Παραλήρημα-Βίοι Παράλληλοι ΙΙΙ



Κοιμάμαι,
ροχαλίζω εισπνέοντας και εκπνέοντας αργοπορημένα
Ονειρεύομαι,
κουνιέμαι πέραδώθε περπατώντας στα μονοπάτια μιας πόλης,
που φαντάζει τόσο ξύπνια όσο και οικεία.
Γυρίζω πλευρό
κοκκινίζοντας και χαρακώνοντας το άλλο μου μάγουλο.
ενόσω οι ματιές μου σαυτήν την ονείρου πόλη στρέφονται ολόγυρα
βάζω το χέρι μου κάτω από το λευκό μαξιλάρι
και την ίδια ώρα χαϊδεύω το δεξί γεμάτο, μαλλιά προφίλ μου
φτιάχνοντας κάπως τις παλλόμενες τρίχες μου από το φύσημα του αέρα
σκεπάζομαι,
τόσο από το κρύο ,που κουρνιάζει μαζί μου στο στενάχωρο δωμάτιο
σηκώνω τον γιακά μου,
γιατί σαυτήν την πόλη ξεκινά την παρέλαση του ο Αίολος.
Κηλίδες καταλήγει να γίνεται το ρυάκι από το σάλιο στις άκρες των χειλιών μου,
Ενώ πίνω μια μπύρα μαύρη σε κουτί ,τόσο ατσούμπαλα, ώστε να κατρακυλήσει στο πηγούνι μου και να στάξει στο μπουφάν μου.
Καταπίνω το σάλιο μου
αηδιαστικά για όποιον /α παρακείμενό /ή μου
και ρεύομαι την γεύση αυτής της καταπληκτικής ζήθης.
Όσο τα μάτια μου κολλάνε από τις νύμφες που είναι ακόμα τσίμπλες,
άλλο τόσο παραμένουν ορθάνοικτα,
ώστε να μπορέσω να ανατρέξω στο μνημονικό μου,
πότε βρέθηκα σαυτήν την πόλη, παλιότερα.
Λένε πως στον ύπνο,
όσο κι αν νομίζεις πως ελάχιστες φορές αλλάζεις πλευρό,
στην πραγματικότητα,
οι στάσεις είναι δεκάδες ,αν όχι εκατοντάδες
Τόσες και οι βόλτες,
που έφερα σέρνοντας την επιθυμία μου για ανάμνηση,
τόσα τα στενά,
που κατάφερα και διέσχισα,
τόσες οι πόρτες και τα παράθυρα,
που είδα κλειστές και χαλασμένα.
Δεν ένιωθα κατάπληξη,
παρά μια μεγαλόπνοη απορία,
την στιγμή που το ροχαλητό γίνεται σπηλαιώδες από τα ανοιχτά κοιμισμένα στόματα
Μπορεί η όσφρησή μου
να αιχμαλώτιζε βοκαμβίλιες και φαγητά στο φούρνο ή στο τηγάνι,
μα πιστέψτε με,
τα χνώτα μου στο δωμάτιο ήταν ξερά και άνυδρα ωσάν μεθυσμένου!
Το επιβεβαίωσα, όταν ξύπνησα και το βλέμμα μου καρφώθηκε σε μια σκισμένη καρτ-ποστάλ από το μέρος αυτό
Απόρησα στον αντίκρυ μου στον καθρέφτη,
Όπως η χαοτική ματιά του υπνοβάτη

Σχόλια