"Αισιόδοξος είναι ο άσχημα πληροφορημένος απαισιόδοξος", του Γ.Η.Παγωνάκη



Αντί προλόγου…



«Σε κάποιους αρέσει η νύχτα γιατί δεν μπορούν να την αιτιολογήσουν ακόμη και να την εξηγήσουν.
Σε κάποιους άλλους, επειδή διαφέρει από την ημέρα, όπου γίνονται όλα κάτω από το φως του ήλιου και δεν κρύβεται κανένα στοιχείο αντισυμβατικότητας και ρομαντισμού χαμένου στα νυχτοπερπατήματα, που είναι και δύσκολα για την πλειοψηφία του κόσμου.
Σε μία άλλη κάστα ανθρώπων η νύχτα στέκεται αδικαιολογήτως ολούθε τους, συγκεκριμένες ώρες, για τον απλούστατο λόγο ότι οι μεταφράσεις που έχουν αποδώσει στη ζωή τους μέχρι τώρα ασχολούνται με τα φώτα του πρωινού και του μεσημεριανού φωτός...οπότε, άλλες γλώσσες και άλλοι κώδικες επιβίωσης και αρεσκείας.
Υπάρχουν και κάποιοι όμως, οι οποίοι αφήνουν κάθε νύχτα να απεκδυθεί και ένα διαφορετικό φόρεμα απέναντί τους και αυτοί, με τη λογική που τη χαϊδεύουν κάθε φορά, να την χαϊδέψουν και τώρα...
Ποιοί είναι οι πλέον ευνούμενοι και τυχεροί δεν θα το εξετάσουμε, εφόσον κάθε ματιά διαφορετικά πράγματα και αντικρύζει και ασχολείται....!
Οι επιπόλαιοι απανταχού στην υφήλιο θα σπεύσουν να αντικρούσουν λέγοντας πως: «Μακάριοι οι δειλοί υπό του φόβου του πρωινού φωτός» και η απέναντι πλευρά υψώνοντας τα ποτήρια της θα απαντήσει «Ο σοφός και ο τρελός σε μια γουλιά κρασιού θα πνιγούν...»
Κάποιοι μιλούν για έρωτες στα χρόνια αρρώστιας, εγώ όμως θα μιλήσω για καταραμένες εποχές που απώλεσαν τους έρωτές τους, ώστε να δουν μία άσπρη μέρα στα κατάστιχα της καθημερινής εγκληματικής τους ανενεργής πλήξης...
Κάθε ημέρα εκατομμύρια άνθρωποι σε χιλιάδες περιοχές του μοναδικού μας πλανήτη κινούνται σε δεκάδες διαφορετικές κατευθύνσεις, ώστε να σκοτώσουν ως προς το ζειν κάποιες ώρες παραγωγής και στάσιμης ομοιογενούς απασχόλησης. Όποια ημέρα σε χιλιάδες τόπους με εκατομμύρια κατοίκους οι λέξεις χάνουν εκουσίως το νόημά τους και τους το αντικαθιστούν με μεταφράσεις άκρως επικίνδυνες για την κοινωνική ισορροπία και ομόνοια….Αχ αυτή η ετερονομία της εργασίας!»
                                                                                   ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ    

Πρελούδιο

«…καφές και τσιγάρο ή καλύτερα πρωινή πρώτη προσπάθεια να ανοίξουν κυριολεκτικά οι τσίμπλες. Ένας συνδυασμός, το ίδιο χαριτωμένα ανάλαφρος όπως και το παρεπόμενό του για τους περισσότερους νομίζω· περιοδικό, εφημερίδα, συνεχίζω το σταυρόλεξο ή και απλώς να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, πάνω από το πρωινό κρύο στόμα της λεκάνης…
πόθος–πάθος και ενδιαφέρον είναι κάποια από τα συστατικά των σχέσεων της νικοτίνης με την καφεΐνη, για όσους και όσες καταλύουν ενίοτε, τουλάχιστον, στις αγκαλιές των παθών τους…αμαρτία, για κάποιους σύγχρονους και παλιούς κατακριτές όποιων παθών, οία είναι το ίδιο γλυκιά με ένα δροσερό ποτήρι νερό στην μέση της ερήμου και όντας ζαρωμένος από την κουρασμένη και καυτή άπνοια, που χαϊδεύει ολούθε σου τους πόρους.
Τα κενά της ιστορίας είναι εκείνα τα μυστικά, που κρύβει ο καθένας, η διάθεση που σχηματίζει ακαριαία χωρίς να χρειάζεται να τα εξομολογηθεί σε κανέναν. Σ’ αυτές τις στιγμές η Ιστορία χάνει από το γεγονός, εφόσον μια πληροφορία εντός του εαυτού μας αναλώνεται αυτό-καταστραφόμενη και με αυτόν τον τρόπο το συγκεκριμένο γεγονός αποκτάει, έστω εξαπίνης, μια αυτονομία τόσο από την διάρκεια όσο και από το κοινότοπο της καθημερινότητας.
 Το τσιγάρο και ο καφές και από την άλλη το άραγμα στην τουαλέτα αποτελούν ενστικτώδεις συμπεριφορές· οι πρώτες ενηλικιώνονται σταδιακά και η δεύτερη είναι εγκαθιδρυμένη οργανικά μέσα μας. Το αυτονόητο, εν τούτοις επιδέχεται, ως φαίνεται και αποδεικνύεται από τα κοινωνικά κωλύματα και την χειραφέτηση της έκφρασης, κριτική και ο περί τούτου λόγος-στην περίπτωση που δεν αποκρύπτεται είναι συνηθέστερα χλευαστικός. Συνδέοντας τα παραπάνω, εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα της απαξίωσης της αυτονομίας των μεθόδων και τρόπων έκφρασης του καθενός ξεχωριστά, ενώ από την άλλη προβάλλονται συγκεκριμένα πεδία να κινηθεί οποιοσδήποτε, νοητικά και σωματικά, χωρίς να προκαλούν με την ανάδευσή τους. Ο μαρκήσιος πράγματι προέτρεψε την κοινωνία του να κινηθεί ακόμα παραπέρα, η κοινωνία τον τιμώρησε…ο φερνάντο έζησε και δεν ευδοκίμησε από παραστρατήματα εκτός του καφέ, του καλού κρασιού και του τσιγάρου, σε μια κοινωνία, όπου μαστίζονταν από την πλατωνική επιφάνεια και τον οργιώδη βυθό…η αποδιδόμενη ομορφιά του Όσκαρ τον τιμώρησε από την αλαζονεία του υπέρμετρου ενδιαφέροντος προς σεαυτόν…ο ναρκισσισμός είναι καταδικαστέος, από ποιους όμως;! μονάχα οι απαθείς και ανέραστοί κατέχουν την θέση του δικαστή και του κριτή…Τέτοια η αντίφαση ή η αντικειμενικότητα…»       
                                                                                  “Φορέας Κολασίμων Παθών”




 ............................................................................


Χμ…
Ανοίγει η αυλαία της ημέρας και το παραβάν βάφεται με φιλοδοξίες για την επόμενη ώρα, μέσα από τόσα ουσιώδη και ασήμαντα δευτερόλεπτα συναντήσεων τυχαίων και καθορισμένων με τον ίδιο πάντα πρωταγωνιστή: αυτόν που αφηγείται και παρατηρεί κινήσεις, δικές του και άλλων…O πρωινός καφές, αν δεν έχει προηγηθεί αυτός στο σπίτι, σηματοδοτεί την καθημερινότητα της ημέρας και της ασχολίας. Τα επιφωνήματα φόρτου και αγωνίας εναλλάσσονται το ένα μετά το άλλο κι όμως, η ημέρα και αυτής η νύχτα παραμένουν στον ίδιο διάδρομο της ύπαρξης, για να γίνουν αναλώσιμες και εκμεταλλεύσιμες από τους απανταχού εργάτες και ζώντες οργανισμούς.
Ο ήλιος συνοδός της βροχής, της ζέστης, του κρύου, της κάθε εποχής στέκει πάντοτε από ψηλά, συγκαταβατικά και ως υπερόπτης, λόγω της θέσης του, εξημερώνεται παρατηρώντας όλους εμάς να προχωράμε σε μονοπάτια και δρόμους, εδώ και εργατο-ώρες χαραγμένα και οροθετημένα, μα αυτός εκεί ψηλά, απλώς παρατηρεί…τους αέναους μυρμήγκια, να τρέχουν δίχως τελειωμό και κούραση, ώστε να σταματήσουν να τρέχουν…
Και αυτή να στέκει, με το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της, καθώς ξεκουράζονταν από την πρωινή της αναζήτηση για δουλειά. Είχε ήδη ξυπνήσει από τα χαράματα και έπαιρνε σβάρνα κάθε είδους επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, προσπαθώντας να πείσει τους ιδιοκτήτες για τα προσόντα που διέθετε, ακόμα και για δουλειές οι οποίες δεν της άρμοζαν…Στην πραγματικότητα είναι μόνη της, χωρίς κάποιον να την συνοδεύει τόσο στην αναζήτηση όσο και στην διασκέδαση· η ηλικία της αποτελεί το κομβικό σημείο από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, με όλες τις προοπτικές για απασχόληση, καθώς το μεράκι της για επιβίωση έλαμπε από ικμάδα και πάθος για περιπέτειες. Κι όμως αυτή της η ηλικία, ενώ θα συμπληρώνονταν κάλλιστα από ένα ταίρι, αυτή, αντιθέτως, από δίπλα της και ολούθε της την προσπερνάει και άλλοτε την ακολουθεί, απλώς αγκαλιάζοντάς την και σφίγγοντας τα νεύρα της, γιατί η ίδια δεν ήθελε κανέναν…
Όχι παράδοξο για κάποια, που είχε ζήσει την απώλεια κάθε δικού της ανθρώπου, από μια κληρονομική διάθεση για αυτοκτονία· τουτέστιν και οι γονείς της και ο μικρότερος αδερφός της είχαν αυτοκτονήσει ομαδικά, την στιγμή που αυτή γυρνούσε από το σχολείο της, φέρνοντας μαζί της τις προοπτικές, που υποτίθεται θα τις προσέφεραν οι μεγαλόστομοι βαθμοί…μάταια…
Τότε, τα χαμόγελα που ίσως θα ηχούσαν με τις ματιές τους προς το πρόσωπό της μετατράπηκαν εξαπίνης σε καταστρεπτική και αγωνιώδη απορία· τόσες κηλίδες αίματος στην εντέλεια τοποθετημένες γύρω από τους καρπούς και τα κορμιά των δικών της, στο πάτωμα της κουζίνας· και ένα άλικο σημείωμα να στάζει και να αποτυπώνεται από την κάνουλα της βρύσης στο νεροχύτη…«ό,τι μπορούσαμε κάναμε, καλή σταδιοδρομία και συγγνώμη από την σωρό των ντροπιασμένων πτωμάτων μας»…
Ένας μήνας απομόνωση μέσα στο σπίτι, γερές καταναλώσεις αλκοόλ, τσιγάρων και χαπιών, αποτελούσε την ημερήσια προσπάθειά της, με σκοπό να συνειδητοποιήσει το τραγικό και αλλοπρόσαλλο γεγονός, που θα της στοίχιζε την οριστική απώλεια όλων όσων την χαρακτήριζαν, μέχρις στιγμής…Το παρελθόν της, όπως και τα πτώματα, κάηκαν μαζί αυτοστιγμεί, σε κατάσταση πανικού και λύτρωσης από την οδύνη της εικόνας! Και ο τρόμος της για την μετάφραση του παραλόγου ήταν αυτό, το οποίο την έκανε περισσότερο απελπισμένη· η κληρονομική διάθεση της αυτοχειρίας δεν θα την επηρέαζε, κάτι που θα καταλάβαινε προς το τέλος της κουρασμένης της επιβίωσης, μέσα σε γκρίζα μαλλιά, ροζιασμένα χέρια και μαύρες σακούλες κάτω από τα μονίμως κοκκινισμένα μάτια της, σε ηλικία ογδόντα χρόνων…ίσως!
Στους συγγενείς της έμοιαζε μόνο μέσα από τους τρόπους που είχε υιοθετήσει για να συμπεριφέρεται στο σχολείο με σκοπό τους καλούς βαθμούς, στα ρούχα που φορούσε, μιας και η γειτονιά της προϋπέθετε υψηλό εισόδημα, καλό όνομα και στυγνή επιχειρηματικότητα και τέλος στο επίθετο. Το πρόσωπό της, πράγμα που της είχε προκαλέσει αρκετές φορές την απορία, δεν συμβάδιζε με το τυπικό των υπολοίπων μελών της οικογένειάς της, ούτε και αυτά τα τόσο χαριτωμένα λακκάκια που έδιναν βάθος στην μορφή της…
Η τυπικότητα με την οποία τής συμπεριφέρονταν έβγαζε την απορία σε βλεφαροσπασμούς με δάκρυα έλλειψης εμπιστοσύνης, μα η κουβέντα σταματούσε πάντοτε στην αυθάδεια τής αμφισβητήσεως για το είναι της! Εν τούτοις, αυτή ήταν ό,τι θα επιθυμούσαν αυτοί ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση· ένα παιδί, του οποίου ο σωματότυπος να προσαρμόζεται στο φύλο του και όχι ένα ατόπημα της κοινωνικής τους ιδιοσυγκρασίας, πράγμα που επιβεβαίωνε καθημερινά ο υιός τους. Η περιοχή που έμεναν ασφυκτιούσε από ένθερμους άντρες και αισθησιακές γυναίκες και ο γιος  ήταν κάρφος απέναντι στην υγιεινή και καθωσπρέπει νοοτροπία της συντηρητικής αυτής κοινωνίας νεόπλουτων. Αυτό εξηγούσε και όλες τις προσπάθειες των γονιών της να την προσαρμόσουν, με τις καλύτερες των προϋποθέσεων, στο περιβάλλον· κι όμως, δεν ήταν όλα φυσιολογικά .
Οι μέρες και τα χρόνια, χωρίς απαντήσεις, έδιναν την θέση τους και την επικαιρότητα σε άλλα και η απορία ξεφούσκωνε και εμφανίζονταν πάλι περιστασιακά. Και έφτασε αυτή η στιγμή, που από το πρωί, νωρίς, είχε βγει για άλλη μια φορά στους δρόμους προς αναζήτηση δουλειάς, έχοντας περάσει από κάμποσες άλλες μέχρι τότε.
Και για ακόμη μια φορά επέστρεψε στο σπίτι, μην έχοντας καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη ή έστω το ακαριαίο ρίσκο κανενός αφεντικού. Το χαμόγελο έλιωνε στα μάγουλά τους, κατευθείαν με την αρνητική τους απάντηση, ενώ αυτή τους κοιτούσε σαν μαρμάρινη κόρη, σταθερή και δίχως ίχνος μειδιάματος στα μάτια της. Τα δάκρυα τής ενοχής της συμπυκνώνονταν στους ιδρωμένους καρπούς των χεριών της και τους σκούρους κύκλους, έπειτα από ώρες περισυλλογής και χασίματος. Μόνη της, πάνω στο τριανταφυλλένιο στρώμα του κρεβατιού της.
Το όνομά της δεν έχει σημασία, όπως επίσης και η ηλικία της ή και τα σωματικά της χαρακτηριστικά· άλλωστε και οι συγκυρίες όσο και οι συνιστώσες της ζωής της παρέμεναν αδιάφορες για τον περίγυρό της, αφότου μεγάλωσε και μετακόμισε από το πατρικό των αυτοκτονιών! Ορφανή, μόνη, μονάχη, ακόμα και σε αυτές τις ύστατες στιγμές για φυγή ή για φυσική εξασθένιση των ευαισθησιών και των αισθητηρίων της…Περιουσία της ήταν το κορμί και το μυαλό της, τίποτε άλλο, πέραν αυτών· τα χρήματα, τα αντικείμενα και η στέγη, που ενίοτε την φιλοξενούσε, αποτελούσαν ευτελείς παρουσίες.

«Η πυκνότητα μιας στιγμής είναι αυτή που στιγματίζει και κυριολεκτικά ειρωνεύεται την διάρκεια καθ ‘όλο το εμβαδόν της φάτσας της…», έκλεισε το βιβλίο, τσούγκρισε νωχελικά τις μικρές γροθιές της με τα μάτια της και αφού το κορμί της έβγαλε έναν βρυχηθμό όπως πρέπει ευγενικό απέναντί στην οκνηρία, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
 Το χρονικό διάστημα, που πέρασε από το αιματηρό ξόδι των δικών της, την δυσκόλεψε στο να οικειοποιηθεί τον χώρο που μέχρι τότε μοιραζόταν με τους υπόλοιπους. Η ιδιαιτερότητα απέναντί της, την οποία της παρουσίαζαν οι γονείς της, είχε καθιερωθεί με αργά βήματα, ακόμα και μέσα στον χώρο του σπιτιού· εκεί όπου συνήθιζε να δράττει για κάμποσο χρόνο, το μέρος είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά της και αλλού τα δωμάτια αντανακλούσαν στοιχεία των υπολοίπων μελών. Τα χρώματα στους τοίχους του υπνοδωματίου της αντιτίθονταν στην ξεραμένη ταπετσαρία του σαλονιού, πλην του καθιστικού. Αντί για κορνίζες και τεράστιους πίνακες, το χολ και το σαλόνι, αντιθέτως, βάραιναν από μυριάδες μικροαντικείμενα ποικίλου σχήματος και χρώματος, αντικρίζοντας και ενισχύοντας την χαμένη ικμάδα της νεοφερμένης (τότε) μινιμαλιστικής ταπετσαρίας. Ας μην γελιόμαστε όμως…
Σε χρονικά περιθώρια που ανέχονται την απουσία των αντίλογων απέναντι σε ενδεχόμενους θυμούς οι νικητές είναι πάντοτε προκαθορισμένοι· οι ίδιοι αυτοί, που θέτουν και τους κανόνες, εν προκειμένω η ίδια. Δεν είχε αντιδράσει εναντίον τους ποτέ, όσο και να προσπαθούσε να αποκτήσει τον έλεγχο του εαυτού της στομώνοντάς τον ένα σωρό ψέματα, περί αντιδραστικότητας, ειλικρίνειας απέναντι στους άλλους και ούτω καθεξής. Σεβασμός, όχι σε κάποιον που διαταράσσει την εξέλιξή σου με προσχήματα που βρίσκονται πέραν εσού και της δικής σου προοπτικής…Υποκρισία, ίσως, αν πραγματικά η πλάτη σου ζυγίζει πολύ περισσότερο απ ‘ότι τα βάρη που προστίθενται διαρκώς στους ώμους σου…Αδιαφορία, πολύ περισσότερο, μιας και αποτελεί αναντίρρητα το σπουδαίο εργαλείο άμυνας και επίθεσης συνάμα, οπότε όσο προβλέψιμο και να είναι ένα χτύπημα άλλο τόση σιγουριά αποπνέει από μόνο του στον θύτη ή στο θύμα.
Αυτά ταλάνιζαν το μυαλό της αρκετές φορές καθώς γυρνούσε από περιπλανήσεις σε πολλές γωνιές στα αστικά εργοστάσια πολιτών ψάχνοντας, με αρκετή δόση ειρωνείας, για το φάρμακο της χασούρας και της ταυτόχρονης ντροπής· η δουλειά δεν την ενέπνεε, πόσο μάλλον τώρα, που της επέτρεπε, εν τούτοις, να κραδαίνει μια μικρή ελπίδα επιλογής (sic) για ό,τι θα εύρισκε. Μάταια…

Λέγεται πως μία από τις πλέον σοβαρές ασθένειες, που μαστίζουν την ανθρωπότητα, άσχετα αν βαφτίστηκε και παράχθηκε σε αυτό που αποκαλείται δυτικός κόσμος, είναι αυτή με το όνομα κατάθλιψη…!(τι να πει δηλαδή και το μικρό με την κοιλιά του φουσκωμένη από απελπισία ως καθημερινότητα ή και το άλλο, πιο πέρα αλλά εξίσου κοντά μας, που αντί για αστέρια προστατεύεται από μεγατόνων βόμβες-σταγόνες σαν ψάρια…σουρεαλιστικό…χμ!) Από αυτήν δεν είχε καμία επήρεια, μολονότι περνούσε δίπλα της συχνά, όσο το μνημονικό της επανασυνέθετε τα κομμάτια των πυκνών φευγαλέων στιγμών. Ήξερε πια να χειριστεί τα ξεσπάσματα. Και όταν ξεσπούσε αναπολούσε μία συνηθισμένη εικόνα του αδελφού της όταν ήταν μπόμπιρας:
 «Κλείνοντας τις πόρτες στα βροντερά νυχτοπερπατήματα, ο μικρός κρυφοκοιτάζει από το τζάμι του σαλονιού του τις νιφάδες να διαδέχονται η μία την άλλη, σε ένα στροβιλίζοντα ρυθμό, ενόσω ο άνεμος δίνει τις οδηγίες στην συμφωνική της βροχής, η οποία πέφτει σε allegro αφήνοντας τα κύματα να προλαβαίνουν να την γλείφουν με τα άσπρα τους μουστάκια…χειμώνας, τόσο θορυβημένος απέναντι στην αδιάφορη ψυχραιμία των μετεωρολόγων, εφόσον λίγες φορές έχουν πέσει διάνα στις προβλέψεις τους για αυτόν.
Ο μικρός, με ένα πρόσωπο ορθάνοικτο και μάτια να αστράφτουν στο γεγονός που μέχρι τότε (στα δωδέκατα γενέθλιά του) δεν είχε συναντήσει, ενθουσιασμένος βλέπει το πακέτο με τα τσιγάρα της μητέρας του να τον προσκαλούν να ανάψει ένα και δίχως άλλη σκέψη παίρνει ένα καιγόμενο κλαδί από το στόμα του τζακιού, το φέρνει απέναντι από τα χείλη του και απαντάει θετικά στην νικοτινένια πρόσκληση…Οι πρώτες, ενοχλητικές για την μυστικοπάθειά του, φράσεις βήχα δείχνουν προς στιγμήν να ταράζουν την περιπέτειά του, μα ένα νυσταλέο κομπόδεμα σάλιου από το δωμάτιο των γονιών του τον επαναφέρει και συνάμα του προτείνει πως όλα βαίνουν σύμφωνα με την επιθυμία του για αυτήν την ημέρα: κάποτε να καπνίσει αυτήν την ακαριαία αμαρτία, που σαν πρωτόγνωρο σκίρτημα έρωτα προσέβαλε τον μικρούλη εγωισμό του…να συμπεριφερθεί σαν μεγάλος και να καπνίσει σαν μεγάλος, να μιλήσει στον καθρέφτη, με το τσιγάρο στο στόμα σαν μεγάλος και να κάτσει σταυροπόδι στον καναπέ του σαλονιού, μπροστά από την καιγόμενη παρθενία της εστίας, σαν μεγάλος ρουφώντας μεγαλειώδεις ρουφηξιές σαν τους μεγάλους με τα μεγάλα στόματα και τα σκασμένα χείλη…σαν μεγάλος, έστω και πρόωρα και ακραία αμαρτωλά…» 

Ο καφές έτοιμος πάνω στο τραπέζι, τα τελευταία τέσσερα τσιγάρα μέσα στο σκισμένο πακέτο και μια εφημερίδα τραγικά συγχρονισμένη στην μάστιγα του καιρού. Υπέγραφε κάποιος με πολλά μάστερ, διαλέξεις και πιστοποιητικά παρακολούθησης σεμιναρίων και  άλλων διαλέξεων· ειδήμων επί του θέματος, εν ολίγοις…«οι πρώτες τζούρες δείχνουν πάντοτε καθαρά πως θα κυλήσει το υπόλοιπο της ημέρας, αρκεί να αναδεύονται καθώς πρέπει μεταξύ τους.» και άρχισε να φυλλομετρά την εφημερίδα, ξύνοντας αραιά και που το κεφάλι, τα χέρια της, τα γυμνά της γόνατα, τραβώντας ρουφηξιές από το πρώτο φλιτζάνι του εσπρέσο, μετά από το δεύτερο, νικοτίνη από τα πρώτα δύο τσιγάρα, που «το πρωί, τα καπάκια τσιγάρα θαρρείς πως λειτουργούν σαν καθαρτικά, σε υγιείς και μη…» και τα μάτια της σιγά-σιγά άρχισαν να ανοίγουν, καλημερίζοντας τις γύρω εικόνες.
Ο τρόπος της δεν άφηνε περιθώριο σε οποιονδήποτε να παρεισφρήσει στα εντός της. Ήταν μια απόφαση που είχε παρθεί προτού ακόμα αυτοκτονήσει ολόκληρη η οικογένειά της· κατανοούσε πρωτύτερα από ότι θεωρούσαν οι άλλοι τον τρόπο που θα έπρεπε να ντυθεί, προκειμένου να αφήνει σε όλους πίσω της ηρεμία και όχι εικασίες ανολοκλήρωτες για το άτομό της. Άνοιξε την τηλεόραση, γυρνώντας το μάγουλο για το πρωινό χαστούκι από δεκάδες απρόσκλητους επισκέπτες, όπως συνήθιζε τις μέρες που το στερεοφωνικό της είχε χαλάσει· «αδέξιες κινήσεις από αδέξιες διαθέσεις με στόχο αδιαθεσίες στο κεφάλι και στο κορμί, ενόσω κρύβομαι από την ίδια βάζοντας το δάχτυλό μου μπροστά από την φάτσα μου…» κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, γέμισε ένα τρίτο καθαρό φλιτζάνι για καφέ, τσαλάκωσε το άδειο πακέτο τσιγάρων, έβγαλε ένα στυλό από την τσάντα της και άπλωσε ένα μέρος από το ρολό μπροστά της, έτοιμη να το λερώσει καθαρίζοντας την σκέψη της.
"Κι έπειτα γιατί να γράφω, αφού μόνο με τον εαυτό μου τα λέω, τι τις θέλω τις συγγραφικές εμπειρίες, είμαι μεγάλη για να με βλέπω να καταδικάζομαι πάνω στο χαρτί, σκατά…", τεντώθηκε ήπιε μια γερή τζούρα από τον τρίτο της καφέ, έκανε τόξο το κορμί της και έγειρε το κεφάλι της πάνω από το τραπέζι…
"Τα πεφταστέρια δύσκολα χάνουν τον δρόμο τους, οπόταν προς τις γήινες ατμόσφαιρες βυθίζονται· το ίδιο δύσκολα χάνουν τον δρόμο τους και τα χελιδόνια, τέλη καλοκαιριού-αρχές της άνοιξης…μονάχα εγώ αντιστέκομαι στις ακρωτηριασμένες συνήθειες, σκοπώντας μέσω τούτου προς έναν πιο α-διαφανές βίο· χαζή, που είμαι…" και σταμάτησε βίαια τον ειρμό των σκέψεών της, με έντονες και ταχύτατες ανάσες· την ίδια στιγμή, ένα αστέρι υποτονθόρυζε με τον σάλτο του και ένα χελιδόνι εμφανίστηκε κάνοντας βόλτες γύρω από το κεφάλι της. "Οιωνός, σημάδι…", μουρμούρισε ανάβοντας ένα ακόμα τσιγάρο.
Ο Μάιος είναι ο πιο σεξουαλικός μήνας "όχι για ‘μένα ίσως..!", πέρασε μία φράση από τα μάτια της· κατά την διάρκειά του η κόπωση μετατρέπεται σε γλυκά και τεμπέλικα χνώτα, σε ιδρώτες, που γίνονται υγρά σε κορμιά, πάνω σε άλλα κορμιά ! Η θάλασσα στους κόλπους της ανασαίνει ήρεμα (κάλμα για θαλασσοπόρους λύκους) με βυθίσεις και βουναλάκια πάνω στην επιφάνειά της, αφήνοντας μια χονδρόπετση αύρα να ξεχωρίζει (δοξαστικά και κουρασμένα αναδυόμενη) με τις μυρωδιές της προς τα επάνω· άπνοια και ζέστη…



«Ένα Ουρλιαχτό για τον Δρόμο…..»  
      

{…αρρωστημένα νούφαρα της αδράνειας και του αμαρτωλού κοινότυπου…είναι μάλλον τα σκουριασμένα βέλη του ίδιου του αμαρτωλού παρελθόντος, που κατρακύλησε προς τα επάνω και μέσα μας, όταν η έλλειψη ευαισθησίας έπνιξε τα ανθισμένα μέλη του ποιητή…
…και η άνοιξη ξεσπάει στα πλευρά του, με ιλιγγιώδη μανία και μένος, περιόδων και περιόδων, χωρίς καν να ζητάει τα διαπιστευτήρια της έκφρασής του! είναι τα χαλασμένα μήλα, που το πρωινό σέρβις απαξιώνει από τα αγκαλιάσματα της γης και τα παρουσιάζει ωσάν διατροφικά βοτάνια στις κλίνες και τις κουζίνες των βιομηχανικών σπιτιών, γιατί απλά έτσι αρέσει…
…σε στιγμές, οπόταν τα επιφωνήματα γίνονται στιχομυθίες και ο βήχας ξορκίζει συναισθήματα δροσιάς και ευδαιμονίας, ο ακροατής και θεατής κλείνει για ώρες τα βλέφαρά του μπροστά στο μελλοντικό δέος της άγνοιας…στις ανταύγειες των καλών κυριών, με λουσάτα τετράποδα ή και πάλι όχι, αντιφέγγουν τα πάθη της αισθητικής και της γεύσης των αισθητηρίων και των αισθήσεων, που εκρήγνυται από τους πόρους της κάθε ημέρας, μας αρέσει δεν μας αρέσει, όπως η λάμψη των τριχών του ήλιου, πάνω από τα καψαλισμένα και ανύπαρκτα κεφάλια μας, στάζοντας τα ζιζάνιά του, ενόσω το κουτσομπολιό γύρω από πάθη και πάθη ανθρώπων λευκαίνει τα δόντια της βαρεμάρας…μέσα στα ψώνια και τις μπουτικ…(sic)
 
Στον χρόνο δεν αρμόζει να παινεύεται, γιατί η διάρκεια τον παιδεύει,
Οι στιγμές αφήνονται ιδρωμένες και μοναχές
Και επιζητούν τις πιο μεγάλες ταραχές,
Σε αυτόν τον χρόνο δεν ταιριάζουν οι ανοχές-
Χαρίζει πλάνες, λάγνες, αρρωστιάρες ενοχές και
Μετράει μόνος του τις ώρες…

Σε περάσματα κάτω από τα φώτα των ουράνιων τόξων κάθομαι και μαζεύω τα πεφταστέρια, για να καθαρίσω την αυλή μου από τις ευαισθησίες, που έτρεξα και πέρασα στον λαιμό μου αντί για σταυρούς και πετραχήλια…έφερναν τα ψάρια νωπούς ναυαγούς, από τρελάδικα δραπέτες και εγώ έμενα με τις απορίες, γιατί δεν μπορούμε να πιάσουμε τα ψάρια με τα ίδια μας τα χέρια…άξιες ευαισθησίες στα όρια της αυταπάτης της πραγματικότητας, με παρωπίδες τις εικονικές φαντασιώσεις αλλοτινών αναμνήσεων…   
Σε δρόμους από ακάθαρτες πατημασιές, που δείχνουν την κατεύθυνση προς τους σκοπούς της πορείας, οι τυφλοπόντικες ετοιμάζουν την μεταφορά τους στον έξω κόσμο, αφού το έδαφος τρελάθηκε από τα φάρμακα, όπως και όσοι καταφέρνουν και συντηρούνται…
Οι χαρές μου είναι στιγμιαίες, όσο ανοίγεται ο ουρανός μετά την καταιγίδα, τότε που ο Υβ εξομολογεί τον εαυτό του πάνω σε κάποιο τάφο της Ραβέννας…}

Σταμάτησε απότομα να γράφει, καθώς άκουσε μία τρομερή βροντή από αυτές που δεν ξέρουν πότε να σταματάνε, όπως κάποιες και κάποιοι, που άπαξ και ξεκινήσουν να μιλάνε δεν το βάζουν κάτω, ότι και αν αντικρίζουν στα βλέμματα του περίγυρου. Ήταν Μάιος και μια μπόρα έσκασε να της υπενθυμίσει πόσο όμορφη, στα μάτια της, ήταν η βροχή. Γι’ αυτήν, η βροχή αποτελούσε το πλέον όμορφο ψυμίθιο στα τσακισμένα μάγουλα της ασχήμιας των μεγάλων πόλεων· γνώριζε πολύ καλά πως ο καιρός που αγαπούσε και την εξίταρε ήταν ο βροχερός. Και αυτή η ξαφνική αναμπουμπούλα του ορίζοντα την έκανε να σταματήσει το γράψιμο και να σηκωθεί προς την μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού.
Ο ήλιος, με την συγκατάθεση των σύννεφων, είχε ξεβάψει πίσω από το γκρίζο προσωπείο που του είχαν φορέσει οι αδικίες του. Η μάσκα του ουρανού είχε μεταμορφωθεί σε ένα νυχτικό δίχως αστέρια, με πολλά γκρίζα και αλλού άσπρα στίγματα, που φαίνονταν λες και προειδοποιούσαν για κάτι γλυκό και συνάμα τραγικό…κόλλησε για αρκετά λεπτά στην τζαμαρία βλέποντας τις στάλες να καταλήγουν απροσδόκητα βίαια στο τζάμι και τα σύννεφα να μπαλώνουν, κομμάτι- κομμάτι, το προηγούμενο γαλάζιο ύφασμα του ουρανού. «Γι’ αυτόν τον καιρό και τι δεν θα έδινα να με ακολουθούσε για πάντα σαν μια τραγιάσκα στο κεφάλι μου, δίνοντας μου την δροσιά της υγρασίας και αφήνοντάς την να με κατακλύζει, εκεί όπου δεν με ακουμπάει κανείς τόσο καιρό τώρα…», σβήνοντας το τελευταίο της τσιγάρο και κλείνοντας ναζιάρικα φθινοπωρινά τα βλέφαρά της σαν συγκατάβαση σε κάποιο μεθυσμένο νεύμα ενός εραστή μιας βραδιάς, σε κάποιο μπαρ της πόλης.
Σταμάτησε για μια στιγμή να αφιερώνει το νου της προς τα έξω, αναλογίστηκε τις προκλητικές διαθέσεις ενός τσιγάρου και προσπαθώντας να θυμηθεί, που είχε το χόρτο της άρχισε να στρίβει σε ένα χαρτάκι απομεινάρια κάποιου καπνού κάποιου επισκέπτη στο σπίτι της.
Η ώρα επιθυμούσε να της γνωστοποιήσει την αργοπορία της μα εκείνη δυσκολεύονταν να πείσει τον εαυτό της πως ήταν περασμένες, οι ώρες. Αυτές οι βαρύθιμες προσβραδινές ώρες του αποχωρισμού της Άνοιξης από τα σκέλια του χειμώνα. Του εκάστοτε χειμώνα, για τον οποίο κάθε χρόνος παίρνει την πρωτοβουλία και δείχνει για κάποιους μήνες να τον προσπερνάει. Η βαρυθυμία που καταφέρνει να ισοσκελίζει την εμπειρία με την αναπαράσταση και καλύπτει σαν ομίχλη όλη την έκταση του πνεύματος, που έλεγε και ο Αντόνιο Φερνάντο Νογκέιρα Πεσσόα, κάπου στο βιβλίο της ανησυχίας του. 

Το όνειρο που διάνθισε το βράδυ της συμπύκνωσε τα δύο χρόνια περπατήματος προς ανεύρεση δουλειάς. Κάπου χαμένη και σωσμένη διηγείτο ζώντας παραληρηματικά την ονειρική διαδρομή: «Όταν πέφτει η φωτεινή αυλαία της ημέρας και ο νυχτερινός ηθοποιός ξεκινά να διασχίζει το αστέρινο πάλκο πάνω από τα κεφάλια μας, όταν κάποιες ματιές απελευθερώνονται από τα ξεκάθαρα δεσμά του φωτός και αρχίζουν να ενσαρκώνουν την ψευδαίσθηση που τη μέρα αγωνιούν να καλύψουν, όταν ο άεργος σκεπάζεται με τις ενοχές του και ο άνεργος με τη συνείδηση μιας ακόμη χαμένης ημέρας...τότε και μόνον τότε αποφασίζουν να ξεπροβάλλουν οι καθαρές εικόνες μιας νηφάλιας ύπαρξης. Εσύ, παρέα με το είναι σου, τα αισθητήρια και τις αντανακλαστικές σου συμπεριφορές   
Σε ένα από τα απειράριθμα όνειρά μου, φαντάστηκα τον εαυτό μου να περπατά ολόγυμνος ζωσμένος μελανιές και αμυχές στη ραχοκοκκαλία του σύμπαντος. Δεν ήμουν μόνος μα μόνον εμένα έβλεπα. Αισθανόμουν τις ανάσες, όμως καμία άλλη θερμοκρασία δεν με άγγιζε...
Και έφτασα μέχρι εδώ, χωρίς να θυμάμαι ακόμα και το τελευταίο χιλιόμετρο που διήνυσα! Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι είχα κιόλας συμπληρώσει τρεις μέρες πίνοντας μόνον νερό και αυτό αρκετά χλιαρό…μέσα σε όλη αυτή τη ζέστη και καυτή άμμο κάτω από τις γυμνές πατούσες μου. Με είχαν εγκαταλείψει όλοι! Φίλοι, συγγενείς, ο σύντροφός μου, ακόμα και το τετράποδο με το οποίο κατέληξα να περιφέρομαι, πλάνητας και ανέστια μέσα στις μικρές κωμοπόλεις και τα άνυδρα χωριουδάκια, με τους υπερήλικες κατοίκους τους και τις απειράριθμες καμήλες…Προς στιγμήν, φαντάστηκα πως κάθε άνθρωπος αυτών των άθλιων, αναφορικά με τις βιοτικές συνθήκες τους, ανέλπιστων οάσεων για τους οδοιπόρους αντιστοιχούσε σε περίπου δέκα με δεκαπέντε βαριεστημένα και συνάμα αδιάφορα για τις συνθήκες γύρω τους τετράποδα με τις διπλές καμπούρες…πραγματικά μεγάλος αριθμός, αν αναλογιστεί κανείς, πως εδώ δεν υπήρχε ίχνος αμούστακης και μικροσκοπικής παρουσίας!
Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετώπισα με την ακατανοησία και την εχθρικότητα με την οποία με κοιτούσαν, σε κάθε πρωτόγονη προσπάθειά μου να επικοινωνήσω μαζί τους μέσω χειρονομιών και νευμάτων. Οι γριές, σε κάθε επαφή των γυμνών ματιών τους με την όψη μου, μουρμούριζαν διαρκώς και ρυθμικά ένα σκοπό, φαντάζομαι από ακατάπαυστες κατάρες μαζί με απορίες για τον εξωκοινοτικό αυτόν εισβολέα, που είχε εισχωρήσει άοπλα στην καθημερινότητά τους…Δεν είχαν άδικο…Άλλωστε με ποιο θράσος θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει ευθύνη για την ακοινωνησία των κατοίκων αυτών, την στιγμή που το μοναδικό μέσο επικοινωνίας τους, ακόμα και μεταξύ των, ήταν το μουρμουρητό και οι κινήσεις των ακροδαχτύλων τους, σαν να απωθούσαν από ψυχής το εργαλείο, προφανώς, με το οποίο θα μπορούσαν να είχαν εκλογικεύσει το πρωτότυπο αυτό διάλογο! Εν τούτοις, το πνεύμα της φιλοξενίας τους, αν και ερχόταν αντιμέτωπο με την αντίδρασή τους στον ξένο, πρόδιδε σημεία περίσσιου αρχαϊκού χριστιανισμού. Τι θέλω να πω: χωρίς να έχω και να φάω μα και κάποιο μέρος για να χαλαρώσω την ηττοπαθή ραχοκοκαλιά μου, κάθε μεσημέρι, πριν αποσυρθούν στις εστίες τους και κάθε βράδυ, κάποιος από αυτούς–συνήθως οι γυναίκες τους–έβρεχαν με λίγο νερό ένα σημείο έξω από το πλινθόκτιστο κτίριό τους, άπλωναν μία κουρελού κάτω από μία υποτυπώδη τέντα και μου άφηναν νερό και δυο τρία ξερά φύλα μπανανιάς με ρύζι, όσπρια και σπάνια, κομμάτια από κρέας, μαζί με μία ξύλινη κανάτα γεμάτη δροσερό νερό. Άρχισα να πιστεύω, κάποιες μέρες αργότερα και εφόσον οι φάτσες τους ακόμα ξίνιζαν απέναντί μου (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα), πως όλη αυτή τους η κίνηση αντιπροσώπευε είτε μία συμπεριφορά αναντίρρητου βιοτικού ενστίκτου σε άτομο εκτός της κουλτούρας τους είτε, από την άλλη, μια υποχρέωση (κάτι σαν αγγαρεία) που αναλάμβανε μία οικογένεια κάθε ημέρα αποδεικνύοντας τον σεβασμό της στον δεσμό με το υπαρκτό σύνολο της κοινότητας. Και το τεκμήριο αυτής της ισχυρής συμβίωσης έτυχε να είμαι εγώ, μία τυχερή στην ατυχία της, μια παρατημένη από τους συγκοινωνούς του καθημερινού και ιδίου βίου της, ένας εξόριστος αμαρτωλός, που για κόλαση ρίχτηκε σε αυτήν την περιπετειώδη κοινωνία μακρινού και πρωτόγονου τύπου…
Και το μόνο για το οποίο θα έπρεπε  πλέον να ανησυχώ ήταν το πώς θα κατάφερνα να πείσω την οικογένειά μου για την περιπέτεια την οποία έζησα…
Μαζί τους έμεινα για περίπου τρεις εβδομάδες, διάστημα κατά το οποίο κατανόησα κάποιες από τις χειρονομίες τους, ώστε και κατάφερα να τους απαντάω και να ζητάω κάτι παραπάνω από στέγη και τροφή· πλέον, θεωρούσα τον εαυτό μου την προσωποποιημένη διαφορά τους από τον εκπολιτισμένο κόσμο…ξεκίνησα να τους ακολουθώ, φανερά, κάθε φορά που χάραζε και έφευγαν για τις εργασίες τους σε συγκεκριμένες άνυδρες περιοχές, λίγο μακρύτερα από την κοινότητα και προσέφερα την βοήθειά μου, με μια αίσθηση της θέλησης μου να ανταποδώσω το ενδιαφέρον τους στην κατάσταση που με βρήκαν. Το ερώτημα, πάντως που μέχρι και τώρα στοιχειώνει την μνήμη μου για την εκεί παραμονή μου, ήταν γιατί δεν υπήρχαν νέοι και νέες…».

   Ξημέρωσε. Το ημερολόγιο παραδόξως-συμπτωματικά είχε απωλέσει τη σελίδα με τη σημερινή ημερομηνία: 14 Μαΐου 2012. Σήμερα είχε ξημερώσει νωρίτερα γι' αυτήν. Ήθελε να εκπληρώσει κάποιες λίγες ανειλημμένες υποχρεώσεις, ώστε να σκεφτεί νηφάλια την επόμενη κίνησή της. Μέχρι και σήμερα, 14 Μαΐου 2012, δεν θυμάται τον εαυτό της να έχει σημειώσει ποτέ υπενθυμίσεις, οπουδήποτε, πολλώ δε μάλλον σε ένα καθεαυτό εργαλείο για αυτήν τη δουλεία, ένα ημερολόγιο. Ήταν περισσότερο άνθρωπος της στιγμής και του μνημονικού ρίσκου. Ο συντονισμός και ο προγραμματισμός, πέραν ότι ανήκαν στην καταραμένη οικογένεια των -ισμών, την οποία αποκαλούσε "εννοιολογικό μπιντέ", έστεκαν απέναντί της σα σαστισμένες εξωραϊσμένες έννοιες.
Στο μυαλό της, για κάποια λεπτά την επισκέφτηκε μία υποψία προκατάληψης...στις 14 ενός περασμένου Μαΐου, δυο χρόνια πριν, είχε ανακαλύψει τυχαία μία σφαίρα κάτω από τη ρόδα του αμαξιού της. Θυμάται πως την αντίκρυσε μόλις ανέκτησε τις αισθήσεις της. Ήταν μία συνηθισμένη 14η Μαΐου, μόλις είχε τελειώσει την καθημερινή της επιδίωξη προς εργασιακή άγραν και κατέβαινε στο υπόγειο του πάρκινγκ να πάρει το αμάξι της. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη και αυτά κατάφεραν να γλιστρήσουν στο έδαφος. Απότομα, σχεδόν αντανακλαστικά, λες και κάθε φορά που τελειώνε την ατελέσφορη διαδρομή και επέστρεφε στο γκαράζ να πάρει το αυτοκίνητό της και τα κλειδιά της έπεφταν, έσκυψε να τα σηκώσει. Μία ριπή ζαλάδας τη μέθυσε και λυγίζοντας χτύπησε το κεφάλι της στο φτερό του αμαξιού.
Δίχως να θυμάται πόση ώρα κείτονταν αναίσθητη, γύρισε το κεφάλι της δεξία, μετά αριστερά και τότε αντίκρυσε τη σφαίρα. Τη θυμάται να την κοιτάει με απορία. Έκτοτε η παρουσία της σφαίρας, εκείνη την ημέρα, την προβλημάτιζε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εισέβαλλε ανά διαστήματα στον ύπνο της, περνούσε ακαριαία μπροστά από το είδωλό της στον πρωινό καθρέφτη σαν γαλάκτωμα εικόνας, φτερνίζονταν και μερικές φορές ακούγονταν το ίδιο με τον ήχο των έκπτωτων κλειδιών.
Στις 14 Μαΐου, μόλις δύο χρόνια πριν, αναπολεί τον εαυτό της να περπατάει αφηρημένη την έξοδο της πόλης προς το συνοικισμό της. Αυτήν τη βόλτα συνήθιζε να την περπατάει κάθε φορά που ήθελε να καπνίσει ένα καλό τσιγάρο, χωρίς να εξιτάρει τα ρουθούνια των ντεντέκτιβ συντοπιτών της. Θυμάται αυτήν την ημερομηνία καθώς τότε, κατέληξε να έχει διανύσει μία απόσταση είκοσι χιλιομέτρων δίχως να το συνειδητοποιήσει, παρά μονάχα όταν αποφάσισε να επιστρέψει.  Μόλις ο ιδρώτας στα πόδια έδωσε το ελεύθερο στις κάλτσες να χωθούν προς τις μύτες των παπουτσιών της, εκείνη σταμάτησε κουρασμένη και αφυδατωμένη. Αυτά τα είκοσι χιλιόμετρα και ο χρόνος που χρειάστηκε να τα περπατήσει χάθηκαν για πάντα, εκείνη την κατά τα άλλα συνηθισμένη βόλτα των είκοσι χιλιομέτρων μέσα από το συνοικισμό στα βορινά της γειτονιάς της.

Άνοιξε την τηλεόραση, όπως ευλαβικά συνήθιζε να συμπεριφέρεται τις μέρες που το στερεοφωνικό αδιαθετούσε να μιλήσει, γυρνώντας χριστιανικά το μάγουλο για το πρωινό χαστούκι απ' τους δεκάδες απρόσκλητους επισκέπτες· «αδέξιες κινήσεις από αδέξιες διαθέσεις με στόχο αδιαθεσίες στο κεφάλι και στο κορμί, ενόσω κρύβομαι από τον εαυτό μου βάζοντας το δάχτυλό μου μπροστά από την φάτσα μου…(για ακόμη μία φορά)», κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, γέμισε ένα καθαρό φλιτζάνι καφέ, τσαλάκωσε το άδειο πακέτο τσιγάρων, πήρε ένα στυλό, μία λευκή σελίδα και την τοποθέτησε ανάμεσα στην 13η και 15η Μαΐου του 2012.
«…τα αυτιά του ανέμου χαϊδεύονται από τις ανάσες των φτερουγισμάτων, που διασχίζουν το κορμί του ορίζοντα…είναι κρύος ο καιρός και αυτός ο ήλιος στέκει αλαζόνας και δείχνει τα δόντια του, κάποιες στιγμές, αφού κοπάσει η μουρμούρα του αέρα…τα φαντάσματα της ανάμνησης λαγοκοιμούνται και τα αυτιά τους είναι γατίσιες γωνίες, μπας και πιάσουν κάποιον παραπλανητικό θόρυβο και χάσουν την λεία της απογοητευμένης θύμησης…
η βαρεμάρα των κατοίκων αυτής της πόλης αντανακλάται στις συμφωνικές σιωπές, που ακροβατούν χωρίς κανένα ρίσκο να αντιφέγγει στα ματοτσίνορά τους. Ακόμα και οι σκιές τους ντρέπονται να τους ακολουθούν, θεωρώντας πως και η απουσία τους από τους τοίχους και τις μάντρες, δεν θα ξάφνιαζε κανέναν από δαύτους…»

Μουτζούρωσε τις λιγοστές γραμμές που έγραψε, έριξε μία κοφτή, σχεδόν σαν λεπίδα ματιά στο ρολόι τοίχου και σήκωσε το ακουστικό. Το κουδούνι χτύπησε μόλις πληκτρολόγησε το νούμερο. Το ακουστικό έπεσε άχαρα στο τηλέφωνο και αυτή έτρεξε με έκπληξη στην πόρτα σαν ένα μικρό παιδί που ακούει τον πατέρα του να έρχεται. Άνοιξε. Ήταν το παιδί από την εταιρεία παράδοσης. "Το έφερε τελικά", σκέφτηκε, με ένα δισταγμό όμως. Υπέγραψε το δελτίο παραλαβής, άφησε τα ρέστα στο νεαρό και έκλεισε την πόρτα πίσω της χειρονομώντας ανακουφισμένα με τον αντίχειρά της ανασηκωμένο και με τη φάτσα της σε πελάγη ανέλπιστου προβληματισμού. 
Ένα χαμόγελο τυχοδιώκτη άδραξε την ευκαιρία και κατέλυσε στο πρόσωπό της. Άνοιξε το πακέτο, στη συνέχεια έλυσε το αμπαλάρισμα και νατο...ένα παλιό 45άρι ρεβόλβερ. Το όπλο φάνταζε τώρα τόσο κοντά της όσο και εκείνη η σφαίρα, τότε στο πάρκινγκ. Ο χρόνος σταμάτησε να βολοδέρνει και άραξε και αυτός στη φάτσα της να περιεργάζεται το δολοφονικό εργαλείο. Ενεή πλέον, παρατηρούσε το παγερό σίδερο και το κουτί με τη μία σφαίρα. Ανέκαθεν στη ζωή της ήταν εύστοχη στις επιλογές της αναφορικά στις διαπροσωπικές της περιπέτειες και σπανίως επαναλάμβανε τα ενδεχόμενα λάθη της. Το κουτί με τη μία σφαίρα καταμαρτυρούσε αυτή τη σιγουριά…της ιδιοσυγκρασίας της και της επικαιρότητας.
Έσπασε τη νεκρική ηρεμία της στιγμής με ένα επιπόλαιο βήχα, από αυτούς στους οποίους καταφεύγουμε θέλοντας να διασκεδάσουμε την άγνοιά μας σε μία ερώτηση ή τον χρησιμοποιούμε για να προσπεράσουμε ποδηλατώντας, όταν δεν έχουμε κόρνα.  «Το όπλο το έχουμε, έχουμε και τη σφαίρα...την ησυχία στο χώρο...αυτό που δεν μου έχει έρθει μέχρι στιγμής είναι το σθένος να το κάνω», μονολογούσε σχεδόν όπως ένας κληρικός όταν απευθύνεται στο επέκεινα με το κεφάλι μελαγχολικά και ικετευτικά γερμένο προς τα επάνω, πιάνοντας τη μέση του... 

………………….

Πέρασαν δύο ολόκληρα λεπτά σιωπής από μέρους του. Γύρισε τη δερμάτινη τροχήλατη πολυθρόνα του προς το μέρος της, έβγαλε με ένα προκλητικό ύφος δανδή το πούρο από το στόμα του και με μία αηδιαστική απλούστευση του ύφους του τής αντέτεινε:
-«Θα συμβεί κάτι πρωτόγνωρο ή απλώς θα παρατείνεις το τετριμμένο τού θέματος της αυτοκτονίας;»
-«Γι’ αυτό σ’ το διάβασα μπας και ρίξεις καμιά καλή και…πιασάρικη ιδέα. Ξέρεις εσύ από αυτά άλλωστε!»
-«Η αλήθεια είναι πως το σενάριο έχει επικαιρότητα και ανταποκρίνεται στον αυτοκτονικό ιδεασμό της πλειοψηφίας του κόσμου και πόσω μάλλον στο ποσοστό των αυτόχειρων που γίνονται κάθε φορά πρώτο θέμα από τα κανάλια…»
-«Παρακάτω…»
-«Επίσης αντανακλά και τη σοβαρότητα της κατάστασης όσον αφορά τα εργασιακά, την επισφάλεια της συνταξιοδότησης, ξέρεις…»
-«…ότι η ανεργία καλπάζει με φρενήρεις ρυθμούς και αγγίζει πλέον σαν να ρίζωσε στο 35%, ότι κομπογιανίτικα κουρεύονται τα ασφαλιστικά ταμεία και μαζί με αυτά σφαγιάζονται επόμενες γενιές φρούδας ελπίδας και φιλοδοξιών...»
-«Ακριβώς! Δηλαδή εν πολλοίς το σενάριό σου έχει δεικτική αληθοφάνεια μα δεν καθαίρει τον αναγνώστη έτσι όπως θες να το ολοκληρώσεις. Σκέφτεσαι να μου βάλεις την τύπισσα να αναλύσει την μέχρι τώρα πορεία της μέσα στους δρόμους και τις διευθύνσεις τής ανεργίας της και ύστερα από ένα μακροσκελή και χειμαρρώδη κοινωνικό λογύδριο γύρω από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα να…»
-«…αυτοκτονήσει! Αυτό δεν θες να πεις; Ή μήπως αυτό θες να προτείνεις;»
-«Μην αναστατώνεσαι. Εσύ δεν είσαι η φτασμένη συγγραφέας που προστάζεις με κάθε ευκαιρία στις διαλέξεις και τις παρουσιάσεις σου για την πεσσοϊκή συμπαντική πολλαπλότητα; Η ηρωίδα σου είναι ήρεμη καθόλο το σενάριο, εσύ γιατί εκνευρίζεσαι; Θες να της μοιάσεις;»
-«Είμαι σε πιο προνομιακή θέση από αυτήν.»
-«Δεν σε καταλαβαίνω!»
-«Πόσο καιρό με έχεις απλήρωτη;»
-«Πάλι αυτά θα λέμε! Δεν τα είπαμε και την προηγούμενη εβδομάδα;»
-«2 μήνες ήταν, 2 μήνες. 2 μήνες και αφού έχουν περάσει 25 μήνες, σου έχω παραδόσει 5 σενάρια, έχεις ανεβάσει πενταπλάσιες παραστάσεις και συνεχίζεις εδώ και 27 μήνες να μου λες πως τα είπαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Γι’ αυτό σου είπα είμαι σε καλύτερη θέση από αυτήν»
-«Ε;!»
-«Εγώ έχω δύο σφαίρες!!!»

Στη σαστισμένη φυσιογνωμία που είχε καβαλήσει τώρα την όψη του, καθώς καταλάβαινε την κρισιμότητα της ειλικρίνειάς της, τον σημάδεψε με το δείκτη του αριστερού της χεριού και με το δεξί της τον σημάδευε.
-«Έλα άσε τις τρέλες! Θέλεις να βρεθείς σε κανά κελί και από εκεί να προσπαθείς να συντηρηθείς μέσω του γραψίματος; Ή μήπως θέλεις να σε απολύσω αφού πρώτα…» και έκανε να σηκωθεί σβέλτα από την πολυθρόνα του και να της ορμήξει.
Το ίδιο σβέλτα εκείνη του μειδίασε φωναχτά πως «Πάντοτε εσείς οι μεγαλοεργοδότες αποκτάτε ύφος γουρουνιού με φράκο όταν σας απειλεί ο εργάτης!». Τον πυροβόλισε στο κεφάλι, πριν ολοκληρώσει τη φράση της στα ζωντανά του αυτιά. Ψύχραιμα, κοίταξε το μαγνητοφωνάκι στην τσάντα της και διαπίστωσε πως έγραφε ακόμη. Γύρισε το πιστόλι στο κρόταφό της και αυτοκτόνησε.
Η παράσταση ανέβηκε 2 μήνες αργότερα ως «Η αληθινή ιστορία της Χ.» και για μία εβδομάδα η πόλη καίγονταν από τις συγκρούσεις μεταξύ ανέργων και εργαζόμενων ένστολων και παρακρατικών. 

Σχόλια