«Το Πλοίο και ο Φάρος»....από την ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ

Υγρά βράδια και η θαλάσσια γητεύτρα χαριεντίζεται με τον πλωτό της επιβήτορα. Τα χάδια τους δίνουν και παίρνουν, ενόσω σπέρματα πλαγκτόν ξεφεύγουν από την επαφή των ξύλινων μελών με την βραδινή θαλάσσια ερωτική εξομολόγηση… «Όσο περισσότερο σε αγγίζω τόσο τα υγρά της ευδαιμονίας μου μεταμορφώνονται σε πανύψηλα κύματα γεμάτα πάθος να σε γλείψουν για να καταλάβεις πόσο πολύ σε επιθυμώ…»
-«Τα κατάρτια μου ορθώνονται στην επαφή σου μα με τον καιρό νομίζω πως πληθαίνουν οι εραστές σου και η ανάγκη σου να βρεθώ μέσα σου λιγοστεύει, αφού τις φορές που απουσιάζω για να κοιμηθώ σε κρυφά φυσικά λιμάνια όλο και κάποια άλλοι θα σε ευχαριστούν με τις περιπλανήσεις τους στο αλμυρό κορμί σου», παθιασμένα λόγια από την πλώρη ενός εν πλω, απογοητευμένου δρύινου εραστή. « Ακόμα και αυτή σου η άρνηση να μου πεις γι’ αυτόν τον φάρο…τι τόσο επικίνδυνο είναι…γιατί δεν με αφήνεις να εκμεταλλευτώ την περιέργεια που μου δημιουργεί το φως του, ε!»

Η σχέση τους άρχισε κάποτε, κάποια χρόνια πριν (γύρω στο 1524), όταν πρωτάρης τότε έκανε το παρθενικό του ταξίδι στην Ακτή του Ελεφαντοστού μεταφέροντας μπαχαρικά και δούλους. Η πληθωρική θαλάσσια καλλονή οσμίστηκε το λουστραρισμένο του άρωμα και τις ξύλινες διαστολές και συστολές που γαργαλούσαν το υγρό ωκεάνιο κορμί της. Αυθόρμητα οι πολυάριθμοι οργασμοί της μετατράπηκαν σε φουσκοθαλασσιά ανεβοκατεβάζοντας τον ανυποψίαστο εραστή της στα ύψη και τα βάθη της αγκαλιάς της ψηλαφώντας κάθε δρύινο πόρο του. Ήταν τότε που και αυτός κατάλαβε πως από κάτω και ολόγυρά του κάποιο περίεργο παιχνίδι αισθήσεων τού διέστελε τις ρωγμές και έκανε τον καπετάνιο και τους δουλέμπορους ναυτικούς να ρίχνουν στην θάλασσα το περιττό φορτίο, αλυσοδεμένους πόδια με πόδια· ήταν τότε ακριβώς η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησε τον ρόλο του και απογοητεύτηκε.
Γνωρίστηκε με την αγαπημένη του στην κοινή τους προσπάθεια να πνίξουν τους δολοφόνους, αυτός παλαντζάροντας και γέρνοντας, σχεδόν φιλώντας την, δεξιά και αριστερά και αυτή φτύνοντας με μανία θεόρατα κύματα πάνω τους. Έκτοτε τριγύριζε εκστασιασμένος στα υγρά και αλμυρά μονοπάτια του σώματός της, απολαμβάνοντας τις χάρες της, προκαλώντας πανικό στα δουλεμπορικά καράβια και συνδράμοντας στα φιλικά του πειρατικά πλοία να καταληστεύουν και να καίνε τις γαλεάτσες και τις φρεγάτες και στην συνέχεια αυτά να απορροφούνται στα βάθη της καλής του, όποτε οι ορέξεις τής πίεζαν το απύθμενο στομάχι. Μαζί της γνώρισε όλες τις χαρές και τις λύπες. Της χάιδευε την επιφάνεια, όταν περνώντας από τις παράλιες βόρειες χώρες αυτή έτρεμε και αισθάνονταν άρρωστη· εκεί ήταν και η πρώτη φορά που τελείωσε μέσα της και τα παγόβουνα κατόπιν θα φώναζαν, μπαμπά και μαμά. Έπειτα, τις στιγμές που η ερωμένη του θα ανέβαζε πυρετό στις καυτές περιοχές του Ισημερινού, αυτός θα της έκανε αέρα με τα πανιά του για να την δροσίσει.
Περνώντας τα στενά του Γιβραλτάρ, μετά από μία σχέση τριών χρόνων και χιλιάδων ναυτικών μιλίων, το γαμήλιο ταξίδι τους στην Μεσόγειο θα αποτελούσε μία από τις πλέον ονειρικές στιγμές τους. Κάτω από την Κρήτη έκαναν έρωτα και τα καυτά τους χνώτα μύρισαν ολόκληρη την βόρεια αφρικανική ήπειρο· ο κουμπάρος τους ο Αίολος ονόμασε το καρπό του έρωτά τους λυβικό πέλαγος και η Αφρική πάντοτε θα τους θύμιζε την θερμή ατμόσφαιρα που αναδύονταν από την επαφή τους, μόλις είχαν δεσμευτεί. Αλλά και την πρώτη τους γνωριμία μέσα από την προσπάθεια να εκδικηθούν τον κατακτητικό σαδισμό των πολιτισμένων Ευρωπαίων.
Η θάλασσα και το πλοίο συνέχιζαν την σχέση τους μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο με αναρίθμητες βαρκάδες λίγο πιο μακριά από τις ακτές της ξηράς. Η ξηρά τούς θαύμαζε μιας και αυτή δεν είχε την ίδια κατάληξη με τον αιώνιο παρόντα- απόντα δικό της εραστή, τον ουρανό· αυτός είχε αποφασίσει αυθαίρετα, χωρίς καν να το συζητήσουν μεταξύ τους, να την πληγώνει μέσω της αποστάσεώς τους. Απλώς βρίσκονταν σε μία διάσταση, σε μία ιδιαίτερου ύφους σχέση χαράς μέσω της λιακάδας και μελαγχολίας με τις φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες διαθέσεις του. «Είναι χαζός», τους εξομολογούνταν συχνά πυκνά. «Το μοναδικό πράγμα που του αρέσει είναι να αυνανίζεται με την μορφή μου και να τελειώνει σε βροχοσταλίδες. Αλλά για να είμαι και εγώ ειλικρινής, αφού τα πράγματα έχουν ως τέτοια και δεν μπορούμε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο με κάποιο τρόπο, χαϊδεύω και εγώ το κέντρο μου και εκσφενδονίζω πύρινη λάβα από τους ενεργούς πόρους μου…!». Σε αυτά της τα παράπονα το καράβι και η θάλασσα γελούσαν προσπαθώντας να την κάνουν να ξεχαστεί.
Έτσι κυλούσαν οι καταστάσεις στη φύση, εφόσον χρόνος στην φύση ουδέποτε υπήρξε· μονάχα σαν λαθρεπιβάτης έκανε την εμφάνισή του κάθε φορά μαζί με τα υπόλοιπα πλοία που έπλεαν πάνω στην πρασινογάλαζη δεσποινίδα.
Τότε άρχισαν και οι πρώτες υπόνοιες του καραβιού, πως η σύντροφός του γλυκοκοιτούσε κάποιους από τους άλλους υπερπόντιους φιλόδοξους μνηστήρες, οι οποίοι αποκλείεται να μην την καμάκωναν σε κάθε τους πέρασμα. Για το ίδιο το καράβι, οι σοβαρότεροι αντίζηλοι ήταν τα φαλαινοθηρικά, μα δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Ξεκίνησε λοιπόν μια άνευ προηγουμένου ανέλπιστη προσπάθεια να μάθει για το παρελθόν της αλμυρής κυράς που του είχε συνεπάρει τα αμπάρια και τα κατάρτια. Ο μοναδικός τρόπος για να αποκαλύψει το παρελθόν της ήταν να πάρει τις πληροφορίες από τους αποσυρμένους- απογοητευμένους εραστές της, οι οποίοι κείτονταν στον αχανή πυθμένα της λήθης της· και σε αυτόν τον σκοπό οι μόνοι που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν με τις πληροφορίες τους θα ήταν τα δελφίνια. Η αλατισμένη αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφτεί και ύστερα από εβδομάδες συνταρακτικών πληροφοριών γύρω από τους εραστές της, το καράβι συνειδητοποίησε πόσο τον είχε πλανέψει.
-« Καλά θυμόμουν την πρώτη στιγμή στο λιμάνι του Πόρτο, όταν μία μητέρα σπαράζοντας είχε φωνάξει στο παιδί της που έφευγε για ναύτης, να προσέχει ακόμα και την νηνεμία, γιατί η θάλασσα είναι πλανεύτρα και μεγάλη ψεύτρα.»
-« Μα καλά, τι εντύπωση είχες όταν σε ναυπηγούσαν με τέσσερα κατάρτια; Πως θα ήσουν πιο όμορφος ή πιο γρήγορος; », κάποια στιγμή του αποκρίθηκε ένα δελφίνι που έπαιζε δίπλα του και άκουσε τα παράπονα που μουρμούριζε.
-« Ήμουν ένα μαλθακό και άπειρο νέο σκαρί τότε, η αλμύρα δεν είχε κάψει τους πόρους μου, δεν είχα γευτεί την ομορφιά του έρωτα ούτε και τις παγίδες του…» και άρχισε να διαγράφει μεγάλους κύκλους γύρω από το κορμί του περιμένοντας να βάλει ο ουρανός το νυχτικό του, ώστε να μιλήσει στην άκαρδη και υποκρίτρια ερωμένη του έξω από τα δόντια. Λύγισε τα κατάρτια του σε ένδειξη λύπης σκοπώντας να την αναγκάσει να μιλήσει πρώτη και να τον ρωτήσει τι συνέβαινε και τόση κατήφεια άχνιζαν τα αμπάρια του. Πράγματι…
Ο ήλιος αποτραβήχτηκε στα ιδιαίτερά του στο άλλο ημισφαίριο και οι φωτεινοί θιασώτες της νύχτας ξεπρόβαλαν ο ένας μετά τον άλλο περιμένοντας με λαχτάρα να λάμψει η παντοτινή τους επιθυμία, το συμπαντικό τους απωθημένο· αυτή που ύστερα από κάθε ολόγιομο βράδυ επιδίδονταν σε ένα αργό και ερεθιστικό στριπτίζ, διάρκειας τριάντα μερόνυχτων και τούμπαλιν ένα αισθησιακό ντύσιμο της ίδιας οργασμικής διάρκειας, η σελήνη.
Μία περίεργη ησυχία επικρατούσε στα μέσα του ωκεανού, που τώρα καθρέφτιζε τη βραδινή ουράνια μάσκα με τα μπιχλιμπίδια της. Σιγά–σιγά, συσσωρευμένη πυκνότητα αλμύρας τρεμούλιαζε πάνω στα ξύλινα τοιχώματά του προδίδοντας τις ερωτικές προθέσεις της άπιστης καλής του.
-« Γιατί δεν γέρνεις ούτε μια σπιθαμή μοίρας προς τα μέσα μου, καλέ μου; Τι τρέχει και έδεσες τα πανιά σου και έγειρες τα κατάρτια σου, αυτά που τόσο πολύ με εξιτάρουν; Συνέβη τίποτα λυπηρό; Μίλα μου σε παρακαλώ! Μήπως σε κούρασε η επαφή μας και η αγάπη μου; »
-«Μάλλον εγώ θα πρέπει να ρωτήσω τι πρόκειται να μου συμβεί, μόλις εσύ σταματήσεις να με ποθείς! Μήπως θα με πνίξεις με τα χάδια σου και εγώ θα αρκεστώ στο να με βρει ένας όμορφος θάνατος στον πάτο της λησμονιάς σου;» και με τα τριξίματα στα δρύινα μέλη του άρχισε να κλαίει πλέοντας όλο και πιο ανατολικά στην προσπάθειά του να την αποφύγει. Μάταια όμως…η θάλασσα ανταποκρινόμενη φούσκωνε ολοένα και περισσότερο, όχι όμως όπως φούσκωνε προηγουμένως για αυτόν και τόσους άλλους, από πόθο και επιθυμία.
-« Γιατί με κοροϊδεύεις και δεν μου λες τι πραγματικά είναι αυτό που θες από εμένα; Γιατί πάντοτε με θέλεις μαζί σου τις νύχτες και όποτε σου λέω πως είμαι κουρασμένος και θέλω να αράξω σε κάποιο λιμάνι, με τα τερτίπια και τα γαργαλητά σου με τραβάς πάλι μέσα σου;»
-« Σου αρκεί να αράζεις σε λιμάνια κάθε πρωί αν θέλεις, όμως εγώ από ενδιαφέρον σε θέλω συνεχώς κοντά μου», προσπαθώντας να τον ησυχάσει του δικαιολογούνταν η θάλασσα.
-« Άσε με σε παρακαλώ με τις δικαιολογίες σου!»
-« Μην ξεχνάς κάτι πολύ σημαντικό, εγώ δεν έχω ανάγκη από δικαιολογίες γιατί απλούστατα εγώ είμαι η θάλασσα», προσβεβλημένη εκείνη του απάντησε φτύνοντάς του ένα κύμα τρεις φορές το ύψος των καταρτιών του.
-«Δεν είναι περίεργο πως ποτέ δεν μου έχεις εξηγήσει τι είναι αυτή η λεπτή και αχνή δεσμίδα φωτός τα βράδια, που όταν την βλέπεις συμπεριφέρεσαι μανιασμένα και με απειλείς λέγοντάς μου πως προς τα εκεί είναι το νεκροταφείο μου…;»
-« Δεν σου φτάνει η αγκαλιά μου, δεν σε καλύπτει ο πόθος μου για’ σένα και τα όσα σου έχω προσφέρει; Ταξίδια και την προστασία μου από τα πολεμικά πλοία; Το γεγονός ότι σχεδόν κάθε ημέρα σε ξεβράζω σε κάποιον ύφαλο και σου καθαρίζω τα μπουλόνια και τις βίδες σου για να μην σκουριάσεις και σαπίσεις, δεν σου λέει τίποτα; Δεν σε φτιάχνει πλέον που σε χαϊδεύω στα πιο απόκρυφά σου μέλη σε αυτά δεν τα γνωρίζει κανείς άλλος πέραν των νεκρών και γερασμένων δημιουργών σου στο ναυπηγείο;»
-« Τα παιχνίδια σου με πλήγωσαν και μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις. Εγώ ακόμα και όταν ζηλεύω τα υπόλοιπα πλοία που σε αγγίζουν, δεν σου αναφέρω το παραμικρό, γιατί ξέρω πως κάθε υπέρογκη και αγνή επιθυμία εξαγνίζει και την πιο ουσιώδη βιολογική ανάγκη, εσύ όμως! Τι είναι ο φάρος στην στεριά αλατισμένη μου και γιατί νεύεις συνωμοτικά στην ξηρά, κάθε φορά που της ξεφεύγει κάτι για ναυάγια και τσακισμένα κορμιά πλοίων σε βράχους, λίγο πιο μακριά της; Ζηλεύεις και εσύ ή θες την αποκλειστικότητά μου; Με προστατεύεις ή κυριαρχείς στην παρουσία μου μέχρι να με βαρεθείς;»
-« Θέλεις να φύγεις άτιμε, το ξέρω, αφού καθετί πολυπόθητο μόλις και πραγματοποιηθεί χάνει την μαγεία της απόστασης που είχε, γίνεται κεκτημένο και αρχίζει να ξεθωριάζει, να σφύζει από συνήθεια…φύγε λοιπόν!» και με ένα ξερό και τεράστιο χαστούκι από κύματα τον απώθησε προς αναζήτηση και λύση της απορίας του. Τα πανιά του λύθηκαν και τα κατάρτια του ανασηκώθηκαν από τον ερεθισμό του για το καινούριο. Μάλλον ο ίδιος ήθελε πιο πολύ να διακόψει και τα κατάφερε, όχι όμως για όσα θα ήθελε· οι κατάρες της θαλάσσιας αφέντρας θα τον κυνηγούσαν μέχρις ότου και πάλι αυτή να δικαιωθεί για την μοναδικότητά της, ήτοι την θαλάσσια υπεροχή…


(…προς αναζήτηση της δεσμίδας φωτός ή
τα πρώτα σκιρτήματα ή
η αναταραχή του κοινωνικού κατεστημένου προϊόντος )


Άλλη μία παράσταση για το οφθαλμόλουτρο των άστρων είχε σημάνει την λήξη της. Για άλλη μια φορά απογοητευμένα αποσύρονταν και αυτά προς το άλλο ημισφαίριο για να συνεχιστεί το ατελείωτο μαρτύριό τους μπρος στην θέα της έκπαγλου καλλονής…θα γίνονταν ρεζίλι σε άλλα μάτια και σε άλλους τόπους· για την γη πάντως αποτελούσαν την αιώνια διασκέδασή της, καθώς παρατηρούσε τον μακρινό της εραστή να την έλκει με αυτήν του την αστέρινη ρόμπα.
Το δρύινο καράβι βρίσκονταν στην μέση του πουθενά ή καλύτερα πάνω σε κάποιο σημείο της τελειωμένης ερωτικής του ιστορίας και ήδη άρχισε να νιώθει τις αλλαγές στον εαυτό του μετά το βίαιο "χωρισμό"· τα άκρα του και τα πλευρά του τα ένιωθε πιασμένα και η αλμύρα όλων αυτών των χρόνων έτσουζε έντονα τις ρωγμές του. Οι επιπτώσεις της φθονερής και πληγωμένης ζηλοτυπίας της πρώην συντρόφου του είχε ξεκινήσει να τον φθείρει. Κι όμως αυτός ξεχνούσε με σθένος τα όποια ενδεχόμενα, καθώς μπροστά του έβλεπε μόνο την αναζήτηση της ασίγαστης επιθυμίας του. «Δεν θα τα παρατήσω! Παίρνω ένα ρίσκο σημαίνει άλλα τόσα ρίσκα! Δεν θα κουραστώ μέχρι να βρω το φως που με καλούσε με τις δεσμίδες του…» και έπλεε χωρίς το παραμικρό ίχνος υποψίας για το που βρίσκονταν, μακριά ή κοντά.
Η προσπάθειά του γίνονταν ακόμη πιο δύσκολη, εφόσον όλα είχαν προβλεφθεί από την αλατισμένη μοναδικότητα· την τελευταία τους βραδιά με τις νευριασμένες της φουσκοθαλασσιές είχε καταφέρει να πνίξει στα βάθη της κάθε του ελπίδα να συνεργαστεί με τους ορίζοντες. Είχε κόψει και την άγκυρά του καταδικάζοντάς τον έτσι σε ένα αέναο μαρτύριο, δίχως στιγμή για ξεκούραση. Η αφέντρα είχε προδιαγράψει το τέλος του. Και αυτός ανενδοίαστα έπλεε προς αυτό ψάχνοντας να συναντήσει τον φάρο. Το ταξίδι του όμως –κάτι που αποτελούσε και ένα δείγμα τής ευγνωμοσύνης της για τις υπέροχες στιγμές που είχαν περάσει μαζί- δεν ήταν άγριο και επικίνδυνο· ήταν μέρες που οι ψαράδες χαμογελούσαν και έβγαζαν το ψωμί τους χωρίς κόπο και αγωνία, μέρες που το διαπόντιο εμπόριο δεν γνώριζε φυσικά εμπόδια και ο πρώιμος καπιταλισμός επιτίθετο σε νέες περιοχές. Η θάλασσα από την πλευρά της αγαλλίαζε στα πλευρά κάποιου άλλου πλοίου μην έχοντας όμως ξεχάσει πάνω σε ποιανού την δυστυχία θα ευτυχούσαν οι υπόλοιποι.
Χωρίς πυξίδα όλα τώρα ήταν δύσκολα σαν τις κινήσεις που δεν καθοδηγούνται από κάποιο σκοπό, με αποτέλεσμα η πορεία να αποκτάει ενδιαφέρον, να γεμίζει από εντυπώσεις και συμβάντα, άσχημα ή καλά, γεμάτη σκαμπανεβάσματα μα ποτέ με ένα τέλος, το οποίο και θα αποτελούσε την ολοκλήρωση του σκοπού. Μια απραγματοποίητη πράξη, στην ουσία. Και αυτό το οποίο δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την όλη κατάσταση ήταν η αδυναμία του να ξεκουραστεί σε κάποιο λιμάνι, ώστε να σκεφτεί με ηρεμία τις επόμενες κινήσεις του, να επιδιορθώσει τις ζημιές του και να συναναστραφεί με άλλα πλοιάρια που ενδεχομένως θα του πρόσφεραν πληροφορίες για την κατεύθυνση που θα έπρεπε να ακολουθήσει προκειμένου να απαντήσει τον πολυπόθητο καημό του. Εν τούτοις, όσο και αν προσπαθούσε να ξεχάσει την στιγματισμένη του σχέση με αυτήν που επεδίωκε να δημιουργήσει, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λυτρώθηκε δεν τον ευνοούσαν.
Οι εβδομάδες περνούσαν και οι υλικές του φθορές αυξάνονταν μεγαλώνοντας συνάμα τον φόβο του πως δεν θα κατάφερνε ούτε να προφτάσει να δει τον πόθο του. Ο ήλιος τού κατάτρωγε τα σκασμένα από την πολυκαιρία μέλη του και όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι του, πλέον ανύπαρκτοι. «Τελικά όταν κάτι χάνεται, εξαφανίζεται ολότελα ακόμα και τα τόσα που το χαρακτηρίζουν διαψεύδοντας το παραμικρό ίχνος ανεξαρτησίας τους από το γενικότερο σύνολο που συμπληρώνεται με την παρουσία τους… », σκέφτονταν αποκοιμισμένος πολλές φορές.
Η πλώρη του φανερά νυσταγμένη με δυσκολία μόλις που μπορούσε να διακρίνει οτιδήποτε στον ορίζοντα· είχε μείνει άυπνος όλο αυτόν τον καιρό μήπως και τυχόν παρέκαμπτε από τον πόθο του, γεγονός όμως που τον είχε κουράσει υπερβολικά, σε σημείο να βλέπει οπτασίες εχθρικών καραβιών, κανονιοφόρα τα οποία δήθεν έπλεαν εναντίον του. Και αυτός με την σειρά του άλλαζε την ρώτα του αποφεύγοντας τα. «Έχω κουραστεί και νομίζω πως τόσο καιρό κάνω κύκλους χωρίς να το έχω καταλάβει…», από τις τελευταίες του κουβέντες με την μοναξιά του, λίγο πριν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Αυτή του είχε απομείνει και η μοναδικότητά της τον συνεπήρε σε έναν ύπνο βαθύ.
Η ξεκούραση θα τον αγκάλιαζε για πολύ και η αύρα της θα τον οδηγούσε εν αγνοία του κοντά στην φαντασίωσή του. Θα του επεφύλασσε μια αναπάντεχη, σχεδόν ανεκπλήρωτη έκπληξη· ίσως αυτό το πολυπόθητο τέλος που θα τον τσάκιζε από την χαρά μιας στιγμιαίας συνάντησης. Η φύση του ανεκπλήρωτου λυτρώνοντάς τον από την εκδικητικότητα του παρελθόντος του τον κοίμησε για τα καλά…
Ξύπνησε τρίζοντας και πιασμένος, εν μέσω ζοφερού σκότους· δεν έβλεπε μπροστά του και γύρω του απολύτως τίποτε. Κατά ένα παράδοξο λόγο, ο ουρανός είχε ξεκουμπώσει το νυχτικό του και μια αισθησιακή πνοή από ουράνια βογκητά πλαισίωναν την ερεβώδη ατμόσφαιρα. « Τι γλυκιά τύφλωση με έχει καταβάλλει! Χμ, λες να συμβαίνει αυτό που ονειρεύονταν τόσο καιρό η απογοητευμένη γη; Ίσως…» και ξαφνικά πεφταστέρια έκαναν την εμφάνισή τους φωτίζοντας ανά διαστήματα τον μαύρο ουρανό. Το σκοτάδι της εικόνας ήταν σκόπιμο και πιο αναπόφευκτα τα βαριά χνώτα του πυθμένα και οι έκπτωτοι κομήτες γύρω του. Στο βάθος κατάφερε να διακρίνει κάθετους πύρινους πίδακες υγρής λάβας, που στον ουρανό ολοκληρώνονταν σε σχήματα φοινίκων, ωσάν φωτοβολίδες. Ακολουθώντας το σημείο απ’ όπου ξεπηδούσαν, απόρησε για μία λάμψη φωτός που εμφανίζονταν και χάνονταν σε ίσα διαστήματα, κάθετα στις κατακόρυφες σπερματικές εξάρσεις από το ερωτικό συνονθύλευμα του ουρανού και της γης. Όρθωσε το ανάστημά του και με περίσσια έκσταση άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του καλέσματος.
Μουσώνες χόρευαν προδίδοντας την κούραση και την ταυτόχρονη αγαλλίαση τουύουρανού, ύστερα από την επαφή με την καλή του, δυσκολεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το καράβι να προσεγγίσει τον φωτεινό προορισμό του, τον φάρο· ένας ομοφυλοφιλικός έρωτας θα επρόκειτο να ταράξει την μέχρι τότε νηνεμία της φύσης. Το καράβι θα έβρισκε την αγκαλιά του φάρου. Τα βλέμματα της πλώρης του χάιδευαν τις πυρώδεις ματιές τού τεράστιου λαμπερού φαλλού, που έστεκε με περηφάνια στην μέση της αχανής υγρής και αλμυρής έκτασης, αδημονώντας να πέσει πάνω του. «Επιτέλους, σε βρίσκω φωτεινέ μου…αααχχ, τι όμορφος πόνος, αυτός της πρώτης και κύκνειας επαφής μαζί σου…μμμ…» και ήχοι από τριγμούς και λυγμούς σαν από τεράστια δέντρα που πέφτουν ξεριζωμένα στο έδαφος, βυθίζονταν στην μαύρη θαλάσσια άβυσσο…
Μετά ησυχία, ένας γυμνός ουρανός, μια υπόκωφη άπνοια και ένα φως να χάνεται και να εμφανίζεται πάλι διαγράφοντας έναν ατέρμονα νοητό ομόκεντρο κύκλο· πνιγμός.

Το επόμενο πρωί ο ήλιος είχε φορέσει τα πένθιμά του και μια δακρύβρεχτη συνοδεία σύννεφων κεραυνοβολούσε το σημείο του τέλους. Μονάχα κάποια δρύινα ακρωτηριασμένα μέλη βρίσκονταν ακόμα γαντζωμένα στην μικρή βραχονησίδα του φάρου. Και αυτός, αυτός ακόμα φώτιζε. Ήρεμος όπως πάντοτε· ένας απλησίαστος εραστής, ένας μουγκός συνένοχος της υλιστικής ισορροπίας.





Σχόλια