«Η μορφή που δεσπόζει ως εικόνα του 19ου αιώνα είναι η αναμαλλιασμένη μορφή του Beethoven κλεισμένου μέσα στη σοφίτα του»
Αν και ο ρομαντισμός ξεκίνησε ως λογοτεχνικό κίνημα επηρέασε σημαντικά και συνέβαλε στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής μουσικής. Στο έργο των πρώτων ρομαντικών η έννοια της ελευθερίας προσλαμβάνει χαρακτήρα εξέγερσης και προάσπισης της αυτονομίας του ατόμου, καθώς εναντιώνεται σε μια κοινωνική «ισοπέδωση» την οποία πρεσβεύει η Παλινόρθωση των μοναρχικών καθεστώτων. Ρομαντική μουσική ονομάζεται η μουσική που ανήκει στο ευρύτερο πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αιώνα στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ρομαντική μουσική στοχεύει να προκαλέσει αφενός μεν τη συγκίνηση και αφετέρου δε μια περισσότερο ονειρική ατμόσφαιρα. Προς το στόχο αυτό, σημαντικό ρόλο έπαιξε η αντικατάσταση του κλειδοκύμβαλου από το πιάνο, γεγονός που επέτρεψε στους μουσικούς της εποχής να εναλλάσσουν έντονα τις δυναμικές στην ερμηνεία τους.
Το ρεύμα του ρομαντισμού αναπτύσσεται, όπως είδαμε προηγουμένως, μέσα στο κλίμα της δημιουργίας των εθνικών πολιτισμών, αντλώντας δύναμη και στοιχεία από τις ρίζες της λαϊκής παράδοσης του κάθε έθνους. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αυστηρή ταξινόμηση της μουσικής ανάλογα με τον τόπο καταγωγής της. Το πνεύμα της εποχής είναι διάχυτο από το ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό. Ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα του μουσικού ρομαντισμού είναι ότι αναγνωρίζεται στη μουσική μία αυτόνομη αισθητική αξία και δίνεται προτεραιότητα στην ενόργανη μουσική. Ως αποτέλεσμα η μουσική χάνει τον επίγειο χαρακτήρα της και εξυψώνεται σε μέσο έκφρασης συναισθημάτων, απρόσιτων και σκοτεινών, τα οποία δεν μπορούν να εκφραστούν με τον λόγο. Οι ατμόσφαιρες που δημιουργεί με τις συνθέσεις του ο ρομαντικός μουσικός θυμίζουν σκηνές της φύσης, ήρεμες ή ταραχώδεις. Η ρομαντική μελωδία του 19ου αιώνα απελευθερώνει έναν λυρισμό επιδιώκοντας μια αρμονία εξαιρετικά συναισθηματική και εκφραστική.
Σε ολόκληρο το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η έμπνευση και η αισθητική του ρομαντισμού κυριαρχούν στη γερμανική μουσική. Μολονότι κλασικό στο μεγαλύτερο μέρος του το τεράστιο έργο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ανοίγει με το λυρισμό του ένα δρόμο που θα ακολουθήσουν μεγάλοι συνθέτες όπως ο Σούμπερτ, ο Βέμπερ, ο Σούμαν, ο Μέντελσον και άλλοι. Τα ώριμα έργα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν μπορούν να θεωρηθούν ως η αρχή του μουσικού ρομαντισμού και ο Φραντς Σούμπερτ (Franz Peter Seraph Schubert, 1797-1828) να ονομαστεί «ο κλασικός μουσικός του ρομαντισμού».
Ο Φραντς Σούμπερτ είναι ένας από τους μουσικούς που δημιούργησε το διάστημα αυτό εμπλουτίζοντας το μουσικό κόσμο με τις συνθέσεις του. Μαζί με τον Mozart υπήρξε η πιο γνήσια ιδιοφυία της μουσικής ιστορίας, ένα είδος οραματιστή. Γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Βιέννης. Έζησε φτωχός και αγνοημένος για το μεγαλύτερο διάστημα και πέθανε νέος, μόλις τριάντα ενός χρόνου κατακτώντας μια θέση ανάμεσα στους αθάνατους, ως σύμβολο του ρομαντικού καλλιτέχνη. Ήταν εξαιρετικά παραγωγικός σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Συνέθεσε περισσότερα από εξακόσια λήντερ (ρομαντικά τραγούδια) καθώς και πολλές συμφωνίες, σονάτες, έργα μουσικής δωματίου, θρησκευτικά έργα, μερικές όπερες και πολλές άλλες συνθέσεις.
Γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Βιέννης στις 31 Ιανουαρίου του 1797. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν δάσκαλος μουσικής σε σχολείο, του προσέφερε τις πρώτες μουσικές γνώσεις. Επειδή ήταν καλλίφωνος, σε νεαρή ηλικία εισήχθη στην Παιδική Χορωδία του Βασιλικού Παρεκκλησίου κατόπιν διαγωνισμού. Εκεί παρέμεινε από έντεκα μέχρι δεκατριών χρονών μαθαίνοντας βιολί και πιάνο. Άρχισε να μελετά σύνθεση με δάσκαλο τον Αντόνιο Σαλιέρι και παράλληλα σπούδασε παιδαγωγός στην Ανωτέρα Σχολή. Από το 1814 ως το 1818, διάστημα κατά το οποίο εργαζόταν ως δάσκαλος στο ίδιο σχολείο όπου δούλευε και ο πατέρας του, συνέθεσε πέντε συμφωνίες, τέσσερις λειτουργίες και όπερες καθώς επίσης και πολλά Λήντερ (Lieder).
Από την ηλικία των δεκαεπτά ετών αφοσιώθηκε στη μουσική και ζούσε κυρίως με τη βοήθεια φίλων, που και αυτοί ζούσαν με μποέμ τρόπο, χωρίς ουσιαστικά άλλη πηγή εσόδων, πέραν από παραδόσεις κάποιων ιδιαίτερων μαθημάτων. Ο κόμης Εστερχάζι τον προσέλαβε εκείνη τη χρονιά για να διδάξει μουσική στις κόρες του. Έκτοτε η αυστριακή πρωτεύουσα ήταν η μόνιμη κατοικία του και από το 1820, όταν τα έργα του εκτελέστηκαν για πρώτη φορά δημόσια, είχε τις πρώτες επιτυχίες. Ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι μουσικές βραδιές, γνωστές ως "σουμπερτιάδες", στις οποίες συνόδευε στο πιάνο τον βαρύτονο Μίκαελ Φογκλ, τον καλύτερο ερμηνευτή των λήντερ του στη Βιέννη. Οι συνθήκες ζωής του δυσκόλεψαν το 1823, όταν νοσηλεύτηκε σε κλινική εξαιτίας κάποιου νοσήματος. Εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, αναγκάστηκε να επιστρέψει για λίγο καιρό στη διδασκαλία. Τα χρόνια περνούσαν με εναλλαγές ανάμεσα στην επιτυχία και τις δυσκολίες ως το 1828, όταν η ήδη κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε από τυφοειδή πυρετό, που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο.
Μέσα από τον ταραχώδη, πλούσιο σε έργο και σύντομο βίο του Σούμπερτ αναδύεται ίσως η πλέον χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ρομαντικού καλλιτέχνη, ο οποίος ζει και δημιουργεί σε μια περίοδο, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες αναφορές σχετικά με την ελευθερία του ανθρώπου, την παιδεία του, την σχέση του με τη φύση αλλά και τον άνθρωπο. Κυριαρχεί μία τάση απελευθέρωσης των συναισθημάτων που δεν υπήρχε στις προηγούμενες εποχές και οι καλλιτέχνες εκφράζουν τον πόνο, την αγάπη, την χαρά χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να τα καλύψουν. Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργα είναι το γνωστό ως «Κουιντέτο της πέστροφας» (1818-1819), ένα κουιντέτο για πιάνο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο και το οποίο βασίστηκε στο ομώνυμο τραγούδι του «Η πέστροφα», πάνω σε στίχους του Κρίστιαν Ντάνιελ Σούμπαρτ (Christian Daniel Schubart). Είναι ένα χαρούμενο παιχνίδι ήχων και θελκτικών μελωδιών, πιάνου και εγχόρδων, απ' όπου αναβλύζει η σθεναρή επιθυμία για μια ζωή χωρίς βάσανα και βάρη. Το «Κουιντέτο της πέστροφας» εξυμνεί στο φινάλε του τη συντροφικότητα, μία έννοια την οποία ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης μαζί με τη μουσική τη θεωρούσε ως τα μέγιστα αγαθά και χαρές που γεύονταν.
Ένα ακόμη σπουδαίο έργο του Αυστριακού μουσικοσυνθέτη το οποίο συνέθεσε στα νεανικά του χρόνια (1815) είναι «Ο βασιλιάς των ξωτικών», ένα διατμηματικό ληντ (lied)βασισμένο στη φημισμένη μπαλάντα του Γκαίτε. Η μουσική ακολουθεί τη διαδρομή που χαράσσει η αφήγηση σ' ένα μοτίβο με διάχυτο το ρομαντικό ύφος και μία υποβλητική σκοτεινότητα ανεβάζοντας το ληντ (lied) σε μια υψηλή συμφωνική βαθμίδα. Η χαρμολύπη των στιχομυθιών μεταξύ του πατέρα και του γιου καταλήγει στη θλιβερή πραγματικότητα του θανάτου του παιδιού και το ακροατήριο αντιμετωπίζει κατάματα τη σκληρότητα της πραγματικότητας και την είσοδο σε ακόμη σκληρότερες συνθήκες. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως σε αυτό το έργο αντανακλάται η πίκρα που διαρκώς συνόδευε τον Σούμπερτ στην ολιγόχρονη ζωή του.
Ένα ακόμη μεγαλειώδες έργο του Αυστριακού μουσικοσυνθέτη των αρχών του 19ου αιώνα είναι το εκθαμβωτικό του δημιούργημα, η ένατη συμφωνία. Σε αυτή τη συμφωνία αξιόλογη τίθεται η ισορροπία μεταξύ του κλασικού και του ρομαντικού πνεύματος. Μια ισορροπία η οποία επιτυγχάνεται καθώς οι δύο τεχνοτροπίες, η παραδοσιακή κλασική αφενός και η πιο ελεύθερη, σχετικά με τους κανόνες της σονάτας και της συμφωνίας, ρομαντική αφετέρου συνδυάζονται αποτελεσματικά. Με αυτήν τη τελευταία του συμφωνία, ο Σούμπερτ διεύρυνε το ληντ (lied) σε διαστάσεις συμφωνικές.
Σημειώσεις-βιβλιογραφία...
Εμμανουήλ Μ., Οι Εικαστικές Τέχνες τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, στο Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη από τον 18ο ως τον 20ο αιώνα, τ.Β', εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2002
Μάμαλης Ν., Η Μουσική στην Ευρώπη, στο Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, τ.Γ', εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Κανελόπουλος Π., Ιστορία του Ευρωπαικού Πνεύματος, τ.Χ', εκδ. Δ. Γιαλλέλης, Αθήνα, 1984
E.J. Hobsbawm, Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000
Serge Berstein-Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης, τ.2, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997
E. Burns, Ευρωπαική Ιστορία, Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, επιμ.-εισαγ. Ι.Σ. Κολιόπουλος, τ.Β', 2η έκδοση, Θεσ/νίκη
Joseph Machlis-Kristine Forney, Η Απόλαυση της Μουσικής, Εισαγωγή στην Ιστορία- Μορφολογία της Δυτικής 9ουσικής, επιμ. μτφ., Δ. Πυργιώτης, εκδ. Fagotto Books, Αθήνα, 1996
Isaiah Berlin, Οι Ρίζες του Ρομαντισμού, εκδ. Scripta, Αθήνα, 2000
Hugh Honor-John Fleming, Ιστορία της Τέχνης, μτφ. Ανδ. Παππάς, εκδ. Υποδομή, 1991
R.L. Furst, Ρομαντισμός, η Γλώσσα της Κριτικής, μτφ. Ιουλ. Ράλλη-Κ. Χατζηδήμου, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 2003
Roland de Cande', Λεξικό των Συνθετών, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1987
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου