…η πολιτεία των νεκρών υποδέχεται σήμερα έναν ακόμη μετανάστη (εκούσιο), ο οποίος αποφάσισε οικειοθελώς να μετεγκατασταθεί στην υπόγεια πολιτεία του νεκροταφείου· ο εσμός από συγγενείς και λοιπούς φίλους, μαζεμένοι όλοι για το περίφημο "στερνό αντίο" στον άνθρωπό τους, μουρμουρίζει πληροφορίες και ειδήσεις από άλλες περιπτώσεις νεκρών ατόμων, με μια αδιαφορία μεγαλειώδη για το συμβάν του παρόντος αποχαιρετισμού. Η κόρη του στέκει, κάπως απομακρυσμένα από τους υπόλοιπους, σε μια υποτυπώδη ένδειξη σεβασμού της για την μοναδικότητα του πατέρα της και σκυμμένη, φορώντας τα μαύρα της γυαλιά, αναλογίζεται τις κακεντρεχείς ατάκες, που προφανώς θα ακούγονται ή θα λογαριάζονται στα εσώψυχα των φιλικών προσώπων του εκλιπόντος…
Δεν φοράει μαύρα ρούχα, όπως επιτάσσει το ήθος της παράδοσης, μα κάποιο από τα συνηθισμένα της, με ένα σκεπτικό ειλικρίνειας και κατοχύρωσης της απόστασης από το δήθεν ξεχωριστό του θανάτου του πατέρα της. Η μηχανή στο αμάξι της ακούγεται αναμμένη και εκείνη βαστάει με τις παλάμες της τους κροτάφους της, σε μία ένδε4ιξη θλίψης εν μέσω κάποιας ιεροτελεστίας…ρίχνει μια κοφτή ματιά στο συγκεντρωμένο πλήθος πάνω από την σωρό του νεκρού, ο οποίος παραπονιέται για το πρόσκαιρο αδιαχώρητο της στιγμής, βγάζει από τις τσέπες της την θήκη του καπνού και στρίβει ένα τελευταίο τσιγάρο, ενώπιον της επιθανάτιας παρουσίας του πατέρα της. Ο καπνός που αναδεύεται μέσα στο στόμα της και απελευθερώνεται από τα χείλη της στέλνει κάποιες σκέψεις μεταμφιεσμένες, μέσα από το πλήθος, ώστε να μην γίνουν αντιληπτές από τυχαίους, προς τον νεκρό πατέρα της…τραβάει μεγάλες τζούρες και εκφράζεται έτσι από καρδιάς για τον χαμό, όπως εκείνος τον διάλεξε μόνος του, χωρίς μία δεύτερη σκέψη. Ο παπάς καίει λιβάνι και προσεύχεται, για έναν άνθρωπο, ανέκαθεν πολέμιο της θρησκείας (σε οτιδήποτε)…μα κάθε τέλος όποιου ατόμου αποκλείεται να ακολουθείται από τις προσωπικές του επιθυμίες, εφόσον το κοινωνικό σύνολο χαίρει της μακροζωίας του μέσω επεμβάσεων στην κάθε ατομική ελευθερία…
Ανοίγει την πόρτα, φιλάει στο στόμα τον σύντροφό της και ξεκινάει· στην επιτάχυνση του αμαξιού, το πλήθος σύσσωμο στρέφει το χαιρέκακο βλέμμα του προς την επιβεβαίωση της απαξίας του και της περηφάνιας του…μουρμουρητά για την ντροπή της κόρης, που απουσίασε από την κηδεία του πατέρα της, για την αδιαφορία της χρόνιας εμπιστοσύνης που της επέδειξε ο νεκρός και άλλες παρόμοιες προτάσεις αρχίζουν να αναδύονται τώρα πιο ηχηρές, δικαιολογημένες από την απουσία και των δύο. Το ζουζούνισμα των κακιών τους και η αντανάκλαση του μαύρου χρώματος της ενδυμασίας των, υπό την επίβλεψη ενός αστράπτοντος ηλίου προβάλλει την αντίθεση της στιγμής· ένας νεκρός από, μία ζωντανή- νεκρή κόρη, ένα πλήθος από συνεπείς φίλους και συγγενείς, πολλά δάκρυα ψευδεπίφανης ειλικρίνειας και η κατάσταση αξιολογείται από την παρουσία και την απουσία…
Η μητριά δίνει το έναυσμα τόσο της ελευθερίας όσο και του τέλους της χαρμολύπης. Οι παρευρισκόμενοι επιβιβάζονται στα γρήγορα οχήματά τους και ξεκινάνε την πορεία τους για το σπίτι, όπου το γεγονός θα ξεχαστεί, η μητριά θα φιλοξενήσει τον κρυφό της εραστή και η κόρη δεν θα εμφανιστεί, ποτέ πια…
Το διαμέρισμα που μένουν η κόρη και ο σύντροφός της είναι σιωπηλό εδώ και μία ημέρα, με την είδηση της αυτοκτονίας του πατέρα της. Η μουσική υπακούει σε οργανικές ακολουθίες του Μπαχ, όχι όμως και η μεταξύ των σχέση…η πόρτα ανοίγει διάπλατα και οι έντονες ανάσες τόσο οι δικές του όσο και εκείνης επιδίδονται σε μια διαφορετική οπτική του γεγονότος. Δεν είναι καθόλου παράδοξο να μεταμορφωθεί η επαφή, κατόπιν μιας απώλειας, σε κανονική λύσσα, για σάλια, σάρκα, ιδρώτα και μελανιές από αγγίγματα ανάμεσα στα δύο φλεγόμενα κορμιά. Τα χαμηλά ποτήρια παραμένουν άδεια, εφόσον τα χείλη του μπουκαλιού, λόγω πάθους κατέχουν την τιμητική τους. Ούζο λερώνει τα στόματα των εραστών και κηλίδες πέφτουν ακαριαία στο χαλί, μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Η επαφή, με ορμή και πάθος, ανοίγει την αυλαία πάνω σε δεκάδες διάσπαρτες φωτογραφίες από το οικογενειακό της παρελθόν, οπόταν ζούσε και η μητέρα της…τα ρούχα, το ένα μετά το άλλο, σκίζονται και εγκαταλείπουν αυθόρμητα τα κορμιά, που πλέον μπουρδουκλώνονται υγρά και σαν σε τελετουργία, κοκκινισμένα και ζωηρά. Το σθένος των φιλιών στο στόμα, στα γόνατα. Στο στήθος και σε κάθε ανοιχτό πόρο των σωμάτων, προκαλεί βογκητό από τις θερμές ανάσες, στην προσπάθεια να γιορταστεί ο χαμός του αγαπημένου προσώπου με τον έρωτα των ζώντων…οι φωτογραφίες κολλάνε στα ιδρωμένα κορμιά και η μία με την άλλη εφάπτονται, δίνοντας ζωή σε εικόνες του παρελθόντος, που στέκουν πια καταραμένες σε ματ χαρτί, δίχως την ευχέρεια της επαφής· αυτήν την επαφή καταφέρνουν να την ζωντανέψουν τα γλιστρήματα ανάμεσα στο ζεύγος των δύο ερωτευμένων…
Η ώρα περνάει και η κούραση αποτυπώνεται στις κινήσεις των εραστών· τα κούτσουρα μέσα στον βωμό τους λιγοστεύουν, ενόσω η θερμοκρασία προστατεύει τα σώματα. Οι εικόνες από τις φωτογραφίες γίνονται ένα με τα μέλη του ζευγαριού. Ο σύντροφος σηκώνεται να φέρει νερό και πετσέτες για να σκουπιστούν, δεν θα αργούσε, σχεδόν καθόλου…όταν γύρισε αντίκρισε το λιωμένο σαρκικό μυστικό της αγαπημένης του, μαζί με τις φωτογραφημένες θύμισες της οικογένειάς της. Ο καπνός στο τζάκι έδειχνε ένα μείγμα από καπνισμένες ατάκες και καρέ φωτογραφιών να στροβιλίζονται για να πετάξουν και να αραιώσουν στους ορίζοντες…
Την έθαψε μόνος του, δίπλα στην κατοικία των ήδη αυτοχείρων γονιών της…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου