«…Δεν
υπάρχει ούτε ένας πνευματικός πολιτισμός στον κόσμο, όπου να επιτρέπονται τα
πάντα. Και γνωρίζουμε καλά ότι από πολύ παλιά ο άνθρωπος δεν αρχίζει με την
ελευθερία, αλλά με το όριο και την απαγορευτική γραμμή…»[1] (Μισέλ Φουκώ)
Η κεντρική θεωρία του Βρετανού ανθρωπολόγου A. R. Radcliffe- Brown
δύναται συνοπτικά να παρουσιαστεί έχοντας ως κεντρικό άξονα της ότι η θρησκεία
και οι μαγικές τελετουργίες υπάρχουν και μένουν σταθερές, διότι αποτελούν μέρος
του ευρύτερου μηχανισμού, μέσω του οποίου συντηρείται η κοινωνία- δημιουργώντας
και παγιώνοντας συγκεκριμένες και ουσιαστικές αξίες· αποτελεί την βασική του
ιδέα, η οποία διαρθρώνεται μέσα από το βιβλίο του, Structure and Function in Primitive society (1952)[2].
Μέσα από την μελέτη του στις φυλές των Πολύνησων, συμπεραίνει πως τη μείζονα
βάση των τελετουργιών αποτελεί ο συσχετισμός της τελετουργικής αξίας των
αντικειμένων και των περιστάσεων, που είτε είναι από μόνα τους αντικείμενα που
συγκεντρώνουν σημαντικό αριθμό κοινών ενδιαφερόντων συνασπίζοντας τα μέλη μιας
κοινότητας είτε αποτελούν συμβολικές παρουσιάσεις τέτοιων αντικειμένων.
Μια τελετουργική απαγόρευση είναι ένα δεσμευτικό κανονιστικό πρότυπο
συμπεριφοράς, το οποίο σχετίζεται με το δόγμα ότι μια παραβίαση καταλήγει σε
ανεπιθύμητες αλλαγές αναφορικά με το τελετουργικό status του ατόμου, το οποίο
αποτυγχάνει να συμβιβαστεί με τον κανόνα. Για την αποτροπή της επανάληψης
πράξεων που θεωρούνται αποσταθεροποιητικές, η κοινωνική ομάδα δημιούργησε
συγκεκριμένες πολιτισμικές απαγορεύσεις, τα ταμπού[3].
Η αγγλική λέξη "taboo" προέρχεται από την πολυνησιακή
λέξη "tabu"[4].
Για τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς των Πολυνήσιων η λέξη σημαίνει απλώς να
απαγορεύεις, το απαγορευμένο και μπορεί να εντοπιστεί σε
οποιαδήποτε μορφή απαγόρευσης. Φερ’ ειπείν, μια διαταγή του αρχηγού, μια απειλή
προς τα παιδιά να μην μπλέκονται με τα αντικείμενα των μεγαλυτέρων εκφράζονται
συλλήβδην με τη χρήση της λέξης tabu . Ο A. R. Radcliffe-Brown
χρησιμοποιεί παραδείγματα από τη ζωή των Πολυνήσιων, για να καταδείξει το είδος
των πραγμάτων στα οποία αναφέρεται η λέξη tabu.
Συγκεκριμένα πράγματα, όπως λόγου χάρη ένα νεογέννητο μωρό, η σορός ή το
άτομο του αρχηγού θεωρούνται πως αποτελούν tabu, πράγμα που σημαίνει ότι
αποτελούν αντικείμενα με τα οποία κατά κανόνα αποφεύγει να έρθει κανείς σε
επαφή. Όποιος αγγίζει κάποια από αυτά τα αντικείμενα tabu, μετατρέπεται
απευθείας και ο ίδιος σε tabu.
Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, ενδέχεται να μην χρησιμοποιήσει τα χέρια
του για να τραφεί, καθώς θεωρείται πως βρίσκεται σε κατάσταση επικινδυνότητας,
με αποτέλεσμα στην περίπτωση που δεν λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις, να
αρρωστήσει και ίσως να πεθάνει. Κατά δεύτερον, είναι το ίδιο επικίνδυνος για τα
υπόλοιπα άτομα, είναι δηλαδή tabu στο βαθμό που ήταν και το αντικείμενο
με το οποίο ήρθε σε επαφή[5].
Ένα άτομο το οποίο είναι tabu κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως συμβαίνει
δηλαδή αγγίζοντας μία σορό, μπορεί να επανέλθει στην αρχική του φυσιολογική
κατάσταση μέσω τελετών εξαγνισμού (purification) ή από-αγιοποίησης (desacralization).
Τότε αποκαλείται noa, μία έννοια αντίθετη προς την έννοια tabu[6].
Για την ποικιλία και το μεγάλο αριθμό των συστημάτων απαγόρευσης και των
τελετών μίλησε και ο sir James Frazer,. Στα τέλη του 19ου αιώνα
(1886), επισημαίνει ο Α. R. Radcliffe- Brown, ο J. Frazer παρατήρησε πως το
οικοδόμημα των πολυνήσιων πρακτικών και πεποιθήσεων «είναι μονάχα ένα από το
πλήθος παρόμοιων συστημάτων προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών, το οποίο
βρίσκεται ανάμεσα σε πολλά άλλα συστήματα με διαφορετικές ονομασίες και
πολυάριθμες ποικιλίες σε λεπτομέρειες, ώστε να οικοδομούν το πολυδαίδαλο λειτουργικό
σύνολο της κοινωνίας καθ’ όλα τα πολύπλευρα στοιχεία της τα οποία περιγράφουμε
ως θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά, και οικονομικά.[7]»
Το ιερό χρειάζεται προστασία από τη βεβήλωση. Την προστασία αυτή εγγυάται
η απαγόρευση, το ταμπού που έχει ονομασθεί αρνητική κατηγορική προσταγή, γιατί
δεν χρειάζεται καμία ηθική αιτιολόγηση και διεκδικεί οικουμενική ισχύ[8].
Για τον βρετανό ανθρωπολόγο A. R. Radcliffe-Brown, ο όρος απαγορευμένο
που χρησιμοποιείται ευρέως στο δυτικό κόσμο αντιστοιχεί στον όρο tabu,
ο οποίος στη γλώσσα των Πολυνήσιων έχει ευρύτερο νόημα, παραπλήσιο του
"απαγορευμένου". Ο ίδιος προτείνει τους όρους "τελετουργικό status"
και "τελετουργική αξία", ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε στα έθιμα τα
οποία θεωρούμε ως "τελετουργικές αποφυγές" ή "τελετουργικές
απαγορεύσεις" και αυτό γιατί διασαφηνίζονται καλύτερα ως όροι κατ’
αντιστοιχία με τις δύο τελευταίες θεμελιώδεις έννοιες[9].
Οποιαδήποτε τελετουργική απαγόρευση είναι ένας κανόνας συμπεριφοράς, ο
οποίος σχετίζεται με την πεποίθηση ότι κάποια παραβίαση θα καταλήξει σε μία μη
επιθυμητή αλλαγή αναφορικά με το τελετουργικό status του ατόμου που αποτυγχάνει
να ακολουθήσει και τηρήσει τον κανόνα. Για τον γάλλο φιλόσοφο Λ. Α.Μπερξόν κάθε
ταμπού έπρεπε να είναι μία απαγόρευση για την οποία η κοινωνία είχε ένα
ορισμένο συμφέρον[10].
Γι’ αυτές τις ανεπιθύμητες αλλαγές των τελετουργικών δεδομένων, μολονότι
παρουσιάζονται ποικιλοτρόπως σε διαφορετικές κοινωνίες, η κυρίαρχη ιδέα
παραμένει η ίδια: ότι οι αλλαγές ενέχουν την πιθανότητα το άτομο (ο παραβάτης) να
χαρακτηρίζεται από μείζονα ή ελάσσονα ατυχία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που
χρησιμοποιεί ο A. R. Radcliffe-Brown αναφορικά με την παραβατική συμπεριφορά
είναι αυτό του Πολυνήσιου, ο οποίος έρχεται σε επαφή με ένα πτώμα· προκειμένου
να αποφύγει την αρρώστια, η οποία μεταφέρεται πάνω του εξαιτίας της επαφής του
με το νεκρό πτώμα, προφυλάσσεται μέσω ενός τελετουργικού, ώστε να επανέλθει
στην πρωθύστερη κατάσταση.
Σε αντιπαράθεση με τις συνιστώσες της παραβατικότητας στους Πολυνήσιους,
ο A. R. Radcliffe-Brown χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα από το δυτικό κόσμο
(σύγχρονη Βρετανία), ένα μη θρησκευτικό, ήτοι την περίπτωση του αλατιού και ένα
άλλο το οποίο χαρακτηρίζεται από την θρησκευτική προοπτική, ήτοι η διάρκεια της
νηστείας[11].
Σχετικά με το μη θρησκευτικό παράδειγμα, ο βρετανός ανθρωπολόγος αναφέρει την
περίπτωση που, όποιος ρίξει κατά λάθος αλάτι κάτω, θα έχει κακή τύχη. Σε αυτό
το ενδεχόμενο όμως το άτομο δύναται να αποφύγει τη μελλούμενη κακοτυχία
ρίχνοντας μια πρέζα από το αλάτι που έχει πέσει στον ώμο του. Από το παράδειγμα
αυτό συμπεραίνουμε πως ρίχνοντας αλάτι παράγεται μια ανεπιθύμητη αλλαγή στο
τελετουργικό status του ατόμου και πως αυτή η αλλαγή διορθώνεται αποκαθιστώντας
την αρχική ή προηγούμενη τελετουργική κατάσταση του ατόμου ρίχνοντας λίγο από
το αλάτι στον ώμο του.
Αναφορικά με το δεύτερο παράδειγμα, αυτό της νηστείας, ο A. R Radcliffe-Brown επικαλείται την υποχρέωση των
μελών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να απέχουν από τη βρώση κρέατος τις
Παρασκευές και κατά τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής. Το να φάει κάποιος καθολικός
κρέας την Παρασκευή ή κατά τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής ισοδυναμεί με μια
ανεπιθύμητη αλλαγή στο τελετουργικό status, το οποίο απαιτεί να αποκατασταθεί
με κατάλληλους τρόπους.
Ο A. R. Radcliffe-Brown με τα δύο αυτά παραδείγματα καταλήγει στο
συμπέρασμα ό,τι ο κανόνας που απαγορεύει τη βρώση κρέατος τις Παρασκευές ή κατά
τη διάρκεια της νηστείας αποτελεί θρησκευτικό κανόνα, ενώ η αντίστοιχη μορφή
απαγόρευσης να πέφτει το αλάτι είναι μη θρησκευτική. Ο βρετανός ανθρωπολόγος
αποφαίνεται πως η γλώσσα μάς επιτρέπει αυτόν το ξεκάθαρο διαχωρισμό, καθώς οι
παραβιάσεις θρησκευτικών κανόνων αποτελούν αμαρτίες, ενώ οι μη θρησκευτικές
σχετίζονται με την καλή ή κακή τύχη, κάτι το οποίο θα μπορούσε να συμβαίνει και
σε άλλες κοινωνίες. Τουναντίον, η προαναφερθείσα διαφοροποίηση δεν εντοπίζεται
σε υποτυπώδεις μορφές κοινωνικοποίησης, όπως είναι οι Πολυνήσιοι τους οποίους
και μελέτησε.
Αρκετοί ανθρωπολόγοι, όπως για παράδειγμα ο Emile Durkheim και ο James Frazer,
είχαν προσπαθήσει να κατηγοριοποιήσουν τις τελετές (rites) σε δύο
ομάδες, α) τις θρησκευτικές τελετές και β) τις μαγικές τελετές. Πιο
συγκεκριμένα, για το Γάλλο ανθρωπολόγο E. Durkheim, η ουσιώδης διαφοροποίηση εντοπίζεται στο ότι
οι θρησκευτικές τελετές είναι υποχρεωτικές σε μια θρησκευόμενη κοινωνία ή μια
Εκκλησία, ενώ οι μαγικές τελετές αποτελούν επιλογή (are optional). Με
άλλα λόγια, το άτομο το οποίο δεν τηρεί τους θρησκευτικούς κανόνες (religious
observances) καθίσταται ένοχος λάθους, ενώ αυτός που δεν κατανοεί τις
προφυλάξεις της μαγείας ή αυτές που συνδέονται με την τύχη συμπεριφέρεται απλώς
ανόητα[12].
Από την άλλη πλευρά, για τον sir James Frazer, «η θρησκεία συνιστά μια
εξιλέωση (propitiation) ή μία συμφιλίωση (conciliation) των
υπεράνθρωπων δυνάμεων, οι οποίες πιστεύεται πως ελέγχουν τη φύση και τον
άνθρωπο και αντιλαμβάνεται τη μαγεία ως τη λανθασμένη εφαρμογή της ιδέας της
αιτιώδους συνάφειας (…as the erroneous application of the notion of causality).[13]».
Χρησιμοποιώντας αυτό το σκεπτικό όταν αναφερόμαστε στις τελετουργικές απαγορεύσεις,
ίσως θεωρήσουμε πως ανήκουν στη θρησκεία αυτοί οι κανόνες των οποίων η
παραβίαση προκαλεί μια αλλαγή της τελετουργικής πραγματικότητας του ατόμου μέσω
της προσβολής των υπεράνθρωπων δυνάμεων,
ενώ η παραβίαση ενός κανόνα της μαγείας μπορεί να θεωρηθεί πως καταλήγει
απευθείας στην αλλαγή του θρησκευτικού status ή στη μελλούμενη κακοτυχία. Ο James
Frazer έχοντας μελετήσει την κοινωνία των Maori δηλώνει πως η υπέρτατη επιβολή
του ταμπού ήταν μια δυνατή ελεγκτική δύναμη έπειθε στο ότι οποιαδήποτε παραβίαση
των συγκεκριμένων κανόνων θα τιμωρείτο γρήγορα και αναμφισβήτητα από ένα atua
ή φάντασμα, το οποίο θα τιμωρούσε τον αμαρτωλό με μια επώδυνη αρρώστια μέχρι να
πεθάνει.
Για τον A. R. Radcliffe-Brown, ο παραπάνω ισχυρισμός του J. Frazer
σχετίζει το πολυνήσιο ταμπού με τη θρησκεία και όχι τη μαγεία. Ο ίδιος, εν
αντιθέσει, μέσα από τη μελέτη των Πολυνήσιων, προτείνει πως σε γενικές γραμμές
ο αυτόχθων κατανοεί την αλλαγή στην τελετουργική του πραγματικότητα ως το
ακαριαίο αποτέλεσμα μιας πράξης, όπως για παράδειγμα το άγγιγμα ενός νεκρού
πτώματος και πως τότε μόνο, αφ’ ης στιγμής προβαίνει στην εκλογίκευση ολόκληρου
του συστήματος των ταμπού, αντιλαμβάνεται πως έχει να κάνει με τα πνεύματα και
τους θεούς.
Στις παραπάνω διαφορετικές μεθόδους διαχωρισμού της μαγείας από τη
θρησκεία, ο A. R. Radcliffe-Brown αναφέρει και μία ακόμη, όπως αυτή
παρουσιάστηκε από τον Bronislaw Malinowski. Για τον Πολωνοβρετανό κοινωνικό
ανθρωπολόγο, μία τελετή είναι μαγική, όταν «έχει έναν σαφή πρακτικό σκοπό
γνωστό σε όλους τους χρήστες της μαγείας και δύναται ευκόλως να εκμαιευτεί από
οποιονδήποτε γηγενή πληροφοριοδότη»[14],
ενώ μια τελετή είναι θρησκευτική όταν είναι απλώς εκφραστική (expressive)
και δεν έχει κανένα σκοπό πέραν του θρησκευτικού της τέλους (σημ. τέλος=
σκοπός).
Μια άλλη διαφοροποίηση στην οποία προβαίνουμε στην κοινωνία μας μέσα στα
πλαίσια των τελετουργικών απαγορεύσεων, αφορά το διαχωρισμό του ιερού (holy)
από το μιαρό/ βρώμικο (unclean). Πράγματι, υπάρχουν συγκεκριμένα
πράγματα τα οποία απαιτούν μια συμπεριφορά σεβασμού εφόσον είναι ιερά και άλλα
επίσης, τα οποία λογαριάζονται ως μιαρά και βρώμικα. Εν τούτοις, αυτός ο
διαχωρισμός δεν συναντάται σε πολλές κοινωνίες. Ο Πολυνήσιος, επί παραδείγματι,
δεν θεωρεί ως ιερό έναν αρχηγό ή έναν ναό και ως μιαρό ένα πτώμα· τα χαρακτηρίζει
συλλήβδην ως επικίνδυνα (dangerous)[15].
Στο σημείο αυτό, ο A. R. Radcliffe-Brown επισημαίνει πως είναι καίριο και
ουσιαστικό όταν μελετάμε τις απλούστερες των κοινωνιών, να αποφεύγουμε με
προσοχή να αντιστοιχούμε τις ιδέες και τις συμπεριφορές των αναλόγως με τις
δικές μας, αναφορικά στην ιεροσύνη (holyness) και τη μιαρότητα (uncleanness).
Προς αυτήν την κατεύθυνση και στις διαφορετικές ερμηνείες που αποδίδονται στις
έννοιες από γλώσσα σε γλώσσα ο Βρετανός ανθρωπολόγος προτείνει την έννοια
"τελετουργική αξία" (ritual value)[16].
Χαρακτηριστικά, οτιδήποτε- ένα άτομο, ένα υλικό πράγμα, ένας χώρος, μία
λέξη ή ένα όνομα, μία περίσταση ή συμβάν, μία ημέρα της εβδομάδας ή μια χρονική
περίοδος- τίθεται ως αντικείμενο της τελετουργικής παραβατικότητας ή ταμπού,
μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχει
τελετουργική αξία. Για παράδειγμα, στην Πολυνησία οι αρχηγοί, τα πτώματα και τα
νεογέννητα έχουν τελετουργική αξία, όπως ακριβώς για μερικούς στην Αγγλία έχει
το αλάτι, για τους χριστιανούς κάθε Κυριακή και η Μ. Παρασκευή και για τους
Εβραίους η επέτειος της Εξόδου και τα Σάββατα. Η τελετουργική αξία εκτίθεται
(παρουσιάζεται) στην υιοθετημένη συμπεριφορά σχετικά με το αντικείμενο ή την
περίσταση στην οποία αναφέρεται. Οι θρησκευτικές αξίες παρουσιάζονται όχι μόνο
στην αρνητική τελετουργία (negative ritual) αλλά και στη θετική (positive
ritual), καθώς εκτίθενται από τα αντικείμενα στην κατεύθυνση των οποίων
αναφέρονται οι θετικές τελετές, όπως επίσης και από αντικείμενα, λέξεις ή
χώρους που χρησιμοποιούνται στις τελετές.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να ειπωθεί πως γενικότερα οτιδήποτε έχει
αξία στη θετική τελετουργία αποτελεί παράλληλα και αντικείμενο, ως ένα βαθμό,
της τελετουργικής απαγόρευσης ή τουλάχιστον αντικείμενο του τελετουργικού
σεβασμού[17].
Η λέξη αξία (value), όπως
χρησιμοποιείται από τον A. R. Radcliffe-Brown, αναφέρεται πάντοτε σε μια
σχέση ενός υποκειμένου και ενός αντικειμένου. Η εν λόγω σχέση δύναται να
εκφραστεί με δύο τρόπους: λέγοντας α) ότι το αντικείμενο έχει αξία για το
υποκείμενο ή β) ότι το υποκείμενο έχει αποκτήσει ενδιαφέρον για το αντικείμενο,
εφόσον η σχέση παρουσιάζεται και ορίζεται μέσω της συμπεριφοράς[18].
Εξάλλου, οι λέξεις ενδιαφέρον (interest) και αξία παρέχουν
ένα αποτελεσματικό εργαλείο, μέσω του οποίου μπορούμε να περιγράψουμε την πραγματικότητα,
η οποία απαρτίζεται από τις πράξεις (acts of behaviour)και τις σχέσεις (actual relations) μεταξύ
υποκειμένων και αντικειμένων, τις οποίες αποκαλύπτουν αυτές οι συμπεριφορές.
Επί προσθέτως, ένα κοινωνικό σύστημα μπορεί να κατανοηθεί αφενός μεν και
να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης αφετέρου ως σύστημα αξιών, καθώς τόσο οι
πολιτισμικές πράξεις όσο και η σύλληψη, η κατασκευή και η χρήση των συμβολικών
μορφών αποτελούν κοινωνικά γεγονότα, όπως όλα τα άλλα· επειδή, δηλαδή, είναι
δημόσια και παρατηρήσιμα[19].
Μία κοινωνία συγκεντρώνει έναν διαφορετικό αριθμό ατόμων (individuals)
στενά συνδεδεμένων σε έναν ιστό κοινωνικών σχέσεων. Επακολούθως, μια κοινωνική
σχέση υπάρχει και πραγματώνεται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων, όταν
υφίσταται κάποια αρμονικότητα σχετικά με τα διαφορετικά τους ενδιαφέροντα, μέσω
μιας μερικής συγκέντρωσης ενδιαφερόντων και οριοθέτησης ή παραλλαγής των
αποκλινόντων ενδιαφερόντων. Ένα ενδιαφέρον είναι πάντοτε το ενδιαφέρον κάποιου
ατόμου. Δύο άτομα ενδέχεται να έχουν παρόμοια ενδιαφέροντα, όμως παρόμοια
ενδιαφέροντα από μόνα τους δεν συνιστούν μία κοινωνική σχέση[20].
Σε αντιδιαστολή με το ζωικό βασίλειο, όπου δύο σκυλιά ίσως να έχουν
παρόμοιο ενδιαφέρον για το ίδιο κόκαλο με ενδεχόμενο αποτέλεσμα τον μεταξύ τους
καβγά, μία ανθρώπινη κοινωνία δεν μπορεί να υφίσταται αν τα ενδιαφέροντα των
μελών δεν είναι, ως έναν βαθμό, όμοια. Σύμφωνα με τους όρους της αξίας, η πρώτη
απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης μιας κοινωνίας είναι ότι τα μεμονωμένα μέλη
της θα συμφωνήσουν στο βαθμό των αξιών που οι ίδιοι θα αναγνωρίσουν[21].
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα πως οι κοινωνικές σχέσεις απαιτούν
την ύπαρξη κοινών ενδιαφερόντων και κοινωνικών αξιών. Όταν δηλαδή, δύο ή
περισσότερα άτομα έχουν ένα κοινό ενδιαφέρον και είναι γνώστες της κοινωνίας των
ενδιαφερόντων τους, τότε μία κοινωνική σχέση εγκαθιδρύεται και επιπλέον τα
αντικείμενα που τη χαρακτηρίζουν αποκτούν κοινωνική αξία. Ως φυσικό επακόλουθο
αυτού του ορισμού, αξίζει να προσθέσουμε επίσης και το συμπέρασμα ό,τι ένα
αντικείμενο μπορεί να έχει κοινωνική αξία μόνο όταν αναφέρεται σε έναν σύνδεσμο
ανθρώπων. Για την αποφυγή παρανόησης αρκεί να συμπληρώσουμε πως ένα κοινωνικό
σύστημα απαιτεί επίσης και τα άτομα να αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος προς
τα άλλα άτομα· σε σχέσεις φιλίας ή έρωτα κάθε ένα από τα δύο άτομα κατέχει μία
αξία για το άλλο.
Όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως, μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας
εντοπίζουμε ένα συγκεκριμένο βαθμό συμφωνίας αναφορικά με την τελετουργική
αξία, η οποία ανταποκρίνεται σε αντικείμενα διαφορετικών ειδών. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο λοιπόν, για ένα τοπικό τοτεμικό clan στην Αυστραλία, τα τοτεμικά κέντρα,
τα είδη του ζωικού βασιλείου που συνδέονται με αυτά, τα τοτέμ, οι μύθοι και οι
τελετές οι οποίες συνδέονται με αυτά που αναφέρθηκαν έχουν μια συγκεκριμένη κοινωνική
αξία για το clan· το κοινό ενδιαφέρον σε αυτά δημιουργεί στενές και σφιχτές
σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων. Για τον A. R. Radcliffe-Brown, οι τελετουργικές
αξίες υπάρχουν σε κάθε γνωστή κοινωνία και προδίδουν μια τεράστια ποικιλία
στοιχείων και γνωρισμάτων, καθώς περνάμε από την μία κοινωνία σε μία άλλη[22].
Ο Βρετανός ανθρωπολόγος προτείνει μία σειρά από μεθόδους προσέγγισης της
μελέτης της τελετουργίας, αρχικώς μέσα από την προσεκτική παρατήρηση των
προϋποθέσεων ή των λόγων που χαρακτηρίζουν τις τελετές. Ενίοτε, η προϋπόθεση
μιας τελετής είναι εμφανής ή ένας λόγος (αιτία) δύναται να παραχθεί εθελοντικά
από τα άτομα που τη φέρνουν σε πέρας. Αυτή που είναι θεμελιωδώς η ίδια τελετή
σε δύο διαφορετικές κοινωνίες, ενδεχομένως να έχει διαφορετικές προϋποθέσεις ή
λόγους (αιτίες) από τη μία κοινωνία στην άλλη[23].
Μέχρις εδώ, όσον αφορά τις τελετουργικές απαγορεύσεις, οι αιτίες τους μπορεί να
ποικίλουν από μία εξαιρετικά συγκεχυμένη ιδέα ότι κάποια ασαφής κακοτυχία ή
αρρώστια είθισται να επέρχεται σε οποιονδήποτε αποτυγχάνει να προσαρμοστεί στις
απαιτήσεις του ταμπού, μέχρι την πεποίθηση ότι η παράλειψη θα καταλήξει σε έναν
αρκετά συγκεκριμένο και ανεπιθύμητο αποτέλεσμα.
Μια δεύτερη προσέγγιση στη μελέτη της τελετουργίας είναι η παρατήρηση και
έρευνα όχι των προϋποθέσεων και των λόγων, αλλά της ίδιας της σημασίας της
τελετουργίας. Οτιδήποτε έχει μία σημασία αυτομάτως αποκαλείται σύμβολο και η
σημασία ισοδυναμεί με οτιδήποτε εκφράζεται μέσα από το σύμβολο.
Τέλος, η τρίτη προσέγγιση στη μελέτη της τελετουργίας αφορά τις επιδράσεις της ίδιας της τελετής και όχι τις
επιδράσεις που προκαλούνται από τους ανθρώπους που την πραγματοποιούν. Μία
τελετή έχει άμεσα και απευθείας αποτελέσματα στα άτομα που συμμετέχουν σε αυτήν
και επηρεάζονται από αυτήν, τα οποία ο A. R. Radcliffe-Brown ονομάζει
"ψυχολογικά αποτελέσματα" (psychological effects)[24].
Με βάση την τελευταία προσέγγιση και σύμφωνα με τα ψυχολογικά αποτελέσματα μιας
τελετής, θα μπορούσαμε με επιτυχία να αποσαφηνίσουμε τη ψυχολογική της
λειτουργία· αντιστρόφως, αναλογιζόμενοι τα κοινωνικά αποτελέσματα θα μπορούσαμε
να ανακαλύψουμε την κοινωνική της λειτουργία.
Οι τελετές λαμβάνονται εύκολα ως
συμβολικές, γεγονός το οποίο μας βοηθά να ερευνήσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε
την ερμηνεία και τα σημεία τους. Ως φυσικό επακόλουθο, αφ’ ης στιγμής κάθε
τελετή συνδέεται με κάποιον μύθο αναπόφευκτα θα πρέπει κατά τον ίδιο τρόπο να
ερευνήσουμε τις ερμηνείες και τις σημασίες των μύθων. Το αποτέλεσμα αυτών των
διαδοχικών ενεργειών είναι πως η ερμηνεία κάθε μίας τελετής χαρακτηρίζεται από
σαφήνεια και ευκολία μέσα από το πρίσμα της κοσμολογίας, ενός σώματος ιδεών,
δηλαδή και πεποιθήσεων αναφορικά με τη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία,
δεδομένη σε όλες τις αυστραλιανές φυλές, όσον αφορά τα γενικά της
χαρακτηριστικά.
Ο Βρετανός ανθρωπολόγος θεωρεί πως ένα άτομο το οποίο μετέχει στην
τελετουργική διαδικασία ακόμα και στην περίπτωση που ασκεί την τελετουργική
διαδικασία μόνος του, αποκτά από αυτήν ένα χαρακτηριστικό συναίσθημα
ικανοποίησης. Η ικανοποίησή του αυτή θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, εντοπίζεται
στο γεγονός ότι ασκεί ή έχει ασκήσει ένα τελετουργικό ή ένα θρησκευτικό
καθήκον. Ο A. R. Radcliffe-Brown θεωρεί πως κατά την πραγματοποίηση της
τελετής, το άτομο έχει εκπληρώσει μία μικρή συνεισφορά, η οποία αποτελεί
ταυτόχρονα προνόμιο και καθήκον αναφορικά με τη διατήρηση αυτής της τάξης του
σύμπαντος, από το οποίο τόσο η φύση όσο και ο άνθρωπος αποτελούν ξεχωριστά της
σημεία. Η ικανοποίηση, λοιπόν, που λαμβάνει δίνει στην τελετή μία ξεχωριστή
αξία γι’ αυτόν· και είναι αυτή η ικανοποίηση που προφανώς συνιστά το μοναδικό
του κίνητρο για την τελετουργική ενέργεια[25].
Για να ανακαλύψουμε την κοινωνική λειτουργία των τοτεμικών τελετών, θα
πρέπει να συνυπολογίσουμε ολόκληρο το σώμα των κοσμολογικών ιδεών, εκ των
οποίων κάθε τελετή αποτελεί μία "μερική έκφραση" (is a partial expression)[26].
Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, ο βρετανός ανθρωπολόγος πιστεύει πως η κοινωνική
δομή μίας αυστραλιανής φύλης συνδέεται με αυτές τις κοσμολογικές ιδέες με έναν
ιδιαιτέρως ειδικό τρόπο και ότι η διάρκεια της συνέχισής της (της φυλής)
εξαρτάται από τη ζωντάνια αυτών των ιδεών, μέσω της κανονικής της έκφρασης στο
μύθο και την τελετή.
Ενδεχομένως, κάποιες τελετές δεν έχουν καμία κοινωνική λειτουργία. Αυτό
ίσως να αποτελεί και την υπόθεση για τα ταμπού, όπως το συγκεκριμένο ταμπού που
εναντιώνεται στο αλάτι που πέφτει. Εν τούτοις, η μέθοδος έρευνας των τελετών
και των τελετουργικών αξιών, σύμφωνα με τον
A. R. Radcliffe-Brown, προϋποθέτει να μελετά κανείς τις τελετές ως
συμβολικές εκφράσεις και να ερευνά και να εντοπίζει τις κοινωνικές τους
λειτουργίες[27].
Σε ένα από τα τρία κορυφαία του έργα, «The Andaman Islanders»
(1922), ο A. R. Radcliffe-Brown μας
προσφέρει μία σωρεία παραδειγμάτων, μέσα από τα οποία καταδεικνύει τη σημασία
συγκεκριμένων αντικειμένων και στοιχείων, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις
αποτελούν ταμπού. Στους κατοίκους των νησιών Andaman αποφεύγεται να
χρησιμοποιείται το όνομα ενός νεκρού ατόμου, από τη στιγμή του θανάτου του έως
και τη λήξη του πένθους· το όνομα ενός ατόμου που πενθεί για το νεκρό συγγενή
δεν χρησιμοποιείται, όπως ακριβώς αποφεύγεται και το όνομα ενός κοριτσιού ή
αγοριού, που παρακολουθεί τις τελετές κατά την ενηλικίωσή του. Για του
Ανδαμανούς κατοίκους, το προσωπικό όνομα αποτελεί ένα σύμβολο της κοινωνικής
προσωπικότητας, της κατάστασης όπου ένα υποκείμενο απασχολείται στην κοινωνική
δομή και την κοινωνική ζωή. Η αποφυγή αναφοράς ενός προσωπικού ονόματος
εκφράζει μία συμβολική αναγνώριση του γεγονότος, ότι εκείνη τη στιγμή το άτομο
δεν θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται σε μια κανονική θέση στην κοινωνική ζωή.
Στην περίπτωση τώρα της αποφυγής ορισμένων φαγητών, αν ρωτήσει κανείς
τους κατοίκους των νησιών Andaman τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο πατέρας ή η
μητέρα σπάσουν αυτό το ταμπού, η συνήθης απάντηση θα’ ναι ότι αυτός ή αυτή θα
αρρωστήσει και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να επηρεασθεί και το παιδί. Αυτό είναι
απλώς ένα παράδειγμα μιας καθορισμένης μορφής, η οποία αντικατοπτρίζει έναν
αριθμό τελετουργικών απαγορεύσεων. Ένα άτομο που πενθεί για το συγγενή του δε
θα φάει χελώνα, το σημαντικότερο φαγητό σε κρέας, επειδή θα αρρωστήσει. Και
στην περίπτωση του φαγητού, όπως ακριβώς και στην αντίστοιχη περίπτωση της
χρήσης ονομάτων λειτουργεί ο ίδιος κανόνας.
Ισχύουν παρεμφερείς κανόνες για τους πενθούντες, για τις κυοφορούσες
γυναίκες και για τους νέους και νέες κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης τους. Θα
πρέπει να υποθέσουμε, σύμφωνα με του έργο του
A. R. Radcliffe-Brown, πως για τους κατοίκους των νησιών Andaman υπάρχει
σημαντική ομοιότητα μεταξύ της γέννησης και του θανάτου, λόγω του ότι έχουν παρεμφερείς
τελετουργικές αξίες. Δεν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα με
οποιαδήποτε ερμηνεία για τα ταμπού αναφορικά με τη γέννηση, αν δεν υπάρχει μια
παράλληλη ερμηνεία των ταμπού που συνδέονται με τους πενθούντες[28].
Η ερμηνεία των ταμπού όσον αφορά τη γέννηση, εφόσον την έχουμε μελετήσει
με γνώμονα ολόκληρο το σύστημα των κοινωνικών αξιών των Ανδαμανών, είναι αρκετά
περίπλοκη. Εν τούτοις, εκφράζει ένα κοινό ενδιαφέρον όσον αφορά το γεγονός. Οι
γονείς αποδεικνύουν το ενδιαφέρον τους αποφεύγοντας ορισμένα φαγητά· οι φίλοι
τους δείχνουν το δικό τους ενδιαφέρον αποφεύγοντας τα προσωπικά ονόματα των
γονιών. Εξαιτίας αυτών των ταμπού, η περίσταση απαιτεί μία συγκεκριμένη
κοινωνική αξία, όπως ορίστηκε προηγουμένως. Η θεωρία που διευκολύνει την κατανόηση
του εν λόγω παραδείγματος έχει ως εξής: «Σε συγκεκριμένες περιστάσεις το
άτομο διακατέχεται από άγχος σχετικά με τις επιπτώσεις κάποιου γεγονότος ή
δραστηριότητας, καθώς εξαρτάται από τα αποτελέσματα κάποιων προϋποθέσεων τις
οποίες ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει με κανένα τεχνικό μέσο. Γι’ αυτό και
συμμετέχει ή παρατηρεί κάποια τελετή η οποία πραγματώνεται με σκοπό να του
εξασφαλίσει τη σιγουριά πως από τη στιγμή που πιστεύει σε αυτήν θα αποκτήσει
καλή τύχη.[29]»· είναι κάτι παρεμφερές με την περίπτωση του
αστροναύτη, ο οποίος παίρνει μαζί του στο διάστημα μία μασκότ ως γούρι.
Για οποιοδήποτε αξιοπαρατηρήσιμο κανόνα θα πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος
λόγου (αιτίας) ή ποινής (sanction). Για πράξεις οι οποίες αναμφισβήτητα
επιδρούν σε άλλα άτομα, οι ηθικές και νόμιμες ποινές παρέχουν μία αρκετά
γενικευμένη ελεγκτική δύναμη επί του υποκειμένου. Στις τελετουργικές
υποχρεώσεις, οι τελετουργικές διαταγές παρέχουν ορθότητα και ορθολογισμό. Ο
απλούστερος τύπος τελετουργικής ποινής είναι μία αποδεκτή πεποίθηση ό,τι στην
περίπτωση που δεν παρατηρούνται τελετουργικοί κανόνες, κάποια απροσδιόριστη
κακοτυχία ενδέχεται να επέλθει[30].
Σε αρκετές κοινωνίες ο αναμενόμενος κίνδυνος είναι κατά κάποιον τρόπο δοσμένος
πιο αποσαφηνισμένα, ως ένας κίνδυνος αρρώστιας ή, σε ακραίες περιπτώσεις, ο θάνατος. Στις πλέον ιδιαίτερες
μορφές τελετουργικής εντολής τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα ή τα αντίστοιχα
αποφευκτέα αρνητικά αποτελέσματα είναι περισσότερο αποσαφηνισμένα, αναλόγως με
την περίσταση ή τη σημασία της τελετουργίας. Ο λειτουργικός λοιπόν ρόλος των
ταμπού, των τελετουργικών ποινών και των απαγορεύσεων εξυπηρετεί τη διαμόρφωση
τέτοιου είδους κοινωνικής αξίας[31].
Η κοινωνική σημασία του φαγητού, για παράδειγμα, δεν είναι ότι ικανοποιεί
την πείνα· τουναντίον, σε μια κοινότητα όπως ένα χωριό των Ανδαμανών κατοίκων,
ένα σημαντικό ποσοστό των δραστηριοτήτων με τις οποίες απασχολούνται
αναφέρονται στη μεγάλη σημασία του φαγητού. Επιπλέον, σε αυτές τις κοινωνίες τα
καθημερινά παραδείγματα συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας συμβάλλουν στις
διαμορφούμενες σχέσεις ενδιαφερόντων, τα οποία συνδέουν τα άτομα, τους άντρες,
τις γυναίκες και τα παιδιά μιας κοινωνίας. Η πρωταρχική βάση του τελετουργικού
γίγνεσθαι, με σκοπό τη αποτελεσματική του λειτουργία, είναι να δικαιολογείται η
τελετουργική αξία αντικειμένων και περιστάσεων, τα οποία είτε είναι αντικείμενα
σημαντικά –λόγω των κοινών ενδιαφερόντων που έχουν ως αποτέλεσμα το δεσμό των
μελών μιας κοινότητας είτε αποτελούν συμβολικές αναπαραστάσεις τέτοιων
αντικειμένων[32].
Σε αντίθεση με τον sir James Frazer, ο οποίος θεωρεί πως τα ταμπού έχουν
συμβάλλει ώστε να οικοδομήσουν το σύμπλεγμα της κοινωνίας, η άποψη του A. R. Radcliffe-Brown
είναι ότι οι αρνητικές και οι θετικές τελετές των πρωτόγονων υπάρχουν και
ισχύουν, επειδή αποτελούν κομμάτι του μηχανισμού, δια του οποίου μία οργανωμένη
κοινωνία διατηρεί την ύπαρξή της και την εξυπηρετούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να
εγκαθιδρύουν συγκεκριμένες ριζικές κοινωνικές αξίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
…………………………
1)
A. R. Radcliffe-Brown, Taboo, από το Reader in
Comparative Religion, edt. Lessa, W.A. and E. Y. Vogt, 1972
2)
Bertrand Russell, Κείμενα
για τη Θρησκεία, εκδ. Scripta, Αθήνα, 2006
3)
Bronislaw Malinowski, Culture, από το Reader in
Comparative Religion, edt. Lessa, W.A. and E. Y. Vogt, 1972
4)
Clifford Geertz, Η
Ερμηνεία των Πολιτισμών, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2003
5)
Daniel L. Pals, Seven Theories of Religion,
Oxford University Press, New York, 1996
6)
Daniele Hervieu- Leger, Jean Pierre Willaime, Κοινωνικές Θεωρίες και Θρησκεία,
επιμ.-πρόλ,, Νίκη Η. Παπαγεωργίου, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2005
7)
Émile Durkheim, The Elementary Forms of the
Religious Life, από το Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W.A. and
E. Y. Vogt, 1972
8)
Hans-Georg Beck, Βυζαντινόν
Ερωτικόν, εκδ. Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1999
9)
Kai Nielsen, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Θρησκείας,
εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2002
10) Mary
Douglas, Pollution, από το Reader in Comparative Religion, edt. Lessa,
W.A. and E. Y. Vogt, 1972
11) Mary
Douglas, Καθαρότητα και Κίνδυνος- Μία
Ανάλυση των Εννοιών της Μιαρότητας και του Ταμπού, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα,
2006
12) Paul
Erickson, Liam Murphy, Ιστορία της
Ανθρωπολογικής Σκέψης, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2002
13) Philippe Laburthe-Tolra, Jean Pierre Warnier, Εθνολογία- Ανθρωπολογία, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003
14) Victor
W. Turner, Betwixt and Between, The Liminal Period in Rites de Passage, από
το Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W.A. and E. Y. Vogt, 1972
15) Άνταμ
Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1983
16) Ανρί
Μπερξόν, Οι Δυο Πηγές της Ηθικής και της
Θρησκείας, εκδ. Νησίδες, Αθήνα, 2006
17) Ευστάθος
Φακιόλας, Η Θεώρηση της Θρησκείας και ο Σύγχρονος Ρόλος της, περιοδικό
Θέσεις, τ. 42
18) Ζακ
Ντεριντά, Μισέλ Φουκώ, Τρέλα και Φιλοσοφία,
εκδ. Ολκός/ Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 1988
19) Ντυρκέμ
Εμίλ (1998), Συλλογικές Αναπαραστάσεις και Αντιληπτικές Κατηγορίες, μετ.
Θ. Ανθογαλίδου, από το Virtual School, The Sciences of Education Online, τ.1,
τ.1, στο http//:www.auth.gr/virtualschool/1.1/ TheoryResearch /DurkheimRepresentations.html
20) Ρεϋμόν Αρόν, Η Εξέλιξη της Κοινωνιολογικής Σκέψης, μετ. Μπάμπης Λυκούδης, τ. Β’,
εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1984
21) Στέλιος
Ράμφος, Το Μυστικό του Ιησού, εκδ.
Αρμός, Αθήνα, 2006
[1]
Βλ. Ζ. Ντεριντά, Μ. Φουκώ, Τρέλα και Φιλοσοφία, εκδ. Ολκός / Μικρή
Άρκτος (Αθήνα, 1998), σελ. 84
[2] Βλ. A. R. Radcliffe Brown –Taboo,
London (1939), στο Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W. A. Vogt, 1972, σελ. 72
[4]
προφέρεται τάμπου.
[5]
Σε αντίθεση με την άποψη των Γάλλων Ph. Labourthe και J.P. Warnier, σύμφωνα με
τους οποίους οι απαγορεύσεις ή τα ταμπού που αφορούν αντικείμενα, πράξεις ή
πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν κίνδυνα για το άτομο, είναι ξένα είτε προς την
έννοια της ατομικής ευθύνης είτε της πρόθεσης, αφού η μη τήρησή τους επισύρει
αυτομάτως κάποια μορφή βλάβης. Βλ. ό.π., Ph. Labourthe-Tolra, J.P. Warnier, σελ.
214
[6]
βλ. ό.π., A.R. Radcliffe-Brown, σελ. 73
[7]
βλ. στο ίδιο, σελ. 73
[8]
βλ. Hans-Georg Beck, Βυζαντινόν Ερωτικόν, εκδ. Στεφ. Βασιλόπουλος,
Αθήνα, 1999, σελ. 18
[9]
βλ. ό.π., ., A.R. Radcliffe-Brown, σελ. 73
[10]
βλ. ό.π., Ανρί Μπερξόν, σελ. 101
[11]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 74
[12]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 75
[13]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 75
[14]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 76
[15]
βλ. στο ίδιο, σελ. 76
[16]
βλ. στο ίδιο, σελ. 76
[17]
βλ. στο ίδιο, σελ. 76
[18]
Μία άποψη, η οποία συντάσσεται με τη σκέψη του Max Weber και στα δύο του βιβλία
"Συναγωγή Δοκιμίων για την Κοινωνιολογία της Θρησκείας"
(1916-1917) και "Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού"
(1904-1905), σύμφωνα με την οποία οι συμπεριφορές των ανθρώπων γίνονται
κατανοητές μόνο μέσα στο πλαίσιο της γενικής αντίληψης που σχηματίζουν οι
άνθρωποι για την ύπαρξη. Για περισσότερα βλ. στο Ρ. Αρόν, Η Εξέλιξη της
Κοινωνιολογικής Σκέψης, τ. Β’, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1984, σελ. 269-339
[19]
βλ. ό.π., Clifford Geertz, σελ. 99
[20]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 76
[21]
Ο A. R. Radcliffe-Brown ως εισηγητής και ιδρυτής της σχολής του
"δομολειτουργισμού", της θεωρίας δηλαδή η οποία βασίζεται στην
εξέταση της λειτουργίας των θεσμών στη διατήρηση της κοινωνικής δομής,
υπογραμμίζει τη σημασία που χαρακτηρίζει τη διαβάθμιση των αξιών στο πλαίσιο
των κοινωνικών σχηματισμών, ως την προτεραιότητα για τη δημιουργία των
κοινωνικών συστημάτων.
[22]
Βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 77
[23]
Βλ. στο ίδιο, σελ. 77
[24]
Βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 78
[25]
βλ. ό.π, A. R. Radcliffe-Brown, σελ., 79
[26]
βλ. στο ίδιο, σελ. 79
[27]
βλ. στο ίδιο, σελ. 79
[28]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ., 80
[29]
βλ. στο ίδιο, A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 80
[30]
βλ. ό.π., A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 81
[31]
βλ. στο ίδιο, A. R. Radcliffe-Brown, σελ. 82
[32]
βλ. στο ίδιο, A. R. Radcliffe-Brown, σελ., 82
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου