"Μ' ένα καταραμένο μαξιλάρι από...", του Φορέα Κολασίμων Παθών


Τα άγχη θα γίνουν βράγχια
και αυτά θα γίνουν -δεν είναι ήδη;- καθημερινότητα,
τα λέπια θα ξεφτίσουν,
ο ανυπότακτος ορυμαγδός της ύπαρξης θα υποτονθορίζει τα χνώτα μου.
Τότε θα μεθύσω...
σε αυτήν την παραλία, στις ολομέθυστες ακτές,
όπου ήθελε να αδράξει τη ζωή του ο καταραμένος.
Τα καρδιοχτύπια θα ψελλίζονται από το τεράστιο στόμα της απουσίας,
της τρελής επιθυμίας,
του πόθου που ποτέ δεν θα ολοκληρώνεται.
Θα σιγοπέφτω,
θα βροντοφωνάζω το ύψος του κενού...
Σε αυτό θα ελπίσω, άπαξ.
Μ' αυτό θα βουτήξω στην άμμο, θα ξεβραστώ και θα φτύνω
θάλασσα,
θάλαττα
και πάλι την αλμύρα.
Αυτή είναι που καίει το ρυθμό της σκέψης για αναπνοή,
όταν η γλώσσα του μυαλού έχει ξεφτίσει και
γεμίσει πλέον πληγές και
είναι έτοιμη να αποκοπεί από τη ρίζα της. Ναι...!
Τότε θα ρίξω πάνω της αλάτι να την τσούξω,
να τσουρουφλίσω στον πόνο ό,τι με γδέρνει και με αφήνει γυμνό
σε έναν τόπο καλοντυμένο, δίχως περιττά πλεξούδια και κουμπιά...
Θιασώτης τελικά
ή
πρωτοκομπάρσος μιας καλοστημμένης ανυπέρβλητης αηδίας
που μας αγκαλιάζει βίαια σαν την νταντά του μεσοπολέμου
και κάθε απολυτοσύνη.
Χα!; τι είναι αυτό το μειδίαμα στο πρόσωπό σου,
γέλιο ή χαμόγελο;
Το τραγούδησα χωρίς να το μελοποιήσω,
θα στο τραγουδάω...     

Σχόλια