"Οι κοιμισμένοι"...του Walt Whitman


1
Πλανιέμαι όλη νύχτα στ' όραμά μου,
Βαδίζω με πόδια αλαφρά, γοργά και σιωπηλά βαδίζω, σταματώ,
Σκύβω με μάτια ορθάνοιχτα πάνω από τα σφαλιστά μάτια των κοιμισμένων,
Σαστίζοντας πλανιέμαι, στον εαυτό μου χαμένος, αταίριαχτος, αντιφατικός,
Κοντοστέκω, ατενίζω, σκύβω και σταματώ.

Τι σοβαροί που μοιάζουν, ξαπλωμένοι, ακίνητοι.
Πόσο ήρεμα ανασαίνουν, τα μικρά παιδάκια μέσα στις κούνιες.

Φριχτά χαρακτηριστικά των πληττόντων, κάτασπρα των πτωμάτων, πελιδνές
                   όψεις των μέθυσων, άρρωστες γκρίζες των αυνανιστών,
Τα ρημαγμένα σώματα μές στα πεδία μαχών, τρελοί σε αμπαρωμένους
                   θαλάμους, ιεροί ηλίθιοι, νιογέννητοι που εξέρχονται από πύλες,
                   νεκροί που πάλι εξέρχονται από πύλες,
Η νύχτα τούς διαπερνά και τους περιτυλίγει.

Το παντρεμένο ζευγάρι κοιμάται ήσυχα στην κλίνη του, αυτός με την παλάμη
                   στο γοφό της γυναίκας, κι αυτή με την παλάμη στον γοφό του άνδρα,
Οι αδελφές κοιμούνται αγαπημένες μαζί μες στην κλίνη τους,
Οι άνδρες αγαπημένοι μαζί στη δική τους,
Κι η μάνα κοιμάται με το παιδάκι της προσεχτικά τυλιγμένο.

Ο τυφλός κοιμάται, ο κουφός κι ο μουγκός κοιμάται,
Ο κατάδικος κοιμάται καλά στη φυλακή κι ο φυγάς γιος κοιμάται,
Ο φονιάς π' αύριο θα κρεμαστεί, πώς κοιμάται;
και του φονιά το θύμα, κι αυτό, πώς κοιμάται;

Το θηλυκό π' αγαπά δίχως απόκριση κοιμάται,
Τ' αρσενικό π' αγαπά δίχως απόκριση κοιμάται,
Το κεφάλι του πλούσιου π' όλη μέα μηχανορραφούσε κοιμάται,
Κι οι άγριοι, κι οι προδοτικοί χαρακτήρες, όλοι, όλοι, κοιμούνται.
Στέκω με μάτια που γέρνουν στο σκοτάδι πλάι στους πιο ανήσυχους,
                       τους πιο βασανισμένους,
Περνώ τα χέρια κατευναστικά, εδώ κι εκεί, λιγάκι μακριά τους,
Βυθίζονται οι ανήσυχοι στις κλίνες τους, κι άστατα κοιμούνται.

Τώρα διατρυπώ το σκοτάδι, νέα όντα προβάλλουν,
Η γης υποχωρεί μακριά μου μες στην νύχτα,
Είδα πως ήταν όμορφη, βλέπω και πως αυτό που δεν είναι η γης, είναι όμορφο.
Πηγαίνω από κρεβάτι σε κρεβάτι, κοιμάμαι πλάι στους άλλους
                        κοιμισμένους, έναν-έναν,
Στ' όνειρό μου ονειρεύομαι όλα τα όνειρα των άλλων,
Και γίνομαι όλοι οι άλλοι που ονειρεύονται.

Είμαι χορός -παίχτε 'κεί ψηλά! γοργά ο πυρετος με στροβιλίζει!

Είμαι ο αεί γελών -είναι το νιό φεγγάρι και λυκόφως,
Βλέπω να κρύβονται οι γλύκες, βλέπω σβέλταφαντάσματα όπου και να κοιτάξω,
Κρύπτη κι άλλη μία κρύπτη, βαθιά στο χώμα και στην θάλασσα, κι εκεί
                        που μήτε χώμα μήτε θάλασσα είναι.

Καλά που κάμνουν τις δουλειές τους ετούτοι οι θείοι ταξιδευτές,
Μόν' από μένα δεν μπορούν να κρύψουν τίποτε, μήτε θα θέλαν κι αν μπορούσαν,
Θαρρώ πως είμαι αφέντης τους και μ' έχουν για ζωντανό τους,
Και με κυκλώνουν και μ' οδηγούν και τρέχουν μπρος καθώς πηγαίνω,
Να σηκώσουν τα πανούργα καλύμματα να με σημάνουν μ' απλωμένα
                         χέρια, και να πάρουν το δρόμο ξανά.
Εμπρός κινούμε, εύθυμη σπείρα παλιανθρώπων! με μουσικές κραυγών κεφάτων
                         και σημαιάκια της χαράς να πλαταγίζουν άγρια!

Είμαι ο θεατρίνος, η θεατρίνα, ο ψηφοφόρος, ο πολιτικός,
Ο μετανάστης κι ο εξόριστος, ο εγκληματίας που στήθηκε στο εδώλιο,
Αυτός που ήταν ξακουστός και που θα γίνει ξακουστός στο μέλλον,
Ο τραυλός, ο γεροδεμένος, ο χαμένος κι αδύναμος,
Είμαι εκείνη που στολίζονταν και π' ανυπόμονα μάζευε τα μαλλιά της,
Ήλθε ο φευγάτος ο εραστής μου, κι είναι σκοτεινιά.

Διπλώσου σκοτάδι και δέξου με,
Δέξου με, εμένα και τον εραστή μου, δεν θα μ' αφήσει χώρια απ' αυτόν να πάω.

Κυλιέμαι πάνω σου σαν σε κρεβάτι, αφήνομαι στο σούρουπο.

Εκείνος που καλώ αποκρίνεται και παίρνει τη θέση του εραστή μου,
Σιωπηλός σηκώνεται μαζί μου απ' το κρεβάτι.

Σκοτάδι, είσαι πιο πράο από τον εραστή μου, η σάρκα του ίδρωνε, λαχάνιαζε,
Νιώθω ακόμη την θερμή του υγράδα που μου άφησε.

Τα χέρια μου απλωμένα εμπρός, τα περνώ σ' όλες τις κατευθύνσεις,
Θα ηχούσα την σκιώδη αχτή όπ' εσύ ταξιδεύεις.

Σκοτάδι προσοχή! τι να ήταν τάχα εκείνο που με άγγιξε;
Θαρρούσα πως ο εραστής μου είχε φύγει, παρεχτός αν το σκοτάδι και αυτός είναι ένα,
Ακούω τον χτύπο της καρδιάς, ακολουθώ, βαθιά μακραίνω.

2
Κατεβαίνω την δυτική μου ρότα, τα νεύρα μου είναι χαλαρά,
Άρωμα και νιότη ρέουν μαζί μου κι είμαι' γώ το αυλάκι τους.

Είναι η δική μου όψη αντί της γριάς κίτρινη και σκαμμένη,
Κάθουμαι χαμηλά σε καρέκλα με ψάθινο πάτο μοντάροντας προσεχτικά
                         τις κάλτσες του εγγονού μου.

Είναι και πάλι εγώ, η άυπνη χήρα που κοιτάζει όξω στο χειμωνιάτικο μεσονύχτι,
Βλέπω τις σπίθες απ' αστροφεγγιά στην παγωμένη ωχρή γη.

Σάβανο βλέπω κι είμαι' γώ το σάβανο, τυλίγω ένα σώμα και ξαπλώνω μες στο φέρετρο,
Είναι σκοτάδι εδώ κάτου από την γη, δεν έχει εδώ κακό μήτε πόνο, είναι
                         κενό εδώ, κι υπάρχουν λόγοι.

(Μου φαίνεται πως κάθε τι στο φως και στον αέρα πρέπει να είν' ευτυχισμένο,
Όποιος δεν είναι στο φέρετρο και μες στον σκοτεινό του τάφο ας ξέρει
                          πως αυτό που έχει αρκεί).

3
Βλέπω έναν όμορφο θεόρατο κολυμβητή να κολυμπά γυμνός μες στους
                         θαλάσσιους στρόβιλους,
Τα καστανά του μαλλιά πέφτουν πυκνά και ομαλά στο κεφάλι, με χέρια
                         θαραλλέα χτυπά τις απλωτές, και σπρώχνει με τα πόδια,
Βλέπω το άσπρο του κορμί, βλέπω τ' απτόητα μάτια του,
Και τους γοργούς στρόβιλους μισώ που θα τον τίναζαν με το κεφάλι στα βράχια.

Τι κάμετε εκεί άνομα κύματα κοκκινοσταλαγμένα;
Θα τον σκοτώσετε αυτόν τον γίγαντα παλικαρά; θα τον σκοτώσετε
                          μες στην ακμή του μισού της ζωής του;

Μακριά κι επίμονα παλεύει,
Ξαφνίζεται, χτυπιέται, βολοδέρνει, αντέχει όσο βαστά η δύναμή του,
Οι μανιασμένοι στρόβιλοι διάστιχτοι με το αίμα του, τον σέρνουν
                           μακριά, τον κυλούν, τον τραντάζουν, τον στριφογυρνούν,
Τ' ωραίο του κορμί φέρεται από κυκλοτερούς στροβίλους, τσακίζεται στα βράχια ολοένα,
Γοργά φέρεται κι αφανίζεται το θαραλλέο πτώμα.

4
Γυρνώ μα δεν ξεκόβομαι,
Σαστισμένος, σε διάβασμα παλιό, έν' άλλο, αλλ' ακόμη σκοτεινό.

Η αχτή κόβεται από τον ξυραφένιο παγωμένο αγέρα, βροντές  από ναυάγιο αντηχούν,
Η τρικυμία καταλαγιάζει, έρχεται το φεγγάρι παραδέρνοντας μες στους σωρούς.

Κοιτάζω εκεί όπου το πλοίο αβοήθητο βουτά, ακούω την έκρηξη καθλως
                           χτυπά, ακούω τα ουρλιαχτά του τρόμου, π' όλο εξασθενούν.

Δεν μπορώ να βοηθήσω με τα στριμμένα μου δάχτυλα,
Δεν μπορώ άλλο απ' το να τρέξω στον αφρό για να με βρέξει και να πήξει πάνω μου.

Ψάχνω μαζί με το πλήθος, μήτε ένας ζωντανός δεν έχει ξεβραστεί από το πλήρωμα,
Το πρωί βοηθώ να μαζευτουν οι νεκροί και ν' απλωθούν σειρές-σειρές σε μι' αποθήκη.

5
Τώρα για τις παλιές ημέρες του πολέμου, η ήττα στο Μπρούκλιν,
Ο Ουάσιγκτον στέκει πλάι στις γραμμές, στους περιχαρακωμένους
                        λόφους στέκει μες σε πλήθος αξιωματικών,
Το πρόσωπό του κρύο κι υγρό, δεν μπορεί να πνίξει τις σταγόνες το κλάμα,
Όλο κι υψώνει τον φακό στα μάτια του, στα μάγουλα το χρώμα έχει ξασπρίσει,
                        εμπιστέυθηκαν σ' αυτόν.

Το ίδιο ξανά και τέλος σαν κηρύσσεται η ειρήνη,
Στέκι μες στο δωμάτιο της παλιάς ταβέρνας, όλοι οι αγαπημένοι στρατιώτες περνούν,
Άλαλοι κι αργοκίνητοι ζυγώνουν οι αξιωματικοί με τη σειρά τους,
Ο αρχηγός περνά το χέρι στους λαιμούς και τους φιλά στο μάγουλο,
Ανάλαφρα φιλά τα υγρά μάγουλα ένα προς ένα, σφίγγει τα χέρια κι
                        αποχαιρετά το στράτευμα.

6
Τώρα αυτό που μου είπε η μάνα μου μία μέρα σαν καθόμασταν στο βραδινό τραπέζι,
Για τότες που ήταν κοριτσόπουλο σχεδόν μεγαλωμένο και ζούσε στο
                        παλιό χτήμα με τους γονείς.

Μια ερυθρόσερμη ήλθε κάποιο πρωινό στο παλιό χτήμα,
Στην ράχη της βαστούσε ένα δεμάτι ψαθιά για καρέκλες με ψάθινους πάτους,
Τα μαλλιά της, ίσια, γυαλιστερά, τραχιά, μαύρα, άφθονα, μισοσκεπάζαν
                        το πρόσωπό της,
Το βάδισμά της λεύτερο, ελαστικό, κι η φων΄της ακούγονταν θεσπέσια
                        σαν μιλούσε.

Η μάνα μου κοιτούσε την ξένη με λαχτάρα κι έκπληξη,
Κοιτούσε την φρεσκάδα του μακρουλού προσώπου της και των σφιχτών
                        κι ευλύγιστων μελών της,
Κι όσο πιότερο κοιτούσε τόσο την αγαπούσε,
Ποτές δεν είχε ξαναϊδεί μίαν έτσι θαυμαστή ομορφιά κι αγνότητα,
Την έβαλε να καθίσει σ' ένα πάγκο πλάι στην κολόνα του τζακιού, της
                        μαγείρεψε φαΐ,
Δεν είχε δουλειά να της δώσει όμως της έδωσε ανάμνηση κι αγάπη.

Η ερυθρόδερμη έμεινε όλο το πρωί, κι έφυγε κατά τα μισά του απομεσήμερου,
Ω η μάνα μου δεν βάσταγε να την αφήσει να φύγει,
Όλη την εβδομάδα την σκεφτόταν, μήνες πολλούς την πρόσμενε,
Τόσους χειμώνες και καλοκαίρια την θυμόταν,
Μα η ερυθρόδερμη ποτές δεν ξαναφάνηκε μήτε π' ακούστηκε γι' αυτήν
                        πια τίποτε από τότε.

       
                                                                           

  

Σχόλια