"Οι στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής...", αναφορά στον Έμιλ Ντιρκάιμ


Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε ορισμένες από τις συνιστώσες του πολυδιάστατου και συνάμα πολύπτυχου φαινομένου τής θρησκείας, αναπόφευκτα θα πρέπει να ασχοληθούμε και με την θεωρητική οπτική του Γάλλου ανθρωπολόγου ‘Emile Durkheim (1858-1917), στον οποίο η γαλλική ανθρωπολογία οφείλει αρκετά, καθότι θεμελιώθηκε θεωρητικά πάνω στο έργο του. Στο βιβλίο του Les Formes Elementaires de la vie Religieuse (1912), ήτοι Οι στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής, ο Durkheim προσπαθεί να αποκαλύψει την κοινωνική προέλευση τής θρησκείας .Για τον ίδιο η προέλευση ενός πράγματος είναι η γέννηση του μέσα στον κοινό /συλλογικό νου.Κατ’αυτόν τον τρόπο, οι στοιχειώδεις μορφές της θρησκείας αποτελούν συλλογικές αναπαραστάσεις τής συλλογικής συνείδησης των ανθρώπων, οι οποίοι αποδίδουν ιερή σημασία σε ηθικές αρχές και στην συνέχεια ερμηνεύουν αυτές τις ηθικές αρχές ,εμφυσώντας τους κοινωνική υπόσταση, προκειμένου να τις κάνουν πλέον πειστικές και προσιτές στους πιστούς2 . Με το βιβλίο του ο Γάλλος ανθρωπολόγος παρουσιάζει το αντικείμενό του, όπου μέσα από την ανάλυση των πιο πρωτόγονων θρησκευτικών θεσμών (κυρίως Αυστραλιανών και Μελανήσιων) επεξεργάζεται μία γενική θεωρία της θρησκείας σκοπώντας στην απόδειξη τής κοινωνικής της φύσης
Σύμφωνα με τον Durkheim, η ύπαρξη της θρησκείας έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την επίδραση τής κοινωνικής τελετουργίας πάνω στα άτομα3.Για τον Γάλλο ανθρωπολόγο του 19ου αιώνα, τα θρησκευτικά φαινόμενα είναι ρυθμισμένα πάνω σε δύο θεμελιώδεις κατηγορίες :α)σε αυτά, τα οποία ονομάζει δοξασίες (beliefs) και β)στις τελετουργίες (rites). Η πρώτη κατηγορία χαρακτηρίζει τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου, με το σύνολο των απόψεών του, ενώ η δεύτερη αναφέρεται σε καθορισμένους τρόπους δράσης του, σχετικώς με τις πνευματικές του αντιλήψεις. Ευδιάκριτη η διαφορά της πρώτης από την δεύτερη κατηγορία (χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο συνύπαρξής τους), καθώς είναι προτιμότερο ο όρος δοξασία να χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώνει σεβασμό προς μία θεότητα, εν αντιθέσει με την τελετουργία η οποία συνιστά από μόνη της ένα ενιαίο σύστημα, κάτι δηλαδή που επαναλαμβάνεται σύμφωνα με χρονικές και κλιματολογικές συνθήκες και προϋποθέσεις ακόμα και αναλόγως προς τις φάσεις της ατομικής ζωής (οι τελετουργικές συνήθειες διατηρούνται εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης, από την απαγόρευση της ατομικής διάκρισης, από την βούληση να κάνει κανείς όπως κάνουν όλοι…)· η μεταξύ των απόσταση αποτελεί και το θεωρητικό πεδίο, στο οποίο ενυπάρχουν όλες οι διαφορές ανάμεσα στην σκέψη και την δράση. Οι τελετουργίες (για τους Philippe Laburthe- Tolra και Jean -Pierre Warnier)συνίστανται σε διαδικασίες κατά το μάλλον ή ήττον τυποποιημένες ή σχηματοποιημένες και οι οποίες αποτελούνται από πράξεις, από σύμβολα τα οποία συχνά προϋποθέτουν την χρήση αντικειμένων και είδη ομιλίας που ορισμένες φορές ανάγονται στο απώτερο παρελθόν4. Το περιεχόμενο της τελετουργίας, για τον Durkheim, μπορεί να διαχωριστεί από τις λοιπές ανθρώπινες πρακτικές, όπως για παράδειγμα τις ηθικές, αποκλειστικά και μόνο από την μοναδική φύση του αντικειμένου τους- ένας κανόνας ρυθμίζει συγκεκριμένες συμπεριφορές δράσης αναμεταξύ των ανθρώπων, όπως και μία τελετή- οι οποίες όμως αναφέρονται σε διαφορετικές ομάδες αντικειμένων. Όμως, για να κατανοήσουμε μία τελετουργία, θα πρέπει εκ των προτέρων να χαρακτηρίσουμε το αντικείμενό της και σε αυτό ακριβώς το σημείο ψαύεται η αλληλεπίδραση των δοξασιών με τις τελετουργίες, καθώς μέσω των πρώτων εκφράζεται και η αποκλειστική φύση του αντικειμένου. Με άλλα λόγια, μπορούμε να προσδιορίσουμε την έννοια της τελετουργίας εφόσον προηγουμένως έχουμε αποσαφηνίσει την αντίστοιχη έννοια των δοξασιών5
Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε πως τα πάντα μπορεί να καταστούν αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το πνεύμα μεγάλων φυσικών φαινομένων (νερό, φως, ήλιος, κεραυνός κ.ο.κ.). Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των θρησκευτικών δοξασιών, ασχέτως με τον βαθμό πολυπλοκότητας ή και απλότητάς τους, είναι η αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξης ενός διαχωρισμού -σε αντίστοιχες κατηγορίες- όλων των πραγμάτων, ιδεατών και πραγματικών :α)στα εγκόσμια /βέβηλα /ανίερα (profane)και β)στα ιερά (sacred).Άλλωστε, η διαίρεση του κόσμου σε δύο πεδία, του κοσμικού από την μία και του ιερού από την άλλη, αποτελεί και το χαρακτηριστικό στοιχείο της όποιας θρησκευτικής σκέψης. Και αυτήν την σχέση διάκρισης μεταξύ των δύο αντιθετικών εννοιών, κοσμικού και ιερού, ο Durkheim την περιέκλεισε μέσα στο δίπολο καθημερινότητα και τελετουργικό6.Τα δόγματα, οι μύθοι και οι θρύλοι είναι είτε συνολικές εκφράσεις της φύσης των ιερών πραγμάτων, των πλεονεκτημάτων και των δυνάμεων, που αναφέρονται σε αυτά είτε οι σχέσεις τους με άλλα ιερά πράγματα είτε τέλος, οι σχέσεις τους με τα εγκόσμια (εφόσον οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να δώσουν οι ίδιοι στον εαυτό τους την σωτηρία που επιθυμούν, καταλήγουν ό,τι μία υπεράνω δύναμη από αυτούς θα μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω στο κακό, που επισκιάζει την ζωή και την τάξη του κόσμου). Παράλληλα, όταν μιλάμε για ιερά πράγματα δεν θα πρέπει απαραιτήτως να αναφερόμαστε σε πρόσωπα, όπως θεός ή πνεύμα, διότι ακόμα και ένα δέντρο ή και μία πέτρα μπορεί να είναι ιερό (σε αντιδιαστολή με τον R.Gallois, ο οποίος υποστηρίζει πως ο τομέας του ιερού παραμένει αυτό που διαφεύγει της άμεσης επαφής7)· και μία τελετουργία χαρακτηρίζεται από αυτό της το ίδιον. 
Φτάνουμε, σε αυτό το σημείο σε ένα πρώτο συμπέρασμα της σκέψης του Durkheim, όπου μπορούμε να πούμε πως μια διπλή διάσταση του σύμπαντος κόσμου, γνωστού και ακατανόητου είναι αυτή η προϋπόθεση, που χαρακτηρίζει κάθε θρησκευτικό φαινόμενο, δηλαδή η ύπαρξη δύο τάξεων που αγκαλιάζουν όλα τα υπαρκτά και ταυτόχρονα αποκλείουν ριζικά το ένα το άλλο8.Με την διαφοροποίηση μεταξύ του ιερού (sacred) και του βέβηλου /εγκόσμιου (profane), καθώς για το πρώτο ισχύει ένα αδιόρατο προστατευτικό τόσο όσο και διαχωριστικό πλέγμα απέναντι στο δεύτερο, αυτό των απαγορεύσεων, ο Durkheim αποδέχεται και την μεταξύ τους απόσταση τη χαρακτηρίζει ως την προϋπόθεση κάθε θρησκευτικού φαινομένου· τα ιερά πράγματα είναι αυτά, που οι απαγορεύσεις προστατεύουν και απομονώνουν και τα εγκόσμια είναι αυτά στα οποία αναφέρονται οι προαναφερθείσες απαγορεύσεις  και τα οποία υποχρεωτικά μένουν σε κάποια απόσταση από τα πρώτα. Οι θρησκευτικές δοξασίες είναι αυτά τα στοιχεία, που εκφράζουν την φύση των ιερών πραγμάτων και τις σχέσεις που χαρακτηρίζουν το ένα με το άλλο ή και τις σχέσεις των ιερών με τα εγκόσμια. Και σε αυτό το σημείο αναφέρονται και οι τελετές, ως οι κανόνες καθοδήγησης, που περιγράφουν πως πρέπει να συμπεριφέρεται ο άνθρωπος στην παρουσία των ιερών πραγμάτων.


                                   …θρησκεία και μαγεία…


Συνεχίζοντας την απαρίθμηση των σημείων του θεωρητικού πλαισίου του Γάλλου ανθρωπολόγου, αναφορικά με τις στοιχειώδεις μορφές τής θρησκευτικής ζωής (απόψεις που πηγάζουν κατόπιν της έρευνας του στις κοινωνίες των Αβοριγίνων της Αυστραλίας), μεγάλη σημασία για τον ίδιο τον Durkheim έχει και η εκ διαμέτρου αντίθετη σχέση τής Εκκλησίας από την μία πλευρά και τής μαγείας από την άλλη, με την θρησκεία.
Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της Εκκλησίας εμπεριέχει, κατά μία πρώτη σκέψη, την δεμένη αυτήν θρησκευτική κοινότητα των ανθρώπων, η οποία χαρακτηρίζεται από μία κοινή στάση απέναντι σε ό,τι μεταφράζεται σε ιερό και εγκόσμιο, καθώς και στην μεταξύ τους σχέση. Μιλώντας για θρησκευτικές δοξασίες, αναφερόμαστε σε αυτές που είναι πάντοτε κοινές σε μία καθορισμένη ομάδα, η οποία ομολογεί πίστη (αφοσίωση) σε αυτές και πραγματώνει τις τελετές που συνδέονται με τις εν λόγω δοξασίες. Κατ’ επέκταση, Εκκλησία είναι μία κοινωνία, της οποίας τα μέλη είναι ενωμένα α) από το γεγονός ότι σκέφτονται το ίδιο –όσον αφορά τον ιερό κόσμο και τις σχέσεις του με τα εγκόσμια πράγματα και β) από το γεγονός ό,τι μεταφράζουν αυτές τις κοινές ιδέες σε αντίστοιχες κοινές πρακτικές9. Πράγματι, όσο μακριά και αν ταξιδέψουμε στο μνημονικό του καταγεγραμμένου ιστορικού και κοινωνικού παρελθόντος, θα διαπιστώσουμε πως δεν υπάρχει ούτε μία θρησκεία δίχως Εκκλησία, όσο και αν αυτή χαρακτηρίζει μια εθνοτική ομάδα ή αν ξεπερνάει την περιορισμένη εδαφική επικράτεια μιας χώρας ή αν πάλι χαρακτηρίζει Ρωμαίους, Αθηναίους ή και θρησκευτικές σέχτες, όπως συμβαίνει με τους χριστιανούς ύστερα από την Προτεσταντική επανάσταση, ακόμα και στις περιπτώσεις, όπου ποδηγέτες της τίθενται ορισμένοι κληρικοί ή και σε αυτές, τέλος, όπου οι πιστοί δεν καθοδηγούνται από κάποιο επίσημο ιερατείο. Συμπερασματικά, οπουδήποτε παρατηρείται θρησκευτική ζωή, αυτή έχει πάντοτε μία καθορισμένη ομάδα ως ιδρυτική της πηγή και οπόταν η θρησκευτική επιρροή επεκτείνεται, το ίδιο συμβαίνει και με τα κέντρα της, τα οποία στο σύνολό τους αποκτούν την μήτρα από την οποία εκπορεύονται και αυτή με την σειρά της τα αγκαλιάζει.
Αντίθετη με την παραπάνω παρουσιάζεται η εικόνα της μαγείας, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η αυξημένη ή περιορισμένη γενικότητα των "πιστεύω" της. Μολονότι απευθύνεται και αυτή σε μεγάλες μάζες πληθυσμού και αρκετές φορές οι αποδέκτες της μπορούν κάλλιστα να συγκριθούν με αυτούς της αληθινής θρησκείας (real religion), εν τούτοις δεν καταλήγει στην σύσφιγξη των σχέσεών τους ούτε και στην δημιουργία μιας ομάδας, που να πρεσβεύει έναν κοινό τρόπο ζωής, καθότι προσφεύγει στην χρήση απατηλών μεθόδων10. Εκφράζει μία σύλληψη της τάξης του κόσμου, πάνω στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να ενεργεί, υπό τον όρο ότι έχει υποταχτεί σε αυτήν. Οι δυνάμεις, τις οποίες η μαγική νοοτροπία φαντάζεται, είναι εγγενείς στο Σύμπαν και όχι υπερβατικές, δεσμευμένες σε νόμους, υποκείμενες σε παραδοσιακές τελετουργίες, δεν είναι ελεύθερες. Κατά συνέπεια, η μαγεία δεν φτάνει το καθαυτό θρησκευτικό επίπεδο. Είναι μία τεχνική που βασίζεται σε μια γνώση· συνοδεύει το έργο του ανθρώπου και παίρνει την σκυτάλη, όταν το έργο αυτό σταματά ή φτάνει στα όριά του11. Από τα παραπάνω λοιπόν, απορρέει ότι στους κόλπους της μαγείας δεν υπάρχει Εκκλησία. Επιπλέον, αξίζει να προστεθεί σαν ένα ακόμα διαφοροποιητικό στοιχείο, ανάμεσα στην αληθινή θρησκεία και την μαγεία, η αναποτελεσματικότητα ουσιαστικής σύμπραξης, με σκοπό την ίδρυση δεσμών του μάγου με τον περίγυρό του, ώστε να καταφέρουν την εγκαθίδρυση μιας ηθικής κοινότητας (moral community), όπως αυτό συμβαίνει και μορφοποιείται από τους πιστούς του ίδιου θεού. Ο μάγος έχει μία μορφή πελατειακής επικοινωνίας και σχέσης με τους –κατά κάποιον τρόπο- ακόλουθούς του, δηλαδή μία μορφή ευκαιριακή και έκτακτη και επιπροσθέτως, μέσα στο σύνολο της ομάδας, ο ελάχιστος βαθμός ουσιαστικής γνωριμίας και επαφής του ενός με τον άλλον, συνηθέστερα, λανθάνει. Ο επίσημος και ο κοινός χαρακτήρας (ο Μέγας Μάγος κ.ά.), με τον οποίο ενίοτε περιβάλλεται δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Εν ολίγοις, το γεγονός ότι εργάζεται ανοικτά απέναντι σε αυτούς που προστρέχουν στην βοήθειά του δεν αποτελεί συνιστώσα για έναν άρρηκτο δεσμό αναμεταξύ των.
Συνοψίζοντας μέχρι αυτό το σημείο, χωρίς να επεισέλθουμε σε βάθος αναφορικά με την πληρότητά του, μπορούμε να ορίσουμε την θρησκεία μέσα από τα λόγια του Durkheim, ως «…a unified system of beliefs and practices relative to sacred things, that is to say, things set apart and forbidden- beliefs and practices which unite into one single moral community called a Church, all those who adhere to them.12»  (ελεύθ. μετάφρ. : …ένα ενοποιημένο σύστημα δοξασιών και πρακτικών, που αναφέρεται σε ιερά πράγματα, πράγματα που έχουν ξεχωριστεί και υπαγορευθεί σε δοξασίες και πρακτικές, που ενώνουν σε μία μοναδική ηθική κοινωνία, την Εκκλησία, όλους αυτούς που πιστεύουν σε αυτά.). Όλα αυτά συμπληρώνουν την άποψη ότι η ιδέα της θρησκείας είναι αδιαχώριστη από την ύπαρξη της Εκκλησίας και εφόσον αυτό ισχύει, με σαφήνεια μπορεί να υποστηριχτεί πως η θρησκεία αποτελεί πάντοτε ένα συνολικό επιστέγασμα για τους ανθρώπους. 



    …κυρίαρχες ιδέες της στοιχειώδους θρησκείας  (πλην του Durkheim)… 


Ακόμα και στις πλέον ακατέργαστες θρησκείες, οι οποίες αντιπροσωπεύονται από μία πρωτόγονη πνευματικότητα, θα μπορούσε κανείς να συλλέξει στοιχεία, όχι μόνο από περίπλοκα συστήματα τελετών και δοξασιών, αλλά και μια πληθώρα από διαφορετικές αρχές, μια περιουσία από αισθητικά σημεία, με αποτέλεσμα να διακρίνει σε αυτές όχι κάτι άλλο από το πιο πρόσφατο προϊόν μιας αρκετά μακρινής, ιστορικά, εξέλιξης. Ως εκ τούτου όμως, είναι αναγκαίο, στην προσπάθεια να καταδειχθούν οι πραγματικές και πρωτότυπες μορφές της θρησκευτικής ζωής –πέραν των ορατών θρησκειών- να αναλυθούν τα κοινά και θεμελιώδη στοιχεία των και κατόπιν, μέσα από τις πιο πρόσφατες θρησκευτικές προσεγγίσεις, να αναδειχθούν τα στοιχεία από τα οποία προήλθαν. 
Προς αυτήν την κατεύθυνση, την εποχή του Durkheim, προτάθηκαν δύο λύσεις: α) ο ανιμισμός (animism) και β) ο νατουρισμός (naturism). Πράγματι, στις πρωτογονικές κοινωνίες δεν υπάρχει θρησκευτικό σύστημα, που να μην αναμειγνύει δύο θρησκείες, μία που αναφέρεται στα φυσικά φαινόμενα –naturism (όπως για παράδειγμα τον αέρα, τα αστέρια ή την θάλασσα) και μία άλλη που σχετίζεται με την πίστη στην ύπαρξη των πνευμάτων -animism (πνευματικά όντα ως αντικείμενα λατρείας, μη ορατά, όπως δαίμονες, πνεύματα κ.ο.κ.). Προς εξήγηση των δύο παραπάνω κατηγοριών, έχουν δημιουργηθεί δύο αντίθετες θεωρίες (οι αντίστοιχες του νατουρισμού, που ως θεωρία τον εισήγαγε ο Friedrich Max Müller και του ανιμισμού την οποία εισήγαγε ο E.B. Tylor), οι οποίες στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν οι μόνες που μπορούσαν να πλησιάσουν κάπως ορθολογικά τα κύρια σημεία της θρησκευτικής σκέψης.
Ο Durkheim, αμφισβητεί τις θεωρίες του νατουρισμού και του ανιμισμού, προτείνοντας για την πρώτη ό,τι μπορεί μεν τα φυσικά φαινόμενα, λόγω της χρονικότητάς τους και της ομοιομορφίας τους στο μνημονικό του ανθρώπου, να αποτελούν βάση για τις ιδέες του, αλλά από την άλλη το θρησκευτικό συναίσθημα δεν έχει να κάνει με οτιδήποτε μας προκαλεί θαυμασμό· άλλωστε, ο θαυμασμός προς ένα αντικείμενο δεν επαρκεί, ώστε να μας φανεί ιερό. Ο πρωτόγονος είναι εξοικειωμένος με τα φυσικά φαινόμενα ούτως ώστε να μην μένει έκπληκτος από αυτά. Η απεραντοσύνη των πραγμάτων γύρω του είναι αυτή, που τον ωθεί να πιστέψει πως έξωθέν του υπάρχει μια μεγαλειώδης δύναμη από την οποία εξαρτάται. Και αυτή είναι η ιδέα που μας εισάγει σε ένα απαραίτητο στοιχείο τής σκέψης για το θεϊκό, την στιγμή μάλιστα που η θρησκεία δεν υπάρχει εξαιτίας της δύναμής της να δικαιολογεί τα φυσικά φαινόμενα…
Απέναντι στην ανιμιστική άποψη, η οποία παρουσιάζει τον μέτοχο μιας τελετουργικής πράξης να δρα ως μια εκκεντρική ιδιοσυγκρασία λαμβάνοντας τα όνειρά του ως ενεργές αντιλήψεις, τον θάνατο ως παρατεταμένο ύπνο και τους νεκρούς ως ζωντανά και σκεπτόμενα πρόσωπα, ο Durkheim αντιπαρατίθεται λέγοντας πως πίσω από τις φιγούρες αυτές και τις εικόνες δεν υπάρχει τίποτε άλλο από τους εφιάλτες των προσωπικοτήτων13. Η θρησκεία δεν είναι παρά ένα όνειρο, συστηματοποιημένο και υπαρκτό, μα χωρίς θεμελίωση στην πραγματικότητα, αφού παραπέμπει σε αόριστα μεταφυσικά φαινόμενα και λογικές. Εν τούτοις, ο Γάλλος ανθρωπολόγος ισχυρίζεται πως μόλις τότε (δηλαδή στις αρχές του 20ου αιώνα) είχε αρχίσει να συνειδητοποιείται ότι έννοιες όπως ηθική, νόμος ακόμα και η ίδια η επιστημονική σκέψη, οι οποίες σύμφωνα με αυτόν γεννήθηκαν από την θρησκεία, βρίσκονταν για πολύ καιρό σε σύγχυση με αυτήν και είχαν παραμείνει εμποτισμένες με το πνεύμα της. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, μία ματαιόδοξη φαντασίωση να διαμορφώσει την ανθρώπινη συνείδηση τόσο γερά και ανθεκτικά;



            …ο τοτεμισμός ως στοιχειώδης μορφή θρησκείας

Εφόσον, όπως έγινε σαφές από τα παραπάνω, ούτε ο άνθρωπος ούτε και η φύση έχουν από μόνοι τους ιερό χαρακτήρα, πρέπει να λαμβάνουν την ιερότητα από κάπου αλλού· πέραν δηλαδή των κατηγοριών που ονομάσαμε ανιμισμό και νατουρισμό, θα πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη θρησκεία, περισσότερο θεμελιώδης και αρχέγονη, εκ της οποίας πηγάζουν οι παραπάνω κατηγορίες· και αυτή τιτλοφορείται από τους εθνολόγους ως τοτεμισμός (totemism). O Durkheim κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες –μέσα από την μελέτη των αυστραλιανών κοινωνιών και την αξιόλογη ομοιογένειά τους- να δείξει πώς τα "ενθουσιώδη" συναισθήματα, που γεννιούνται στις τελετουργίες, ενσαρκώνονται στα τοτέμ. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούν για τον ίδιο ισχυρές αναπαραστάσεις, στοιχειώδεις μορφές που φέρνουν αυτά τα ισχυρά αισθήματα στην επιφάνεια της συνείδησης, ακόμα και χωρίς την μεσολάβηση της τελετουργίας. Πρόκειται για έναν τρόπο μεταφοράς του φυσικού κόσμου μέσα στην κοινωνική ή την ηθική τάξη· δεν είναι μόνο, δηλαδή, ένας τύπος συμβολισμού των κοινωνικών ομάδων, είναι παράλληλα και ένας τρόπος εξημέρωσης της φύσης. Αναμειγνύει φύση και πολιτισμό και συλλαμβάνει την κοινωνία διαιρεμένη σε κλαν, τα οποία φέρουν ονόματα ζώων, φυτών ή αντικειμένων προς τα οποία τα μέλη των κλαν (clan)θεωρούν ότι συγγενεύουν ή ότι ταυτίζονται.
Σε αυτές τις φυλές των Αβοριγίνων, οι σχέσεις είναι οργανωμένες στην βάση των κλαν (clans)14, τα οποία χαρακτηρίζονται από δύο ουσιώδη γνωρίσματα: α) την ενότητα των ατόμων, λόγω της κοινής ονομασίας και όχι εξαιτίας κάποιας μορφής συγγένειας και β) το τοτέμ. Αναφορικά με το πρώτο γνώρισμα, η ενότητα που χαρακτηρίζει τα μέλη των κλαν  είναι ίδια με αυτήν της οικογένειας, καθότι αναγνωρίζουν καθήκοντα ο ένας απέναντι στον άλλο, τα οποία είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που θεωρούνται ότι αρμόζουν απέναντι σε συγγενείς. Το όνομα για κάποιον πρωτόγονο δεν είναι απλώς μία λέξη ή ένας συνδυασμός από ήχους· αποτελεί μέρος του όντος και είναι απαραίτητο σε αυτόν. Εξετάζοντας το δεύτερο γνώρισμα του κλαν, τα τοτέμ αποτελούν κατεξοχήν απεικονίσεις της ενοποίησης και της αλληλεγγύης τής ομάδας και υπενθυμίζουν στις πρωτόγονες κοινωνίες την ύπαρξη μιας ευρύτερης πραγματικότητας έξω από τους εαυτούς τους, μιας πραγματικότητας η οποία γίνεται πλήρως αντιληπτή μόνον κατά την διάρκεια των κοινωνικών τελετουργιών. Τα τοτέμ ανήκουν στο βασίλειο των ζώων ή των φυτών, μα κυρίως σε αυτό των ζώων. Είναι αξιοσημείωτο, το πόσο λίγος χώρος δίνεται στα επουράνια σώματα και γενικότερα στα κοσμικά φαινόμενα, πεδίο το οποίο αργότερα προορίστηκε για θρησκευτική ανάπτυξη. Το τοτέμ δεν είναι απλώς ένα όνομα ή ένα σύμβολο· έχει συλλογικό και θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι ο τύπος ιερού πράγματος. Για πολύ καιρό θεωρήθηκε ως κατηγόρημα του κλαν, με την διαφορά ότι δεν είναι αναγκαστικό κάθε κλαν να έχει τοτέμ και τις φορές που υπάρχει δεν αποκλείεται να λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί η σύγχρονη εθνική σημαία ή το μεσαιωνικό λάβαρο, ως απλό αναγνωριστικό στοιχείο15.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί, πως πάνω στα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν τα μέλη των κλαν στις τελετουργίες τους- τα ονομαζόμενα τσουρίνγκα (churinga)-είναι χαραγμένο ένα σχέδιο, που συμβολίζει το τοτέμ της περιοχής. Κάθε churinga, για όποιον σκοπό και αν χρησιμοποιείται συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κατεξοχήν ιερά πράγματα. Αν και αποτελούν αντικείμενα από πέτρα ή από ξύλο, εν τούτοις διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα εγκόσμια πράγματα από το ότι το τοτεμικό σημάδι είναι ζωγραφισμένο ή χαραγμένο πάνω τους· ως εκ τούτου, είναι το σημάδι και μονάχα αυτό που τους αποδίδει ιερό χαρακτήρα.
Τα τοτεμικά είδωλα όμως, δεν είναι τα μοναδικά ιερά πράγματα. Υπάρχουν αληθινά πράγματα που είναι και αυτά αντικείμενα τελετουργιών, λόγω των σχέσεων που έχουν με τα τοτέμ, «before all others, are the beings of the totemic species and the members of the clan.»(Πριν απ’ όλα τα άλλα είναι τα όντα των τοτεμικών ειδών και τα μέλη του κλαν)16. Σύμφωνα με αυτήν την διαπίστωση του Durkheim,ο τοτεμισμός θεωρεί ως ιερά, σε μία διαδοχική σειρά :α) τις φιγούρες των τοτέμ, β) το ζωικό ή το φυτικό βασίλειο και γ) τα μέλη του κλαν. Αν ένα ορισμένο είδος ζώου ή φυτού είναι το αντικείμενο ενός ευσεβούς φόβου, αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, τουναντίον, λόγω του γεγονότος ότι η απλή αυτή εικόνα του ζώου ή του φυτού εμπνέει μια ακόμη μεγαλύτερη ευλάβεια· και αυτά τα όμοια συναισθήματα στο σύνολο των πιστών, προφανώς εμπνέονται μονάχα από μια κοινή αρχή προερχόμενη από τα τοτεμικά εμβλήματα, τα μέλη του κλαν και τα ξεχωριστά από τα είδη, που χρησιμεύουν ως τοτέμ. Ο τοτεμισμός είναι η  θρησκεία μιας ανώνυμης και απρόσωπης δύναμης, που βρίσκεται σε κάθε έμβιο ον, αλλά χωρίς να μπερδεύεται με κανένα από αυτά. Κανείς δεν το κατέχει εξ ολοκλήρου και όλοι συμμετέχουν σε αυτό. Ένας ιδιόμορφος μηχανισμός, μέσω του οποίου ένα σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης καθιερώνεται μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης, θα παρατηρούσε με βεβαιότητα ο A.R. Radcliffe Brown17. Μολονότι, λοιπόν, οι άνθρωποι πεθαίνουν και οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη, αυτή η μορφή δύναμης παραμένει αέναα ενεργός, ζωντανή και η ίδια.
Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να συνοψίσουμε τις συμβολικές διαστάσεις του τοτέμ σε δύο σημεία: το τοτέμ είναι ένα σύμβολο το οποίο α) συμβολίζει την εξωτερική και ορατή μορφή αυτού που ονομάζουμε τοτεμική αρχή ή θεό και β) αποτελεί το σύμβολο της καθορισμένης κοινωνίας, του κλαν. Είναι το σημάδι μέσω του οποίου κάθε κλαν διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα. Πασίδηλα από τα παραπάνω απορρέει πως η τοτεμική αρχή- ο θεός -δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το κλαν, προσωποποιημένο και απεικονισμένο με την ορατή μορφή ζώου ή φυτού. 
Ο Durkheim μέσα από έναν συλλογισμό που εστιάζεται στις έννοιες ανωτερότητα και εξάρτηση, δικαιολογεί αυτήν την αποθέωση της κοινωνικής ομάδας, του κλαν. Ο θεός, πρωτίστως, είναι ένα ον το οποίο οι άνθρωποι θεωρούν ως ανώτερό τους και από το οποίο αισθάνονται πως εξαρτώνται. Ταυτόχρονα, η κοινωνία δίνει και αυτή την αίσθηση μιας αέναης εξάρτησης·  από την στιγμή που έχει μία φύση, η οποία είναι ιδιαίτερη και διαφορετική από την δική μας ανεξάρτητη φύση, μας πείθει ότι μολονότι εμείς πεθαίνουμε αυτή συνεχίζει την ύπαρξή της. Γι’ αυτόν τον λόγο, ανά πάσα στιγμή, είμαστε υποχρεωμένοι να υποβάλλουμε εαυτούς σε καθοδήγηση και κανόνες, ακόμα και αν δεν αποτελούν επιθυμίες μας ή, ενίοτε, παρουσιάζονται αντίθετοι με τις πλέον θεμελιώδεις διαθέσεις μας και ένστικτα. Άρα κάθε πιστός ταυτόχρονα πιστεύει στην κυριαρχία της ιερής δύναμης και της κοινωνίας εξαρτώμενος από αυτές.
Από την στιγμή λοιπόν, που η θρησκευτική δύναμη δεν είναι τίποτε άλλο από την συλλογική και ανώνυμη δύναμη του κλαν και από την στιγμή που αυτή μπορεί να παρουσιασθεί στο πρόσωπο του τοτέμ, το τοτεμικό έμβλημα είναι σαν το ορατό σώμα του θεού. Όμως το κλαν, όπως οιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνίας, μπορεί να επιβιώσει μέσα και δια μέσω της ιδιαίτερης συνείδησης που το συνθέτει. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι άνθρωποι πιστεύουν πως εμπεριέχουν μέσα τους μία αρχή συγκρίσιμη με αυτήν που διαμένει στο τοτέμ και συνακολούθως, αποδίδουν έναν ιερό χαρακτήρα στον εαυτό τους, μα λιγότερο διακριτό από τον αντίστοιχο του τοτέμ. Και αυτό αποδίδεται στην υπερέχουσα πηγή της θρησκευτικής ζωής, την οποία αντιπροσωπεύει το έμβλημα. Άλλωστε, ο πιστός λαμβάνει υπόψη του ό,τι η δύναμη που τον μεταφέρει στον ιερό κόσμο δεν είναι σύμφυτη με αυτόν, αλλά προέρχεται έξω από αυτόν.
Ως απόρροια όλων αυτών, μπορούμε να κατανοήσουμε και την αξία της θέσης την οποία κατέχουν τα ζώα και τα φυτά·  αποτελεί απαγόρευση στους αυτόχθονες να σκοτώσουν και να φάνε όποιο τοτεμικό ζώο, εφόσον η σάρκα του πιστεύεται ότι έχει θετικές αρετές , οίες απορρέουν από τις τελετουργίες και καθώς τα φυτά και τα ζώα εκπροσωπούν το έμβλημα περισσότερο από ότι ο ίδιος ο άνθρωπος, αυτά και τοποθετούνται, ιεραρχικά, στην υψηλότερη βαθμίδα από αυτόν.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και ο μεγάλος βαθμός μεταδοτικότητας του ιερού χαρακτήρα. Μία τοτεμική αρχή, ακόμα και αν παρουσιάζεται μέσω της μορφής ενός ζώου ή φυτού, δεν μπορεί να παραμείνει περιορισμένη σε μια συγκεκριμένη περιοχή· εξαπλώνεται οπουδήποτε και σε οτιδήποτε έχει σχέση με την εικόνα την οποία συμβολίζει. Όλος ο προβιομηχανικός κόσμος είναι διαχωρισμένος σύμφωνα και αναμεταξύ των τοτεμικών αρχών κάθε φυλής.  
Καταλήγοντας, μέσα από την συνοπτική αυτή προσέγγιση του θεωρητικού έργου του Emile Durkheim, μπορούμε να κατανοήσουμε εκ πρώτης όψεως τις θρησκευτικές δυνάμεις, όπως αυτές παρουσιάζονται μέσα στην ιστορική συνέχεια, λέγοντας πως δεν μεταφράζουν τον τρόπο με τον οποίο τα φυσικά πράγματα επηρεάζουν τις αισθήσεις μας, αλλά τον τρόπο με τον οποίο η συλλογική συνείδηση δρα πάνω στην ατομική. Καθώς, όμως λαμβάνονται κατά νου μέσω υλικών μορφών, συμπεραίνει κανείς την δυνατότητα κυριαρχίας τους και στους δύο κόσμους, θύραθεν και ιερού. Κατοικούν στους ανθρώπους, την ίδια στιγμή, όμως, αποτελούν τις ζωτικές αρχές των πραγμάτων. Και είναι αυτή η διπλή τους υπόσταση, που δίνει την δυνατότητα στην θρησκεία να είναι η μήτρα εκ της οποίας προέρχονται τα κυριότερα σπέρματα του ανθρώπινου πολιτισμού. 
Έτσι, λοιπόν, δικαιολογείται, εν μέρει, γιατί οι ανθρωπολόγοι εξομοίωσαν την αντίληψη κάποιων λαών για τον θεό με την άποψη του Γάλλου ανθρωπολόγου για την κοινωνία, καθώς στο έργο του The Elementary Forms of the Religious Life οι έννοιες του θεού και της κοινωνίας όντως δείχνουν να μπορούν να εναλλάσσονται.   

Υποσημειώσεις...
Πρόκειται για το τελευταίο μεγάλο έργο του Ντυρκέμ, που το ολοκλήρωσε λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, το 1917.Les formes elementaires de la vie religieuse:Le systeme totemique en Australie (1915), Γαλλία.
Γεγονός, το οποίο συνάδει και στην άποψη του ανθρωπολόγου αναφορικά με την προέλευση όλων των αντιληπτικών κατηγοριών εκ των συλλογικών αναπαραστάσεων· οι βασικές θέσεις του Ντυρκέμ  είναι ό,τι οι αντιληπτικές κατηγορίες προερχόμενες από συλλογικές αναπαραστάσεις, έχουν αναντίρρητα κοινωνική προέλευση (κοινός / συλλογικός νους) και συνεπώς δεν είναι ούτε έμφυτες μα ούτε και συνάγονται από την εμπειρία. Πασιφανής λοιπόν και η αντίθεσή του προς τους απριοριστές και τους εμπειριστές.
2 βλ.Paul Erickson ,Liam Murphy, Η Ιστορία της Ανθρωπολογικής σκέψης,  εκδ. Κριτική, Αθήνα (2003), σελ. 133
βλ. Ρ,Αρόν, Η Εξέλιξη της Κοινωνιολογικής Σκέψης, τ. Β’, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1984, σελ. 63- 65
3 βλ. ό.π., Paul Erickson, Liam Murphy, σελ. 133-134. 
4βλ.Ph. Laburthe- Tolra, J.P.Warnier, Εθνολογία-Ανθρωπολογία,  εκδ. Κριτική, Αθήνα (2003), σελ. 198 
5βλ. Emile Durkheim, The elementary forms of the religious life, London (1915), σελ. 29, στο Reader in Comparative Religion, edt. Lessa, W. A. Vogt, 1972
6βλ. ό.π., Paul Erickson, Liam Murphy, σελ. 134 
7βλ. Caillois R., L’homme et le sacre,(Παρίσι) εκδ. Gallimard  
8βλ. ό.π., Emile Durkheim, σελ. 29 
9 βλ. ό.π., Emile Durkheim, σελ. 29
10 Μαγεία είναι η χρησιμοποίηση απατηλών μεθόδων για πρόκληση υπερφυσικών δυνάμεων, τα μάγια. Βλ. Νέο Ερμηνευτικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας
11 βλ. ό.π., Ph. Laburthe- Tolra, J.P. Warnier, σελ. 212 
12 βλ. ό.π., Emile Durkheim, σελ. 30
13τα όντα της φύσης ενσαρκώνουν την προσωπικότητα και την θέληση ενός θεού και η συμπεριφορά τους αναμειγνύεται με τα ανθρώπινα σαν τα όντα αυτά της φύσης να είχαν ένα είδος "ψυχής"…βλ. ό.π., Ph. Laburthe- Tolra, J.P. Warnier, σελ.193. 
 βλ. ό.π., Emile Durkheim, σελ.33
14 Το κλαν (είναι λέξη κελτικής προέλευσης και δηλώνει την μορφή κοινωνικής πραγματικότητας στην Σκωτία) συγκροτείται από εκτεταμένες οικογένειες, είναι διαρκές, πολυλειτουργικό και αποκλειστικό. Βλ. ό.π., Ph. Laburthe- Tolra ,J.P. Warnier, σελ. 107
15 βλ. ό.π., Ph.Laburthe-Tolra, J.P. Warnier, σελ. 109
16 βλ. ό.π., Emile Durkheim, σελ. 34
17 βλ. A.R. Radcliffe Brown, Structure and Function in Primitive Society,, London,  (1952), σελ. 133

Σχόλια