Η έννοια του
χρόνου αυτή καθ'αυτή δεν μπορεί να οριστεί και αυτό που μπορούμε μονάχα να
αντιληφθούμε ως χρόνο είναι η κίνηση της διαδοχής των γεγονότων. Το πρόβλημα
του ορισμού του χρόνου απασχόλησε ήδη από την αρχαιότητα τους φιλόσοφους. Δύο
από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων που αφιέρωσαν στο
έργο τους τμήμα για την ανάδειξη της αντικειμενικότητας προσδιορισμού του χρόνου
είναι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
Η επιρροή του
Πλάτωνος (427-347 π.Χ.) και του Αριστοτέλους (384-322 π.Χ.) στο παγκόσμιο ρεύμα
σκέψης και φιλοσοφίας είναι αναντίρρητα μεγαλειώδης, καθώς και οι δύο αρχαίοι
Έλληνες φιλόσοφοι, μέσω του έργου και της διδασκαλίας τους, συνέβαλαν στη
διαμόρφωση της βάσης του ανθρώπινου πνεύματος. Η δράση τους τοποθετείται στην
περίοδο της κλασικής εποχής, διάστημα το οποίο επέδρασε σημαντικά στην
περαιτέρω εξέλιξη του παγκόσμιου και κυρίως του δυτικού πολιτισμικού και
πολιτικού γίγνεσθαι, κάτι που αποδεικνύεται άλλωστε και από την καταλυτική
επίδραση που είχαν στη νεότερη σκέψη ο πλατωνισμός, ο αριστοτελισμός και
αργότερα ο νεοπλατωνισμός.
Μετά τις πρώτες
δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ. και την απομάκρυνση της μηδικής απειλής η
ζωτικότητα και η ορμή της αρχαίας ελληνικής εκπαίδευσης εμπλουτίζεται με την
σωκρατική και σοφιστική διδασκαλία μετατοπίζοντας το φιλοσοφικό ενδιαφέρον από
τη φύση και την κοσμολογία προς τον άνθρωπο.
Πλέον το ηθικο-πολιτικό ενδιαφέρον κυριαρχεί σε αντίθεση με τον
κοσμολογικό και φυσικό χαρακτήρα του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. Με
την Ακαδημία, η οποία ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα μεταξύ των ετών 385 και
370 π.Χ. και το Λύκειον, το οποίο ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη λίγο μετά
το 335 π.Χ.[1],
η φιλοσοφική σκέψη διευρύνεται και η Αθήνα καθίσταται ίσως ο σπουδαιότερος
πυρήνας συγκέντρωσης ιδεών και εξέχουσων πνευματικών φυσιογνωμιών.
Ο προγενέστερος
του Αριστοτέλους Πλάτωνας υπήρξε πιστός μαθητής του Σωκράτη και ο κυριότερος
φορέας της σωκρατικής σκέψης, καθώς μέσα από τα έργα του διέδωσε και διατήρησε
αθάνατη τη σκέψη του μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου. Το συγγραφικό του έργο
αγγίζει μία θεματική ευρύτητα και ποικιλία με περιεχόμενα όπως η πολιτειολογία,
η αρετολογία και η ψυχολογία, το δίκαιο, η οντολογία και η διαλεκτική, η
κοινωνιολογία, η κοσμολογία και η θεολογία, τα οποία ξετυλίγονται μέσω
διαλογικού χαρακτήρα και ύφους. Στο έργο του «Τίμαιος», το οποίο ανήκει
στην ώριμη πλατωνική σκέψη (367-347 π.Χ.), ο φιλόσοφος καταπιάνεται με
την κοσμολογία, τη φυσική και τη βιολογία, καθιστώντας τον εν λόγω διαλεκτικό
διάλογο ως την κυρίως πλατωνική φιλοσοφία της φύσεως.[2] Ο «Τίμαιος» είναι
από τα κορυφαία έργα του Πλάτωνος, στο οποίο ξετυλίγεται, ως έργο τέχνης, η όλη
θεώρηση του κόσμου. Ο Πλάτωνας επιτυγχάνει τη σύνδεση του ανθρώπου με τον κόσμο
και το σύμπαν θέτοντας τα θεμέλια για την ελληνική αστρολογία και γενικότερα
την αρχαία ελληνική επιστήμη. Μέσω της μελέτης και κατανόησης του εν λόγω
πλατωνικού έργου γινόμαστε αποδέκτες των βασικών αρχών και εννοιών της
αστρολογίας.
Στην ιστορία των
επιστημών ο Αριστοτέλης αποτέλεσε για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια μια
αυθεντία που παρόμοια δεν γνώρισε η δυτική σκέψη.[3] Από τους συστηματικότερους
και πλέον μεθοδικούς φιλόσοφους της αρχαιότητας, ο Σταγειρίτης Αριστοτέλης
κατέστη μέσω του συγγραφικού και διδασκαλικού του βίου πρόδρομος πλήθους
επιστημονικών κλάδων, τόσο παλιότερων όσο και νεότερων. Μολονότι αποτέλεσε για
σχεδόν είκοσι χρόνια μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνος, αρχικά ως μαθητής και
στη συνέχεια ως συνεργάτης, η φιλοσοφία του διαφοροποιήθηκε αισθητά από την
πλατωνική. Το ιατρικό περιβάλλον της οικογένειάς του επέδρασε καταλυτικά στο
ενδιαφέρον του και την κλίση προς την εμπειρική γνώση. Κατόπιν της απασχόλησής
του με την διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου, γιου του Φιλίππου Β΄, ο Αριστοτέλης
αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη διδακτική δραστηριότητα ιδρύοντας το Λύκειον
ή Περίπατος -εξ ου και η ονομασία των αριστοτελικών στην αρχαιότητα ως «περιπατητικοί».[4]
Το ογκώδες
συγγραφικό έργο του Αριστοτέλους, δίχως να λαμβάνουμε υπόψιν τα σωζόμενα ως «ψευδο-αριστοτελικά»
συγγράμματα, διακρίνεται παραδοσιακά σε
δύο κατηγορίες, στους διάλογους και στα διδακτικά συγγράμματα.[5] Το περιεχόμενο της
διασωθείσης πνευματικής κληρονομιάς του Σταγειρίτη φιλόσοφου, δίχως να
εξαντλείται στο πεδίο της κοσμολογίας και της κίνησης, περιλαμβάνει πραγματείες
βιολογίας και φυσικής ιστορίας, λογικές πραγματείες, μονογραφίες, ηθικά και
πολιτικά συγγράμματα. Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από το έργο «Φυσικά»
ή «Φυσική Ακρόασις» και ανήκει στην κατηγορία των φυσικών συγγραμμάτων.
Είναι παροιμιώδης ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης εμβαθύνει στους επιμέρους
κλάδους της επιστήμης και αυτό αναδεικνύεται εξίσου μέσα από το «Φυσική
Ακρόασις», όπου εισάγεται ο όρος «φυσική κίνηση » και αποτελεί για
τον φιλόσοφο ίδιον των φυσικών πραγμάτων.
Στον «Τίμαιο» ο Πλάτωνας στρέφει το
ενδιαφέρον και το στοχασμό του προς την εξέταση και ερμηνεία των φαινομένων του
κόσμου, καθότι όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το συγκεκριμένο έργο αποτελεί την
κοσμολογία και τη φυσική φιλοσοφία του Πλάτωνος.[6] Στο σημείο 37d του υπό
εξέτασιν χωρίου, ο Πλάτωνας αναφέρεται αρχικώς στην αιτιολόγηση της δημιουργίας
του χρόνου από τον πατέρα του σύμπαντος, ήτοι από το πρότυπο Έμβιου Όντος,
διατυπώνοντας τη φράση «εικώ δ' επενόει...ον δη χρόνον ωνομάκαμεν.».
Μέσα από τη συγκεκριμένη φράση κατανοούμε την ανάγκη του Δημιουργού να
εγκαταστήσει μία συμβατότητα σε βαθμό ομοιότητας μεταξύ του πρότυπου και του
υπό δημιουργία κόσμου. Αντιμετωπίζοντας την ανικανότητά του να τον κάνει αιώνιο
σύμφωνα με τις δικές του προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά, ο Δημιουργός επινόησε
μία «κινητή εικόνα της αιωνιότητας», την οποία και ονόμασε χρόνο.[7]
Ο ίδιος ο ουρανός
αποτελεί μία αντανάκλαση του χρόνου, εφόσον πριν από τη γέννηση του ουρανού δεν
υπήρχαν οι ημέρες, οι νύχτες, οι μήνες και τα έτη. Αυτά σχεδιάστηκαν ενόσω ο
Δημιουργός οργάνωνε τον ουρανό καθιστώντας τα άστρα ως μέρη του χρόνου («ταύτα
δε πάντα μέρη χρόνου»). Ως εκ τούτου, από τα παραπάνω συνάγεται το
συμπέρασμα πως σύμφωνα με την πλατωνική θεώρηση περί χρόνου, ο χρόνος
δημιουργήθηκε -εκ των πραγμάτων- μαζί με τη δημιουργία του κόσμου. Εν τούτοις,
ο χρόνος έχοντας δημιουργηθεί για να μιμηθεί την αιωνιότητα της φύσης του Έμβιου
Όντος, μέσω των άστρων («κατά ταύτα δη...την της διαιώνιας μίμησιν
φύσεως») στέκει ψηλότερα από το χώρο. Γεγονός το οποίο εξηγείται από το ότι
ενώ ο χώρος είναι η δυνατότητα για να δημιουργηθεί ο κόσμος, ο χρόνος είναι το
ομοίωμα της αιωνιότητας.[8]
Η εξέλιξη των
επιστημών συνδέεται άμεσα με τον Αριστοτέλη.[9] Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος
είναι εντελώς αντίθετος στον προσδιορισμό του χρόνου- δέχεται ως πραγματικό
χρόνο αυτόν που βιώνουμε και οι αισθήσεις τον καταγράφουν ως φυσικό και
μετρήσιμο χρόνο. Ως ουσία του χρόνου ο Αριστοτέλης προσδιορίζει την διάρκεια
κάποιας μεταβολής είτε αυτή εκδηλώνεται σε κίνηση πραγμάτων, είτε εκδηλώνεται
ως βιολογική εξέλιξη και ως ιστορία γεγονότων και πράξεων. Για τον Αριστοτέλη «ο
χρόνος αριθμός εστί κινήσεως κατά το πρότερον και το ύστερον. Αριθμός, ουχ ω
αριθμούμεν, αλλ' ο αριθμούμενος»(219b), γεγονός που συνιστά την ερμηνεία
του χρόνου ως στοιχείο κάθε μεταβολής, η οποία δημιουργείται μέσω της κίνησης.
Ως αριθμό κίνησης, ο φιλόσοφος ορίζει τον αριθμό τον οποίο μετράμε, εννοώντας
δηλαδή την αντικειμενική σειρά των αριθμών και όχι τον αριθμό με τον οποίο
μετράμε. Δηλαδή το περισσότερο και το λιγότερο το ξεχωρίζουμε με τον αριθμό,
ενώ την περισσότερη ή τη λιγότερη κίνηση την ξεχωρίζουμε με τον χρόνο.[10] Ο χρόνος συνδέεται
αχώριστα με τη μεταβολή, δίχως όμως να ταυτίζεται με αυτήν. Για τον Σταγειρίτη
φιλόσοφο, ο χρόνος συνδέεται εξίσου αναπόφευκτα με την κίνηση ως έννοια
και πράξη, καθώς η κίνηση είναι συνεχής.
Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος στο Φυσική Ακρόασις καταλήγει στη διαπίστωση πως εφόσον ο χρόνος ανήκει σε
ένα πράγμα που είναι συνεχές και αυτό δεν είναι άλλο από την ίδια την κίνηση,
αποτελεί αριθμό συνεχούς κίνησης από την άποψη του πρωτύτερα και υστερώτερα
(220a). Η παραπάνω θέση δικαιολογείται μέσω της αριστοτελικής
επιχειρηματολογίας ό,τι στην περίπτωση που δεν υπήρχε ο χρόνος δεν θα
μπορούσαμε να αναφερόμαστε στις έννοιες του παρόντος και του παρελθόντος.
Αποτελεί εύλογη διαπίστωση καθότι στην αντίστοιχη περίπτωση που δεν θα υπήρχε
το «νυν» δεν θα δύνατο να υπάρξει και ο χρόνος (219b).
Στον Τίμαιο
ο Πλάτωνας διατυπώνει τις αντιλήψεις του για την αστρονομία. Σε αυτό το
πλατωνικό έργο, ο φιλόσοφος αναδεικνύει το ενδιαφέρον του στην κοσμολογία και
τις φυσικές επιστήμες. Μελετά τα ουράνια φαινόμενα επικεντρώνοντας το
ενδιαφέρον του σε θέματα που αφορούσαν ιδιαίτερα την κίνηση των πλανητών.[11] Για τον Πλάτωνα,
προκειμένου να υπάρξει χρόνος, χρειάζονται αισθητά σώματα με σταθερή κίνηση,
που χρησιμεύουν για τη μέτρησή του[12] «...εις διορισμόν και
φυλακήν αριθμών χρόνου γέγονε». Τα άστρα για τον Αθηναίο φιλόσοφο
ταυτίζονται με θεότητες, καθώς χαρακτηρίζονται από την αιωνιότητά τους και την
αμετάβλητη κανονικότητα της κίνησής τους.
Η σημασία της
σχέσης μεταξύ των ουρανίων σωμάτων και του χρόνου στην πλατωνική αστρονομία
έγκειται στο γεγονός ότι η συνεχής τους κίνηση μιμείται την αιωνιότητα και
κινείται ρυθμικά σε κύκλους. Τα αποκαλούμενα αυτά μελλοντικά συστατικά του
χρόνου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλάτωνας, αφ'ης της δημιουργίας τους
συνέτειναν στο να συγκροτήσουν το σώμα του μετατρέποντάς τον σε έμβιο ον. Τα
ουράνια σώματα συνδυαζόμενα με το χρόνο επιδρούν άμεσα στον κόσμο. οι τέλειες
τροχιές τους είναι το μυστικό ρολόι που εξασφαλίζει την εύτακτη κίνηση της
μηχανής του χρόνου, μολονότι η ύλη του δεν δύναται να αναπαραγάγει την
τελειότητα των αστρικών κινήσεων.[13]
Ο σκοπός της
δημιουργίας των ουράνιων σωμάτων (πλανήτες, άστρα) και η αναντίρρητη σχέση τους
με το χρόνο εξασφαλίζει κατά τον Πλάτωνα, μέσα από τα λόγια του Τίμαιου, τη
δυνατότητα να καταστεί ο κόσμος «όσο το δυνατόν πιο όμοιος με το τέλειο και
νοητό Έμβιο Ον, για να μιμηθεί την αιωνιότητα της φύσης του.» Ο ιδρυτής της
Ακαδημίας επιχειρεί μέσω της συγκεκριμένης του ανάλυσης να εισάγει ένα πρότυπο
ενοποίησης όλων των επιστημών σκοπώντας στην εμβριθή και ουσιαστική ανάλυση της
δομής της πραγματικότητας και του σύμπαντος κόσμου.
Η φύση, για τον Αριστοτέλη, είναι ένα σταθερό σύνολο ουσιών
προικισμένων με ένα κοινό γνώρισμα, το οποίο τις χαρακτηρίζει ακριβώς ως φυσικά
όντα, ότι δηλαδή βρίσκονται σε κίνηση και το ότι η αρχή της κίνησής τους
υπάρχει μέσα στις ίδιες.[14] Ο χρόνος συνδέεται από
τον Αριστοτέλη με έναν τρόπο άμεσο και ουσιαστικό με την κίνηση. Έτσι, στα
Φυσικά ο Σταγειρίτης παρατηρεί «... φανερόν ότι ουκ έστιν άνευ κινήσεως και
μεταβολής χρόνος»(218b). Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τον όρο «κίνησις» με
πολύ ευρύτερη σημασία από αυτήν που αποδίδουμε σήμερα. Γι' αυτόν ο
συγκεκριμένος όρος μπορεί να σημαίνει αλλαγή της ουσίας, αλλαγή του μεγέθους,
αλλαγή της ποιότητας και τέλος μετατόπιση.[15] Σε αντίθεση προς τις
θεωρίες των προκατόχων του, οι οποίοι απέρριπταν την ιδέα της μεταβολής, της
ανάπτυξης και του γίγνεσθαι μέσα στη φύση, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι στον
φυσικό κόσμο συντελείται μέσα στον χρόνο πραγματική μεταβολή ποιοτήτων, γένεσις
και φθορά, εν ολίγοις ένα διαρκές γίγνεσθαι. Για τον Σταγειρίτη, δηλαδή, ο
κόσμος έχει μια θεμελιώδη χρονική δομή, κάθε διαδικασία έχει χρονικά μέρη και
σχέσεις που αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της πραγματικότητάς της.
Η ιδέα της
κίνησης βρίσκεται στην καρδιά της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας, εφόσον ο
Σταγειρίτης ταυτίζει τα «φύσει» με τα «κινούμενα». Με άλλα λόγια, η κίνηση, με
την έννοια της μεταβολής και του γίγνεσθαι, είναι αυτό το οποίο ο φιλόσοφος
προσπαθεί να κατανοήσει με όρους της φύσης. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει πως η
κίνηση και κάθε μεταβολή είναι συνεχείς, επειδή η διανυόμενη απόσταση είναι
συνεχής. Ως εκ τούτου, ο χρόνος είναι συνεχής επειδή η ίδια η κίνηση είναι
συνεχής.[16]
Η κίνηση είναι αλληλένδετη με τον χρόνο, ο οποίος πάντα κυλάει προς τα μπρος,
από το παρελθόν προς το μέλλον, και είναι απόλυτα συνυφασμένος με το γίγνεσθαι
του φυσικού κόσμου. Ο δυναμικός χαρακτήρας του αριστοτελικού μοντέλου της φύσης
εκφράζεται με το διαρκές πέρασμα από την εν δυνάμει κατάσταση στην
αντίστοιχη εν ενεργεία κατάσταση.
Από τα παραπάνω
καταλήγουμε στη διαπίστωση της σημαντικής συμβολής των δύο φιλοσόφων στη
διαμόρφωση των βάσεων της σύγχρονης επιστήμης. Τόσο αρχικά ο Πλάτωνας όσο εν
συνεχεία ο Αριστοτέλης μέσα από το διαφορετικό έργο τους αναφορικά στην
κοσμολογία και τη «φυσική» εισήγαγαν έναν νέο τρόπο σκέψης απέναντι στο
σύμπαν και τον κόσμο. Μέσα από συγκεκριμένα αποσπάσματα του έργο Τίμαιος
του Πλάτωνα, παρατηρήσαμε τις θέσεις του σημαντικώτερου μαθητή του Σωκράτη
σχετικά με τη σημασία και την ευρύτητα του όρου «χρόνος», ως την αντανάκλαση
της αιωνιότητας του σύμπαντος. Για τον ιδρυτή της πλατωνικής φιλοσοφικής σχολής
ο χρόνος δημιουργήθηκε παράλληλα με το σύμπαν και τα ουράνια σώματα λειτουργούν
ως διατηρητές και μετρήσιμοι όροι του.
Από την άλλη
πλευρά, μέσα από τα αποσπάσματα του έργου του Αριστοτέλη «Φυσική Ακρόασις»
καταδείχθηκε η ευρύτητα του επιστημονικού έργου του Σταγειρίτη φιλόσοφου. Σε
αντίθεση με τον προηγούμενό του δάσκαλο Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης εντρύφησε στην
ορολογία και την εννοιολόγηση των θέσεων γύρω από την κοσμολογία
καταδεικνύοντας τη μεγαλειώδη σημασία της κίνησης, τόσο αναφορικά με το
χρόνο όσο γενικότερα με την ύπαρξη.
ΒΙΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)Χριστιανίδης,
Γ., Διαλέτης, Δ., Παπαδόπουλος. Γ, Γαβρόγλου, Κ., Ελληνική Φιλοσοφία και
Επιστήμη-από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, ΕΑΠ, τ. Β', Πάτρα, 2000
2)Βουδούρης,
Κ.Ι., Πλατωνική Φιλοσοφία, Αθήνα, 1984
3)Δεσποτόπουλος,
Κ.Ι, Πλάτων, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό
Λεξικό, τ.8, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1988
4)Ρούσσος, Ε.Ν., Αριστοτέλης
ο Σταγιρίτης, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό
Λεξικό, τ.2, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1988
5)Θεοδωρακόπουλος,
Ι., Η Ακμή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Κλασικός Ελληνισμός 2, τ. Γ'2, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972
6)Vegetti, Mario,
Ιστορία της Αρχαίας Φιλοφοσίας, 10η έκδοση, εκδ. Τραυλός, Αθήνα, 2003
7)Ross, W.D., Αριστοτέλης,
εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1993
8)Taylor, A.E., Πλάτων,
ο άνθρωπος και το έργο του, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003
9)Wilcken,
Ulrich, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, εκδ. Παπαζήση, 9η έκδοση, Αθήνα, 1976
Σημειώσεις...
[1] Βλ.
Χριστιανίδης, Γ., Διαλέτης, Δ. κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη-από την
Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, ΕΑΠ, τ. Β', Πάτρα, 2000, σελ. 111
[2] βλ.
Δεσποτόπουλος, Κ.Ι, Πλάτων, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο
Βιογραφικό Λεξικό, τ.8, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1988, σελ. 473
[3] βλ.
ό.π., Χριστιανίδης, Γ., Διαλέτης, Δ. κ.ά., σελ. 133
[4] βλ.
Vegetti, Mario, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοφοσίας, 10η έκδοση, εκδ.
Τραυλός, Αθήνα, 2003, σελ. 208
[5] βλ.
Θεοδωρακόπουλος, Ι., Η Ακμή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, στο Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Κλασικός Ελληνισμός 2, τ. Γ'2, εκδ. Εκδοτική Αθηνών,
Αθήνα, 1972, σελ. 489
[6] βλ.
Βουδούρης, Κ.Ι., Πλατωνική Φιλοσοφία, Αθήνα, 1984, σελ. 97
[7] βλ.
Taylor, A.E., Πλάτων, ο άνθρωπος και το έργο του, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα,
2003, σελ. 506
[8] βλ.
ό.π., Θεοδωρακόπουλος, Ι., σελ. 485
[9] βλ.
Wilcken, Ulrich, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, εκδ. Παπαζήση, 9η έκδοση,
Αθήνα, 1976, σελ. 401
[10] βλ. Ross, W.D., Αριστοτέλης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1993, σελ. 133
[11] βλ. ό.π., Χριστιανίδης, Γ., Διαλέτης, Δ. κ.ά., σελ. 115
[12] βλ. ό,π,, Taylor, A.E.,, σελ. 506
[14] βλ. στο ίδιο, σελ. 230
[15] βλ. ό.π., Χριστιανίδης, Γ., Διαλέτης, Δ. κ.ά., σελ. 135
[16] βλ. Ρούσσος, Ε.Ν., Αριστοτέλης ο Σταγιρίτης, Εκπαιδευτική
Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.2, εκδ. Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα, 1988, σελ. 14
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου