...Άγνωστο...



Οι αστροφεγγιές από την καύτρα μπροστά στα χείλη μου ανασηκώνουν κάπως τις αισθήσεις.
Τόση ώρα κοιτάζομαι από το γυαλιστερό επίστρωμα του ξύλινου τραπεζιού, κάτω από τους αγκώνες μου…θυμίζω κάλλιστα έναν άλλης υφής Νάρκισσο, λίγο πριν το κεφάλι με την ραχοκοκαλιά αυτομολήσουν πάνω στο καφετί τραπέζι.
Μια δεσμίδα όρθιων βιβλίων στην άκρη αριστερά και μία άλλη στα δεξιά με σι-ντι, με κάποιο χώρο απόστασης μεταξύ των, διασκεδάζουν την οριακή ορθοστασία των βλεφάρων μου. Το κασετόφωνο ξεκουράζει τα χείλη μου και το ψυγείο τεντώνεται γρυλίζοντας που και που. Ησυχία και η μοναδική ηχητική ενόχληση προέρχεται από το λεβητοστάσιο· ελπίζω…
Ο Φορέας Κολασίμων Παθών ροχαλίζει πρόστυχους ήχους και διορθώνει τα όνειρά του γυρνώντας πλευρό, ύστερα από τις ονειρώξεις θύμισων του G. Bataille. Οι εικόνες που ίπτανται τραβιούνται από τον στρόβιλο της εισπνοής και κατόπιν ανακυκλώνουν την κίνησή τους μέσα στον χώρο, αφού ξεβραστούν από τα ρουθούνια του κοιμισμένου. Ο πόλεμος και η κινητικότητα αισθητηριακών μονάδων κατά την διάρκεια του ύπνου κραδαίνει τους σφυγμούς της καρδιάς· αν ο Freud ήταν 50% σωστός για τα όνειρα, πλέον είναι 100% λάθος· συγχαρητήρια στο ξεπέρασμα της επιστημονικής παράδοσης…
Έκπτωτες δροσοσταλίδες δεν έχουν αφήσει το σώμα τους ακόμα να παίξει με την πτώση της σημασίας του, για τα ιδρωμένα και στεγνά κεφάλια.
Αυτήν την περίοδο η νύχτα φοράει μεγαλύτερο μαύρο και πιο σκούρο φόρεμα· όχι όμως για πολύ· σε κάμποσες ώρες θα εμφανίσει λάγνα το απόκρυφό της μέρος, προς έκπληξη όλων των επίδοξων άστρων που καραδοκούν μέσα από την καλειδοσκοπική κλειδαρότρυπα. 
Το βόρειο σέλας με το πρασινοκίτρινο και γαλάζιο χρώμα του κρέμεται από μια κλωστή άκρατης αισιοδοξίας προς ολοκλήρωση του στριπτίζ της βραδιάς. Ο τελευταίος αετός μαζί με την καλή του πέταξε πάνω από τον κολπίσκο, αυτήν την ημισέληνη αλμυρή κολυμπήθρα, την δαχτυλήθρα για τον Καρούζο, προσέχοντας ατάραχος και ταυτόχρονα αδημονώντας, την νηνεμία της ζωής απέναντί στο αισθησιακό ντεκόρ που έχει ζωγραφίσει η φωτεινή κυρά. Όλα ήρεμα λοιπόν, το γεγονός αρχίζει την αντανάκλασή του στις σ-αύρες της κρυστάλλινης επιφάνειας της θάλασσας· παραθαλάσσια μικροσκοπικά και υπερμεγέθη κοχύλια και χαλίκια σέρνονται μέσα στο θαλάσσιο υγρό και προσμένουν τα γειτνιακά τους άστρα, τους αστερίες, να επιζητήσουν και αυτοί το ουράνιο φως για το μέικ απ τους!
Πολλά από τα αστέρια στον ουράνιο σκούρο θόλο, μην μπορώντας την αναμονή, βουτάνε συνειδητά στο ωκεάνιο βάθος και τα δίχτυα τα κρατάνε για να μην σπάσουν την ομορφιά του φωτός τους· άπειρα φωσφοριζέ τετραγωνάκια αναμειγνύονται με το πλαγκτόν, που πηγαινοέρχεται χορεύοντας τελετουργικά και μεθυσμένα λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Αυτή είναι η περιπετειώδης και οδυνηρή σεξουαλικότητα του φέγγους της πανσελήνου: όταν φτάνει στο οργασμικό αποκορύφωμα της ενθρόνισής της στο υψηλότερο σημείο του ορίζοντα, σημαίνει ταυτόχρονα και το αργό, το ίδιο σαδιστικό ξεκίνημά της να ντυθεί, μέσα στο καμαρίνι του ξημερώματος και των πιο καθωσπρέπει φωτεινών αστερισμών…
Αυτή η φωτεινή τρύπα στο κορμί της νυχτερινής ουράνιας μάσκας, όποιου μηνός, αποδίδει την ερωτική πλευρά της μοναδικότητας στο όλον της. Το Είναι και το Φαίνεσθαι δεν δύνανται, ξεχωριστά το ένα από το άλλο, να αρκεστούν απλά σε μια υπέρ το δέον παρατήρηση του όλου ξεγυμνώματος της ατμόσφαιρας.
Τα μάτια λαμπιρίζουν από σταγόνες με χρώματα, που μάλλον κυριαρχούν στα βιτρό των καθεδρικών ναών της βόρειας Ευρώπης· ο st. Nicholas αντιπαρατίθεται με τον απέναντί του σε μια πλατεία της Γάνδης εν μέσω κωδωνοκρουσιών και allegro οργανικών περασμάτων, μέσα στους υπερκόσμιους ναούς των.
Η καύτρα δεν προλαβαίνει να χαιρετήσει το δειλινό, καθώς μία ψιχάλα την ακουμπάει υγραίνοντας την απότομα, υπό τον θρήνο των Dead can Dance
Σ’ ένα σπίτι, ένας άλλος χείμαρρος γουλιών από νερό κατρακυλά προς το εσωτερικό ενός σώματος, που τα μέλη του τραυλίζουν από το ψύχος που τα έχει ντύσει.
Οι βηματισμοί στον κοινόχρηστο διάδρομο διαμηνύουν το τέρμα μιας νύχτας και τον ερχομό του επόμενου πρωινού· κι όμως…οι ακτίδες του φωτεινού αχινού ακόμα βρίσκονται σε ελασματική μορφή συν- αίσθησης. Είναι το ίδιο αργά όσο και νωρίς! Οι λαιμοί λαίμαργα καταπίνουν οδοντικά διαλύματα, διατηρώντας κάποιον χαρακτήρα, ενώ άλλοι ήδη κομπάζουν ασθματικά συλλαβές από σύμφωνα και φωνήεντα, ακατάσχετα και ασυνάρτητα· μια άλλη λεκτική προσέγγιση, στα όσα ξεθυμαίνει το πνεύμα όσων κορμιών κείτονται αδιάφορα σε στρώματα δημιουργώντας ευλύγιστους σχηματισμούς, οι οποίοι φανερώνουν άλλοτε έλλειψη και άλλοτε κατοχή. 
Το διαδοχικό σύρσιμο της πλαστική ή ψάθινης και συρμάτινης σκούπας στις άκρες των υγρών, από τις αποχετεύσεις και τις βροχές, πεζοδρομίων συναντά τα πρώτα αποτυπώματα ρόδας αμαξιών στην σκούρα άσφαλτο, που κατευθύνονται προς τα συνοικιακά ψαράδικα. Το φως στις λάμπες των στενών και των πλατειών αρχίζουν να εξασθενούν παραπέμποντας σε κοινωνικές περιόδους των αρχών του εικοστού αιώνα ακμαζόντων πόλεων. Μια παράλληλη αισθητική και μόνο. Σπασμωδικά ανάβουν και φωτίζονται ορισμένοι φωταγωγοί πολυκατοικιών από το σκαμπανέβασμα ασανσέρ και άσωτων ξημερωματιάριδων…
Τετράποδες αλήθειες γυροφέρνουν είτε ψάχνοντας για το εσπερινό γεύμα, επί ποδός, πριν την ξεκούραση είτε προκαλούμενες από τον ρομαντισμό της ώρας. Κάποια βαριά από τη υγρασία και τα χνώτα της ενδοφλέβιας εξάρτησης φύλλα ταρακουνιούνται χαϊδεύοντας τα κοντινά τους· στο κλαδί ισορροπεί το κομπόδεμα δύο σπουργιτιών. Μεθυσμένα και φουσκωμένα από ενστικτώδεις ή όχι εξάρσεις, μεθυσμένα από την υγρή αύρα της πόλης, ερωτοτροπούν ψιθυριστά και διακριτικά. Τα κρόσσια της μπέρτας ενός δειλινού ανέμου ανατριχιάζει τα δυο πουλιά και προς στιγμήν χωρίζονται και βρίσκονται στον αέρα· ένα τιτίβισμα καθορίζει το σημείο του μετατιθέμενου ραντεβού, για να συνεχίσουν την επαφή. Το στοίχημα και το σίγουρο αποτέλεσμα σε μια επικοινωνία αποτελεί αρχικά, σε κάθε περίπτωση, η ευκαιριακή ειλικρίνεια στον συγκοινωνό. Αυτό φαίνεται απτά και λαϊκά από την απλή ερώτηση για μια φωτιά…

Το τελετουργικό ξεθώριασμα της ατμόσφαιρας επιβαρύνεται με τους τακτικούς χτύπους της ωρολογιακής καμπάνας στο κέντρο της παλιάς πόλης· θρησκευτικό επιστέγασμα, ως απαραίτητη πρέζα σε μια πραγματιστική προοπτική της κοινωνικής συνέχειας! Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ό,τι ο ήλιος αργεί υπερβολικά να ξημερώσει…απόψε! Οι κρυψίνοι καταριόνται την ώρα που η κόπωση τους κατέτρεξε στις κλίνες και τα κρησφύγετα τους. Οι ληστείες διαπράχθηκαν εσπευσμένα και αρκετές στέφθηκαν με αποτυχία· η αρωγός βραδιά δεν είχε προδώσει νωρίτερα τον μυστικό της πόθο· την απόφασή της να αλλάξει τα χρονολογικά πρότυπα της χώρας. Είχε υπνωτίσει τον ήλιο, που έπεσε με την σειρά του με τα μούτρα πάνω στο βόρειο σέλας θέλοντας να διεισδύσει στην ακτινοβολούσα τρύπα της πανσελήνου. Η μεγάλη άρκτος τον πότισε με αστερόσκονη από θανατικά ξεσπάσματα αστέρων, αφήνοντάς τον έτσι ξεκρέμαστο απέναντι στην προσβολή του μερόνυχτου και των ανθρώπων, που είχαν ανάγκη την παρουσία του. Η νύχτα ήθελε να τον αποδυναμώσει ερωτικά, ενώ αυτός θα ανέπνεε χλιαρά αποκοιμισμένος· η ωχρή αστρικού φέγγους τρύπα της βραδιάς επιθυμούσε τα φωτεινά καυτά υγρά της υπεροχής του αιχμαλώτου της. Ανέβηκε πάνω του, πρόσωπο με πρόσωπο και άρχισε λαίμαργα να ρουφάει την θέρμη του· ο ήλιος και αυτός γλείφονταν σαν σε παροξυσμό ονειρικής έκστασης και η αδυναμία του δικαιολογείτο από το πάθος της φαντασίωσης…η κλειτορίδα της πανσελήνου τριβόταν στα ζυγωματικά και την μύτη του μεθυσμένου ήλιου, ενώ τα κοντινά αστέρια εξαφανίζονταν λυσσαλέα από τον επαρμένο δόλο της φωτεινότητάς της.
Εν τω μεταξύ, τα πρώτα χουζουρέματα διάνθιζαν τα τεντώματα των κορμιών και τα κάπως πιο ατσούμπαλα τραβήγματα των παπλωμάτων. Όμως, « οι πρωινές ακτίνες του ήλιου δεν ξετρύπωναν από τις χαραμάδες των παντζουριών στα σοκάκια…», όπως αποκαλύπτει το τετριμμένο των παιδικών παραμυθιών…  
Ένα κοινό- μυστικό μουρμουρητό απορίας έκανε την εμφάνισή του στα μειδιάματα των κατοίκων της χώρας ολόκληρης· τα φώτα των αμαξιών, πρώτη φορά στα χρονικά έμεναν αναμμένα και μετά τις έξι η ώρα! Τα μουρμουρητά της απαξίωσης βραχυπρόθεσμα έγιναν στιχομυθίες κοινής απορίας, μπροστά στο δέος και τον  φόβο του ανεξήγητου. «…δεν έχει ξημερώσει ακόμα » και τα βλέμματα περισσότερο συχνά από ποτέ στρέφονταν εκτάκτως στον ουράνιο θόλο και την εκτυφλωτική πανσέληνο, η οποία αιωρούταν με μια ακτινοβολία εγωισμού απέναντι στην άγνοια και την έκπληξη των ανθρώπων. « Αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση και θα υπερχρεωθούμε και θα αδειάσει η κάθε γεννήτρια της υπηρεσίας ηλεκτροδότησης…», τρομοκρατημένες σκέψεις, που συνδυάζονταν με την γενική εικόνα κατάπτωσης καθεμίας  κοινωνίας.
« Τα πιτσιρίκια μας, δεν θα μπορούμε να τα αφήσουμε, όπως πρώτα να παίζουν στο πάρκο…», « πρέπει να αγοράσουμε μηχανισμούς ασφαλείας, γιατί το σκοτάδι θέλγει τους εγκληματίες…», προτάσεις γενικευμένης σύγχυσης προς όφελος, όμως των τυχοδιωκτών για συνθήκες, όπως και αυτήν. Δεν ξημέρωσε ολόκληρη την υποτιθέμενη μέρα και περιπολικά έκαναν συχνές περιπολίες προς "εκφοβισμό των εγκληματιών" και "ασφάλειας του ψηφοφόρου πολίτη"…
Ο συγγραφέας άναψε το φυτίλι ενός κεριού δίπλα στις σημειώσεις του και θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει τον θερμοσίφωνα ανοικτό –« τουλάχιστον πρέπει να τηρηθεί μια μετριασμένη και όχι αλόγιστη σπατάλη ενέργειας », μουρμούρισε και ξανακάθισε μπροστά από το τραπέζι του. Προσπάθησε να διακρίνει από τα χωρίσματα στις περσίδες την ατμοσφαιρική κατάσταση της παρατεταμένης βραδιάς. « καλύτερα να μην γράψω άλλο », σκέφτηκε και αφού σηκώθηκε πάλι, βγήκε στο μπαλκόνι στον τρίτο όροφο, όπου διέμενε και άναψε το στριφτό του τσιγάρο. «χμ…ε, λοιπόν, είναι παράδοξο η αισθητική μιας εικόνας να είναι τόσο θελκτική και το βίωμά της, εν αντιθέσει, να είναι αποκρουστικό…», μουστάκια καπνού από την μούρη του τσιγάρου θυσιάστηκαν καιγόμενα στο κενό, αφού χάθηκαν από την ατμοσφαιρική πίεση στο βάρος τους…τα καπνισμένα χνώτα του συγγραφέα διαχέονταν στο έδαφος εν μέσω δέους. Μια ζάλη από προτάσεις και προσευχές περιπλανιόταν στον δρόμο που διέσχιζε κάτω από το μπαλκόνι του. Περαστικοί σταυροκοπιόνταν, μαμάδες σφιχταγκάλιαζαν μέσα στις γροθιές τους τα δάχτυλα των παιδιών τους, μέθυσοι παλαντζάριζαν με τις γραμμές πάνω στους δρόμους και τα φωτεινά νέον των καταστημάτων, σκυλιά κουλουριάζονταν δίπλα ή κάτω από τα παγκάκια, αν δεν συνόδευαν με το αλύχτισμά τους κάποιο σαξόφωνο ή φυσαρμόνικα με τρύπιες κάλτσες, εκεί όπου ξεκουράζονταν οι πένητες και οι άστεγοι, τα πάρκα γεμάτα από έφηβους και νέες που συνωμοτικά πρόδιδαν το φύλο τους.
Ο συγγραφέας έπαιζε στα ακροδάχτυλά του το αναμμένο τσιγάρο και το έβλεπε να εξασθενεί και πάλι να κοκκινίζει περισσότερο το κεφάλι του· "το φεγγάρι όμως, αυτό το θέαμα είναι αρχικά φρικιαστικό και μετά την αποδοχή του ως φαινόμενο γίνεται ασύλληπτο…" και ένας κύκλος θαμπός ξέφυγε από τα χείλη του και ένα μαυροπούλι πέρασε από μέσα του, εκτελώντας ένα νούμερο περίσσιας ευστοχίας και ευλυγισίας· και το νικοτινένιο σύννεφο άρχισε να διαστέλλει τις ακτίνες του και να ξεθωριάζει, ώσπου εξαφανίστηκε κάπου πιο μακριά από το στόμα του καπνιστή!
Το τσουχτερό κρύο που δεν έλεγε να μετακινηθεί και προς την ορεινή περιοχή, ώθησε τον συγγραφέα να μπει μέσα στο δωμάτιο και να κλείσει τα παραθυρόφυλλα με ρίγη. Το κερί είχε κάψει την άπληστη υπεροψία του και τώρα, στάζοντας ταπεινότητα, μόλις πέντε εκατοστά από το φυτίλι του. « Αλήθεια, πόση ώρα να ατένιζα στο μπαλκόνι », άξαφνος σκέφτηκε. Αυτό ήταν και ένα από τα πρώτα αρνητικά της απότομης καιρικής εξέλιξης. Η επιμονή της πανσελήνου και η παρατεταμένη –κάπου ένα δεκάωρο –διάρκεια της νύχτας είχε αρχίσει σταδιακά να αφοπλίζει τους αμυντικούς μηχανισμούς του ανθρώπινου οργανισμού. Οι ιδιότητες του μνημονικού χαλάρωναν σιγά -σιγά· « δεν γίνεται από ένα μπαλκόνι δέκα πέντε μέτρων να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει » και άρχισε να δραστηριοποιείται ανοίγοντας την ντουλάπα του και κλείνοντας την θήκη της χειροκίνητης γραφομηχανής, που άραζε σαν γάτα πάνω στο γραφείο του. Ντύθηκε, από την κορυφή μέχρι τις τρυπητές του κάλτσες που φανέρωναν τις μαύρες κορυφογραμμές των νυχιών του, ως ένας πολεμικός ανταποκριτής· ριγέ πουκάμισο, μέσα σε κοτλέ σκούρο μπλε παντελόνι, κόκκινα asics παπούτσια, ένα γιλέκο με κοντά στις είκοσι πέντε τσέπες, τσεπάκια και καβατζούλες, όλες γεμάτες! Έσβησε το κερί στο γραφείο του, έτσι μεταθέτοντας προς στιγμή τον τελειωμό του στο αόριστο της επιστροφής του στο σπίτι και πάνω από το γραφείο του για να συνεχίσει την συγγραφή. Βγήκε από το σπίτι και κλείδωσε την πόρτα, καλού κακού…
Προτίμησε να κατέβει από τις σκάλες κι ας ήταν να ανάψει ένα ολόκληρο πακέτο σπίρτα προκειμένου να μην τσακιστεί. Έφτασε πίσω από την εξώπορτα της πενταόροφης πολυκατοικίας και προτού στρίψει το πόμολο, άρχισε να απολαμβάνει μια εθιστική μυστικότητα του χωρόχρονου. Ήθελε διακαώς να τα μάθει, αν όχι όλα, τα περισσότερα στα σίγουρα, ώστε να τα ανασκευάσει κάπως, μέχρις ότου το μολύβι του και το μελάνι της γραφομηχανής του αφήσουν το τελευταίο τους στίγμα στις σελίδες τους. Προτίμησε να αγοράσει έναν χτυπητό νες καφέ από γκαζάκι σε πλαστικό κύπελλο, μιας και οι μηχανές στα μαγαζιά δούλευαν με διαλείμματα για να διατηρήσουν ρεύμα, προχώρησε και έγνεψε « γεια, καλησπέρα και πάλι » στον πλανόδιο κοντραμπασίστα, που είχε αράξει κάμποσες μέρες κάτω από την πολυκατοικία, δίπλα στο μπαρ της γειτονιάς. Οι βαθιές και ξεκούρδιστες νότες που ξεπετούσαν σαν βαριά πουλιά, πριν καλά -καλά χωνέψουν, επένδυαν με μουσικές βάσεις την όλη, επιφανειακή, πραγματικότητα της εικόνας ολούθε του· το ψύχος του γαργαλούσε τους λοβούς και κρύωνε το σκουλαρίκι στα αυτί του και στο ρουθούνι. «you see it’ s all clear, you were meant to be here…from the beginning…whatever it’ s done it’ s done…», σιγομουρμούριζε από τις γωνιές των χειλιών του, έναν ταξιδιάρικο οδηγό της μοναξιάς από τους Emerson, Lake & Palmer, βαδίζοντας παράλληλα με τις φάτσες των εστιατορίων και τις βιτρίνες των καταστημάτων, που βρέχονταν ένα τόνο ημίφωτος και έχαιραν ελκυστικά αγνώριστες. Το αχνό φως από μέσα και από τα μάτια των πελατών προσπαθούσε να βρει ανταπόκριση από κάποιο ακόμα. Έσμιξε όσο μπορούσε τους ώμους του και συνέχισε τον τρόπο βηματισμού του σαν ξένος σε κάποια άγνωστη πόλη. Κάποια πηγαδάκια αργόσχολων, οι οποίοι έτειναν σε εγρήγορση, ήταν μαζεμένοι γύρω από παγκάκια και πρόσεχαν με τα χέρια τους στις τσέπες και τα κασκόλ μέχρι τα μάτια τους, μονόλογους από προφητικούς υπαινιγμούς "προικισμένων εδώ και πολλά χρόνια, το ίδιο γραφικών" τυχοδιωκτών και αλλοπαρμένων…
Πέταξε το κυπελλάκι στον κάδο και μείωσε το γοργό του βήμα φτιάχνοντας ένα στριφτό. Έτσουξε το σπίρτο, άναψε το τσιγάρο και γέμισε ο λαιμός ανακουφισμένος με εισπνοές νικοτίνης… « σωστή μεσαιωνική αντιμετώπιση του παραδόξου », μονολόγησε και απέστρεψε το βλέμμα του από τα φοβισμένα –με χρώμα παρωδίας -παγκάκια· ντελάληδες και μαυραγορίτες, που πουλούσαν μπαταρίες και φακούς πηγαινοέρχονταν με τα καροτσάκια ή και τις τσάντες τους ξεμοναχιάζοντας τους περαστικούς ή παρουσιάζοντας σταματημένοι επιτακτικά το προϊόν τους « κύριε, προβλέψτε, προτού βρεθείτε ακάλυπτος σε κανένα συμβάν ». Πράγματι, η εφευρετικότητα ορισμένων ανθρώπων (βλέπε τυχοδιώκτες και άεργους) δεν συναγωνίζεται με οποιοδήποτε μεγαλοφυές και ασύλληπτο λογοτεχνικό σενάριο.
Διέσχισε κατά μήκος την λεωφόρο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης και παρατηρώντας την κάθε δραστηριότητα γύρω του σκέφτονταν τα μυρμήγκια και πως αυτά από την φωλιά τους θα αντιμετώπιζαν μια αντανακλανόμενη ντίσκο μπάλα.
Ο ανθρώπινος πολιτισμός του φαίνονταν ανύπαρκτος σε σχέση με τα επιμέρους υλικά του συνθετικά όσο και με τα κοινωνικά –διαπροσωπικά. Ο φόβος εξέθετε διάτρητα τις ενοχές τους στα πρόσωπά τους· άλλωστε, ένα τέτοιου μεγέθους και περιεχομένου "φυσικό ολίσθημα" ενάντια του ανθρώπου το λιγότερο που θα προκαλούσε θα ήταν η προσβολή και το λογικότερο η έπαρση, εξαιτίας του ερχομού της καταστροφής…και δεν ήταν σεισμός πολλών Ρίχτερ ούτε ηφαιστειακή έκρηξη ή τυφώνας…
"Ε, γραφιά, βλέπεις τι συμβαίνει;"
"Όχι Φύλτο, αλλά μήπως εσύ μπορείς να με βοηθήσεις μέσα από τα μαύρα σου γυαλιά", απάντησε ο συγγραφέας στην καλοπροαίρετη κουβέντα του γκριζομάλλη γεράκου μέσα από την χάρτινη στρωματσάδα του, πάνω σε δύο μπόγους από άχυρο, ειδικά γι’ αυτόν.
"Συγγνώμη Φύλτο, μα μην με φαντάζεσαι και εμένα με μαύρα πεντακάθαρα γυαλιά, όπως τα δικά σου!"
"Καλά,  καλά γραφιά μου! Οι γλώσσες όμως πληροφορούνται από τα μάτια στην πόλη, πως η τύφλωση δεν θα αργήσει να σας χρωματίσει… ", πλέον γλαφυρά του γρύλισε ο γεράκος σφίγγοντας του την άκρη της τσάντας του, "μην εξαπατάσαι από την πρόσκαιρη αδυναμία της φύσης πάνω στις δυνάμεις της…"
"Τι θες να πεις Φύλτε; Μιλάνε τα μάτια του θρησκευτικού σου αποκρυφισμού και λαμπυρίζουν!"
"Το έχει τραγουδήσει ο Σπηλιάς με τους Κακούς Σπόρους στο red right hand γραφιά μου· μην κλείνεις ποτέ τα ματοτσίνορά σου στις ματιές της μουσικής,  γραφιά μου" και έφτυσε το γερασμένο και κιτρινισμένο νόμισμά του στο βρώμικο από λάδια, πατημένες τσίχλες και άλλες βρωμιές πεζοδρόμιο, κάτω από το πρόχειρο κρεβάτι του.
"Καλά Φύλτε, από τραγουδιστάδες με ντουέτο την Kylie, δύσκολα να περιμένει κανείς εγγυημένες απαντήσεις", χαμογέλασε στον θυμωμένο πλέον άστεγο γεράκο.
"Εντάξει γραφιά, μα να θυμάσαι…την ύστατη στιγμή θα στο τραγουδήσω έχοντας βγάλει τα γυαλιά μου για να φανταστείς και εσύ πως είναι οι άσπροι βολβοί μου, χωρίς τις κόρες τους" και ξέσπασε σε ένα πνιγηρό από το άσθμα του γέλιο.
"Αντίστροφη ορφάνια Φύλτε, ε! Τέλος πάντων, προχωράω και πρόσεχε μην πνιγείς, ενώ τα αποκαλύπτεις όλα αυτά τόσο μελωδικά…"
"Βιάσου, βιάσου γραφιά μου και…" τα λόγια του γέρου ακούγονταν εξασθενημένα από την απόσταση, μέχρι τα αυτιά του αποχωρήσαντος. 

Η ώρα είχε περάσει και ένιωθε την κούραση στο σώμα του, από την "βραδινή του βόλτα", με σκοπό την συλλογή στοιχείων. « Σταδιακά αυτό το φαινόμενο θα τρελάνει τους κατοίκους, χωρίς καν να τους έχει αγγίξει· σωφρονισμός ή απόπειρα παραδειγματισμού για τις συνέπειες της αλαζονείας μας, τι στο διάολο…», ανασκούμπωσε τον γιακά του και άφησε το μισό σάντουιτς, που πρόλαβε να αγοράσει από ένα βρώμικο της συνοικίας, στο ντέφι του κοντραμπασίστα δίπλα στο καφέ, κάτω από την πολυκατοικία. "Τα λέμε" και μια χουζούρικη και ναζιάρα μπασογραμμή ανταπέδωσε το εις το επανειδείν…
Το ρεύμα, πέντε ώρες τώρα, δεν είχε τροφοδοτήσει την περιοχή, όπου διέμενε· η κυβέρνηση, σίγουρα, θα κρατούσε για τις ανάγκες της τα πιο μεγάλα αποθέματα. "Ακόμα και η καθολική εξαθλίωση έχει κοινωνικές διαβαθμίσεις… ", μια σκέψη εξαπίνης ζουζούνισε στο κεφάλι του και πετάρισε μακριά σαν ενοχλητική μύγα στο κατακαλόκαιρο.
Ανέβηκε τις σκάλες (67 στον αριθμό), ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα στο διαμέρισμά του. Ησυχία, σκοτάδι και κάποιοι αραιοί ίσκιοι από κρεμασμένα ρούχα, στις μορφές των οποίων έπεφτε αχνά το φως του φεγγαριού από τα ανοιχτά παντζούρια. "οι σκιές αν και αποτελούν άυλο όγκο, λόγω του σκούρου αντικατοπτρισμού τους, συχνά με διασκεδάζουν με την παρουσία τους, καθώς ακαριαία, πριν να το καταλάβω, με σπρώχνουν στην υποψία ό,τι δεν είμαι μόνος μέσα στο σπίτι…", σκέφτηκε και ξεκόλλησε την ραχοκοκαλιά του, που είχε κυρτώσει στην προσπάθεια να βγάλει τις κάλτσες του· είχε μείνει χαζός για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, γιατί νόμισε πως είδε ένα χέρι να κρεμιέται από το πόμολο της ντουλάπας· ήταν η ομπρέλα του.
Έξω, η κατάσταση είχε όπως και κάποιες στιγμές νωρίτερα, που και αυτός είχε βγει να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα. Μια υπέρλαμπρη πανσέληνος να στέλνει πύρινες ακτίνες προς κάθε κατεύθυνση, άνθρωποι με περίεργα βλέμματα και παρ’ όλες τις ουσιαστικές διαφορές με άλλες ημέρες, οι δουλειές συνεχίζονταν χωρίς κάποια αισθητή διαφορά· μονάχα οι ατάκες που σκορπιόνταν από στόματα σε αυτιά, από’ δω και ‘κει διατηρούνταν σε μεγάλο βαθμό με έναν τόνο κατήφειας και μελαγχολίας. "Τελικά, ο κόσμος μπορεί και συμβιβάζεται σαν χαμαιλέοντας σε κάθε καιρικό φαινόμενο και κατάσταση", συλλογίζονταν, ενώ χτυπούσε περιμετρικά τα τοιχώματα του χαμηλού ποτηριού, με τα παγάκια που έπλεαν μέσα στην χρυσαφένια υγρή ποσότητα του ουίσκι. Αυτά τα παγάκια ήταν τα τελευταία που κρατούσαν την τήξη τους, εφόσον η διακοπή ρεύματος πέντε και κάτι ωρών είχε οδηγήσει τα υπόλοιπα σε λιώσιμο. Το ρεύμα τελικά ήρθε μετά από κάμποσες σκέψεις και λεπτά· το ψυγείο αναδιαμορφώνονταν έχοντας απολέσει αρκετούς ποιοτικούς βαθμούς από το περιεχόμενό του.
Δεν άναψε άλλο φως, εκτός από τα μικρό ασθματικό λαμπατέρ, που είχε δίπλα στην γραφομηχανή. Έστριψε ένα γεμάτο χημικά αρωματισμένο πράσινο μάνα τσιγάρο, έσυρε μια πληθωρικά άνετη πολυθρόνα απέναντι από το παράθυρο, τράβηξε παράπλευρα και τις δύο φράντζες από γκοφρέ φωσφοριζέ χαρτί, που σκέπαζαν τα παράθυρα και τέλος έβαλε στο πικ απ, χωρίς να καθαρίσει το δίσκο των 33 1/3 στροφών· τον πρώτο δίσκο των Tindersticks…έπειτα κάθισε. Καυτηρίασε με την κορυφή της φλόγας του σπίρτου τις κρεμασμένες ίνες καπνού και ο δίσκος άρχισε να γρατζουνίζεται από την περίεργη βελόνα. 
"Τι στάθηκε αφορμή γι’ αυτήν την καιρική αλλαγή· μήπως πάλι, είναι ένα σημείο της φιλοσοφικής ημιευθείας; Δεν τρέχει…όλα θα φτάσουν στην άκρη τους" και μειδίασε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο ποτήρι. Η επιφάνεια του αλκοολούχου ροφήματος σταμάτησε να πάλλεται, καθώς το χέρι του σήκωσε το ποτήρι και το οδήγησε στο στόμα του· "Ποτέ δεν θα ξαναπιώ τόσο νέος", πρότεινε μουρμουρίζοντας. Κατέβασε μια γερή γουλιά, πήρε μια έκφραση ρίγους και αφού ξεφύσηξε τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ, τράβηξε μια γερή τζούρα. Ο ήχος της μουσικής έβγαινε κατάλληλα τραυματισμένος λόγω της βρωμιάς του και περικύκλωνε τον συγγραφέα σε έναν χορό από προβληματισμούς· η επιθυμία, πλέον, να αγγίξει τις απορίες εμφανίζονταν κατασταλαγμένη, ήρεμη και αρκετά αυτοσχεδιαζόμενη…
Κόκκινες, μπλε και κίτρινες αχνές αντανακλάσεις φωτός περνοδιάβαιναν, ανα διαστήματα, πάνω από τους απέναντι τοίχους των πολυκατοικιών δίνοντας εν κινήσει ένα ζωγραφικό υπόβαθρο έξω από το μάτι του διαμερίσματος· το παράθυρο έβλεπε σε μια αίσθηση πολύχρωμη, όπου νέον σπαρτάριζαν σαν κρεμασμένα περιδέραια –μισοσβηστά ή απλά μαύρα κουφάρια κρεμασμένα, που με ιδιαίτερη προσοχή φαίνονταν ο θώρακάς τους, στάλες βροχής να πέφτουν με μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά· έτσι ξεψυχούσε και ο αέρας έξω. Οι κόρνες των αμαξιών ακούγονταν υπόκωφες και κάποιες σφυρίχτρες ακούγονταν σαν κλάξον.
Αποκοιμήθηκε για περίπου τέσσερις ώρες και ξύπνησε γύρω στις δέκα και μισή…το βράδυ…το ποτήρι άδειο με μια μεθυσμένη μέλισσα να εκπνέει στα εσωτερικά του τοιχώματα κολλημένη, στάχτες γύρω από το τελειωμένο τσιγάρο στο πάτωμα σαν σε τελετουργία δείπνου και μια ξεραμένη στάλα σάλιου τριών με πέντε χιλιοστών στην άκρη του αριστερού του ματιού (Σημ.: οι κατ’ ουσία έντονες σε λάμψη ακτίνες της πανσελήνου με γυμνό βλέμμα είναι δηλητηριώδεις· έτσι, η άμυνα του οργανισμού –κατά φαντασία –αναπροσάρμοσε κάποιες λειτουργίες του, με αποτέλεσμα, τα δάκρυα να βγαίνουν από το στόμα και οι σιελογόνοι αδένες να εκβάλλουν στις ωώδεις κοιλότητες, στα μάτια, συνεπώς οι τσίμπλες παίρνουν την θέση του σάλιου!)· μία ακόμη αρνητική επίπτωση από την αλλαγή των φαινομένων.  
Τα μαγαζιά έκλεισαν και άνοιξαν κανονικά μετά από δυόμισι ή τρεις ώρες περίπου· η πόλη και ολόκληρη η χώρα, προφανώς λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχε προσαρμόσει το παράλογο αυτό γεγονός στο προ-εορταστικό της ύφος. Άλλωστε, εναρμονίζονταν φίνα οι ποικίλες φωτισμένες γιρλάντες στις βιτρίνες των μαγαζιών και η βροχερή ατμόσφαιρα, που δρόσιζε τα τσιμεντένια σπίτια και τους δρόμους· όλα τα χρώματα είχαν αναπτύξει μια διαφορετική χροιά στις φωτοσκιάσεις τους…προσαρμοστικότητα…
Το τηλέφωνο χτύπησε και στην άλλη γραμμή ήταν ο φίλος του συγγραφέα, ο Κηδότες…
"Καλά, ε !, τρελό δεν σου φαίνεται!", με διασκεδαστικό ύφος τον καλησπέρισε. "Τι λες πάμε για καμία ακόμη βραδινή τσάρκα, για κανά ποτό;"
"Δεν ξέρω Κηδότες· έχω κάποια πειράγματα πονοκεφάλου, όχι τίποτα σοβαρό, αλλά δεν ξέρω, λες;".
"Εγώ προσωπικά ψήνομαι να κατηφορίσω στης Θέμης και μόνος αν δεν γουστάρεις. Βασικά θα ‘θελα να παρατηρήσω τον κόσμο και το βράδυ πως λειτουργούν…".
"Θα ‘ναι ενδιαφέρον, δεν αντιλέγω, θα’ θελα όμως και να γράψω κάποια πράγματα στην γραφ…".  
"Ε και ΄συ! Μην τρελαίνεσαι. Σάμπως νομίζεις πως αύριο η μέρα θα’ ναι όπως συνηθίζει να’ ναι; Πάμε και με δυο –τρία ποτά θα καταφέρεις να συγκινήσεις τα δάχτυλά σου· εξάλλου, το καλή νύχτα δεν λέγεται τόσο συχνά όσο το καλή μέρα, πλέον…".
"Σύμφωνοι. Ραντεβού στης Θέμης σε κάνα μισάωρο· να φέρω τίποτα;".
"Άστο καλύτερα, γιατί με αυτήν την καιρική ανησυχία όλο μπάτσοι κυκλοφορούν κάτω…μετά μωρέ".
"Καλώς, φιλιά. Γεια".

Το μπαράκι της "Θέμης" αποτελούσε μια καινοτομία από αρχιτεκτονικής άποψης, άσχετα αν για το συμμάζεμά του χρειάστηκαν, απλώς κοινή βοήθεια από τον φιλικό περίγυρο της ιδιοκτήτριας, της Θέμης. Το μικρό ιερό, ενός εγκαταλελειμμένου μοναστηριού από τους πιστούς, στο πάρκο "Δύσης", είχε αναδιαμορφωθεί σε ένα μικρό και ζεστό πέτρινο μπαράκι, χωρητικότητας το πολύ πενήντα ανθρώπων· κάρφος στην θρησκευτική προοπτική των γειτόνων πιστών, καθώς είχαν προκαλέσει αρκετές φορές στο παρελθόν φασαρίες και στην Θέμη και στους θαμώνες. Το μπαράκι ονομάζονταν "Εκκλησιαστής" και είχε σαν σύμβολο και διακριτικό του, στην πόρτα και σε διάφορα σημεία μέσα στο χώρο το Q παραπέμποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο αποκαλυπτικό βιβλίο της λογοτεχνίζουσας αίρεσης Luther Blisset. Το’ χε διαβάσει εν μια νυκτί η Θέμη, πριν πέντε χρόνια και ενθουσιασμένη είχε ανακοινώσει στον σύντροφό της Λόκλαο, τον μπάρμαν, την επιθυμία της να ανοίξει ένα μπαρ με ξύλινα ποτήρια για την μπύρα. Έτσι και έγινε· με μουσική ποικιλία από Satie, Bad Seeds, Nusrat Fateh Ali Khan, soundtracks ταινιών δρόμου και ηλεκτρονικά ηχητικά τερτίπια το Q ήταν το απάγκιο για κάμποσους πότες και φίλους σε καταστάσεις ανάγκης· όπως και τώρα λοιπόν.
    Ο συγγραφέας και ο φίλος του συναντήθηκαν στην μπάρα, υπό τις προτάσεις κλασικής Οθωμανικής μουσικής του Dede Effendi.
"Καλησπέρα Θέμη", χαιρέτησε ο Κηδότες την τύπισσα πίσω από τα πικ απ. "Τι προσπαθείς να κηρύξεις, μπαστάρδεμα θρησκοληψίας;…ωραίος δίσκος !"την ρώτησε.
"Χα, όμορφο το σχόλιο σου Κηδότες· ναι, δεν είναι όντως πειραματικό να παίζει οθωμανική μουσική στο ιερό ενός καθολικού ναού!; Όντως μπάσταρδο εγχείρημα…Τι να φέρω;".
"Για ‘μένα μία γκράπα σε σφηνάκι σωλήνα…".
"Ξέρω –ξέρω συγγραφέα μου, πως το πίνεις ", τον διέκοψε αυτή με την σειρά της.
"Και για ‘μένα…δεν ξέρω, τι θα μου πρότεινες, για μια μακρόσυρτη νύχτα σαν και αυτήν, Θέμη;", ρώτησε ο Κηδότες.
"Αχά…λοιπόν η πρώτη γύρα είναι από εμένα", τους είπε με νόημα η ιδιοκτήτρια και αφού φίλησε στο αυτί τον Λόκλαο του ψιθύρισε την παραγγελία· εκείνος γυρνώντας, καλησπέρισε με ένα συνωμοτικό νεύμα τους δυο γνωστούς…
"Αν παρατηρήσεις, χωρίς δυσκολία εννοείται, γρήγορα καταλαβαίνεις ευθύς εξ αρχής ποιο θα ‘ναι κατά προτίμηση σε σειρά προτεραιότητας το πρώτο θέμα όποιας αποψινής βραδιάς", αρχίζοντας την βραδινή λεκτική συναναστροφή πρότεινε ο συγγραφέας προς τον φίλο του τον εκδότη.
"Μα φυσικά και το ξεπάστρεμα του ήλιου από την αντίζηλό του…φως πανσελήνου, άλλωστε". 
"Σίγουρα, αλλά γιατί το μεταφράζεις σε ξεπάστρεμα! Λες να παίζει καμία σύγκρουση ή φθόνος μεταξύ των;".
"Κοίταξε Ολύβιμ…δεν σου τηλεφώνησα απλώς για να σε δω, μα και για να βρεθούμε να μου αποκαλύψεις καμιά πιθανότητα σεναρίου, που ίσως να έχεις στο μυαλό σου, για το επόμενο βιβλίο· έχει περάσει καιρός από το πιο πρόσφατό σου, δεν νομίζεις;".
"Βρίσκεις;", αστειευόμενος του αντιπρότεινε ο συγγραφέας.
"Έλα μην ξεφεύγεις…κοίτα να δεις, ".
"Βλέπω όλος μάτια για να κοιτάξω Κηδότες!".
"…το θέμα που βιώνουμε σαν μάρτυρες αυτήν την στιγμή, πιστεύω πως ταιριάζει άψογα στο περιεχόμενο των βιβλίων σου και γενικότερα άπτεται περίφημα του προσανατολισμού σου στην τέχνη της γραφής."
"Μα δεν νομίζεις, πως θα εγείρει και άλλους νοήμονες, ώστε να καταπιαστούν με αυτό συγγραφικά; Δεν είναι κάτι απλώς περίεργο, Κηδότες· είναι ό,τι πιο αξιοπερίεργο, από φυσικής άποψης έχει συμβεί όσα χρόνια τώρα έχω συνείδηση του ποιος είμαι…!".
"Δεν έχεις άδικο", χωρίς ευκαιρία να πάει χαμένη συγκατάνευσε ο εκδότης. "Όμως το πλέον καινοτομικό θα ήταν, αν στην δική σου θεματική παρουσιάζονταν ως η φυσιολογική καιρική πραγματικότητα· να’ χεις σαν δεδομένο μετεωρολογικό την ανυπαρξία του ηλιακού φωτός, των ζεστών καλοκαιρινών απογευμάτων, των φωτεινών ηλιόλουστων μεσημεριανών περιπάτων…έλα, αυτό το πνεύμα αποστασιοποίησης που εγκαινίασε ο Μπρεχτ, ανεστραμμένο, εν τούτοις.".
"Καλησπέρα, Κηδότες! Ολύβιμ, τι γίνεται!".
"Αλό, Λόκλαε", χαιρετώντας τον και οι δύο, αφού διέκοψαν εσπευσμένα την συζήτησή τους.
"Υγιαίνετε!", πρόποση που τους χάρισε ο Λόκλαος και τοποθέτησε μπροστά από τον Ολύβιμ μία όμορφη σαν βασίλισσα στο σκάκι γυάλινη μακρόστενη σφήνα με γκράπα και ένα υποβρύχιο, με βαρελίσια Kaizer και σφηνάκι λευκής τεκίλας και στον Κηδότες ένα ίδιο υποβρύχιο μαζί με ένα χτυπημένο Morgan με ανανά.
"Στην υγειά σου Λοκλαε, Θέμη!" μειδιάζοντας ο Κηδότες προς το μέρος τους σήκωσε το υποβρύχιο.
"Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι!", είπε ο Ολύβιμ και τσούγκρισε το δικό του ποτήρι με το απέναντί του.
"Αααααχ…ωραίος συνδυασμός, ε!", απεφάνθη ο Ολύβιμ.
"Τεκίλα και μπύρα, άπαιχτο…" και ο Κηδότες ανταπέδωσε ως απάντηση ένα ανακουφιστικό ρέψιμο. "Τι έλεγα Ολύβιμ;".
"Για περίμενε…για το σημερινό φαινόμενο ή για τι άλλο;".
"Ναι, ναι καλά Ολύβιμ, πάλι θες να με αποφύγεις, γιατί;".
"Άκου Κηδότες, το υπόβαθρο της εκδοχής σου όσο με εξιτάρει από ενθουσιασμό άλλο τόσο με φρικάρει, ως μια ενδεχόμενη και μάλιστα κάτι παραπάνω από υποτιθέμενη, πραγματικότητα…".
"Χαλάρωσε Ολύβιμ! Απλά ανέφερα ένα σενάριο· τίποτε παραπάνω τίποτε λιγότερο· μην υπερβάλλεις.".
"δίκιο έχεις, συγχώρα με…".
"Δεν τρέχει Ολύβιμ, σαν συγγραφέας φαίνεσαι σαν συγγραφέας φέρεσαι άλλωστε· τέλος πάντων, ας πιούμε πιο γερασμένοι και ας μιλήσουμε για άλλα…λοιπόν…" και ο ήχος της βροχής σαν από στούντιο μονταρισμένη, σε ένα θέμα του Alan Parsons, που παρέπεμπε σε μυστήριο, τύπου Στόοκερ ή Πηρς, γέμισε και άλλο αλκοόλ τα στόματα των παρευρισκομένων.
Οι βραδινές ώρες περνούσαν και τα κορμιά λύγιζαν από το αλκοόλ, την μέθη και η Σελήνη παρόλα αυτά εκεί, φεγγοβολούσε, ανεπαίσθητα λιγότερο φωτεινά, μα στην ίδια θέση και διατηρώντας το παράλογο της κατάστασης.Το μπαρ, τώρα, αποκοίμιζε ερεθιστικά τους συνδαιτυμόνες με το take me to your heart από Eurythmics και η ιδιοκτήτρια φιλούσε παθιασμένα τον μπάρμαν προς απογοήτευση των πολλών σόλο παρευρισκόμενων και στην συνέχεια η Siouxsie and the Banshees στο trust in me έτεινε τα μέλη της προς εκμετάλλευση από τον Μορφέα. Τέσσερις γκράπες, δύο Kaizer, τρία  Morgan ανανά χτυπημένα και έξι υποβρύχια μπύρας με τεκίλα ήταν ο απολογισμός από το αλκοολικό μεσοκόπημα των δύο γνωστών. Η συζήτηση τράβηξε αρκετή ώρα, γύρω από ποικιλία θεμάτων και όχι αποκλειστικά με το "παράλογο" της…ημέρας! Κλεφτές ματιές με γυναικείες φιγούρες στα όρθια πάσο και την υπόλοιπη μπάρα, το συνοδευτικό απεριτίφ για τους πότες και για τους δυο τους. Η κούραση του σώματος και οι τσίμπλες που έβγαιναν από τα χείλη κατόπιν των χασμουρητών, όπως και η συνηθισμένη ροή του μεταβολισμού του οργανισμού στον κάματο της νύχτας, οδήγησαν τα δύο πρόσωπα στο να χαιρετηθούν έξω από το Q και να προχωρήσει καθείς προς το σπίτι του.
"Μιλάμε αύριο…".
"Καλώς, καλό βράδυ, ε!".

Η σαρκαστική διάθεση στα λόγια των κατοίκων, πλέον κυριαρχούσε· και πως όχι, άλλωστε, την στιγμή που η επιστήμη, γύρω από τον καιρό και τις εκφάνσεις τού σύμπαντος, αδαής παρακολουθούσε την απότομη μεταστροφή των δεδομένων του περιβάλλοντος χωροχρόνου. Οι ερμηνείες έχριζαν, εδώ και κάμποσες ώρες, αποδόμησης και αναθεώρησης· γιατί, πώς δικαιολογείται, για παράδειγμα, η χρήση πυροφανιού καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας; Γιατί να αποκαλείται ακόμα ως ημέρα, ένα χρονικό διάστημα το οποίο ουδέν χαρακτηριστικό κατείχε της ημέρας, πλην των σχετικών με τις εμπορικές της σχέσεις; Πώς θα έπρεπε να ονοματιστεί τώρα το ανήλιαγο εικοσιτετράωρο; {Σαφέστατα όμως, το παράδειγμα των χωρών του βορείου σέλας μέσω του διαχωρισμού του σε έξι μήνες νύχτα έξι μήνες μέρα δεν μπορούσε να συνδράμει στην αξιολόγηση ετούτου του φαινομένου.}Στην προκειμένη, η αναφορά είχε να κάνει με ένα επιστημονικό παράδοξο· γεγονός· όχι όμως ανθρωπίνως δικαιολογήσιμο. Και αυτή η αδυναμία εξήγησής του θα στέκονταν η αφορμή, αργόσυρτα να επικρατήσει το χάος! Ο μεγαλύτερος υπαρκτός –πέραν της αλαζονείας- εχθρός του ανθρώπινου είδους· ειδάλλως, πού θα οφείλετο η υπεροχή του έναντι των υπόλοιπων έμβιων όντων, αν δεν εμφανίζονταν πρωτίστως στο ίδιο του το σύνολο…!
…Οι εικοσιτετράωρες χρονικές, παρά φύσει, καταστάσεις περνούσαν· η Σελήνη αμετακίνητη των προθέσεών της ράντιζε εκθαμβωτικές αμφιβολίες στα πρόσωπα και τις προσωπικότητες όλων. Εξαιτίας του σθεναρού της φέγγους, είχαν μετατραπεί τα αστέρια, που άλλοτε πλαισίωναν τον πανηγυρικό της ερχομό για τρεις μέρες, σε πρόσφυγες για το απέναντι ημισφαίριο. Οι πυγολαμπίδες, αργά, μαράζωναν και το θάμπος της ικμάδας τους εξασθενούσε κάτω από την εκτυφλωτική εγωπάθεια της Σελήνης· ίσως να ήταν η αντεκδίκηση της απαξίωσης του ουρανού, από τους ανθρώπους, σε βάρος της στενής τους σχέσης με την γη· πιθανότατα, το γεγονός αυτό, στην ουσία να αποτελούσε το τελείωμα μιας προ- ανθρώπινης και γενικότερης προ –έμβιας βεντέτας αναμεταξύ των φυσικών στοιχείων της συμπαντικής και γήινης ιστορίας· όπως και να εξηγείτο, όμως, με ανθρώπινες ερμηνείες έστεκε απλησίαστο. Ολόκληρη η εννοιολογική και η πνευματική παρακαταθήκη προγόνων, επιγόνων και συγχρόνων, είχε σκάσει σε κλάσματα δευτερολέπτου, ως μια φουσκάλα που αναπτύσσεται και εξαφανίζεται ακαριαία σε μια λακκούβα από βροχόνερο.
Τα συμπτώματα αυτής της "φυσιολογικής παρωδίας", τουτέστιν η σταδιακή εξασθένιση του μνημονικού και η εκροή δακρύων και τσιμπλών από το στόμα με την αντίστοιχη σάλιου και φλεγμάτων από τα μάτια, εξαπλώνονταν ταχύρυθμα από κάτοικο σε πόλη και από πόλη/ χωριό σε δήμο και νομό. Στα όποια χαρτικά (χαρτομάντιλα –αρωματικά και μη, πετσέτες και χαρτοπετσέτες, μέχρι και οι σαλιάρες έκαναν την επανεμφάνισή τους ή μαντήλια ) είχε αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση, συνεπώς και η παραγωγή τους. Μέχρι και ο πλέον αναίσθητος ήταν ικανός να γεμίσει ένα φλιτζανάκι του καφέ δάκρυα στυφά, στην λυπητερή του καθισιά…
Ο κόσμος που έτρεχε και μοχθούσε για τα προς το ζην συνέχιζε τον αγώνα του· οι επιστήμονες και οι φιλοσοφικές εταιρίες είχαν βρει το θέμα της νέας χιλιετίας· ο κλήρος δοκίμαζε τις δυνάμεις που τον είχαν καθιερώσει ως κοσμική –υπέρ κοσμική ισχύ στους πιστούς…οι κυβερνήσεις εξουσίαζαν και εξουσιάζουν ες αεί…ολόκληρος ο πληθυσμός είχε προσαρμοστεί ή τουλάχιστον προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις "νέες" συνθήκες ζωής!


                      Δυο εβδομάδες αργότερα…  

Είχαν κιόλας περάσει δέκα πέντε ημέρες –μέσα σε ερωτηματικά ημέρες- και το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα και φαινόμενο δεν είχε διορθωθεί ή καλύτερα δεν είχε ξεπεραστεί· η χώρα ολόκληρη είχε μετατραπεί σε έναν ξεχασμένο από τον ήλιο και τον Θεό (για τους αμετανόητα αδύναμους) τόπο. Τα πρωινά ξυπνήματα ήταν πλέον εσπερινά, πρώτη φορά (στην ουσία για δέκατη πέμπτη ημέρα) ο κόσμος ξυπνούσε βράδυ, έπινε καφέ για να ξυπνήσει βράδυ, πήγαινε και έρχονταν από τις δουλειές του βράδυ, οι ώρες παρέμεναν οι ίδιες και το σκοτεινό πρωινό /μεσημέρι και την νύχτα, οι λαϊκές αγορές λάμβαναν χώρα το βράδυ και ο κόσμος είχε μόνο μία φράση και άλλη μία ως απόδειξη της κοινής του επιβίωσης: "καλησπέρα", "καληνύχτα"!                  Παράταιρο και μαγευτικό σαν πίνακας ζωγραφικής, μα δυστυχές για την ύπαρξη…η χλωρίδα είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα όσο και όλοι αυτοί που ζούσαν από αυτήν ή σε βάρος της· μια γενικευμένη εικόνα δυσαρέσκειας ήταν περισσότερο αισθητή απ ‘ότι τα χαρακτηριστικά ή οι οδοντοστοιχίες των πολιτών. Η πολιτεία και οι εκπρόσωποι της επιστήμης αποτελούσαν τον κυριότερο αποδέκτη κατηγοριών από τον απλό κοσμάκη και η θρησκεία…χμ! Αυτή πάντα τον χαβά της· κατακόρυφη αύξηση της προσέλευσης στις εκκλησίες, περισσότερο πύρινα κηρύγματα από τους θιασώτες της και γενικώς μία τάση, αν όχι επιστροφής, μα τουλάχιστον σφιχταγκαλιάσματος στο θείο…Τα προγράμματα των καναλιών στις τηλεοράσεις είχαν χάσει αρκετή από την θεαματικότητά τους και την μοναδική ύφεση της προσδοκούσε και ανακτούσε το κάθε δελτίο ειδήσεων· πρώτη φορά, που οι όποιες σαπουνόπερες όχι μόνο περνούσαν απαρατήρητες, στις περιπτώσεις που οι τηλεοπτικοί δέκτες παρέμεναν ανοικτοί, αλλά και προκαλούσαν την οργή και αγανάκτηση ακόμα και στις προηγούμενες πιο ένθερμες υποστηρίκτριες τους. Από την άλλη, η γενικευμένη τρομολαγνεία είχε στρέψει αρκετό κόσμο - αναγνωστικό κοινό – στην αγορά βιβλίων με μεταφυσικό περιεχόμενο· οι αντίστοιχοι εκδοτικοί οίκοι, πέραν του ότι αναγνωρίζονταν και τα βιβλία τους, αφού ξεσκονίζονταν από τα ράφια, είχαν ήδη αποκτήσει μία (εκδοτική) κίνηση, την οποία θα ζήλευαν και τα πιο φθηνά και αρπακτικά best sellers…το πνεύμα της Πανούκλας του Camus συμβάδιζε με την Λύσσα του Κορτώ και την Ναυτία του Sartr…όμως…                         
   Το ά-λογο της όλης υπόθεσης υπερμεγεθύνονταν, καθώς από ένα σύνολο δέκα ηπειρωτικών και παραθαλάσσιων χωρών, μονάχα η σκοτεινή χώρα υπήρξε μάρτυρας της μεταβολής του προσωπείου του ορίζοντα· οι υπόλοιπες γείτονες χώρες έχαιραν υγιών φυσικών εναλλαγών φωτός και σκότους…αυτό είχε συγκινήσει ακόμα και τους πιο ένθερμους σωβινιστές από τα άλλα κράτη, όχι όμως και τις διάφορες εθνικές ή ιδιωτικές εταιρίες παραγωγής και διάθεσης πολεμικού υλικού, γα την ασφάλεια. Τα υπουργεία εξωτερικών και αμύνης, αντίστοιχα, είχαν υπογράψει αρκετές συμφωνίες με άλλες χώρες για την βοήθεια σε οπλικά συστήματα και φαρμακευτικές παροχές, εφόσον ο φόβος για μια ενδεχόμενη (αν όχι επικείμενη, για τους πλέον συνομωσιολάγνους) επίθεση στην σκοτεινή χώρα από εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς (η αντιπολίτευση εκμεταλλεύονταν ικανοποιητικά το γενικότερο κομφούζιο, σκοπώντας στην ωφελιμιστική συγκυβέρνηση )εχθρούς, όχι μόνον ελλόχευε. Η κατάσταση, επιπλέον, από μόνη της είχε ωθήσει σε υψηλό ποσοστό, με γνώμονα την προστασία κάθε πολίτη και νοικοκυριού, την παράνομη εισροή όπλων από τις άλλες χώρες· ένα παλιό τρίπτυχο του στυλ « οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές, οι Αλβανοί μας γαμάνε τις γυναίκες και οι γύφτοι δίνουν τα ναρκωτικά στα παιδιά μας », μολονότι δεν είχε ξεπεραστεί, παρόλα αυτά βρίσκονταν στην σκιά ενός άλλου: « αφού δεν ξημερώνει, εφόσον το βράδυ εγκυμονεί κινδύνους, καθώς δεν ξέρεις τι θα δεις μπροστά σου, αγόρασε όπλο για να’ σαι τουλάχιστον εσύ και  η οικογένειά σου ασφαλής…».
    Η νύχτα μπορεί από την μία να είναι κάλυμμα για τα πάθη και την θρησκευτική αμαρτία, από την άλλη όμως εξιτάρει την φοβία και την προκατάληψη απέναντι στο άλλο…η κυβέρνηση, ως εκ τούτου, δεν άργησε, με την πρόφαση της διατήρησης της ηρεμίας και της τάξης, να επιβάλλει αυταρχικά θεσπίσματα· οι δραστηριότητες της "παρελθούσης ημέρας", πραξικοπηματικά, είχαν ένα όριο διεκπεραίωσης τους μέχρι τις εννέα το βράδυ· έτσι αποδείχθηκε το ωμό του πασιφανούς για κάθε υπέρτατη κοσμική εξουσία, ήτοι το κράτος. Ο αυταρχισμός ως ανασταλτικό μέσο απέναντι σε άγνωστο φυσικό φαινόμενο· ένα φυσικό φαινόμενο ως αφορμή για την ταπείνωση σε μία ακραία κοινωνική- πολιτική πραγματικότητα· μία άρτια επιχειρηματολογημένη κατάντια· το ξεθώριασμα του μέικ απ της εξουσίας…ζοφερό σκοτάδι και στην κοινωνία· το έμβλημα των εξουσιαστών και κάθε υποστηρικτών τους έγινε ένας μαύρος ουράνιος θόλος, με την πανσέληνο στο κέντρο του! 


    Η πανσέληνος, κάποτε, συμβόλιζε τον αποθανόντα ρομαντισμό, τα πάθη και τα συνωμοτικά σκιρτήματα της αμαρτίας, ενός καθωσπρεπισμού αυτοκρατορικού· ο ήλιος εκπροσωπούσε το φως του ρεαλισμού και την γυμνή αλήθεια ενώπιον των ματιών των κοινωνών της πραγματικότητας. Η πανσέληνος πλέον και όλη η αισθητική της είχε γίνει βορά της ακραίας πολιτικής ματαιοδοξίας ( ο ρομαντισμός κιόλας από τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα… )· καιρό πριν, τα βλέμματα προς τον  μονόφθαλμο σκοτεινό θόλο εξέφραζαν κάποιον πληγωμένο εγωισμό, μια νατουραλιστική ευαισθησία απέναντι στο αστράπτον φως της Σελήνης…εδώ και κάμποσες εβδομάδες, οι φευγαλέες ματιές προς τα πάνω συνεκάλυπταν κατάρες, βλαστήμιες και αντίεξουσιαστικές τάσεις για το καταραμένο, μίζερο και σκοτεινό παρόν ταπείνωσης της σκοτεινής χώρας. Τα βεγγαλικά δεν σκόπευαν πια στο να ντύσουν φαντασμαγορικά μια θρησκευτική γιορτή ή επέτειο· αντιθέτως, χρησιμοποιούνταν ίσως για να φωτίσουν περισσότερο την ατμόσφαιρα ή, εντελώς άτοπα και φανταστικά, να τραυματίσουν την φυσική πραγματικότητα του φαινόμένου, του γεγονότος που είχε κατακρημνίσει την κάπως πιο βιώσιμη, προηγούμενη κοινωνική και οικονομική πορεία της χώρας!       
    Για τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, τα ταξιδιωτικά γραφεία και τους ατζέντες τους, τους ρεπόρτερ και τους δημοσιογράφους, η χώρα αποτελούσε την «μοναδική χώρα που έχει εντρυφήσει περισσότερο από κάθε άλλη στην ενστικτώδη κουλτούρα των τυφλοπόντικων »· τραγελαφικό ή όχι, οι πολίτες της δεν απείχαν και πολύ από το να αντιμετωπίσουν, μελλοντικά- όχι μακρινά, ούτε για τις επόμενες γενεές- προβλήματα από μια ενδεχόμενη και γενικώς ευχετέα μεταστροφή του κλίματος και της πολιτικής κατάστασης…ο εμφύλιος θα ξεσπούσε και τα θύματα από την αρρώστια του στόματος, των ματιών και της σταδιακής λήθης δεν θα αργούσε να καταλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Το αντίδοτο είχε δύο εκδοχές: α) πολιτικά, την ακόρεστη αντίσταση στο καθεστώς, το οποίο επιβοηθούσε στην επιτάχυνση της απώλειας μνήμης περιορίζοντας την κινητικότητα των ανθρώπων άρα και των απόψεων για τα προβλήματα και β)όσον αφορά την υγεία, κάποια φάρμακα και ειδικά γυαλιά για τα μάτια και ειδική φαρμακευτική αρωγή για την μετάλλαξη της χρήσης των σιελογόνων αδένων. Ως αποτέλεσμα της επιβλητικής άνωθεν κατάστασης, το λαθρεμπόριο φαρμάκων, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, οίων είχε επιβάλλει η κυβέρνηση, για προφανείς λόγους, άνθιζε ταλαιπωρώντας την πλειοψηφία των πολιτών. 
    Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συνεχίζοντας να απεκδύεται της υποκρισίας τόσων χρόνων και προφασίζουσα την αποφυγή σπατάλης, επενέβαινε περιορίζοντας τις άδειες χρήσης του ηλεκτρικού ρεύματος, σκοπώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην εξοικονόμηση και συσσώρευση ενέργειας και χρημάτων. Πολιτευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης συμπαρατάσσονταν στο θέμα της ενέργειας· ο απλός κόσμος, το ποσοστό ψηφοφόρων ή και όσοι απείχαν των εκλογικών διαδικασιών, ως είθισται επωμίζονταν το βάρος της κατάστασης. Κάτι λίγο απείχε η κυβέρνηση από το να  χριστεί ως μια ιδιότυπη δικτατορία· στο πρόσωπό της συνασπίζονταν οιοσδήποτε είχε ενεργή ασχολία με την πολιτική…απίθανη παρωδία· από την μια πλευρά σε ευνοϊκή θέση τα πολιτικά πρόσωπα και οι επιρροές τους σε στρατό, αστυνομία, συνδικάτα, έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και από την άλλη, οι υπόλοιποι, που έδειχναν αντίρρηση στην όποια επιβουλή της παρούσας κατάστασης από τους λογής επιτήδειους. Προσαρμοστικότητα ήταν το σύνθημα της νέας τους, εκ των πραγμάτων, τάξης. «Γαμημένη προσαρμοστικότητα », μουρμούριζαν διαρκώς τα θύματα των περιστάσεων.
    Τα μαγαζιά που προσέφεραν διασκέδαση συνέχιζαν χωρίς κανέναν περιορισμό, εν τούτοις (το παράλογο της παράλογης πραγματικότητας!) η παρουσία σε δημόσιους χώρους μετά τις 9 το βράδυ –βράδυ είχε ποινικοποιηθεί…οι νυχτερινές βόλτες αποτελούσαν ρίσκο μονάχα για κασκαντέρ. Με λίγα λόγια, πραγματοποιούνταν μια μετάθεση της ψυχολογίας της βραδιάς, στα χρονικά όρια της παρελθούσης έννοιας της ημέρας· με την πανσέληνο, όμως, καθίστατο πασιφανές, πως μέσω του σκοτεινού ρεαλισμού, απειλούνταν ο κόσμος, που διασκέδαζε τα βράδια εκτός σπιτιού. « Τι να πεις, να πάω για ποτό ή να γαμήσω –αν δεν έχω σχέση, γιατί εγώ είμαι από τους τυχερούς βλέπετε- και να ρισκάρω να με δέσουν οι μπάτσοι ή οι ρουφιάνοι και να περάσω δυο τρεις μέρες στο κρατητήριο;», ήταν το επιχείρημα που χρησιμοποιούσε πολύς κόσμος, ώστε να επιδιώκει να μένει στο σπίτι του ή και με την οικογένειά του αντί να παραβεί την επιβολή· η εξουσία και οι φορείς εκμετάλλευσής της επεδίωκαν τον έλεγχο πάνω στην κάθε νυχτερινή δραστηριότητα μεταθέτοντας την, νωρίτερα, ενόσω διαρκούσαν οι εμπορικές συναλλαγές· συνεπώς, πολιτική εξουσία και τα φερέφωνά της είχαν εγκαθιδρύσει μία τάφρο αντιπαράθεσης και νομιμότητας: αυτοί, αντιμέτωποι με τους φυσικούς εκπροσώπους της νύχτας, πότες, τζογαδόρους, κλάμπερς και γενικότερα όσους επιβεβαίωναν την φαινομενολογία της διασκέδασης… 
    Τα πάθη και όσοι χαρακτηρίζονταν από αυτά απειλούνταν· το πολυπρόσωπο της εξουσίας, πέραν της πολιτικής της ματιάς (ως ευνόητο γι’ αυτήν και αυτονόητο για την ιστορική συνέχεια και συνοχή), προχωρούσε με περίσσια λογική και επιχειρηματολογία ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις! Ο συντηρητικός τρόπος ζωής απωθούσε από την κοινωνική πραγματικότητα το αυθόρμητο της έκφρασης, τις αμαρτωλές δραστηριότητες, που μέχρι στιγμής τις υπέθαλπε μην μπορώντας να αντιπαρατεθεί στα ίσια απέναντί τους…Όσο περνούσε ο καιρός, όπου μία (αυταρχικά) συνταγματική και ευκαιριακή δημοκρατία συμβιβαζόμενη μιας μετεωρολογικής "ανωμαλίας" εξέφραζε τις διαθέσεις της να αναμορφώσει το καταστατικό της, τα πράγματα θα εξελίσσονταν έκρυθμα. Η βραδινή ψυχαγωγία και η αντίστοιχή της διασκέδαση (σε μικρότερο βαθμό όμως) θα περιστέλλονταν και θα καθίστατο, πλέον, νομότυπες καθ’ όλα, θα λάμβαναν χώρα μέχρι τις εννιά το βράδυ -βράδυ (την φυσιολογική νυχτερινή ώρα), με ένα τρίωρο διάλειμμα, το σκοτεινό μεσημέρι· σταδιακά ο κόσμος των παθών θα έφτανε σε σημείο να προλαβαίνει τόσο την υποχρέωσή του όσο και την επιθυμία του για χριστιανική αμαρτία. Ένα από αυτά τα δύο σημεία σκοπού του θα έπρεπε να υπερβεί το άλλο· οι αρχές, σαφέστατα, προόριζαν την τακτική τους προς όφελος των υποχρεώσεων και σε βάρος των ανθρώπινων παθών. Από την πλευρά του ευσυνείδητου πολίτη, το ποτό, τα ραντεβού, ο κινηματογράφος, το θέατρο και οι συναυλίες, οι παρουσιάσεις βιβλίων, θα ήταν ανεκτό να αρκεστούν στην παρένθεση του σαββατοκύριακου· οι υπόλοιποι όμως; Έστω και μια μειοψηφία φορέων κολασίμων παθών δεν θα ανέχονταν αυτόν τον απάνθρωπο περιορισμό στις ανάσες τους. Τα ζευγαράκια που έγλειφαν τις τραυματισμένες τους λατρείες και τους τετράποδους έρωτές τους και ήθελαν τον προσωπικό τους χωροχρόνο εν πλήρη μυστικότητα, πώς θα ένιωθαν το σασπένς της περιπέτειάς τους; 
Όχι, όχι…

    Οι παθιασμένοι αυτής της εδαφικής επικράτειας θα αντιστέκονταν· μία θύμηση του βραζιλιάνου ποιητή Carlos Drummond de Andrade θα αποτελούσε το σύνθημα όλης αυτής της παθιασμένης μειοψηφίας: «…ευτυχώς που έπεσε η νύχτα : πιο εύκολο είναι να συζητάς την νύχτα…»

...Επί Του Παρόντος...

Ο Αναστήγνως, μόλις έχοντας γυρίσει από τον περίπατό του στις γειτονιές του δήμου (για τον οποίο, ως αξιόλογο συνεχιστή και εκπρόσωπο της καταστασιακής ιδιοσυγκρασίας, αποτελούσε βιωματική του συνήθεια) και με μία επιδερμική πρώτη ψυχο-γεωγραφία της γειτονιάς, για μία εβδομάδα υπό αυτές τις συνθήκες βίου, αγόρασε την εφημερίδα του. Η μέθοδος μελέτης αυτού του ανθρώπου, και αρκετών άλλων μέρες αργότερα, είχε αλλάξει ριζικά από τη στιγμή που μια βραδιά διαβάζοντας το φύλλο της κυβερνήσεως, παρατήρησε πως μερικά σημεία στις προτάσεις ήταν ανεπαίσθητα πιο σκούρα. Με πνευματική λόξα εφορμώμενη από τα μυριάδες αναγνώσματα του G. Steiner, φόρεσε τα γυαλιά του και με τη βοήθεια ενός μεγενθυντικού φακού από τη συλλογή του πατέρα του ξαναδιάβασε τα σημεία που είχαν προβληματίσει την όρασή του. Πράγματι, τι έκπληξη! Τρίβοντας το μάτι του και πίνοντας μια γερή γουλιά από το σκέτο haig πλησίασε πάλι το φακό στα μισά της δεύτερης πρότασης και διέκρινε επιπλέον λέξεις, γραμμένες πάνω από τις περήφανες μαύρες της σελίδας. Η πρόταση στη στήλη έγραφε: «Ίνα διαφυλάξωμεν τη νηνεμία ταύτην, οία εμπνέεται από τας σχέσεις δημοκρατικής αρχής και ελευθερίας των πολιτών του κράτους...», ενώ η αποκρυπτογραφημένη «σκοπός μας είναι η εξήγηση και η λύση του χάους, στο οποίο έχουμε περιέλθει, εξαιτίας των παθών». Έκτοτε, κάθε ανάγνωσμά του προϋπέθετε μονόκυαλο με ενσωματωμένο μεγενθυντικό φακό για επιπλέον εγκυρότητα στο προϊόν της ανάγνωσης. Δεν ήταν υποχόνδριος, όχι. Παρατηρούσε απλώς τα πράγματα από μία άλλη οπτική, πιο κοντινή στην ουσία.

Μπήκε στο Q και παρήγγειλε το σύνηθες πρώτο. "Γειά σου Θέμη"
- "Ε, Αναστήγνω, άραξε! Τι λέει έξω;"
- "Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες, σκατά και μπάτσους συναντεί" και γέλασε.
Έστριψε ένα τσιγάρο και καταχώνιασε το παλτό του στην πλάτη της καρέκλας του. Ήπιε την πρώτη γουλιά από τη jagermeister και άνοιξε τη φυλλάδα στις πολιτιστικές στήλες. "Αν είναι δυνατόν", σκέφτηκε "τρεις στήλες όλες και όλες, για κρατικές παραστάσεις θεάτρου, μία για κοσμικά μεζεδοπωλεία και άλλη μία για μουσική...δωματίου!...Τους μπάσταρδους, ξέρουν καλά τη δουλειά τους..." και το πρόσωπό του χάθηκε μέσα στα ντουμάνια της πρώτης νικοτινένιας εκπνοής από τα χείλη και τα ρουθούνια του...
Το Q, μολονότι γύρω του στάθμευαν αρκετά ορθάδικα, δεν είχε σημειώσει πτώση στην προσέλευση του κόσμου. Προφανώς, εφόσον απαρτίζονταν αποκλειστικά από θαμώνες, τύπους και κυρίες που έρχονταν να κεράσουν στιγμές στα πάσο και να κρατηθούν με τις εικόνες τους όρθιοι στη μπάρα, ύστερα από τους ιδρώτες των μουσικών περιπάτων. Οικείοι και γνωστοί εξαιτίας της προτίμησής τους για το μαγαζί και της έξης τους στο αλκοόλ. Οι μουσικοί πειραματισμοί του κάθε δισκοαναβάτη έστηναν τις ράμπες πάνω στις οποίες θα ακροβατούσαν ύστερα από το τρίτο χαμηλό και τα ακούραστα σφηνάκια-ματιές από τον περίγυρό τους. Ο πέτρινος ημισφαιρικός χώρος του μαγαζιού με τα κενά του στις λαξευμένες πέτρες, όπου τα κεριά ισορροπούσαν σαν εκκρεμείς χορεύτριες σκιών, φωτίζονταν στις πτυχές και τις γωνίες των συμπαγών πέτρινων καμάρων, από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Στο υπόγειό του στοιβάζονταν σε άριστη θερμοκρασία μπουκάλια κρασιών, όχι με το καραβάκι μέσα τους, μα με ένα μάτσο ποικιλίες από πατητήρια και αρώματα διαφορετικών χρονολογιών και χρωμάτων, στα οποία κατέφτανες, αφού αναγκαζόσουν να κατέβεις με τη μούρη προς τον υγρό τοίχο και έχοντας συνοδεία κάποιες δάδες-κρεμασμένους κατοίκους πάνω από αιώνα, σε μερικά σημεία στα δεξιά και αριστερά σου. Ήταν ψηλοτάβανο, χωρίς αγιογραφίες στους τοίχους του παρά μονάχα τα μικροσκοπικά παραθυράκια που έσταζαν από τη θολωτή οροφή το καταραμένο φως των πατέρων και της αιρετικής πανσελήνου. Πολλές φορές είχε ακουστεί από μερικούς και η άποψη πως θα ήταν ακόμη πιο κοντά σε αυτό που ονειρεύονταν η Θέμη και ο Λόκλαος, αν γειτόνευε με ένα νεκροταφείο, γεμάτο πλατάνια και μια μικρή και άρρωστη λίμνη εντός. Η αλήθεια πάντως είναι -άσχετα από τις πρωτότυπες και ανήσυχες ιδέες της ομήγυρης- πως το μέρος δεν χρειάζονταν τίποτε σπουδαίες αλλαγές. Άλλωστε, χρονολογείται από την εποχή του Πάπα πίου του Χ' ή και λίγο μετά το θάνατό του (την τρίτη δεκαετία του 16ου αιώνα) και ίσως κάποια τέτοια ζωντανά ενθυμήματα άλλων εποχών, από μόνα τους χαστουκίζουν όποιο ενδιαφέρον και προσπάθεια ανάδειξής τους από τους σύγχρονούς μας καταστροφείς και ραδιουργούς εντυπώσεων.
Ο δήμαρχος και σύμπλεος ο κόσμος των δημοτών στην απέναντι πλευρά, επιθυμούσαν το κλείσμο αυτού του σημείου αμαρτίας. προσέβαλε την αυταπάρνησή τους προς τις ανθρώπινες απολαύσεις αφενός και δηλητηρίαζε την κοινωνική τους συνοχή αφετέρου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που δριμύτατα κατεβατά από εμετικές χριστιανικές απειλές κοσμούσαν τα επόμενα πρωινά τον εξωτερικό χώρο του μαγαζιού, στα δέντρα ή στους τοίχους του.
Και ανάμεσα στο ντουμάνι από καπνό τσιγάρου που αναδεύονταν μπροστά στο πρόσωπο του Αναστήγνω μπλέχτηκε και ένας κύκλος από νικοτίνη, που ξεκίνησε τη διαδρομή του τρία πάσο αριστερά. Ο Ρίτηπο, γιατρός στο επάγγελμα, εδώ και πέντε χρόνια διωγμένος από τον ιατρικό σύλλογο, εξαιτίας του αρειμάνιου καπνίσματός του. Πλεόν συντηρείται από μαθήματα που παραδίδει σε υποψήφιους και εισακτέουςφοιτητές και φοιτήτριες. Σοβαρός επιστήμονας μα το ίδιο σοβαρός και ως πότης και καπνιστής. Από τους λίγους πολίτες αυτής της χώρας, ο οποίος στις ελεύθερές του ώρες ανέτρεχε στα βιβλία της σχολής του και τους τόμους φυσικής και χημείας με σκοπό να καταδείξει την ανεδαφικότητα αυτής της πραγματικότητας. Ο μοναδικός που χειροκρότησε, μετά τη γενική έκπληξη όλων απέναντι στο γεγονός και χαμογελώντας, εντελώς ειλικρινά και αυθόρμητα επευφήμισε τους επιστήμονες "Πουτάνα Επιστήμη!". Τον ανέκριναν κάποιες ώρες αργότερα σε κάποιο αστυνομικό τμήμα ρωτώντας τον αν τυχόν ξέρει κάτι γαι το όλο φαινόμενο. Αυτός δεν γνώριζε. Τα λόγια του δεν τον πρόδιδαν ποτέ έως τώρα και αποφάσισε από τότε να τα συγκροτεί αρχικώς μέσα του και κατόπιν να τα διατάσσει πάνω σε μαθηματικές κόλλες, σε δαιδαλώδη παζλ από εξισώσεις και πράξεις. Στο τέλος κάθε ημέρας μάζευε ότι χαρτί είχε σημειώσει τις υποψίες του και τα έκαιγε, χωρίς να αφήνει ενδείξεις και τυχόν τεκμήρια, προς αποφυγήν μιας υποτιθέμενης επανάληψης της ανακριτκής του περιπέτειας.           

- "Ρίτηπο, άραξε λιγάκι μαζί μου, καιρό έχουμε να τα πούμε,ε!"
- "Καλά φίλε. Θέμη, βάλε μας δύο σφήνες γκράπα, σε παρακαλώ!", πήρε τα μικρά ποτηράκια από την μπάρα και κάθησε απέναντι από τον Αναστήγνω.
- "Δύσκολα τα πράγματα, δε νομίζεις;"
- "Εδώ και κάμποσους μήνες! Κάτι πρέπει να γίνει με αυτήν την κατάσταση. Σιγά-σιγά πάνε να μας μετατρέψουν σε χρηστούς πολίτες-ανθρώπους, κάτι που είναι πέρα για πέρα φασιστικό...". Συμφωνώντας τα τέσσερα δάχτυλά τους κράτησαν τα δύο ποτηράκια και το τσούγκρισμα και η συνακόλουθη κατάποση του ιταλικού πνεύματος συνυπέγραψαν τη συμφωνία τους.
- "Δεν ξέρω, μάλλον ξέρω πως όλα ρέπουν προς την ομοιογένεια, δίχως αυτό να σημαίνει πως η πλειοψηφία του κόσμου ανθίσταται..."
- "Μα εννοείται αυτό καλέ μου! Λες και το απωθημένο τους τόσα χρόνια  έμελλε να σκάσει μία χρονική στιγμή, απ' όπου και εντεύθεν κάθε τι προσωπικό να συνοψίζεται ως ακρωτηριασμένο σε ελάχιστες ώρες. Πώς αλλιώς θα εξηγείτο το γεγονός ότι μόνο τα σαββατοκύριακα η διασκέδαση πέρνει τα πάνω της;!"
- "Εντάξει, δεν διαφωνώ. Η αυταρχική επιβαλλόμενη αλλαγή συνηθειών, με πρόφαση την ισορροπία των ήδη διαταραγμένων φυσικών ακολουθιών -ακόμα και των αναγκών- πάντοτε απορροφάται κάπως εύσχημα και έμμεσα. Αλλά αυτή η κατάσταση παραπάει φίλε..."
- "Θα πιώ επικροτώντας την επικείμενη σκέψη σου!", πρότεινε ο Αναστήγνως πίνοντας με το δεξί χέρι ενώ ταυτόχρονα με το αριστερό παράγγελνε μια μπύρα ακόμη.
- "Μα καλά, όλες αυτές οι βιολογικές ανωμαλίες, οι τσίμπλες, οι μύξες, τα δάκρυα, τα σάλια και από την άλλη αυτή η χειμαρρώδης λήθη, όλα αυτά πώς και δημιουργούν μια τόσο ήπια, σχεδόν νηφάλια αντιμετώπιση στην εξήγησή των; Ότι δηλαδή είναι οι συνέπειες του κατήφορου της Σελήνης!...Ούτε και στα παιδιά να το έλεγες"
- "Είναι να ασπάζεσαι συνωμοσιολογικές εικοτολογίες αν θες κάπως να τα ξεδιαλύνεις, μα και πάλι στο κενό θα πέφτεις με αυτήν την δεσπόζουσα σα νυφικό ταπείνωση, στην οποία οδηγείται οικειοθελώς όλος ο κόσμος. Τι διάολο, δεν βλέπουν, δεν το καταλαβαίνω αν και..."
- "Το να δηλώνεις άγνοια εν προκειμένω φαντάζει περισσότερο εθελοτυφλία και συνενοχή παρά ανικανότητα και αδυναμία."
- "Ακριβώς..."
- "Ύστερα, όλοι αυτοί οι ψωροπερήφανοι πότες, οι χασικλήδες και τα αδιάφορα ναρκοτυπάκια, που γέμιζαν ολονυχτίς τα μπαράκια και τα πάρκα, τι απέγιναν; Νομοταγείς οι πρώην αμαρτωλοί;"
- "Ρίτηπο, αφού ακόμα και  οι επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες των περισσότερων μπαρ και ξενυχτάδικων αυτό που έκαναν για να αντιδράσουν απέναντι στην τακτική των Αρχών και του καθώς πρέπει κόσμου ήταν, αν έχεις το θεό σου" ξεφυσώνας "να μην κλείνουν από τις εφτά νυχτοπρωινές μέχρι και τις οχτώ και μισή βραδικές. Ούτε στα πιο ακραία σενάρια ενός Λεμ της επιχειρηματικότηας...!"
- "Εγώ τόσο καιρό σπάω το κεφάλι μου να βρω έναν λόγο ικανό να κινητοποιήσει μαζικά τον κόσμο, μα και πάλι...Εδώ δε καταφέρνω να αποσπάσω έστω μία αντίρρηση από τους μαθητές μου! Διάολε, έχεις έρθει και κατακάθεσαι στην απέραντη τέφρα σου..."

Η κουβέντα υπό τους ήχους των Calexico, στο ορχηστρικό untitled III, συνεχίστηκε με πολλά γραμμάρια καπνού και άλλες τόσες γουλιές αλκοόλ. Η ώρα ήταν, σύμφωνα με την απόφαση των Αρχών περασμένες οχτώ και μισή. Οσονούπω, θα ίσχυε ο χρονικός περιορισμός. Μία περίεργη απόφαση, η οποία λόγω της σύνταξης των πολιτών στο αίσθημα διατήρησής της, δεν χαρακτηρίζονταν ως πραξικοπηματική-κυβερνητική αυθαιρεσία. Πλέον τα βλέμματα όλων είχαν μετατραπεί σε κάμερες-αυτόβουλους ελεγκτες. Για ποιο συμφέρον όμως; Τίνος; Σίγουρα όχι της πλειοψηφίας του κόσμου. Περιπολικά ήδη από τις οχτώ και μισή ρόλαραν στους δρόμους και με αναμμένους φάρους διέσχιζαν την άσφαλτο προειδοποιώντας τους ενδεχόμενους νυκτόβιους και υπενθυμίζοντας στους πειθήνιους υπόλοιπους. 
Η τάση στο ρεύμα εξασθενούσε σταδιακά. Φανοκόροι (ένα επάγγελμα που ευλόγως είχε αναβιώσει) επιτηρούσαν τη στάθμη του λαδιού στις υποδοχές των κολώνων. Κολώνες είχαν τοποθετηθεί στα κενά διαστήματα των προηγούμενων ηλεκτροδοτούμενων κολώνων και αυτό γιατί οι κρίσεις εν γένει ανατροφοδοτούνται με επιμέρους κρίσεις. Πεζές παρουσίες και αμάξια εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού.    
 Μία κατάσταση βιώσιμου συναγερμού ...a silent nation hooked on medication stars into a blue flickering light (Calexico)


                                        «C' est que tes yeux ne m' ont pas toujours vu»*

Το να ταυτίζονται άνθρωποι κάθε ηλικίας με άλλους άλλης ηλικίας ερμηνεύονταν -το λιγότερο- σαν μία τραγική εισαγωγή σε αυτό που όλοι απεύχονταν: Την σταδιακή εξασθένηση του μνημονικού, με αποτέλεσμα τη σύγχυση των αναμνήσεων και των εικόνων μέσα στο μυαλό του καθενός. Ελάχιστοι ήταν αυτοί, που ανυπόμονοι για την ολοκληρωτική ταπείνωση της αξιοπρέπειάς τους, είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα δημιουργώντας ασφαλιστικές δικλείδες, όπως στενεές επαφές με τον περίγυρό τους-τουλάχιστον μες τους επιστήθιους κοντινούς τους ανθρώπους. Η κατάσταση έβριθε πολλαπλών κινδύνων. Το χολιγουντιανό σενάριο μιας ολοκληρωτικής καταστροφής από μετεωρίτες φάνταζε κωμωδία μπροστά στο χάος που εκτυλίσσονταν, σε μία χώρα κάπου στην Κεντρική Ευρώπη. Μία μονάχα χώρα και καμία γειτονική της. Το πράγμα ύστερα από αρκετούς μήνες άρχισε να βρωμάει σαν...κέφαλος.

Η ανάγκη κατοχύρωσης της αλήθειας συμπορεύεται κάθε γνωστικό υποκείμενο μαζί με την επιθυμία για βαθύτερη ερμηνεία των γύρω πραγμάτων και της περιρρέουσας κατάστασης. Η ερμηνεία από μόνη της όμως δεν καθίσταται ικανοποιητική στο μέγιστο βαθμό χωρίς τη σύμπραξη τής αντιπαραβολής. Όποια εκδοχή αλήθειας θα πρέπει να εκτιμάται μέσα από όλες τις οπτικές. Τι είναι εξάλλου μία τυφλή υποκειμενικότητα όταν δεν συναρτάται με μία το ίδιο μονόπλευρη αντικειμενικότητα; Ο φαινομενικός ενθουσιασμός και όχι οι ενδότερες παρορμήσεις, στιγμιαία ενθρονίζεται και εξ απίνης εκθρονίζεται στο πέρας των στιγμών, στο βήμα της αναλήθειας. Η ροπή σε αυτήν την αναλήθεια υποκαθίσταται από τα βήματα της καταναλώσιμης τεχνικής τής ψεύδους πληροφόρησης.
Ακόμα και για τον Άλβιν Τόφλερ (“το καλύτερο μέσο είναι το μήνυμα”) η ταπείνωση της αμφιβολίας απέναντι στο εύχρηστο της επιλεκτικής ειδησεογραφίας και της μαζικής-αχόρταγης περιέργειας, αυτή, θα ήταν η αντίδραση της πλειοψηφίας των πολιτών, όταν το ζοφερό της μεταμορφωμένης κυβέρνησης λούσει με την αυστηρότητα τής βάσης του την κινητικότητα των πληροφοριών για το φαινόμενο.
Η προηγούμενη, γεμάτη έκπληξη, δέος και σταδιακό φόβο αντίδραση του κόσμου έτεινε να υποκατασταθεί από μία νοσηρή συμπεριφορά απέναντι στη διαφορετικότητα. Όσο ανεξήγητο και αν εμφανίζεται κάτι η διάρκεια της παρουσίας του είναι αυτή που το μεταμορφώνει σε κάτι το συνηθισμένο και πλέον αντιμετωπίζεται με διάθεση αδιαφορίας. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μελλούμενης προπαγάνδας υπέρ του συμβιβασμού με την προσωρινότητα του φαινομένου. Οι κουβέντες που συναθροίζονταν σε γωνιές, σε μπάρες, στους δρόμους και όπου αλλού ξεστομίζονταν με μία ελευθερία όμοια με αυτήν που διεκδικούσαν τα Πάντα στο βρετανικό ζωολογικό κήπο, ωσάν αμαρτία με την κατάλληλη έλξη της.
Γενικότερα όμως, μία έντονη τάση για επιστροφή στις ρίζες της μελαγχολίας διάνθιζε την ατμόσφαιρα, υπό το βλέμμα του Ιερ. Μπος, όπως τα νούφαρα σαν κουφάρια έπλεαν πάνω σε τυρκουάζ νερά. Η διαδραστικότητα του συμβιβασμού και της ταπείνωσης σαν να θριάμβευαν την προφητεία του φωβισμού (Les Feuves) και του αντι-εξπρεσιονισμού (Die Brucke).
Τόνοι σαστιμάρας βάραιναν τα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων μέσα στο Q. Η κοινή, χωρίς άλλο, αποδοχή της παρούσας κατάστασης από το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου ξένιζε. Ο κόσμος ενδεχομένως να άγεται και να φέρεται απροκάλυπτα και να ζυμώνεται λέγοντας και ευχαριστώ για το λιγότερο δυνατό, μα αυτό πήγαινε παραπέρα. Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ που εξήγγειλε το Υπουργείο Δημόσιας Ισορροπίας ισοδυναμούσε με ένα ηχηρό ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΕΙΤΕ προς κάθε πιθανό και ενδεχόμενο κέντρο αντίδρασης, στα άτομα που δυσκολεύονταν να αφομοιώσουν την κατάληξη των πραγμάτων.
Το δαιμονιώδες “raindogs” του Tom Waits έδινε έμφαση στις αισθητικές και σωματικές αντιδράσεις των παρευρισκομένων. Τα βλέμματα όλων έδιναν ποικιλίες χρωμάτων με μια μεστή προοπτική εξαιτίας των σάλιων και μία θεατρικότητα απογοήτευσης σχετικά με τις αντιδράσεις της πλειοψηφίας των νοημόνων όντων, οι οποίες παρουσιάζονταν ελάχιστες, ζωγράφιζε τις παρευρισκόμενες φυσιογνωμίες μέσα στο ιερό της μπάρας!
Τα αναπάντητα (ή ευκαιριακά) ερωτήματα έλαμπαν αραιά και που στα μηρυκάζοντα χαρακτηριστικά των προσώπων. Σαν αγελαδίσια τα βλέμματα στέλνονταν μέχρι τον ουρανό αλλά επέστρεφαν πάλι στα μάτια των ανθρώπων ως αντανάκλαση μέσα σε σκοτεινό μπουκάλι. Μία αντανάκλαση ενός γεγονότος μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, με μόνη διαφορά την απουσία ιστορίας της και παρελθόντος μιας και μετρούσε μόλις έντεκα εβδομάδες…
«Πώς μπορείς να μιλάς με σιγουριά όταν μάλιστα σε κατέχει η άγνοια και η έλλειψη πληροφόρησης γι’ αυτό που θες να μιλήσεις;» Σκέψεις διατυπωμένες στο χαρτί ή ειρημένες σε τηλεοπτικούς φακούς ξένων πρακτορείων παρουσίαζαν την εικόνα της κοινωνικής και πνευματικής πραγματικότητας. «Ένας κόσμος ολόκληρος αδυνατεί, σκοπίμως κατευθυνόμενα, να ανατρέξει στην περιουσία του βίου και του πνεύματός του, ώστε να καταδείξει μία αιτία ή κάτι έστω…», ήταν η τοποθέτηση και η απορία των εντολοδόχων από την κυβέρνηση διανοούμενων και φιλοσόφων. Η εμμονή στην απουσία και την έλλειψη πληροφόρησης ωθούσε με τόση παραδόξως ευκολία προς την αποδοχή των σερβιρισμένων γεγονότων και των πλέον αντιφατικών εικοτολογιών.
Ο κόσμος ως είθισται είχε συμβιβαστεί. Οι πυρήνες αντίδρασης, ελάχιστοι και αυτοί. Το Q πάλλοταν σε μία ένταση σαν απ’ αυτές που επισημαίνουν ένα μεγάλο έργο τασισμού, ανεκπλήρωτη και σκοπώντας στην έκρηξη! Άλλωστε, η λάβα αφήνει το έδαφος έτοιμο προς καλλιέργεια… Η καταστροφή αντιμετωπίζοταν σα μακρινή, σαν την εντύπωση των κατοίκων των κοντινότερων χωριών σε ένα ηφαίστειο και το ίδιο κοντινή, ώστε να υπάρξει πρόληψη. Στο μαγαζί συγκεντρώνονταν τα πιο δραστήρια πνεύματα της πόλης, οι πιο αλλοπρόσαλες ματιές και οι κάπως πιο ευφάνταστες προθέσεις βίου.
Ο απόηχος της απροθυμίας να διαλλεχθούν με την προσφερόμενη πραγματικότητα εγκυμονούσε κινδύνους μόνον γι’ αυτούς. Ο συμβιβασμός που προήλθε μέσω της ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ στέκονταν απέναντί τους με όλα τα συστατικά του έτοιμα προς πυροδότηση. Κάτι έπρεπε να αρχίσει να συμβαίνει! Το ήδη συμβεβηκός αποτελούσε μία Αλήθεια, η μετάφραση και η ερμηνεία της οποίας απέμεναν να καταδείξουν το εύθραυστο ή το ακραίο της υπόστασής της. Η λανθάνουσα αμφιβολία της πανσελήνου υπήρχε και σιγοτραγουδούσε τα χείλη και τα στόματα όλων. Το θάρρος ήταν αυτό που υπολείπονταν. Οι θαρραλέοι, όπως έχει διαπιστώσει η Ιστορία, δεν συνωστίζονται σε μάζα, πράττουν από μόνοι τους. Εν προκειμένω, το πάθος φαίνεται να έντυνε ακόμη κάποιες εκατοντάδες σε ολόκληρη τη χώρα. Δεν θα συναντιόντουσαν σε καμία Διεθνή. Τα κίνητρά τους ήταν κοινωνικής αισθητικής και όχι επαγγελματικής στρατηγικής και επιχειρησιακής πολιτικής. Και ως υποβοηθούμενα τα πάθη σφράγιζαν την καθημερινότητα.  
«Οι πειραματισμοί της αναληθούς πραγματικότητας φανερώνονται στα πρόσωπα της κάθε ημέρας που περνάει. Τα βλέμματα δεν ανέχονται το ρόλο που παίζουν στα πρόσωπα των υπερβολικών ανθρώπων και των ψευτών συνάμα. Το φως του ήλιου κάνει στάχτες τις ξεχασμένες πεταλούδες των κήπων και τις πυγολαμπίδες των μονοπατιών μας. Τουναντίον, διαλύει τις πραγματικότητες που περιγράφουν πρόσωπα φανερά προβληματισμένα για τις λέξεις που θα ξεστομίσουν και τις εκφράσεις που θα φορέσουν. Το ψεύδος δεν είναι επικίνδυνο, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που καθίσταται επικίνδυνη η αδιαφορία. Το ψεύδος προδίδει και κάποιες στιγμές ενδιαφέροντος για την κολοβή ή φτιασιδομένη πληροφορία, η αδιαφορία ούτε και αυτό!
Μέσα σε αυτήν την προοπτική διάδοσης των πληροφοριών, τα μάτια είναι οι πλέον ανειδίκευτοι κομπάρσοι και εργάτες της αναλήθειας, γιατί ακόμα και το ψέμα είναι μία αντίστροφη αλήθεια-η βλαστήμια είναι μία αντίστροφη προσευχή (Μπωντλαίρ)…Εν αντιθέσει, ο λόγος που ντύνει την αναλήθεια είναι χρηστικός, τα χείλη όμως αποτελούν το κλειδί για τη σωστή του λειτουργία. Τα χείλη εφάπτονται του δέρματος και εκεί δεν λένε ψέματα, εκτός και αν κάποιος ή κάποια στέκει ενεός, λόγω έρωτα και πάθους.»
Το Q ήταν γεμάτο από όρθια βλέμματα και δάχτυλα να ασχολούνται με ποτά και τσιγάρα, με αγκαλιές και γροθιές να μαγκώνουν υφάσματα και τσέπες. Ο εξαερισμός δεν είχε λειτουργήσει σωστά αυτήν την φορά, με αποτέλεσμα η αίθουσα να αποκτήσει σύντομα μια κουρτίνα ατμών και καπνού παίρνοντας ύφος λες και κάποιες δεκάδες ζευγάρια μάτια υγρά και κοκκινισμένα έδειχναν θαμπωμένα από την ευθύβολη ματιά κάποιων άλλων προσώπων. Ο Αναστήγνως όμως τονίζοντας τα σημεία στίξης, τις προθέσεις και τα σύμβολα του γραπτού λόγου κυκλοφορούσε με άνεση, αργά και ενίοτε σκουντουφλώντας σε πλάτες και ώμους, πίνοντας  και καμιά γουλιά από το ποτήρι του.
Το μουσικό χαλί της Θέμης, σχεδόν αλαφροπάτητο σαν τον αντικατοπτρισμό ενός πέλματος σε κάποιον πίνακα του M.Escher (ίσως), συνέδραμε στις διακυμάνσεις της έντασης του ειρμού του Αναστήγνω, χάιδευε τα αυτιά των παρευρισκομένων ψυχαγωγώντας τους. Ένα άλλο Mynster χωρίς τις απολήξεις της ηγετικής μισαλλοδοξίας μουρμούριζε! Το μαγαζί κινείτο με λικνισμούς να διαγράφουν τις πορείες των σκιών των μορφών πάνω στους πλινθόκτιστους τοίχους και την ξύλινη επιφάνεια των κουφωμάτων. Τίποτα δεν έδινε την εντύπωση της παρουσίασης ενός κειμένου, πολλώ δε μάλλον ενός μανιφέστου εναντίον της ισχύουσας καταπίεσης, παρά μονάχα ο παθιασμένος τόνος του Αναστήγνω. 
           * Μετ.: « δεν γνωρίζω πια όσα έχω ζήσει ». Paul Eluard, Το Τόξο Των Ματιών Σου





Σχόλια