Η έναρξη του μεσοπολέμου για την Ελλάδα τοποθετείται στην περίοδο μετά την αρχή της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, λόγω των πολεμικών επιπλοκών που συνεχίστηκαν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ως αποτέλεσμα της ανικανότητας των νικητών να επιλύσουν με δίκαιο και ορθολογικό τρόπο τις διαφορές που αυτός προκάλεσε. Η Ελλάδα, η οποία ανήκε στους νικητές του πολέμου, μολονότι μπήκε στον πόλεμο προσχωρώντας στις δυνάμεις της Αντάντ ένα (1) χρόνο πριν τη λήξη του, παρόλα αυτά κατόρθωσε στο διάστημα 1919-1920 να υπερδιπλασσιάσει την επικράτειά της και να συμπεριλάβει στα εθνικά της σύνορα τόσο ομογενείς όσο και ομοεθνείς πληθυσμούς.
Οι περιοχές που προσαρτήθηκαν στο ελληνικό βασίλειο ήταν η Ήπειρος, η Μακεδονία (η νότια Μακεδονία για την ακρίβεια), η Δυτική Θράκη, το βιλαέτι της Σμύρνης (η διοικητική οθωμανική περιφέρεια) και όλα τα νησιά του Αιγαίου πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Δωδεκανήσων. Η συνθήκη των Σεβρών (11/08/1920) είχε υπογραφεί ανάμεσα στους νικητές και την ηττηθείσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1922 η μικρασιατική καταστροφή ακύρωσε τα οφέλη που είχε αποκομίσει η Ελλάδα από τη Συνθήκη των Σεβρών, ενώ με τη Συνθήκη της Λωζάνης έγινε ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στη διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Τουρκία και την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης (24/07/1923), περίπου 1.500.000 Ρωμιοί (χριστιανοί ορθόδοξοι της πρώην Οθ. Αυτοκρατορίας) από την Ανατολία εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και 800.000 μουσουλμάνοι από την Ελλάδα μετεγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Έγιναν όμως και κάποιες εξαιρέσεις…
- ως προς τους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης
- της Ίμβρου και της Τενέδου σε αντιστάθμισμα των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης
και μία ακόμη δίχως αντιστάθμισμα, αυτή
- των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας, οι οποίοι δεν δέχτηκαν να πάνε στην Τουρκία, επειδή ήταν Αλβανοί Τσάμηδες. Αυτοί έμειναν στη Θεσπρωτία μέχρι τη λήξη του β' Παγκοσμίου Πολέμου, οπόταν και εκδιώχθηκαν εξαιτίας της αγαστούς συνεργασίας που παρείχαν στις δυνάμεις κατοχής, κυρίως τους Ιταλούς, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Η εκδίωξή τους είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία, στα νότια της Αλβανίας, ενός πυρήνα εθνικιστών οι οποίοι μέχρι και σήμερα στρέφονται κατά της Ελλάδος. Αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί πως μέχρι και τις ημέρες μας ισχύει το αίτημά τους περί απόδοσης/αποζημίωσης των περιουσιών που άφησαν στη Θεσπρωτία. Πασιφανές λοιπόν πως η Συνθήκη της Λωζάνης είχε ως συνέπεια τη δημιουργία εθνικής ομοιογένειας στα όρια του ελληνικού βασιλείου.
Η ύπαρξη κάποιων πολύ μικρών ή εθνοτικών ομάδων δεν αλλοιώνει σε τίποτα την άποψη περί εθνικής ομοιογένειας του ελληνικού κράτους (μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης-τουρκογενείς, Πομάκοι, Αθίγγανοι, μουσουλμάνοι Ρόδου και Κω, οι Τσάμηδες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, όχι όμως πια, και οι 60.000 Εβραίοι, οι Σλαβόφωνοι της Δ. Μακεδονίας, οι οποίοι μιλούν τα σκοπιανά, οι Βλαχόφωνοι της Πίνδου και οι καθολικοί των Κυκλάδων). Ως εκ τούτου είναι δύσκολο να μιλάμε για κοινωνική διαστρωμάτωση και σύνθεση του ελληνικού βασιλείου, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν την ποσοτική αλλαγή του πληθυσμού.
Έως το 1912-1913 μιλούσαμε για την πόλωση ανάμεσα στην παλιά αστική τάξη (κρατική αστική τάξη) αφενός και την νέα αστική τάξη αφετέρου, που πολιτικά εκφράζονταν, η μεν πρώτη από τον βασιλιά Κων/νο και η δεύτερη από τον Ελ. Βενιζέλο.
Στο κλασσικό μοντέλο διαστρωμάτωσης πρέπει να προσθέσουμε και μία νέα κοινωνική ομάδα, η οποία προέκυψε από τη δεύτερη πολιτική δεκαετία του 20ου αιώνα και η οποία ονομάστηκε "παλαιοί πολεμιστές". Η πολεμική δεκαετία 1912-1922 απασχόλησε άμεσα μία γενιά νέων ανθρώπων που τους κράτησε μακριά από τα όπλα για περίπου δέκα χρόνια και ταυτόχρονα δεν τους επέτρεψε να ενταχθούν στην οικονομική ζωή του τόπου Η αναφορά έχει να κάνει σε αυτούς που κατά τις αρχές της δεκαετίας ήταν 18-25 ετών. Αυτοί δεν πρόλαβαν ούτε να μάθουν κάποιο επάγγελμα ούτε να βρουν και μία ανάλογη θέση εργασίας. Όταν τελείωσε ο πόλεμος βρίσκονταν στην τέταρτη δεκαετία της ζωής τους (30-40 ετών), ήταν ανειδίκευτοι και συνακολούθως προστέθηκαν στις μεγάλες και τεράστιες μάζες του κοινού και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, το οποίο και προήλθε από την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτό το πρόβλημα της δεκάχρονης στράτευσης έπληξε κυρίως τις νότιες περιοχές του ελληνικού βασιλείου και λιγότερο εκείνες που προσαρτήθηκαν στο τέλος της δεκαετίας. Συνεπώς, οι παρατηρήσεις μας αναφορικά στην κοινωνική διαστρωμάτωση και την ταξική συγκρότηση έχουν ως αφετηρία περισσότερο τους πληθυσμούς της νότιας Ελλάδος.
Μία άλλη μεταβολή που παρατηρήθηκε στη σύνθεση του οικονομικού-ενεργού πληθυσμού, πέραν των "παλαιών πολεμιστών" και των προσφύγων από τη Μ. Ασία ήταν ότι προστέθηκε για πρώτη φορά και η γυναικεία εργασία. Έως τότε ορισμένες γυναίκες, συνήθως από τις πιο φτωχές αγροτικές οικογένειες, εργάζονταν με σχέσεις μισθωτικής εργασίας μόνον ως τροφοί και υπηρέτριες.
Η ενδοαστική σύγκρουση που εκφράστηκε με έντονο και βίαιο τρόπο (πχ. το κίνημα στο Γουδί το 1909, ο εθνικός διχασμός του 1915-1916) πυροδοτήθηκε αναπόφευκτα και στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Το κληροδότημα όμως πραγματοποιήθηκε με μεγάλες διαφοροποιήσεις εξαιτίας των κοσμογονικών ανακατατάξεων που συντελέστηκαν στο ελληνικό βασίλειο.
Η ελληνική ιστορία του μεσοπολέμου διακρίνεται σε δύο φάσεις με ορόσημο τη μεγάλη κρίση του 1929-1931.
Στην πρώτη περίοδο, δηλαδή την πρώτη δεκαετία, τον βενιζελισμό τον στηρίζουν αυτοί που ανήκουν στην επιχειρηματική αστική τάξη. Αυτή η τάξη πλαισιώνεται από εμπόρους, εφοπλιστές, ανεξάρτητους και μικρούς τραπεζίτες, ανερχόμενους βιομήχανους και μέλη από την οργανική οικονομική διανόηση (ήτοι μηχανικοί και τεχνικοί). Από την άλλη πλευρά, ο αντιβενιζελισμός άλλαξε πρόσωπο κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και μετά την προσχώρηση σε αυτόν ορισμένων ισχυρών καπιταλιστών. Έτσι λοιπόν αποκτά πλέον στενή σχέση με την Ε.Τ.Ε. (Εθνική Τράπεζα Ελλάδος), ιδιαιτέρως όταν εκείνη έπαψε να παίζει το ρόλο του τραπεζίτη του κράτους. Η τράπεζα του κράτους συνήθως ρυθμίζει τους πόρους της αγοράς, εκδίδει χαρτονόμισμα, ελέγχει τις ισοτιμίες, κάτι που μέχρι το 1928 το έκανε η Ε.Τ.Ε.. Το 1928 όμως, ο Βενιζέλος ίδρυσε την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και έκτοτε η Ε.Τ.Ε. έγινε ένας από τους πλέον ισχυρούς παράγοντες του αντιβενιζελισμού.
Όσον αφορά την παλαιά κρατική αστική τάξη, αυτή είχε χάσει την εξουσία της το 1909 και πλην των ισχυρών πληγμάτων που δέχτηκε τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, δέχεται και νέα πλήγματα στην τρίτη δεκαετία λόγω της μονοπωλιακής άσκησης εξουσίας από τους βενιζελικούς. Η βενιζελική διακυβέρνηση διήρκησε από το 1922 έως το 1932, ενώ παράλληλα ο αντιβενιζελισμός χρεώθηκε τη μικρασιατική καταστροφή, καθώς στο μέσον ακριβώς της μικρασιατικής εκστρατείας (1920) ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Η παλαιά κρατική αστική τάξη, παρά το βενιζελικό μονοπώλιο εξουσίας του διαστήματος 1922-1932, διατηρεί σημαντικά ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς καθηγητές, την ιεραρχία της εκκλησίας και το δικαστικό σώμα. Βεβαίως, έχασε και ένα μεγάλο τμήμα της, ήτοι τους γαιοκτήμονες λόγω της της αγροτικής μετταρύθμισης του 1923.
Η δεύτερη φάση του μεσοπολέμου (αρχές 1932) προκαλεί την αναδιάταξη μερίδων της αστικής τάξης και την τοποθέτησή τους ενάντια στο βενιζελισμό (παγκόσμιο οικονομικό κραχ) λόγω αυτού του οικονομικού προβλήματος. Η αυξανόμενη ανταγωνιστηκότητα στην επιχειρηματική αστική τάξη και αυτός ο συντηρητισμός εκδηλώθηκαν παράλληλα με τις ενδοαστικές συγκρούσεις και τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στους εμπόρους και τους βιομήχανους. Επομένως, η οικονομική κρίση συνέτριψε το δυναμισμό του βενιζελισμού και η επιχειρηματική αστική τάξη εγκατέλειψε το κόμμα των Φιλελευθέρων. Κατέφυγε δηλαδή στον αντιβενιζελισμό υποκύπτοντας στις εξαγγελίες του για νοικοκυροσύνη και οικονομική σταθερότητα.
Τρία είναι τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την περίοδο, α) ο κρατισμός και β) η εξάρτηση (από τους ξένους), καθώς και γ) ο στρατός.
Ο κρατισμός δεν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα μίας μόνο πολιτικής παράταξης. Εκφράζεται μέσα από τον πολιτικοκομματικό διπολισμό αφενός μεν και από τον συγκεντρωτισμό στη δημόσια διοίκηση αφετέρου. Ίσως να αποτελεί το σταθερότερο χαρακτηριστικό της ιστορίας του ελληνικού κράτους, από τις καταβολές του μέχρι και τις ημέρες μας (-αρχές δεκαετίας 1990). Είναι σημείο κλειδί (ή τουλάχιστον ένα από αυτά) για την κατανόηση του πως συγκροτήθηκε η βάση και το πλαίσιο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην Ελλάδα.
Από την άλλη μεριά, το ζήτημα της εξάρτησης (πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής) φαίνεται από την ελληνική κοινωνία ότι θεωρείται το Α και το Ω της ελληνικής κακοδαιμονίας, παραγνωρίζοντας ακόμα και τις εσωτερικές δυνάμεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο σε αυτήν την κακοδαιμονία αλλά και στην αποδοχή της ίδιας της εξάρτησης από τους ξένους.
Σχετικά με το τρίτο χαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνικής ιστορίας του μεσοπολέμου, ο στρατός αναδείχθηκε στον μόνο θεσμό μέσω του οποίου μπορούσε κάποιος να κυριαρχήσει στο ελληνικό κράτος. Ο έλεγχος του στρατού, τελικά, ταυτίστηκε με τη ρύθμιση της μορφής του πολιτεύματος, δηλαδή το αν δεν ήταν βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Όταν η πολιτική ζωή του τόπου, το διάστημα 1933-1935, έφθασε σε αδιέξοδο, το θέμα της αποκατάστασης της μοναρχίας επανήλθε στην ημερήσια διάταξη. Αν η μοναρχία επανέρχονταν με μία σχετικά νομότυπη διαδικασία, δεν ήταν απολύτως σίγουρη η συνέχιση της κυριαρχίας του αντιβενιζελισμού, όπως αυτός προέκυψε το 1933. Πρέπει να επισημάνουμε, ότι στο διάστημα από το 1933 έως το 1935 εκδηλώθηκαν δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα εκ μέρους των βενιζελικών. Απέτυχαν και τα δύο και αυτή η εξέλιξη έδωσε τη δυνατότητα στους αντιβενιζελικούς να αλλοιώσουν προς ίδιον όφελος τη σύνθεση του στρατού που μέχρι τότε ήταν βενιζελικής πλειοψηφίας.
Στα τέλη του 1935 εκδηλώνεται πραξικόπημα από τους αντιβενιζελικούς επαναφέροντας πλέον με νόθο δημοψήφισμα το θεσμό της μοναρχίας στην Ελλάδα. Έτσι στα τέλη του 1935-αρχές του 1936 καταργείται η β' ελληνική δημοκρατία και επαναφέρεται στο θρόνο ο Γεώργιος Β'. Ο Βενιζέλος, μετά την επαναφορά πιστεύοντας ότι μαζί με το βασιλιά θα αποκατασταθεί η εθνική ενότητα και η τάξη στο κράτος, δίνει εκ των υστέρων τη συγκατάθεσή του. Ο Γεώργιος Β' όμως το 1936 συναινεί στην κήρυξη εκ μέρους του Ιωάννη Μεταξά δικτατορίας, η οποία διαρκεί 4 1/2 χρόνια (08/1936-01/1941).
Η δικατορία του Μεταξά χωρίζεται σε δύο φάσεις με ορόσημο το 1938. Στην πρώτη φάση κυριαρχεί ο βασιλιάς και στη δεύτερη ο ίδιος ο δικτάτορας. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1940 και έβαλε την Ελλάδα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμοέθεσε εκ των πραγμάτων τέλος στη δικτατορία του Μεταξά, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος παρέμεινε για δύο μήνες πρωθυπουργός (πέθανε στις αρχές του 1941).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου