Αργά ή γρήγορα κάθε κίνημα ριζικής κοινωνικής αλλαγής πρέπει να καταπιαστεί με τον τρόπο που οι άνθρωποι παράγουν τα υλικά μέσα της ζωής τους την τροφή τους, την κατοικία τους και το ρουχισμό τους και με τον τρόπο που τα μέσα αυτά διανέμονται. Το να παραμένει κάποιος διακριτικά σιωπηλός σε οτιδήποτε αφορά την υλική σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, το να απορρίπτει αφ' υψηλού αυτή τη σφαίρα σαν «υλιστική», ισοδυναμεί με το να είναι κατάφωρα αναίσθητος απέναντι στις ίδιες τις προϋποθέσεις της ζωής. Οτιδήποτε τρώμε για να διατηρήσουμε το ζωικό μεταβολισμό μας, οποιαδήποτε κατοικία ή ενδυμασία χρησιμοποιούμε ως καταφύγιο μπροστά στις αντιξοότητες της φύσης, μας τα παρέχουν συνήθως άτομα όμοια μ' εμάς, τα οποία οφείλουν να εργάζονται για να τα προμηθεύσουν, όπως και εμείς έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε το ίδιο τουλάχιστον αυτή είναι η κοινή μας ελπίδα.
Παρ' όλο που οι οικονομολόγοι έχουν κυριολεκτικά συγκαλύψει αυτή την τεράστια δραστηριότητα με ηθικά ουδέτερες, δήθεν «επιστημονικές» κατηγορίες, η ανθρωπότητα στην προβιομηχανική εποχή πάντα αντιμετώπιζε την παραγωγή και τη διανομή με βαθιά ηθικούς όρους. Η κραυγή για «οικονομική δικαιοσύνη» είναι τόσο παλιά, όσο και η ύπαρξη οικονομικής εκμετάλλευσης. Πρόσφατα αυτή η κραυγή έχει χάσει την υψηλή θέση που κατείχε στη δική μας αντίληψη της ηθικής ή για την ακρίβεια, έχει εκπέσει σε μια υποδεέστερη θέση εξαιτίας της υπεροικονομικής έμφασης που δίνεται στην «πνευμα-τικότητα» σε αντιδιαστολή με την «υλικότητα». Μ' αυτή την έννοια είναι εύκολο να καταλάβουμε το μεγάλο Γερμανό στοχαστή Τέοντορ Αντόρνο, όταν μια γενιά πριν, με οξυδέρκεια παρατηρούσε: «Υπάρχει τρυφερότητα μόνο στο χοντροκομμένο αίτημα ότι κανείς δεν πρέπει να πεινάσει ξανά».1
Όσο υπερβολική κι αν φαίνεται αυτή η αντίληψη περί τρυφερότητας είναι ένα απόλυτα δίκαιο χαστούκι στο πρόσωπο εκείνων των προνομιούχων στρωμάτων των οποίων η «καλοζωισμένη πλεονεξία» για τα ωραία πράγματα συνδυάζεται με την «καλοζωισμένη πλεονεξία» για τα φτιαχτά προβλήματα του μαραζωμένου και πληκτικού εγώ τους. Εκ των πραγμάτων ήρθε ο καιρός να αποκαταστήσουμε την ηθική διάσταση αυτού που τόσο ψυχρά προσδιορίζουμε σαν «οικονομία» και επιπλέον να αναρωτηθούμε τι είναι μια πραγματικά ηθική οικονομία.
Η δυσκολία σύζευξης της οικονομικής επιστήμης με την ηθική πηγάζει από τη φύση της οικονομικής ζωής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Καμιά οικονομία δεν μπορεί ποτέ να είναι ηθικά ουδέτερη, όπως οι οικονομολόγοι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ούτε οι τρόποι εργασίας και τεχνολογίας είναι δυνατό να θεωρηθούν ηθικά ουδέτεροι.2
Η αλήθεια είναι ότι η παρούσα οικονομία της αγοράς είναι κατάφωρα ανήθικη. Επιπλέον οι οικονομολόγοι μας έχουν κυριολεκτικά «αποηθικοποιήσει» και μετατρέψει σε ηθικούς κρετίνους καθώς αρνούνται ότι τα οικονομικά μπορούν να θεωρηθούν αυθεντικά ηθικό πεδίο στο οποίο οι άνθρωποι πάντα θα παίρνουν αποφάσεις για το ποιος θα κάνει τι, τι θα διανεμηθεί σε ποιόν και πώς οι «σπάνιοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι» θα σταθμισθούν με τις «απεριόριστες ανάγκες». Η διαμόρφωση των τιμών, για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, δεν είναι απλώς ένας απρόσωπος, ηθικά ουδέτερος υπολογισμός της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση. Είναι μια δόλια χειραγώγηση της προσφοράς και της ζήτησης. Ένας ανήθικος χειρισμός των ανθρώπινων αναγκών που αποτελεί μέρος ενός αχρείου κυνηγιού του κέρδους. Αναφερόμενοι στην «οικονομία της αγοράς» σε αντιδιαστολή με την «ηθική οικονομία», δε θα ήταν λάθος να μιλήσουμε για μια «ανήθικη οικονομία» σε αντιδιαστολή με μια «ηθική οικονομία».
Είναι όμως δύσκολο αυτή η διάκριση να γίνει σαφής, όχι μόνο επειδή τα οικονομικά με την πανοπλία αξιώσεων επιστημονισμού έχουν συσκοτίσει το όλο θέμα οικονομικής επιστήμης και ηθικής, αλλά και επειδή θεωρούμε το οικονομικό κατεστημένο σαν ένα δεδομένο, σαν μια «φυσική κατάσταση πραγμάτων», τμήμα μιας πλασματικής «ανθρώπινης φύσης». Η οικονομία της αγοράς έχει τόσο βαθιές ρίζες στο νου μας, ώστε η ρυπαρή γλώσσα της έχει αντικαταστήσει τις πιο ιερές ηθικές και πνευματικές εκφράσεις μας. Τώρα «ενδύουμε» στα παιδιά μας, στους γάμους μας, στις προσωπικές μας σχέσεις. Η «επένδυση» είναι ένας όρος που έχει εξισωθεί με λέξεις όπως «αγάπη» και «φροντίδα». Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο «δοσοληψίες» και αναζητάμε το «ελάχιστο όριο» κάθε συναισθηματικής «συναλλαγής». Χρησιμοποιούμε την ορολογία των συμβολαίων αντί την ορολογία της αφοσίωσης και των σχέσεων πνευματικής συγγένειας. Αυτού του είδους η εμπορική μωρολογία, διανθισμένη με ηλεκτρονικούς όρους όπως «εισροή», «εκροή» και «ανατροφοδότηση» θα μπορούσε εύκολα να γεμίσει ένα λεξικό της εποχής μας και των χρόνων που πρόκειται να έρθουν.
Η ζωή έχει ουσιαστικά διαποτιστεί από εκείνα τα ποσοτικά χαρακτηριστικά τα οποία οι προηγούμενες γενιές είχαν αυστηρά περιορίσει στις αγοραίες σχέσεις. Σχέσεις που, όσο βίαιη κι αν ήταν η εισβολή τους σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών, η επίδραση τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν οριακή. Η «αξιοπρέπεια της εργασίας» υποδήλωνε τον κατώτερο ρόλο της εργασίας σε σχέση με τα ανώτερα ηθικά ενδιαφέροντα του αυτοσεβασμού του εργαζομένου, όσο κι αν αυτή η αξιοπρέπεια βιάστηκε από την τραχύ-τητα του μόχθου και την κυρίαρχη παρουσία των οικονομικών ιεραρχιών. Ο «σεβασμός» ήταν το κριτήριο για τις οποιουδήποτε είδους συναλλαγές. Είτε επρόκειτο για τις διεκ-δικήσεις των αγωνιστών στους χώρους δουλειάς είτε ακόμη και για το «νονό» της Μαφίας, ο «σεβασμός» είχε την ίδια βαρύτητα. Στην πορεία της εκβιομηχάνισης, σε πολλές χώρες, οι εργαζόμενοι απεργούν για να υπερασπισθούν τον αυτοσεβασμό τους και να εκφράσουν την ηθική τους αλληλεγγύη και όχι απλώς για να αποκομίσουν υλικά και κοινωνικά οφέλη.
Σήμερα έχουμε χάσει αυτή την αίσθηση ηθικού προσανατολισμού γιατί ο κοινωνικός μας χάρτης έχει κυριολεκτικά κατακλυσθεί από την αγορά. Μέχρι τη δεκαετία του 1930 οι άνθρωποι μπορούσαν να αντιπαραβάλλουν την αγορά, που στηρίζεται στη λογική «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», με την αλληλεγγύη του κόσμου της γειτονιάς που διατη-ρούσε την ατμόσφαιρα του χωριού και παρείχε πλούσια αλληλοβοήθεια, στα πλαίσια μιας εκτεταμένης οικογένειας της οποίας τα γηραιότερα μέλη ενσάρκωναν τις ζωντανές μνήμες μιας προβιομηχανικής κοινωνίας που έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα για όλα τα μέλη της. Ακριβώς έξω από τις πυκνοκατοικημένες, δηλητηριασμένες πόλεις του κόσμου, η ύπαιθρος ήταν μια ορατή παρουσία με τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής, οι οποίοι ήταν από αιώνες καθαγιασμένοι. Όσο κι αν επιλέγει κάποιος να ασκήσει κριτική στο τοπικιστικό και πατριαρχικό πνεύμα αυτού του αρχαϊκού καταφύγιου από το εργοστάσιο, το γραφείο και το εμπορικό κέντρο (μια κριτική που, μπορώ να πω από προσωπική εμπειρία, είναι υπερβολική), είναι γεγονός πως μας εφοδίασε με ένα βαθύ ανθρώπινο και προσωπικό αί-σθημα, το οποίο ήταν γόνιμο με την απεριόριστη ικανότητα του να ανανεώνεται και να διατηρεί τη ζωτικότητά του.
Είναι εξίσου σημαντικό ότι εφοδίασε το «βιομηχανικό άνθρωπο» με ένα αίσθημα αντίθεσης και δυσαρμονίας μεταξύ ενός ηθικού κόσμου όπου οι αξίες της αρετής και της ποιοτικής ζωής καθοδηγούσαν τα οικονομικά πρότυπα και ενός κόσμου της αγοράς που οι αξίες του κέρδους και του εγωτισμού καθόριζαν τους ηθικούς κανόνες. Αυτό το αίσθημα της αντίθεσης και της δυσαρμονίας το κουβαλούσαν μέσα τους οι εργαζόμενοι στο εργα-στήρι και στο σπίτι, στο συνδικάτο και στην οικογένεια, στο εργοστάσιο και στη γειτονιά, στην πόλη και στην κωμόπολη. Ακόμη και όταν στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας η οικο-νομία της αγοράς έδειχνε να βρίσκεται στο επίκεντρο της ζωής, στο όραμα του συνη-θισμένου εργαζομένου υπήρχε η αίσθηση ενός παλαιότερου, περισσότερο συγγενικού και ηθικού κόσμου στον οποίο θα μπορούσε αργότερα να επιστρέψει. Ο χώρος όπου μπορούσε να είναι ανθρώπινο ον με αυθόρμητα ανθρώπινα ενδιαφέροντα συγκρούστηκε με το χώρο που εξανάγκαζε το άτομο να γίνει ένα ταξικό ον, ένα κλάσμα της οικονομίας της αγοράς και του υψηλά ορθολογικοποιημένου βιομηχανικού πυρήνα.
Αποτελεί ειρωνεία, αλλά στην αντίληψη εκατομμυρίων ανθρώπων η μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ΄30 αφαίρεσε από την οικονομία της αγοράς την πρωταρχική θέση που κατείχε στην προηγούμενη δεκαετία. Παρά την επικράτηση μιας αφελούς δέσμευσης για πρόοδο και της πίστης στη δύναμη της τεχνολογίας να θεραπεύει όλες τις ασθένειες της κοινωνίας, η γενιά των αρχών της δεκαετίας του '30 μετακόμισε μαζικά από την πόλη στην ύπαιθρο συσφίγγοντας τους οικογενειακούς δεσμούς προ-κειμένου να αντιμετωπίσει τις οικονομικές αντιξοότητες, ενδυναμώνοντας το αίσθημα τοπικής αλληλεγγύης και ενεργοποιώντας τα συστήματα αλληλοβοήθειας στη γειτονιά και στη συνοικία. Εν ολίγοις οι ηθικές δεσμεύσεις μεταξύ των ανθρώπων αναβίωσαν παρά τις τεράστιες μετακινήσεις των αγροτών που έλαβαν χώρα την περίοδο της ξηρασίας και πα-ρά την αλματώδη αύξηση των περιπλανώμενων αλητών που γέμιζαν τα βαγόνια των φορ-τηγών τραίνων από την κεντρική και μακρινή Δύση.
Αποτέλεσμα αυτής της παράλληλης κίνησης μέσα και έξω από τα κέντρα της βιο-μηχανίας και του εμπορίου ήταν ότι ο απρόσωπος κόσμος της ξέφρενης κερδοσκοπίας και του πληθωριστικού χρήματος, που πανηγύριζε με ενθουσιασμό στη διάρκεια της οικο-νομικής άνθισης της δεκαετίας του '20, έχασε μεγάλο μέρος από την υπόληψή του, όπως σαφώς κατέδειξε η αναγέννηση των ποπουλιστικών και σοσιαλιστικών κινημάτων. Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1929 έδωσε τη χαριστική βολή στο σεβασμό που απολάμβανε ανάμεσα στο λαό όχι μόνο ο πλούτος των μετοχικών εταιρειών, αλλά το ίδιο το σύστημα της αγοράς. Η ανταλλαγή αγαθών δίχως τη διαμεσολάβηση του χρήματος, η αμοιβαία βοήθεια, οι πραγματικότητες της αγροτικής Αμερικής, η αυτοπεποίθηση και η ανεξαρτησία μαζί με τον τοπικισμό και την πολιτισμική ταυτότητα είχαν στοιχειώσει τη χώρα για χρόνια και ακόμα σαγηνεύουν τους μεγάλους Αμερικανούς καλλιτέχνες όπως μαρτυρούν οι πίνακες του Γκραντ Γουντ, οι τοιχογράφοι και φωτογράφοι του WPA3 και η αναζωπύρωση της έρευνας της λαϊκής σοφίας και των τοπικών παραδόσεων.
Η παρακμή του γοήτρου της οικονομίας της αγοράς για μια ολόκληρη δεκαετία έχει, σήμερα, απλώς ξεχαστεί. Από τη δεκαετία του '50 κα; έπειτα η οικονομία της αγοράς δεν έχει αποικιοποιήσει μόνο κάθε όψη της καθημερινής ζωής, αλλά έχει επιπλέον εξαλείψει από τη μνήμη τους εναλλακτικούς τρόπους ζωής που προηγήθηκαν. Είμαστε όλοι στις μέρες μας ανώνυμοι αγοραστές και πωλητές, ακόμη και των αθλιοτήτων που μας συνθλίβουν. Δεν πουλάμε και αγοράζουμε μόνο την εργασιακή μας δύναμη σε όλες τις εκλεπτυσμένες μορφές της, πουλάμε και αγοράζουμε ακόμη και τις νευρώσεις μας, την ανομία μας, τη μοναξιά μας, το πνευματικό μας κενό, την ακεραιότητά μας, την έλλειψη αυτοεκτίμησης και τα ίδια τα συναισθήματά μας.
Πουλάμε και αγοράζουμε στους γκουρού, στους ειδικούς του ψυχικού και σωματικού «ευ ζην», στους ψυχαναλυτές, στους κληρικούς κάθε περιβολής και, τελικά, στους στρατούς των επιχειρηματικών και κυβερνητικών γρα-φειοκρατών που έχουν γίνει οι αυθεντικές κινητήριες δυνάμεις αυτού που κατ' ευφημισμό αποκαλούμε «κοινωνία». Αγοράζουμε και πουλάμε τις εξωτερικές αμφιέσεις της προσωπικότητας: τα στιλπνά δερμάτινα σακάκια που κάνουν τους ασήμαντους λογιστές να δείχνουν εύσωμοι νταβαντζήδες και τις μπότες με τα ψηλά τακούνια που κάνουν τις πληκτικές γραμματείς να δείχνουν επικίνδυνα γοητευτικές πόρνες. Η ενδυμασία, το βάψιμο του προσώπου, τα εκκεντρικά χτενίσματα, τα μπιχλιμπίδια, η μεγάλη ποικιλία διακριτικών σημάτων και συμβόλων συνδυάζονται όλα στους αστικούς βόθρους του σύγχρονου κόσμου για να μας κάνουν να φαινόμαστε περισσότερο «ενδιαφέροντες» και λιγότερο αποπροσωποποιημένοι απ' όσο πραγματικά είμαστε.
Πουλάμε και αγοράζουμε στους γκουρού, στους ειδικούς του ψυχικού και σωματικού «ευ ζην», στους ψυχαναλυτές, στους κληρικούς κάθε περιβολής και, τελικά, στους στρατούς των επιχειρηματικών και κυβερνητικών γρα-φειοκρατών που έχουν γίνει οι αυθεντικές κινητήριες δυνάμεις αυτού που κατ' ευφημισμό αποκαλούμε «κοινωνία». Αγοράζουμε και πουλάμε τις εξωτερικές αμφιέσεις της προσωπικότητας: τα στιλπνά δερμάτινα σακάκια που κάνουν τους ασήμαντους λογιστές να δείχνουν εύσωμοι νταβαντζήδες και τις μπότες με τα ψηλά τακούνια που κάνουν τις πληκτικές γραμματείς να δείχνουν επικίνδυνα γοητευτικές πόρνες. Η ενδυμασία, το βάψιμο του προσώπου, τα εκκεντρικά χτενίσματα, τα μπιχλιμπίδια, η μεγάλη ποικιλία διακριτικών σημάτων και συμβόλων συνδυάζονται όλα στους αστικούς βόθρους του σύγχρονου κόσμου για να μας κάνουν να φαινόμαστε περισσότερο «ενδιαφέροντες» και λιγότερο αποπροσωποποιημένοι απ' όσο πραγματικά είμαστε.
Η συμβατικότητα έπειτα από μια αστραπιαία κατάδυση αναδύεται ξανά με τη μορφή της στιλιζαρισμένης ιδιοσυγκρασίας, αναθεματίζοντας τα σύμβολα της «εξατομίκευσης» που ανεπαίσθητα επιβεβαιώνουν την απώλειά της. Η τραγιάσκα που γέρνει στο πλάι του παραδοσιακού εργάτη και το ημίψηλο καπέλο στις γελοιογραφίες του αστού κοσμούσαν κάποτε πρόσωπα με χαρακτήρα, εμπειρία, εσωτερική δύναμη και ατομικότητα. Σήμερα τα κουκλίστικα κεφάλια των «μποέμικων» μεσαίων τάξεων, αυτών των λειψάνων ενός παλλόμενου παρελθόντος, μοιάζουν με τραγελαφικές γελοιογραφίες. Η οικονομία της αγοράς έχει δείξει τη δύναμή της και επεκτείνεται μέχρι τις εσώτερες πτυχές τις προ-σωπικότητας μετατρέποντας τους ακόλουθους της σε πανομοιότυπα αντίγραφα ακόμα και όταν οι τελευταίοι αναζητούν την ιδιοτυπία στον τρόπο ένδυσης και στην χαμηλής στάθμης κουλτούρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης: Πράγματι, αυτά που είναι πολιτιστικά συναρπαστικά και γεμίζουν ασφυκτικά τις αίθουσες των συναυλιών και τα θέατρα είναι προϊόντα ανακύκλησης από γενιές νεκρές ή γενιές που πεθαίνουν. Η ανακύκληση που έχουν υποστεί γίνεται συχνά με τέτοια τεχνική μαεστρία και στιλπνό-τητα, ώστε αφαιρείται όλος ο χαρακτήρας και η γήινη υπόστασή τους.
0 φιλελευθερισμός μας απέναντι σε κάθε ηθική υπερβολή φανερώνει περισσότερο αδιαφορία παρά ανεκτικότητα. Άνομοι, λιπόψυχοι και αναίσθητοι, έχουμε γίνει ίδιοι με τα εμπορεύματα ελεύθερης κυκλοφορίας που παράγουμε και με τόση βουλιμία κατά-βροχθίζουμε. Από την άλλη, η κοινωνία, ισοπεδωμένη και άχρωμη, έχει αποικιοποιηθεί από την οικονομία της αγοράς που κάποτε την είχαμε περιορίσει στον απομακρυσμένο από την προσωπική μας ζωή κόσμο των μπίζνες. Η ανηθικότητα του «αμοραλιστικού» μας πιστεύω πηγάζει από το αίσθημα αδιαφορίας που είναι κακό γιατί δεν έχει κριτήριο για το καλό και το ενάρετο. Η «αμοραλιστική» μας φιλοσοφία συντίθεται από ατέρμονες φλυαρίες καθη-μερινού κουτσομπολιού και τα ιδεώδη της ενσαρκώνονται στα παραφορτωμένα με ασή-μαντα αντικείμενα εμπορικά κέντρα, που έχουν γίνει οι πιο επιβλητικοί και ιεροί ναοί μας.
Η οικονομία της αγοράς είναι προικισμένη με ένα μεγάλο μυστικό από το οποίο αντλεί τη δύναμη να μορφοποιεί την ολότητα της κοινωνικής ζωής: τη δύναμη της ανωνυμίας. Οι πωλητές δε γνωρίζουν τους αγοραστές και οι αγοραστές δε γνωρίζουν τους πωλητές. Αυτό που οι πωλητές ρίχνουν στην αγορά -αφήνοντας κατά μέρος τους αυτοσυντηρούμενους μύθους της «τεχνικής των πωλήσεων»- είναι τα εμπορεύματά τους, όχι οι εαυτοί τους. Ο καταναλωτής που αγοράζει ένα ρούχο βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αντικείμενο, ένα ένδυμα -όχι τον παραγωγό του, ένα πρόσωπο. Αναμφισβήτητα υπάρχουν οι παραγωγοί που ετοιμάζουν το ρούχο για τον αγοραστή και οι πωλητές που πλασάρουν το εμπόρευμα. Αλλά ο κατασκευαστής ή ο ράφτης είναι ένας αρχαϊσμός της αγοράς, που στην πραγματικότητα ανήκει σε μια παρελθούσα εποχή, και που σήμερα παράγει μόνο για μια πολύ εύπορη ελίτ. Ο πωλητής, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ένας καταλύτης που επι-διώκει να κάνει τα εξαγοράσιμα όνειρα μας πιο ελκυστικά. Οι πωλητές στην πραγ-ματικότητα είναι ανύπαρκτοι μέσα στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, όπου η βασική συνάντηση αγοραστή και πωλητή γίνεται σε μια ουρά πίσω από το ταμείο και όχι στον οικείο χώρο του προμηθευτή που προσπαθεί να πείσει το δυνητικό αγοραστή να πραγ-ματοποιήσει την αγορά. Όχι, η οικονομία της αγοράς δεν είναι δομημένη γύρω από δύο πρόσωπα, αλλά γύρω από τον αγοραστή και το αντικείμενο ή τον παραγωγό και τα κατά-στήματα λιανικής πώλησης.
Η ανωνυμία της διαδικασίας της ανταλλαγής έχει σήμερα τρομαχτικές συνέπειες που φτάνουν βαθύτερα απ' όσο συνήθως υποψιαζόμαστε. Είμαστε καταρχήν τα θύματα της πνιγηρής αποπροσωποίησής της. Μια μηχανή, που ονομάζεται αγορά, αναλαμβάνει ζω-τικές λειτουργίες που κανονικά θα έπρεπε να εκτελούνται από τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Παρ' όλο που τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα μας κανονιοβολούν συνέχεια με εικόνες και φωνές που φαίνονται ανθρώπινες, σπάνια στη σύγχρονη αγορά συναντάμε πραγματικούς ανθρώπους με σάρκα και οστά. Συνήθως δεν υπάρχει τρόπος να συζητήσει κάποιος αβίαστα την αξία ενός προϊόντος με τον παραγωγό, ο οποίος φαίνεται να είναι ο καταλληλότερος για να κρίνει την ποιότητα και χρησιμότητά του. Οι πωλητές, λίγοι έτσι και αλλιώς, είναι γνωστό ότι είναι αδαείς γύρω από τα εμπορεύματα που προμηθεύουν και ένας καταναλωτής με γνώσεις μπορεί εύκολα να τους ξεγελάσει. Επιπλέον είναι, σε γενικές γραμμές, εξωφρενικά αδιάφοροι και υπερβολικά τυποποιημένοι. Μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν -σε μερικά καταστήματα έχει ήδη γίνει- από ένα μαγνητόφωνο. Στις απρόσωπες δομές της αγοράς δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ αγοραστή και πωλητή που να προάγει τον ηθικό προσανατολισμό.
Στις προηγούμενες εποχές η αξία ενός προϊόντος ήταν ηθικά ενσωματωμένη στην αξία του πωλητή και παραγωγού του. Η αξία που ο αγοραστής προσέδιδε σε ένα εμπόρευμα, σε κάθε ανταλλάξιμο αντικείμενο, αποτελούσε ηθικό μέτρο της ακεραιότητας του ατόμου από το οποίο αγόραζε. Η δυσφήμιση αυτού του αντικειμένου, η επιστροφή του με υποτιμητικά σχόλια για την ποιότητα του, ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της εντιμότητας και του αυτοσεβασμού του πωλητή -όχι απλώς ως «καλού» παραγωγού, αλλά ως προσώπου με ηθικές αρχές. Μ' αυτή την έννοια ο τεχνίτης ήταν τόσο «καλός» όσο τα «αγαθά» που με δεξιοτεχνία έφτιαχνε και ο πωλητής τόσο «καλός» όσο τα «αγαθά» που πουλούσε. Χρησιμοποιώ τον όρο «καλός» όχι με την εργαλειακή έννοια της τεχνικής τελειότητας, που ςήμερα με χαρακτηριστικό τρόπο σηματοδοτεί αυτή η λέξη, αλλά ηθικά, με την έννοια της ανθρώπινης αγαθότητας και της ηθικής ακεραιότητας. «Αγαθή πρόθεση» σήμαινε ειλικρίνεια, ακεραιότητα, αξιοπιστία, υπευθυνότητα και υψηλό, αίσθημα εξυπηρέτησης του κοινού και όχι εδραίωση της δύναμης στην αρένα της αγοράς, οικονομική ευρωστία ή τον επινοημένο μύθο της «ανωτερότητας» που έχει εντυπωθεί στον κοινό νου μέσω της διαφήμισης.
Δεν αγόραζε κανείς τη μάρκα που επανειλημμένα εμφανιζόταν στις οθόνες των τηλεοράσεων, στις φωτεινές επιγραφές με νέον και στις τοιχοκολλημένες δια-φημιστικές αφίσες. «Αγόραζε» την ηθική βεβαιότητα μιας καλής προσωπικής φήμης, την καλλιτεχνική αίσθηση της προσήλωσης στην αισθητική «ανωτερότητα», την αρετή που ενδόμυχα διατηρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και την απέδιδαν, με τη μορφή ηθικού καλέσματος, στην κρίση του ατόμου. «Αγόραζε» το βαθύ αίσθημα υπευθυνότητας του καλού εργάτη απέναντι στο προϊόν, που αποτελούσε προέκταση των ανθρώπινων δυ-νάμεών του. Τα «αγαθά» και η «αγαθότητα», μια κοινότητα όρων που δεν είναι τυχαία, έφεραν την ηθική συγκατάθεση της κοινωνικής υπευθυνότητας και όχι την εργαλειακή επιτηδειότητα της τεχνικής καλαισθησίας και του «πλασαρίσματος» μέσω της επίμονης διαφήμισης.
Δεν αγόραζε κανείς τη μάρκα που επανειλημμένα εμφανιζόταν στις οθόνες των τηλεοράσεων, στις φωτεινές επιγραφές με νέον και στις τοιχοκολλημένες δια-φημιστικές αφίσες. «Αγόραζε» την ηθική βεβαιότητα μιας καλής προσωπικής φήμης, την καλλιτεχνική αίσθηση της προσήλωσης στην αισθητική «ανωτερότητα», την αρετή που ενδόμυχα διατηρούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και την απέδιδαν, με τη μορφή ηθικού καλέσματος, στην κρίση του ατόμου. «Αγόραζε» το βαθύ αίσθημα υπευθυνότητας του καλού εργάτη απέναντι στο προϊόν, που αποτελούσε προέκταση των ανθρώπινων δυ-νάμεών του. Τα «αγαθά» και η «αγαθότητα», μια κοινότητα όρων που δεν είναι τυχαία, έφεραν την ηθική συγκατάθεση της κοινωνικής υπευθυνότητας και όχι την εργαλειακή επιτηδειότητα της τεχνικής καλαισθησίας και του «πλασαρίσματος» μέσω της επίμονης διαφήμισης.
Η καθημερινή πράξη της πώλησης είχε τη δική της ταυτότητα και τη δική της προσωποποιημένη ατμόσφαιρα. Ο αγοραστής και ο πωλητής αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον μέσα από συζητήσεις για τα τρέχοντα θέματα, προσωπικές ερωτήσεις και εγγυήσεις, γνώμες για τα δημόσια ζητήματα και, εντέλει, ένα ενδιαφέρον για το προϊόν που συνοδευόταν από οξυδερκείς παρατηρήσεις για τα συστατικά του μέρη, για την καλλιτεχνία και τα προτερήματά του. Η τιμή υποδήλωνε έναν ηθικό δεσμό, όχι απλώς την ανταλλαγή των «αγαθών» για το χρήμα. Η υπογραφή του παραγωγού ή του πωλητή εμφανιζόταν τόσο στο προϊόν όσο και στην απόδειξη πώλησης. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν όρους όπως «δίκαιες τιμές», όχι απλώς «τιμές ευκαιρίας». Μεταξύ αγοραστή και πωλητή εγκαθιδρυόταν ένας ηθικός δεσμός που δήλωνε την αμοιβαία εμπιστοσύνη και στην πραγματικότητα την εξάρτηση του ενός από τον άλλον για τα αναγκαία και αγαθά πράγματα της ζωής. Το υψηλό αίσθημα αμοιβαιότητας, βασισμένο στην εμπιστοσύνη και στην κοινή αναγνώριση της πίστης σε μια σχέση συμπλη-ρωματικότητας, απαραίτητη για τη συνέχιση της ίδιας της επιβίωσης, διαπερνούσε όλη τη διαδικασία της ανταλλαγής.
Δε θα έπρεπε να αποδώσουμε αυτού του είδους τις σχέσεις σε μακρινές εποχές όπως ο Μεσαίωνας. Όσο υποτυπώδεις κι αν ήταν, διατηρήθηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1930 κατά την οποία η παραγωγή, παρά τον αυξανόμενο μαζικό της χαρακτήρα, συνήθως ελεγχόταν στον βαθιά προσωποποιημένο στίβο των καταστημάτων λιανικής πώλησης της μικρής γειτονιάς, στα εργαστήρια ραπτικής, στον τσαγκάρη, στα καπνοπωλεία, στα αρτοποιεία και σε μια ατέλειωτη αλυσίδα καταστημάτων όπου η δουλειά γινόταν κάτω από το βλέμμα του πελάτη και των περαστικών.
Σήμερα η ανωνυμία και η αποπροσωποίηση της αγοράς έχουν σχεδόν εξολοκλήρου απογυμνώσει τη διαδικασία της ανταλλαγής από την ηθική της διάσταση. Ακόμα και στις αποκαλούμενες εναλλακτικές επιχειρήσεις, όπως τα οργανικά αγροκτήματα, τα εργαστήρια και οι συνεταιρισμοί τροφίμων, η ηθική έμπνευση που ενδεχομένως προκάλεσε την ανάδυση τους έχει σε σημαντικό βαθμό αμβλυνθεί και απειλείται με πλήρη εξαφάνιση. Στο βαθμό που αυτές οι δραστηριότητες «καθιερώθηκαν», έγιναν περισσότερο επιχειρηματικές παρά ηθικές. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό στην περίπτωση που η ηθική έμπνευση συγχέεται με την υλική ανάγκη. Ένα αγρόκτημα το οποίο έχει ως προορισμό του να ικανοποιεί απλώς την «ανάγκη» για «καλή τροφή» παρά για τροφή που να καλλιεργείται με το αίσθημα της «αγαθότητας» και του οικολογικού ενδιαφέροντος ή ένας «συνεταιρισμός τροφίμων», που αποσκοπεί στην προμήθεια «καλής τροφής» σε χαμηλές τιμές, καθοδηγούνται περισσότερο από την ανάγκη παρά από ηθικές αρχές. Αυτό σημαίνει ότι προορισμός τους είναι η ικανοποίηση ενός συμφέροντος που είναι περισσότερο πραγματιστικό παρά ηθικό.
Από την άλλη, καμία απ' αυτές τις εναλλακτικές επιχειρήσεις δεν μπορεί ποτέ να παραγκωνίσει το μεγάλο εμπορικό κέντρο. Κανένα οργανικό αγρόκτημα δεν μπορεί επιτυχώς να ανταγωνιστεί τις αγροτικές επιχειρήσεις και κανένας συνεταιρισμός τρο-φίμων δεν μπορεί επιτυχώς να μειοδοτήσει έναντι μιας υπεραγοράς και πολύ περισσότερο να καλύψει την τροφοδοσία της. Το περισσότερο που μπορούν να κάνουν αυτές οι «εναλλακτικές» επιχειρήσεις είναι να συνυπάρχουν επισφαλώς με τους γίγαντες που ορθώνονται πάνω τους. Αποτελούν ένα οικονομικό περιθώριο το οποίο, σε αυστηρά υλική βάση, απευθύνεται στις παρυφές της κοινωνίας και όχι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Ακόμη χειρότερα, οι αυτοαποκαλούμενες εναλλακτικές επιχειρήσεις, αποβλέποντας στην «αποδοτικότητα», στα «υψηλότερα κέρδη», στην επέκταση τους και στην επιτυ-χέστερη στρατηγική προώθησης των προϊόντων τους, καταλήγουν να αντιμετωπίζουν τόσο τους καταναλωτές τους όσο και τα προϊόντα τους σαν απλά αντικείμενα. Καταντάνε απλώς μερικές ακόμη απρόσωπες επιχειρήσεις των οποίων τα «αγαθά» δεν εμπεριέχουν περισσότερη «αγαθότητα» απ' αυτά των μεγάλων ανταγωνιστών τους. Επισκιασμένες από τους γίγαντες που μειδιούν με κακεντρέχεια για την ύπαρξή τους και τις αξιώσεις τους, καταντάνε φαρμακεία τροφίμων που αντί για χάπια χορηγούν υγιεινά οργανικά προϊόντα, τα φάρμακα δηλαδή για την συμπτωματική αντιμετώπιση της αρρώστιας της κοινωνίας και όχι για την πρόληψη ή την αποτελεσματική θεραπεία της. Εν ολίγοις καταντάνε τόσο ανόργανες, αποπροσωποποιημένες, κομπιουτεροποιημένες και κυνικές όσο οι μεγάλες επιχειρήσεις των οποίων τσιμπολογούν τα χωράφια. Καταντάνε οι χωματερές που παράγουν οργανικές τροφές για να φενακίσουν τις αυξανόμενες ανάγκες Θεραπείας ενός ανόργανου και ανώνυμου πλήθους. Οι ηθικές πλευρές της διανομής ή αύξησης των τροφίμων και της υπόλοιπης παραγωγής εξαλείφονται από τους παράγοντες της «αποδοτικότητας» και της «επιτυχίας», από τα δυο χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής επιχείρησης που οφείλονται στο ενδιαφέρον για οικονομική ποσότητα σε βάρος της ηθικής ποιότητας.
Θέτοντας το ζήτημα δίχως περιστροφές: ένα οργανικό καρότο, ένα χειροποίητο ένδυμα, ένα ξύλινο χειροτέχνημα ή ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες, στο βαθμό που δεν είναι φορείς ενός ηθικού μηνύματος, παραμένουν απλά «πράγματα» που οι άνθρωποι τα αντιμετωπίζουν στο συνεταιρισμό τροφίμων ή στο εργαστήρι το ίδιο απρόσωπα όπως και στο εμπορικό κέντρο. Με μόνη την ποιότητά του, την οικολογική του προέλευση και τη χρησιμότητα του, το «πράγμα» από μόνο του δεν μπορεί να εκφράσει το ηθικό μήνυμα. Ενδέχεται να είναι υγιεινό, θρεπτικό, ελκυστικό και αμόλυντο από τους ρύπους που ρυπαίνουν τα σώματα μας και τις γεύσεις μας -δεν αρκούν όμως αυτά για να θεωρηθεί «αγαθό» με την ηθική έννοια.
Η ηθική «αγαθότητα» μπορεί να προέλθει μόνο από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και από το αίσθημα ηθικού σκοπού που διέπει τις παραγωγικές τους δραστηριότητες. Ενυπάρχει στον τρόπο που τα «αγαθά» ανταλλάσσονται ή, για να θέσω το ζήτημα πιο ριζοσπαστικά, στον τρόπο που η ανταλλαγή χρησιμοποιείται για να τα διανέμει κατάλληλα έτσι ώστε ο «αγοραστής» και ο «πωλητής» να πάψουν να είναι δυο διαχωρισμένοι και αντιθετικοί πόλοι και να συν-ενωθούν σε μια οικονομική κοινότητα που να τη χαρακτηρίζουν αδελφικές σχέσεις βασισμένες σε ένα αίσθημα αμοιβαίας ταύτισης και προσωπικής συμπληρωματικότητας. Φροντίδα, υπευθυνότητα και υποχρέωση γίνονται η αυθεντική «αναρτημένη τιμή» μιας ηθικής οικονομίας σε αντιδιαστολή με τον τόκο, το κόστος, την αποδοτικότητα που υπεισέρχονται στην «αναρτημένη τιμή» της αγοραίας οικονομίας.
Η ηθική «αγαθότητα» μπορεί να προέλθει μόνο από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και από το αίσθημα ηθικού σκοπού που διέπει τις παραγωγικές τους δραστηριότητες. Ενυπάρχει στον τρόπο που τα «αγαθά» ανταλλάσσονται ή, για να θέσω το ζήτημα πιο ριζοσπαστικά, στον τρόπο που η ανταλλαγή χρησιμοποιείται για να τα διανέμει κατάλληλα έτσι ώστε ο «αγοραστής» και ο «πωλητής» να πάψουν να είναι δυο διαχωρισμένοι και αντιθετικοί πόλοι και να συν-ενωθούν σε μια οικονομική κοινότητα που να τη χαρακτηρίζουν αδελφικές σχέσεις βασισμένες σε ένα αίσθημα αμοιβαίας ταύτισης και προσωπικής συμπληρωματικότητας. Φροντίδα, υπευθυνότητα και υποχρέωση γίνονται η αυθεντική «αναρτημένη τιμή» μιας ηθικής οικονομίας σε αντιδιαστολή με τον τόκο, το κόστος, την αποδοτικότητα που υπεισέρχονται στην «αναρτημένη τιμή» της αγοραίας οικονομίας.
Η φροντίδα, η υπευθυνότητα και η υποχρέωση, λέγουν, είναι «ιδεολογικές» αντιλήψεις που δεν έχουν θέση σε μια καθαρά επιστημονική έννοια των οικονομικών. Η κριτική αυτή στοχεύει στον πυρήνα των ζητημάτων που εγείρει η ηθική οικονομία. Η ηθική οικονομία, ένα συμμετοχικό σύστημα διανομής θεμελιωμένο σε ηθικά ενδιαφέροντα, αποσκοπεί στην εξάλειψη της ανηθικότητας την οποία η σύγχρονη λογική ταυτίζει με τα οικονομικά καθαυτά. Στόχος της είναι να καταργήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ «αγοραστή» και «πωλητή». Να δείξει ότι στην πράξη ο «αγοραστής» και ο «πωλητής» διαμορφώνουν μια κοινότητα βασισμένη σε ένα πλούσιο αίσθημα αμοιβαιότητας και όχι στην αντίθεση «σπά-νιων πλουτοπαραγωγικών πόρων» και «απεριόριστων αναγκών». Το αντικείμενο που ανταλλάσσεται είναι δευτερεύον σε σχέση με τις ηθικές αξίες που ρητά μοιράζονται μεταξύ τους οι συμμέτοχοι της ηθικής οικονομίας. Η αντικατάσταση ενός αυστηρά οικονομικού δεσμού με έναν ηθικό, η οποία σημαίνει τη μετατροπή της οικονομίας σε κουλτούρα αντί της απεικόνισής της σαν «κυκλοφορία» αντικειμένων, είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου ο «αγοραστής» και ο «πωλητής» να φροντίζει ο ένας για τη καλοζωία του άλλου, να αισθάνονται βαθιά υπεύθυνοι και να θεμελιώνουν ένα βαθύ αίσθημα υποχρέωσης για την αμοιβαία ευημερία τους. Όπου η διανομή γίνεται μια μορφή συμπληρωματικότητας, στην πραγματικότητα, σταματάει να είναι οικονομική με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης και οι όροι «αγοραστής» και «πωλητής» δεν έχουν πλέον νόημα.
Οι υλικές ανάγκες αρχίζουν να εκφράζουν έναν από τους πολλούς τρόπους με τον οποίο οι απαιτήσεις για τα πράγματα γίνονται απαιτήσεις για ηθική ολοκλήρωση. Οι προσδοκίες του «αγοραστή» αρχίζουν να επεκτείνονται πέρα από τις απλές ανάγκες σε μια πίστη στην ικανότητα του «πωλητή» να επιδεικνύει μια υψηλή ηθική ακεραιότητα προμηθεύοντας τα υλικά μέσα της ζωής. Από την άλλη, ο «πωλητής» βελτιώνει τα αγαθά του, αλλά και την «αγαθότητα» — την ηθική πεποίθηση ότι τα μέσα της ζωής εξυπηρετούν όχι μόνο την ικανοποίηση των υλικών αναγκών, αλλά και των πνευματικών τα οποία προάγουν την εμπιστοσύνη, την κοινότητα και την αλληλεγγύη. 0 ανταγωνισμός και η φαινομενική ανεξαρτησία που διαποτίζουν την αγοραία οικονομία αντικαθίστανται από την αμοιβαιότητα και την αλληλεξάρτηση στα πλαίσια των οποίων η διανομή με την ηθική της ταυτότητα, όπως στις πρωτόγονες ιεροτελεστίες, επικυρώνει το αίσθημα της ενότητας και του κοινού πεπρωμένου μεταξύ αυτών που συμμετέχουν. Οι ανισότητες που οφεί-λονται στις διαφορές σε δύναμη, υγεία, ηλικία και επιδεξιότητα παύουν να είναι καταδικαστικά στίγματα στο όνομα μιας απατηλής «ισότητας», η οποία επιτρέπει στο κάθε άτομο να πλανιέται μόνο του στο αδιέξοδο και αδιάφορο, από συναισθηματική άποψη, κυνήγι του πλεονεκτήματος. Αντίθετα γεννούν την αίσθηση της συμπληρωμα-τικότητας και την υποχρέωση της αναπλήρωσης των ελλείψεων του άλλου όπως υπα-γορεύεται από το μεγάλο ριζοσπαστικό αξίωμα: από τον καθέναν σύμφωνα με τις ικανότητές του στον καθέναν σύμφωνα με τις ανάγκες του.
Αυτές οι παραστάσεις μιας ηθικής οικονομίας και των ηθικών της προϋποθέσεων δεν είναι αφηρημένες έννοιες. Υπαινίσσονται συγκεκριμένους θεσμούς και καθορισμένες μορφές συμπεριφοράς. Από θεσμική άποψη προϋποθέτουν μια νέα μορφή παραγωγικής κοινότητας, η οποία διαφοροποιείται από την αγορά όπου ο κάθε αγοραστής και ο κάθε πωλητής φροντίζουν αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Μια κοινότητα στην οποία οι παραγωγοί δικτυώνονται και αλληλοσυνδέονται σε ένα υπεύθυνο σύστημα υποστήριξης όπως συνέβαινε στις παλιές μεσαιωνικές συντεχνίες. Σ' αυτό το σύστημα υποστήριξης οι παραγωγοί -οι καλλιεργητές των οργανικών αγροκτημάτων, οι ξυλουργοί, οι βυρσοδέψες, οι χρυσοχόοι, οι υφαντουργοί, οι ράφτες, οι κτίστες, οι τεχνίτες, οι εργαζόμενοι σε κάθε είδους εργαστήρια καθώς και οι επαγγελματίες όπως οι γιατροί, οι χειροπράκτες, οι νοσοκόμες, οι δικηγόροι, οι δάσκαλοι- ρητά συμφωνούν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους με όρους υποστήριξης του ενός απέναντι στον άλλον και όχι απλώς με όρους «δίκαιους» ή «ίσους».
Όπως όλες οι πραγματικές κοινότητες, σχηματίζουν μια οικογένεια που διασφαλίζει την ευημερία όσων συμμετέχουν σ΄αυτή με τη μορφή της συλλογικής και όχι απλώς της ατομικής ευθύνης, Για παράδειγμα, οι γιατροί θεωρούν ηθικό τους καθήκον να μεριμνούν για την υγεία των τεχνιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους θεωρούν καθήκον τους να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους γιατρούς, στις νοσοκόμες, στους διαιτολόγους και στους άλλους επαγγελματίες της κοινότητας. Αυτό το αίσθημα ηθικής συμπληρωματικότητας, αυτό το κοινωνικό «οικοσύστημα» -για να το πω έτσι- περιβάλλει όλα τα μέλη της παραγωγικής κοινότητας. Η τιμή, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, τα προσωπικά συμφέροντα και το κόστος δεν παίζουν κανένα ρόλο σε μια ηθική οικονομία. Οι υπηρεσίες και οι προμήθειες είναι διαθέσιμες όταν χρειάζονται δίχως «λογιστικές καταχωρήσεις» για όσα δίνει και παίρνει κάποιος.
Όπως όλες οι πραγματικές κοινότητες, σχηματίζουν μια οικογένεια που διασφαλίζει την ευημερία όσων συμμετέχουν σ΄αυτή με τη μορφή της συλλογικής και όχι απλώς της ατομικής ευθύνης, Για παράδειγμα, οι γιατροί θεωρούν ηθικό τους καθήκον να μεριμνούν για την υγεία των τεχνιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους θεωρούν καθήκον τους να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους γιατρούς, στις νοσοκόμες, στους διαιτολόγους και στους άλλους επαγγελματίες της κοινότητας. Αυτό το αίσθημα ηθικής συμπληρωματικότητας, αυτό το κοινωνικό «οικοσύστημα» -για να το πω έτσι- περιβάλλει όλα τα μέλη της παραγωγικής κοινότητας. Η τιμή, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, τα προσωπικά συμφέροντα και το κόστος δεν παίζουν κανένα ρόλο σε μια ηθική οικονομία. Οι υπηρεσίες και οι προμήθειες είναι διαθέσιμες όταν χρειάζονται δίχως «λογιστικές καταχωρήσεις» για όσα δίνει και παίρνει κάποιος.
Η «ανάγκη», από την άλλη πλευρά, ηθικοποιείται με τη βαθιά έννοια του κοινού συμφέροντος μεταξύ εκείνου που προσφέρει και εκείνου που λαμβάνει. Είναι σημαντικό για τον παραγωγό ενός «αγαθού» να μεριμνήσει, ώστε ο καταναλωτής να μην υποφέρει από στέρηση ή ένδεια εξαιτίας της έλλειψης του προϊόντος, αλλά και το «αγαθό» που παράγει να είναι το «καλύτερο» που μπορεί να προσφέρει σε οποιονδήποτε το έχει ανά-γκη. Να πάμε «πέρα από το καλό και το κακό» -εάν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του προκλητικού έργου του Νίτσε- σημαίνει να αναζητήσουμε την τελειότητα για χάρη αυτής της ίδιας και, κυρίως, για το καλό της κοινότητας παρά να παραμείνουμε παγιδευμένοι στην απουσία ηθικής ή σε έναν ηθικό σχετικισμό.
Η «ανάγκη» μετατρέπεται από απλή επιθυμία για το «αγαθό» σε έναν τρόπο ταύτισης του παραγωγού και του καταναλωτή στα πλαίσια ενός κοινωνικού δεσμού αμοιβαίου συμφέροντος, ο οποίος δεν καθοδηγείται από το επιτόκιο, την αποδοτικότητα και το κόστος με όλες τις ποσοτικές τους παγιδεύσεις, αλλά από την άρρητη ποιότητα και το ανιδιοτελές αίσθημα αμοιβαίας ευημερίας, όπως αυτό που προσδοκούμε στις γονικές και αδελφικές σχέσεις. Δε δεσπόζει πλέον η λαχτάρα ενός ατόμου για ένα «αγαθό», αλλά η συλλογική πηγή επιθυμίας και η κοινή προσδοκία ότι αυτή η εκπλήρωση είναι το επιθυμητό της κοινότητας ακριβώς όπως ένας εραστής βιώνει τη χαρά του να αγαπιέται σ΄αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η αμοιβαία επιθυμία ικανοποιήθηκε. Εφόσον ουσιαστικά κάθε καταναλωτής είναι με μια έννοια ένας παραγωγός, η πλασματική αντίθεση μεταξύ κατανάλωσης και παραγωγής, η οποία υπαινίσσεται έναν «αθώο καταναλωτή» που πρέπει να προστατευθεί από το «ληστρικό παραγωγό», εξαλείφεται.
Το γεγονός ότι οι ανάπηροι, οι ηλικιωμένοι και οι πολύ νέοι δε φαίνεται να έχουν θέση σε μια τέτοια, με την τεχνική έννοια του όρου, παραγωγική κοινότητα είναι απλώς ένας επιπλέον λόγος για να τους τοποθετήσουμε εξολοκλήρου από την πλευρά της απολαβής των ευεργετημάτων της. Και αυτό για να δοκιμάζουμε συνέχεια τις ηθικές προθέσεις της κοινότητας, πράγμα που σημαίνει να τη φέρνουμε διαρκώς αντιμέτωπη με την ίδια την πρόκληση της ηθικής ακεραιότητας και ανιδιοτέλειας. Εντούτοις ακόμη και οι ηλικιωμένοι και οι ανάπηροι θα επιθυμούν να βρουν έναν τρόπο να λειτουργήσουν για τους εαυτούς τους μέσα σε μια ηθική οικονομία. Ο ρόλος τους θα είναι ρόλος επιτηρητή, γραφέα ή δα-σκάλου ανάλογα με την εκπαίδευση και το υπόβαθρο τους στη διάρκεια των πιο ενεργη-τικών περιόδων της ζωής τους. Το ζήτημα είναι ότι η ηθική οικονομία υπάρχει για ηθικούς λόγους, όχι απλώς για λόγους επιβίωσης ή κέρδους. Το ευ ζην, το οποίο υποστηρίζεται με υλικό τρόπο από «αγαθά» που είναι αγγελιοφόροι της «αγαθότητας», είναι αυτοσκοπός: η πηγή μιας νέας ατομικότητας και νέων τρόπων ζωής, η συνεχής διαπαιδαγώγηση στις μορφές συνεργασίας, αρετής και ανθρωπιάς, η αντίρροπη δύναμη στην κοινωνικά, ηθικά και ψυχολογικά διαβρωτική αγορά και στον αχαλίνωτο εγωτισμό.
Μια τέτοια ηθική οικονομία δεν έχει ιστορικό προηγούμενο για να το χρησιμοποιήσει ως μοντέλο. Μπορεί να δημιουργηθεί μόνο στη βάση της πρακτικής και της εμπειρίας και όχι των ιδεατών και παρελθόντων υποδειγμάτων. Εντούτοις οι αρχιτέκτονές της μπορούν να αντλήσουν ιδέες από πολλές αποκαλούμενες πρωτόγονες κοινότητες στις οποίες η επι-καρπία και όχι η ιδιοκτησία προσανατόλιζαν τα άτομα στη διαθεσιμότητα των εργαλείων και των πλουτοπαραγωγικών πόρων.4 Μπορούν επίσης να διδαχτούν από τις δημοκρατικές συντεχνιακές μορφές οργάνωσης που υπήρχαν στις πρώιμες μεσαιωνικές πόλεις και από ορισμένες συνεταιριστικές και φαινομενικά θρησκευτικές μορφές παραγωγικής συνεργασίας όπως οι κοινότητες των χατεριτών5 και των τολστοϊκών. Αυτές όμως οι μορφές συνεταιρισμού είναι απλώς ενδεικτικές για το ποια πρέπει να είναι η ευρύτερη αντίληψη της ηθικής οικονομίας για την κοινωνία στην ολότητα της. Αποτελούν ίχνη ανεπαρκή εάν ληφθούν μεμονωμένα, αλλά χρήσιμα εάν συνδυαστούν επιλεκτικά. Από δομική σκοπιά η ηθική οικονομία μπορεί για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει οριακό παράδειγμα για το τι πρέπει μια μέρα να πράξει η ανθρώπινη κοινότητα στο σύνολο της. Όμως πολλά απ' όσα σήμερα υπάρχουν στο κέντρο των ανθρώπινων υποθέσεων είχαν αρχικά αναπτυχθεί στο περιθώριο τους και δε θα έπρεπε να απογοητευόμαστε που η ηθική οικονομία δεν μπορεί παρά να είναι στις μέρες μας περιθωριακή.
Ακόμη πιο σημαντικό από τη δομή είναι το πρόβλημα της συμπεριφοράς. Μια ηθική οικονομία που θέλει να βασίζεται σε κοινά ενδιαφέροντα και όχι στο ιδιωτικό συμφέρον πρέπει να καλλιεργεί και τις ανάλογες ευαισθησίες. Εάν η αντίληψή μας για τα υλικά «αγαθά» προέρχεται από το φθίνον αίσθημα της ηθικής «αγαθότητας», η αποκατάσταση του δεσμού μεταξύ υλικού και ηθικού, μεταξύ «αγαθού» και «αγαθότητας» επαναπροσδιορίζει την ίδια την έννοια της οικονομίας κάτω από ένα ριζικά νέο φως. Η ηθική οικονομία αναλαμβάνει την κρίσιμη λειτουργία της ανάπτυξης μιας οικονομικής κοινότητας που θα αποτελεί πεδίο ηθικής διαπαιδαγώγησης και, συνάμα, ηθικό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης.6
Όπως η πόλις7 των Αθηναίων, περίπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν, έτσι και η ηθική οικονομία πρέπει να γίνει σχολείο για τη δημιουργία ενός νέου είδους πολίτη με νέα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα και καθήκοντα, τα οποία να αφορούν τόσο στην παραγωγή όσο και στη συμμετοχή στα κοινά. Πρέπει να γίνει ένας χώρος όπου θα μαθαίνει κάποιος το σεβασμό για τα «πράγματα» ως προϊόντα μιας γόνιμης φύσης, ένας χώρος εμπνευσμένης δουλειάς, ένας χώρος ενσάρκωσης του πνευματικού χαρακτήρα της υλικότητας καθώς και ένα παραγωγικό πεδίο για τη δημιουργία αντικειμένων προσωπικής κατανάλωσης. Η «διδασκόμενη ύλη» ενός τέτοιου σχολείου περιλαμβάνει την «επαναπνευματικοποίηση» της εργασιακής διαδικασίας, τις «πρώτες ύλες» που αυτή η διαδικασία επεξεργάζεται, το ηθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι συνεργάζονται και τους σκοπούς για τους οποίους εργάζονται. Και αυτά χωρίς να ξεχνάμε τα προφανή ζητήματα των οικογενειακών, κοινοτικών ή καθαρά παιδαγωγικών θεσμών και των πολιτικά ελευθεριακών μορφών αυτοκυβέρνησης διαμέσου των οποίων οι άνθρωποι διαπαιδαγωγούνται. Κατ' αυτόν τον τρόπο το οικονομικό πεδίο γίνεται «σχολείο» -όπως ανέκαθεν ήταν, περισσότερο βέβαια για κακό παρά για καλό- που διαμορφώνει τον ηθικό χαρακτήρα του ατόμου και παρέχει την κύρια κατευθυντήρια γραμμή της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αυτή η οικονομική εικόνα της ηθικής αυτοανάπτυξης δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα εργαλεία και τις μηχανές που την κάνουν πραγματικότητα,. Οι οικοτεχνολογίες, όπως οι μικρής κλίμακας ηλιακές και αιολικές συσκευές, η οικολογική γεωργία, οι τεχνικές υδροκαλλιέργειας, οι κατοικίες και οι συσκευές που διατηρούν την ενέργεια, με λίγα λόγια όλη εκείνη η πανοπλία των αποκαλούμενων κατάλληλων τεχνολογιών (όρο που δυσκολεύομαι να αποδεχτώ γιατί η λέξη κατάλληλος -για ποιον και για τι;- είναι ηθικά πολύ διφορούμενη) πρέπει να ιδωθεί περισσότερο κάτω από το πρίσμα της ηθικής της λειτουργίας παρά της λειτουργικής της αποτελεσματικότητας. Πρέπει να επαναφέρουμε στις ζωές μας τον ήλιο, τον αέρα, τη γη, την πανίδα, τη χλωρίδα και τα οικοδομικά υλικά των κατοικιών μας με ένα νέο, οικολογικά προσανατολισμένο τρόπο, εάν θέλουμε να αναπτύξουμε έναν αυθεντικό σεβασμό για το φυσικό κόσμο και τη γονιμότητά του. Η εξάρτηση μας απ' αυτόν πρέπει να είναι προφανής. Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στην οικοτεχνολογία από την αποτελεσματικότητα και την ανανεώσιμοτητά της. Ο μετα-βολισμός μας με τη φύση ή θα είναι αμοιβαία αλληλεξαρτώμενος, ώστε το όραμα που θα διαπλάσουμε για τον εαυτό μας να μας τοποθετήσει σταθερά μέσα στο φυσικό κόσμο και όχι «πάνω απ' αυτόν», ή θα μεταβληθούμε στα πλέον καταστροφικά παράσιτά του.
Θεμελιώδης σ' αυτή την αντίληψη για την αλληλεξάρτηση είναι η αναθεώρηση της φύσης ως ηθικού θεμελίου για ένα νέο οικολογικό ήθος. Αυτό το ηθικό θεμέλιο, τόσο ύποπτο για το σύγχρονο πνεύμα του επιστημονισμού, διαμορφώνει το υλικό της κοινωνικής οικολογίας και απαιτεί ξεχωριστή συζήτηση. Εδώ αρκεί να επισημάνουμε ότι ή θα αναθεωρήσουμε τη φύση ως πεδίο γονιμότητας και ανάπτυξης ή θα τη συλλάβουμε με το πνεύμα της αγοράς σαν άγρια ζούγκλα που θα την εκμεταλλευόμαστε αχαλίνωτα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο καθένας από εμάς εκμεταλλεύεται τον άλλον μέσα στις σχέσεις αγοραστή και πωλητή. Η οικονομία της αγοράς και η ηθική οικονομία αντιμάχονται σε πολλά διαφορετικά επίπεδα: στις αντιλήψεις τους για τη φύση, την τεχνολογία, την εκπαίδευση, την εργασία, την κοινότητα, την παραγωγή και τη διανομή των μέσων της ζωής. Αντιμάχονται, τέλος, στις αντιλήψεις τους για τα «αγαθά» που τα θεωρούν είτε σαν εμπορεύματα είτε ως ενσαρκώσεις της «αγαθότητας».
Πάνω απ' όλα αντιμάχονται στον τρόπο που οι άντρες και οι γυναίκες οραματίζονται τους εαυτούς τους και τα ιδεώδη που προάγουν στις αμοιβαίες σχέσεις τους. Πράγματι, αυτά τα ιδεώδη ή δε θα προχωρούν πέρα από την απλή επιβίωση, με όλες τις στενά τεχνοκρατικές και οικονομίστικες συνέπειες, ή θα ανυψώνονται στο επίπεδο της ζωής με τις πλατιά οικολογικές και ηθικές συνεπαγωγές της. Σ' αυτό το σημείο η οικονομία της αγοράς και η ηθική οικονομία προωθούν θεμελιακά αντίθετες ιδέες σ' ό,τι αφορά την αυτοπραγμάτωση της ανθρωπότητας και τον προορισμό της. Ιδέες που οριοθετούν το ίδιο το νόημα των υλικών προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται τελική η ανάπτυξή μας.
Ιούλιος 1983
Σημειώσεις
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Murray Bookchin «Η σύγχρονη οικολογική κρίση»,
εκδ. Βιβλιόπολις
1. THEODOR ADORNO: Minima Morolia, Εκδόσεις New Left Books. Λονδίνο. 1974, σελ. 156.
2. Ο Μαρξ, όπως εξάλλου και ο Ντέιβιντ Ριχάρντο, παίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην απογύμνωση της οικονομίας από το ηθικό της περιεχόμενο και στην περιβολή της με μια επιστημονικίστικη ατμόσφαιρα ακόμα και όταν καταγγέλλει τον καπιταλισμό για την αγριότητα και τον εγωτισμό του. Το Κεφάλαιο του Μαρξ είναι διάτρητο από ετερόκλητα μηνύματα τα οποία αποδίδουν στο γενικό ισοδύναμο, στο χρήμα, έναν πρωτεύοντα, φαινομενικά «δίκαιο» ρόλο μέσα στην καπιταλιστική οικονομία -ιδιαίτερα σε οτιδήποτε αφορά την ανταλλαγή της εργασιακής δύναμης με το μισθό- την ίδια στιγμή που επιδεικνύουν μια γνήσια αποστροφή για ένα οικονομικό σύστημα που υποβαθμίζει κάθε ανθρώπινη σχέση σε ωμή συναλλαγή. Η περιφρόνηση του Μαρξ για αιτήματα όπως εκείνο της «οικονομικής δικαιοσύνης», ιδιαίτερα ενός «δίκαιου μισθού», φαίνεται ότι είναι άγνωστη στους περισσότερους σύγχρονους μαρξιστές. Αυτή η περιφρόνηση θα ήταν αξιέπαινη εάν δεν ήταν παράγωγο της επιστημονικίστικης θεώρησης των οικονομικών ως σπουδής «των φυσικών νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής». (KaRL MaRX: Capital, Εκδόσεις Modern Library, Νέα Υόρκη, 1906, σελ. 13.) Για περαιτέρω συζήτηση της φύσης της δικαιοσύνης βλ. murray BOOKCHIN: The Ecology of Freedom, Εκδόσεις Cheshire Books Πάλο Άλτο, 1982, κεφάλαιο 5.
3. Σ.τ.Μ.: Η Υπηρεσία. Προόδου Έργων/Πρόγραμμα Ομοσπονδιακών Τεχνών (Works Progress Administration/Federal Art Project — WPA/FAP) ήταν μια έμπνευση του Ρούζβελτ για την καταπολέμηση της ανεργίας και στο χώρο των καλλιτεχνών. Επι-χορηγώντας με 23,5 δολάρια τη βδομάδα άνεργους καλλιτέχνες έδωσε τεράστια ώ-θηση στις τέχνες αφού στο διάστημα 1935-41, που λειτούργησε το πρόγραμμα, δη-μιουργήθηκαν 2.566 τοιχογραφίες, 100.000 ζωγραφικοί πίνακες και 17.700 γλυπτά.
4. Η έννοια της επικαρπίας, η ελευθερία των ατόμων να οικειοποιούνται πλουτοπαραγωγικές πηγές απλώς και μόνο επειδή Θέλουν να τις χρησιμοποιήσουν σε μια περίοδο που ο «ιδιοκτήτης τους δεν τις έχει ανάγκη, είναι ιδιαίτερα πολύ-πλοκη για να συζητηθεί εδώ. Για μια πιο πλήρη και ιστορική εξέταση της αρχής αυτής βλ. MURRAY ΒΟΟΚCHIΝ: The Ecology of Freedom, Εκδόσεις Cheshire Books, Πόλο Άλτο, 1982, σελ. 50-51.
5. Σ.τ.Μ.: Οι χατερίτες είναι αίρεση των αναβαπτιστών της βορειοδυτικής Αμερικής και του Καναδά, δηλαδή των μενονιτών. Όπως οι μενονίτες πήραν το όνομα τους από τον Μένο έτσι και οι χατερίτες πήραν το όνομά τους από τον Τζάκομπ Χάτερ. Δέχονται το προπατορικό αμάρτημα δίχως όμως να αποδέχονται την ενοχή και για αυτό απορρίπτουν τη βάφτιση των νηπίων ενώ δέχονται τη βάπτιση των ενηλίκων. Θεωρούν ότι η πολιτική εξουσία ανήκει στον παρόντα κόσμο και είναι ξένη στο βασίλειο του θεού. Ακριβώς γι' αυτό ποτέ δεν αναλάμβαναν πολιτικά αξιώματα. Είναι αντίθετοι με τον όρκο, τον πόλεμο, το διαζύγιο και τη διευθέτηση των δια-φορών από τα πολιτικά δικαστήρια, πιστεύοντας ότι όλα αυτά έρχονται σε αντί-θεση με την Αγία Γραφή. Ζούσαν σε κοινότητες με κοινοκτημοσύνη.
6. Δυστυχώς πολλοί συνεταιρισμοί τροφίμων αγνοούν συχνά αυτή τη λειτουργία, πράγμα που ισχύει τόσο για τους «συνεταίρους» που κάποτε τις διεύθυναν και πραγματοποιούσαν τις αγορές όσο και για το «προσωπικό» που οργάνωνε τη δια-νομή των τροφίμων. Είναι αυτονόητο ότι η ανάγκη για «αποτελεσματικότητα» και ο ανταγωνισμός των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων δικαιολογούν σε ένα βαθμό τη συρρίκνωση των λειτουργιών αυτών των συνεταιρισμών. Εκείνο όμως που προβληματίζει είναι το γεγονός ότι η νοοτροπία που συχνά επιδεικνύουν οι διαχειριστές των συνεταιρισμών -αν και φαινομενικά θα 'πρεπε να ενδιαφέρονται περισσότερο- ελάχιστα διαφέρει από εκείνη που διακρίνει το διευθυντή μιας υπεραγοράς. Δεν είναι μόνο ότι η «αποτελεσματικότητα» τίθεται υπεράνω της ηθικής και των παιδαγωγικών λειτουργιών ενός συνεταιρισμού τροφίμων, αλλά πολύ περισσότερο ότι αυτές οι τελευταίες παραγκωνίζονται εξολοκλήρου λες και ένας συνεταιρισμός τροφίμων είναι μια αποθήκη όπου κάποιος μπορεί να αγοράσει φθηνότερα παρά μια μορφή συνεργασίας με όποια έννοια κι αν προσδώσουμε στον όρο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου