και το ουράνιο τόξο παραμερίστηκε σε δύο τσαλακωμένα κομμάτια αραχνοΰφαντης κουρτίνας...
«Πολύ καλησπέρα σας...φίλοι, εχθροί, κυρίες και κύριοι, εργάτες, παιδιά, τεμπέληδες, ονειροπόλοι! Και σταματάω εδώ. Και εσκεμμένα ξεχνάω όσους και όσες δεν ανέφερα και δεν ζητάω ούτε τη συμπάθειά τους ούτε τη συγγνώμη σας...Οι λόγοι που έχω είναι προσωποποιημένοι και πραγμοποιημένοι στην άνυδρη καθημερινότητά τους γύρω σας...!». Κάποιοι χειροκρότησαν καλησπερίζοντάς τον με τη σειρά τους. Το δεξιό διάζωμα αποσύρθηκε εν μέσω αλλαλαγμών, βρισιών και άσχημων χειρονομιών.
«Πολύ καιρό τώρα ήμουν πεπεισμένος, όσα χρόνια χρωμάτιζα τις φάτσες σας με εκφράσεις, πως εσείς ερχόσασταν από αγγαρεία και υποχρεωτική αίσθηση για αλλαγή αναφορικά σε αυτό το πενθήμερο μόνο...Σας αποχαιρετώ, χωρίς χρωματιστούς χαρακτηρισμούς στο μνημονικό μου...»
Ο Μαχρώ Λιογέ ήταν κλόουν, όχι επαγγελματίας (τι σημαίνει επαγγελματίας χρωματιστός κλόουν άραγε;!) διασκεδαστής. Ο Μαχρώ Λιογέ στις παραστάσεις του φορούσε τα καθημερινά του ρούχα. Δεν είχε περούκα ούτε κόκκινη πλαστική ή λαστιχένια μύτη. Γεννήθηκε από τον Τασερώ και την Κινέζα Ψυχώ Γιαχά. Το μοναδικό βρέφος που γελούσε, όταν βγήκε με καισαρική από την Ψυχώ Γιαχά. Αυτή και ο Τασερώ ήταν οι μοναδικοί δημιουργοί ζωής, που μόλις αφού γεννήθηκε ο Μαχρώ Λιογέ, επισκέφθηκαν κάθε σπίτι στην μικρή αυτή πόλη γνωστοποιώντας και γνωρίζοντάς τον σε κάθε οικογένεια.
Τον πρώτο χρόνο της ζωής του τον πέρασε συμβιώνοντας για λίγο με κάθε έναν γονέα της πόλης. «Σε κάθε παράστασή μου, καθείς και η καθεμιά σας αναγνωρίζει πάνω μου και ένα δικό σας χαρακτηριστικό...τα χρώματά μου αποτελούν τόσα χρόνια και μία διαφορετική τέμπερα και λαδομπογιά του χαρακτήρα σας! Σας ευχαριστώ γι’ αυτό το παράδοξα αληθινό συν-αίσθημα...!»
Μουρμουρητά ανησυχίας άρχισαν να ξεφεύγουν από τα χείλη και τα μάτια των λίγων πλέον παρευρισκομένων, μετά και την αποχώρηση των υπολοίπων μισανθρώπων. Τα παράπονα και οι υποψίες ανησυχίας πετάριζαν προς το πάλκο όπου βρίσκονταν ο Μαχρώ Λιογέ.
«Τι συμβαίνει;!»
«Γιατί μου φαίνεται πως μιλάει παράξενα σήμερα;»
«Τα χρώματά του λίγο ωχρά δεν σου φαίνονται καλέ μου;!»
«Α ρε Μαχρώ, τι έχεις...!»
Η απορία είχε καθηλωθεί στα πρόσωπα όλων.
Ο Μαχρώ Λιογέ με αργές κινήσεις γονατίζει στο ξύλινο πάτωμα του πάλκου και σκυφτός όπως είναι αρχίζει έναν καταιγιστικό μονόλογο έχοντας ντύσει το πρόσωπό του με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.
«Τι συμβαίνει όταν σημαίνει η ώρα του θανάτου τής χαράς; Τι προϋποθέτει η άφιξη της χαρμολύπης; Τι έκφραση θα θέλατε να αποκτήσω, όταν παρατηρώ κάποιους να τριγυρνάνε σκυφτοί μπροστά από τις επιθυμίες των και κλείνουν το μάτι μονάχα  στις ανάγες που προεπιλέγουν η μαζική τους διασκέδαση και ο πολύτιμος κατά τ’ άλλα ελεύθερός τους χρόνος...;
(αρχίζει σιγά σιγά να χαλαρώνει τη ζώνη και το παπιγιόν του)
Όμορφες δροσοσταλίδες-μπιχλιμπίδια στα φύλλα των ηλιανθέμων-τρελό χορό ξεκινάνε...
Βροχοσταλίδες περιποιούνται τα απέριττα πρόσωπα όσων κείτονται ενεοί στα ηλιοβασιλέματα και τα ολόγιομα φεγγάρια...
Ένα αγοράκι και μία πεταλουδίτσα συζητούσανε με τις νεραϊδούλες που ψαρεύουν από το φεγγάρινο νύχι τα ονειροπόλα ταξίδια του κάθε αιθεροβάμονα...» και άρχισε να έρπεται στην ξύλινη επιφάνεια του πάλκου αφήνοντας τα χρώματά του να αποτυπώνουν την πορεία του κορμιού του. Φτάνοντας στην άκρη της σκηνής και ψιθυρίζοντας ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα αναμεμειγμένο με κατάρες και απραγματοποίητες ευχές, γυρνάει το βλέμμα του προς τους «θεατές».
«Θεατές ήσασταν τόσο καιρό, απλοί ανάξιοι θεατές των εαυτών σας! Δεν σας συγκίνησα ούτε και σας ευχαρίστησα ποτέ και αυτό γιατί ποτέ δεν πήρατε έστω μία παράσταση στα χέρια σας. Το πενθήμερο το αντιμετωπίζατε πάντοτε σαν μία ευκαιρία να ξεσκάσετε από τις συνήθειές σας...! Ποτέ σαν ανάσα για να την κάνετε χνώτο σας...Πάντοτε σαν ανούσιες, στην ουσία της ύπαρξή σας, ανταμοιβές για τον πεθαμένο χρόνο που σας επιβάλλουν να σκοτώνετε για χάρη τους τα αφεντικά σας και κάθε εχθρός της ευτυχίας που αναζητάτε λες και ψάχνετε τη χαμένη Ατλαντίδα! Μα...το έχουν καταφέρει οι κατακτητές σας και με τις δράσεις σας συμφωνείτε μέρα τη μέρα μαζί τους. Σας δίνω τα χρωματιστά μου ρούχα και σας τα χαρίζω για να τα κάνετε βιογραφία και θύμισες στο πρόσωπό μου. Σας τα πετάω, μολυσμένα όπως είναι από την προσωπική μου εγρήγορση, να τα κάνετε νεκροφορεσιές στο χορό των πεθαμένων συνειδήσεών σας. Κρατήστε λοιπόν το αγελαίο χειροκρότημά σας και συρθείτε στα καλόγουστα κελιά που χτίσατε μόνοι σας, βάζοντας όρια στο βλέμμα και ταξιδέψτε στα στημένα τοπία των πολύχρωμων κουτιών που έχετε βάλει απέναντί σας αντικαθιστώντας τους συνανθρώπους σας. Η αγχόνη της αιδούς της ελευθερίας σας σας περιμένει...Στέλνω λοιπόν το έσχατο, δηλητηριασμένο από την κενότητά σας δάκρυ μου συνοδεία στη νεκρική πομπή του γυρισμού σας και το παγωμένο μου μειδίαμα-στολίδι για τον τοίχο της γαλήνης σας...!» και έτσι γυμνός καθώς στέκονταν απέναντί τους γύρισε το βλέμμα του και τους έκλεισε το μάτι αφήνοντάς το για πάντα κλειστό...
Αποσύρθηκε στο καμαρίνι του χαρούμενος που τους είχε επιδείξει τον αυθόρμητο ρεαλισμό του εαυτού του. Κάθισε στην ξερακιανή καρέκλα-δώρο από μία γαμημένη θαυμάστριά του και λυγίζοντας τον κορμό του κεφαλιού του άφησε την προτελευταία βοή ανακούφισης...Σηκώθηκε.
Αντιμετώπισε για τελευταία φορά τον μισητό του φίλο, τον καθρέφτη και χαιρετώντας τον άρχισε να ξεβάφεται.
Κανείς δεν το είδε να βγαίνει από το καμαρίνι.
Τον έψαχναν σε όλο το θέατρο. Το μόνο που βρήκαν ήταν το μαντήλι του. Ήταν γεμάτο χρώμα και αναμεμειγμένο με ιδρώτα και τόσα άλλα...



                                     XII.
  ...το πενθήμερο τελειώνει, οι μυθιστορηματικές ίνες συμπλήρωσαν και ολοκλήρωσαν 12 ώρες πλεξίματος φαντασιακής διήγησης...

...μυθιστορηματικές ίνες υφαίνουν διηγήματα βιωματικά, διηγήματα-χνώτα από τους πόρους του κάθε ατόμου...
Εγώ σήμερα, εδώ στο κλωστοϋφαντουργείο, αποφασίζω να καταστρέψω τον δουλικό χρόνο της δουλειάς. Ό,τι προηγήθηκε δημιουργώντας τα ‘‘φαντασιακά διηγήματα’’ και καταστρέφοντας-απαξιώνοντας τα μέχρι πρότινος μυθιστορήματα/διηγήματα, αποτέλεσε μία προσπάθεια κατανόησης και ταυτόχρονης εξήγησης του επίπλαστου νοήματος του όρου ‘‘τέχνη’’ εξοβελίζοντάς το στην ανυπαρξία (μακρυά από αυτές τις αραχνοΰφαντες σελίδες) και βάζοντας στη θέση του την ουσιώδη σημασία της...διαφορετικής έκφρασης...
«Αλκοόλ να ξεθυμαίνει, ενόσω αναστενάζω και χασμουριέμαι ρεύοντας...
Κλειστοφοβικά κάτουρα να διανύουν τις ρωγμές και τις γραμμές από τα πλακάκια του πατώματος μέσα σε αυτό το άθλιο δωμάτιο-κελί του εργαστηριακού μου μικροκόσμου...
Δείχνω εμπιστοσύνη μονάχα στις χαοτικά αχανείς ματιές μέσα από τα κλειστά μου βλέφαρα, λίγο προτού να κοιμηθώ...
Αρώματα ψεύτικα...ακόμα και αυτός ο ιδρώτας και το σάλιο είναι γεμάτα τοξικά και πλαστικά δηλητήρια, όπως άλλωστε κραυγάζει πως είναι ο σύγχρονος βίος μας...
Χρόνος...ένας χρόνος βέβαια και σταθερά τόσο προγεγραμμένος και αριθμημένος...δεν είναι κρίμα;
Κρίμα...!
Που η επι-βίωση χαλαρώνει τους δεσμούς με το ψέμα, την ψευδαίσθηση και τον πόνο απωθώντας τη σημασία του σασπένς...
Ελευθερία=ψήγματα ψευδαίσθησης μπροστά στην πραγματικότητα της κυριαρχίας και της εξουσίας...»

‘‘Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ’’

Η επιφανής – θεαματική όψη της πραγματικότητας, που συνοψίζετα στην κυκλική κινητικότητα του διπόλου παραγωγή-κατανάλωση, έχει ορίσει και παρουσιάζει ως προκαθορισμένες τις στιγμές  (τις περισσότερες όχι όμως όλες) του κάθε ατόμου στην παρωδία του καθημερινού ‘‘γίγνεσθαι’’. Το χρονοδιάγραμμα της καθημερινής δραστηριότητας οποιουδήποτε από εμάς, αυτό διακατέχεται από τα αποκλειστικά σημάδια της έμμισθης δουλείας, της κατανάλωσης και τέλος του ύπνου και των συναισθηματικών διακυμάνσεων. Για τα δύο πρώτα σημεία ο λόγος περιττεύει, τα δεύτερα όμως συνιστούν μία νόθα ελευθερία ως επιστέγασμα των δύο προηγουμένων (...για να αισθανθείς και να κοιμηθείς πρέπει πρώτα να δουλέψεις και να εκμεταλλευτείς την όποια σου οικονομική κατάσταση. Ένας φίλος θυμάμαι λέει πως ο ύπνος για πολλούς σήμερα είναι πολυτέλεια που μέχρι στιγμής δεν φορολογείται!)
Τα δεύτερα χαρακτηρίζουν επιμέρως τον αποκαλούμενο ‘‘ελεύθερο χρόνο’’, που τοποθετείται και αποκτιέται από τον κάθε πολίτη-άτομο σαν απαραίτητο χρονικό διάστημα συγκέντρωσης δύναμης και αντοχής, ώστε να διατηρείται η συνέχεια της ‘‘εκμετάλλευσης των εργατικών χεριών’’. Ως νομοθετημένο χρονικό περιθώριο απουσίας από τα μέσα και εργαλεία παραγωγής βρίθει επιρροών από το κατεστημένο σύστημα εξουσίας (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των γιορτών που ανυψώνουν και ξεσκονίζουν το εθνικό γόητρο, των εβδομαδιαίων μισθωτών διακοπών, που απαιτούν τουλάχιστον και μία δεύτερη δουλειά ή αλλιώς υπέρογκο φόρτο εργασιακών αγγαρειών προηγουμένως, των θρησκευτικών ευχαριστιών συνοχής και σύμπνοιας κοκ).
Το ψεύδος όμως του ελεύθερου χρόνου για πιο προσωπικές εκφράσεις του καθενός και καθεμιάς μας προδίδεται από το αντιστρόφως δυσανάλογο ζεύγος ‘‘διαστολή ωρών εργασίας-συστολή της χρηματικής αμοιβής’’. Η ωρίμανση της εξουσιαστικής επιβλητικότητας πάνω (σε βάρος) στις ανθρώπινες σχέσεις έχει μετατρέψει το ουσιώδες της ελεύθερης μετακίνησης και επικοινωνίας των καταστάσεων σε αντίστοιχους ‘‘χρόνους’’ γεμίζοντάς τους με όλες αυτές τις επίπλαστες ανάγκες-επιθυμίες επί της ουσίας-που ρέπουν υποχρεωτικά προς ποικιλότροπη καταναλωτική μανία. Η δημιουργικότητα που θα χαρακτήριζε κάθε προσωπική στιγμή, που έχει αποδεσμευθεί (έστω και προσωρινά, βλέπε το συγκεκριμένο πενθήμερο) από τις επιταγές της επιβίωσης, μεταφράζεται με εξουσιαστικούς όρους σε αγοραζωή...

«...Δείξτε ευλάβεια στο μπανιστήρι του Φορεά Κολασίμων Παθών (Φ.Κ.Π.) μέσα από την Καλειδοσκοπική Κλειδαρότρυπα (Κ.Κ.) της πόρτας που διαχωρίζει την ειλικρινή προσωπικότητα από αυτήν που κοντοστέκει απελπισμένη στη μίζερη πραγματικότητα γύρω μας...
Συνοδέψτε με τα χάδια των ματιών σας κάθε στιγμή του Αύια του ζωγράφου, του Ταύιο του γλύπτη, του Σαρτ του λογοτέχνη, του Τρατς του ποιητή, του Μακάρ του μουσικού, του Ταζ του χορευτή, του Λεόν του ηθοποιού/υποκριτή, του φωτογράφου Άτιαμ, της σκιτσογράφου τής Εινακό Ρέκα και τέλος του Μαχρώ Λιογέ, του κλόουν. Και πάλι και πάλι, ξανά και ξανά...
Τα φαντασιακά αυτά διηγήματα πλέχτηκαν με αγαθές προθέσεις για ευαίσθητα μυαλουδάκια, τα οποία αρέσκονται να ταλανίζουν τα κύτταρά τους με ΔΗΘΕΝ ουτοπικές έξεις και έμπρακτες επιθυμίες στο δυνατό που τους προσφέρεται ή μάλλον στο ιδανικό που διεκδικούν. Τα διηγήματα ξεφεύγουν από τα στείρα πλαίσια μιας υποτυπώδους ανάγνωσης και περνάνε στο φάσμα και τη διάσταση της ζωντανής, κάθε φορά, συνομιλίας με κομμάτια του εαυτού μας, που βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στον κάθε άνθρωπο. Μας τρώνε μπήγοντας τα δόντια τους κατάσαρκα λαχταρώντας συνεχώς να ανανείψουν από το εσωψυχισμό μας...
Δεν είναι δύσκολο να δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο σαν και εμάς, όπως ακριβώς και να καταλάβουμε τον εχθρό της ελευθερίας απέναντί μας...»

ΑΣ ΓΙΝΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΟΥΣΟΥΡΙ...ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΗΝ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ...

Με σεβασμό,
Γ.Η.Π.            




               

Σχόλια