Στις σωρούς αμέτρητων θύμισων πατάμε και δρασκελίζουμε πάνω στις διάρκειες, με αναπνοές στιγμών. Ρημάζονται οι προμαχώνες του ελεύθερου χρόνου και οι νέοι πολεμιστές αγόγγυστα παρέχουν λίπασμα στις γαίες. Οι πατρίδες πλέον δεν έχουν ανάγκη από προασπιστές και θρασύτατους λάγνους του πολιτισμικού παρελθόντος. Τουναντίον, δικαιούνται προσοχής και ενδιαφέροντος από τους προηγούμενους ιθαγενείς του παρελθόντος κόσμου. Το κυκλοφοριακό ολίσθημα του ιστορισμού οφείλεται στην υπεραπλούστευση της σύγχρονης εννοιολογικής περιουσίας· η πληθώρα των σημείων κουράζει και αντικαθίσταται από φευγαλέες εντυπώσεις, μεγαλοστομίες και περηφάνια των ολίγων εκμεταλλευτών στα περιθώρια του ψυχικού κόσμου της πολυπληθούς μάζας. Το όνομα της κατανάλωσης απορροφάται και μετατρέπεται σε καταιγίδες πληροφοριών, σχετικών και αδιάφορων. Ο πλουραλισμός των λέξεων εμπνέει τον βερμπαλισμό της επιχειρηματικής ελίτ παράλληλα με τα έσοδά της. (K.K)
Τ
ο χάσιμο χρόνου μεταφράζεται σε «λευκή κατανάλωση», ήτοι καταναλώνεις ό,τι δεν πρόλαβες μέχρι τώρα, δίχως να αγοράζεις επιπλέον. Και σύμφωνα με αυτό, η κατανάλωση ταυτίζεται ως όρος με την έννοια της αγοραζωής· ένα εκπτωτικό παίγνιο νοημάτων και περιεχομένων σε συσκευασίες αγοραίων αγαθών και ιδεωδών. Η αμετροέπεια και η υπερβολή συγχρόνως λογαριάζονται ως θράσος/ θάρρος και τόλμη. Η απεξάρτηση και η ανυπακοή στις μέρες μας καταδικάζονται ως ασωτία και περιθώριο.
Τα συμπεράσματα είναι τόσα πολλά, εφόσον πολυάριθμες είναι και οι υποθέσεις για οτιδήποτε συμβαίνει και γνωστοποιείται, οτιδήποτε δηλαδή πλασάρεται διαμορφώνοντας πραγματικότητα με τη συνδρομή των εικόνων. Στο λυκαυγές της συνειδητοποίησης των πραγματικών διαστάσεων του τρόπου ζωής, μόνον εκεί θα μπορούσε κανείς να εναποθέσει τις ελπίδες του για μία αλλαγή της καθημερινότητας…μα και πάλι, το να μεταθέτεις την αληθινή ώρα των ειλικρινών σου προθέσεων στο αμέσως επόμενο διάλειμμα από την βιωμένη πραγματικότητα φανερώνει εξ αρχής ό,τι το παιχνίδι δεν επιθυμεί άλλους παίκτες παρά εσένα τον ίδιο. Κάποτε κάποιος πρότεινε πως ό,τι αναβάλλεται για αύριο, ανάβαλλέ το για αύριο και κάποιος άλλος αντέτεινε πως ό,τι μπορείς να κάνεις τώρα μην το αφήνεις για αύριο. Ο χρόνος πλέον δεν είναι ρευστός ως συνήθιζε να είναι. Όσο αλλάζει το παρόν σε αντιστροφή με το παρελθοντικό παρόν άλλο τόσο και η εντύπωση του μέλλοντος μετακινεί διαρκώς τα παροντικά στοιχεία που θα την χαρακτηρίσουν! Ρεαλισμός και όχι φαντασία, αυτό θωπεύει τις ανεδαφικές συγκινήσεις…
Ο μοναδικός εχθρός του ανθρώπου είναι το ίδιο το υποκείμενο και οι δια-δράσεις του μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Σε αυτό το σημείο θα συμφωνήσω με τον Αντόρνο που υπογραμμίζει πως «...(οι μάζες) δεν έχουν απλά χάσει την όποια αίσθηση ταξικής αλληλεγγύης αλλά επιπλέον αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν πλήρως ότι αυτοί είναι τα αντικείμενα και όχι τα υποκείμενα της κοινωνικής διαδικασίας, την οποία εντούτοις διατηρούν σαν υποκείμενα»(1) Ο χρόνος γεννάει, ωριμάζει και μετουσιώνει τις διαστάσεις του μέσα στις δράσεις του ατόμου· σχετίζεται αμφίδρομα με τις εικόνες, τις πράξεις και τα νοήματα του σύγχρονου κόσμου, επιτρέποντας συνάμα και το σαδισμό, ήτοι την πραγμοποίηση του, καθώς μετατρέπεται στο λεγόμενο ελεύθερο χρόνο- μία έννοια που προσδιορίζει επακριβώς και με σαφήνεια το status των ορίων που σχεδιάζει και εγκαθιδρύει η έννομη τάξη. Τίποτε δε στέκει επιβλητικότερο από το χρόνο- με τις δυνάμεις που του έχει προσάψει ο ανεπτυγμένος κόσμος, αυτός εξιδανικεύεται μολονότι αποτελεί -και ο χρόνος- ένα ακόμα κοινωνικό προϊόν. Η μεσαιωνική Ευρώπη άλλωστε αποτέλεσε το έδαφος εκείνο, το οποίο προσέδωσε καινούρια σημασία στην αξιοπιστία του χρόνου, προσφέροντας ως ανακάλυψη το μηχανικό ρολόι, το μεγαλύτερο επίτευγμα της μεσαιωνικής μηχανικής ευφυΐας, σύμφωνα με τον David S. Landes.(2) Το ποιος το επινόησε και που δεν το γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε όμως είναι ό,τι η εκκλησία αντιστάθηκε για έναν αιώνα θεωρώντας πως το νέο αυτό δεδομένο στην μέτρηση του χρόνου υπονόμευε τις θέσεις της· θέσεις όμως που δεν ήταν ικανοποιητικές για τον εργαζόμενο πληθυσμό και δη τους εμπόρους. Ο L. Mamford, στο βιβλίο του Technics and Civilization, υπογράμμιζε πως το μηχανικό ρολόι σηματοδοτεί μια τελειότητα προς την οποία προσβλέπουν όλες οι μηχανές. Όπως και να’ χει, άλλος ένας χρόνος γράφεται πάντοτε στα ημερολόγια και δεν δείχνει να επηρεάζεται από τις επιθυμίες μας να ξεχάσουμε ορισμένες χρονιές.
Το παρελθόν ως νομιμοποιητική αναφορά του καθενός Είναι, συνηθέστερα προβάλλει σημεία από το βίο της υποκειμενικότητας του ατόμου την ίδια στιγμή που, μα εγώ δεν σε ξέρω τόσο καλά, λέει ένας πατέρας στο παιδί του. Σύμφωνα με τον Γκαστόν Μπασελάρ, η γνώση είναι κατεξοχήν ένα έγχρονο έργο(3) και εφόσον ο χρόνος κατατρέχει τη γνώση προσδιορίζοντάς και χαρακτηρίζοντάς την, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως αυτή του τη δύναμη την παρέχει το σύνολο των αποφασιστικών στιγμών, που επακολούθως τον χαρακτηρίζουν. Όποια εγκεφαλική μνεία σε συμβεβηκότα, ήτοι καταγεγραμμένες και βιωμένες στιγμές, συνιστά ανάμνηση της υποκειμενικά βιωμένης αλήθειας.
Οι ώρες που συμπληρώνουν το χρόνο της καθημερινότητας ευλόγως χαρακτηρίζονται από το μεγάλο βαθμό οικειότητας απέναντι στην τυποποίηση, τον αυτοματισμό, την ταχύτητα της παραγωγικής διάθεσης και την ταυτόχρονη έλλειψη σιγουριάς και εμπιστοσύνης στις τετελεσμένες πράξεις (γι’ αυτό και χρειαζόμαστε μία απόδειξη ή να ανατρέξουμε στη μνήμη του κινητού για να διαπιστώσουμε την ώρα της απορίας μας για οτιδήποτε πράξαμε). Ο πολίτης, ο εργάτης το κοινωνικό σύνολο γενικότερα επαληθεύοντας το λατινικό απόφθεγμα mundus vult decepi(4) λειτουργεί ωσάν μια χοάνη καθίζησης πληροφοριών και εικόνων, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της πεποίθησης για ένα συγκεκριμένο τέλος(5), το οποίο δεν είναι άλλο από την απόκτηση περισσοτέρων αγαθών (sic). Η κυριαρχία της ζήτησης και παραγωγής ευνοεί εφήμερα τη ματαιοδοξία του καταναλωτή προσδένοντάς τον στο άρμα της διαρκούς και ελεύθερης επιθυμία για οτιδήποτε. Η αποϋλοποίηση των υλικών αγαθών έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των αντικειμένων σε ποικιλίες τρόπων προέκτασης του Εγώ, δια μέσω των. Το αμάξι, το κινητό τηλέφωνο, η ενδυμασία ακόμα και οι πρόσθετες επίκτητες επιθυμίες (διαβίωσης) συμπληρώνουν αυτό το περίεργο αμάλγαμα χαρακτηριστικών, δια των οποίων οι ανθρώπινες πτυχές πραγμοποιούνται και οι αντίστοιχες υλικές αποϋλοποιούνται. Η διαμόρφωση του Εγώ επιτυγχάνεται μέσω της συνεχούς διάθεσης των παραπάνω στοιχείων φθάνοντας στο σημείο η απουσία τους ή έστω η περιορισμένη διάθεσή τους να επενεργεί συναισθηματικά στο άτομο. Αυτό εξηγεί και μια πλευρά της κατάθλιψης του σύγχρονου δυτικότροπου κόσμου.(6)
…………………………………..
Κάθε φορά που δεν βρέχει, ο ήλιος λιώνει τις προσδοκίες μου και εγώ μεμψίμοιρος γυρνοβολάω στις ασχήμιες των αστικών γειτονιών. Τα τεμαχισμένα σύννεφα πάνω στην ουράνια μάσκα είναι κάποια από τα ψήγματα που με κρατούν κάπως ευδιάθετο. Το μεσογειακό κλίμα, ακόμη και εγώ ο ίδιος μπορώ να το επιβεβαιώσω, τίθεται πεπερασμένο στις ρομαντικές αναπολήσεις των τουριστών (περιπατητών). Ο μελαγχολικός τύπος ανθρώπου – μακριά από τα κλισέ της λογοτεχνίας και της μουσικής –λένε πως αποτελεί το πρότυπο του σημερινού ανθρώπου…ω, τι μέγα ψεύδος! Από μία κοινωνία που ονοματίζει μελαγχολία την καταναλωτική πλήξη και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τις πτυχές της αγοραζωής.
Η μέλαινα χολή, αυτό το σκούρο και ακάθαρτο υγρό που μαζεύεται στη σπλήνα (σύμφωνα με τις διατυπώσεις των αρχαίων Ελλήνων ιατρών), δίνει σε κάποιους ετυμολογικά δεκανίκια για τη μελαγχολία. Αίσχος! Η ζωή είναι μελαγχολική, μακριά από χαρές και λύπες, κοντά σε χαρμολύπες. Η μελαγχολία είναι ζωτική- φανερώνει ιδιοσυγκρασίες που φέρονται χωρίς αμετροέπεια όσον αφορά το ποιοτικό κάλλος και την ποιοτική ασχήμια! Spleen μπορεί να είναι το όνομα που της απέδωσε ο ρομαντισμός διά στόματος Baudelaire, όμως το Spleen «μπορεί μεν να σημαίνει εσωτερική δοκιμασία και ερωτοτροπία με την άβυσσο, συνάμα όμως είναι σήμα κατατεθέν του εκλεκτού και πνευματικός τίτλος ευγενείας, προ πάντων δε είναι οφθαλμοφανέστερο διακριτικό γνώρισμα και μέσο περιχαράκωσης έναντι των πολλών, οι οποίοι είναι ανίκανοι να βιώσουν τέτοια εκλεκτά αισθήματα».(7) Χαρακτηριστικά, ο Π. Κονδύλης (ευκαιριακά) κατηγοριοποιεί τη μελαγχολία σε τρεις διακριτές και προσδιορίσιμες περιπτώσεις, αναφερόμενος στη βαθύτερη εσωτερική της συνάφεια με την αδυναμία σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή α) μελαγχολία χωρίς προσπάθεια και χωρίς αποτυχία, β) μελαγχολία μετά από αποτυχημένη προσπάθεια και γ) μελαγχολία μετά από επιτυχημένη προσπάθεια.(8) Αυτά όμως από κάποιον που μιλά για την ταυτόχρονη δυναμική ώθηση της μελαγχολίας είτε δια της απαισιόδοξης ή αισιόδοξης διάθεσης του υποκειμένου.
Μεγαλώνοντας ζει κανείς. Η μελαγχολία δίνει αποσπασματικά στίγματα κάθε συναίσθησης δίχως υπερβολές.(9) Γνωρίζεις πως υπάρχει ο κόσμος κάθε ηλικίας, που καλημερίζεται μεταξύ οβίδων και όλμων, ό,τι υπάρχει ο κόσμος που κάνει πράγματα αυτοματοποιημένα και συγκεκριμένα, καθημερινώς. Γνωρίζεις, για να θυμηθώ και τον Αντόνιο Πόρτσια πως «Έχουμε έναν κόσμο για τον καθένα, μα δεν έχουμε έναν κόσμο για όλους».(10) Γνωρίζεις πως όλοι είναι ίσοι, μα όχι ίδιοι και ότι αυτή η διαφορετικότητα είναι ίσως η πρωτογενής αιτία της βίαιης και εν γένει συγκρουσιακής ανθρώπινης πραγματικότητας. Οπότε μελαγχολείς δίχως να συνεπαίρνεσαι από την υπέρμετρη θλίψη ή ευδαιμονία. Ενδεχομένως, «οργισμένος είσαι μελαγχολικός».
Βρίσκομαι ανάμεσα σε ματιές και χάδια που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τα σκισίματα της σάρκας και των πουκαμίσων. Απλώνονται πάνω μου σάρκες και δόντια θέλοντας να χαράξουν τα λόγια που το κορμί συνηθίζει να πράττει και όχι να φλυαρεί γύρω από αυτά! Πιέζομαι να σπρώξω το δέρμα μου με σθένος προς τις αιχμηρές σάρκες και τα κοφτερά δόντια σαν ένας φοβισμένος και δειλός αυτόχειρας. Τα κρίματα περιττεύουν σε αυτές τις περιπτώσεις, που για την πλειοψηφία των ατόμων η μοναξιά χρίζει βοήθειας· τουναντίον, τοποθετούμαι αναπαράγοντας τη μελαγχολία, που τόσους και τόσες βοήθησε και περισσότερους ακόμη άφησε στις αυταπάτες της καταστροφικής της πλευράς. Η αυτού εξοχότητα της Μελαγχολίας στιγμάτισε τις σελίδες της Ιστορίας, καθώς της χάρισε τέκνα (άνδρες και γυναίκες) οι οποίοι με θρασύτητα σήκωσαν στους κροτάφους, στους ευαίσθητους λαιμούς, στα επιβαρημένα στομάχια, στις φλέβες και τις καρδιές των το βάρος και το μάθος της απόφασης για απόσυρση από τo σκεπτικό της ψευδαίσθησης της ζωής.
Η μελαγχολία εκπροσωπώντας τη στασιμότητα του χρόνου και των συναισθημάτων (υποστηρίζουν κάποιοι) είναι η κατάλληλη των αισθητηρίων, μέσω της οποίας καταφέρνει- ή τουλάχιστον δύναται οποιοσδήποτε- ο φορέας της να αναζητήσει ό,τι επιφανειακά και εσπευσμένα παρέχει η απάτη του ελεύθερου χρόνου. Θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ως μία παύση, ένα πάγωμα των δραστηριοτήτων με σκοπό την πιο διεισδυτική ματιά μέσα στο ψυχολογικό καλειδοσκόπιο του καθενός. Μήτε προσφέρει, μήτε διεκδικεί, σε αντίθεση με τον εσμό των υπόλοιπων συναισθημάτων που καταχρώνται τον αυθορμητισμό και την ελευθερία της ιδιοτροπίας.
Το τραγικότερο όλων σε σχέση με τη μελαγχολία είναι πως κατορθώνεται πάντοτε και ταυτίζεται με την κατάθλιψη! Όνειδος…με μία τέτοιου είδους ταύτιση, (ήτοι ενός σύγχρονου κοινωνικο -αστικού προϊόντος με ένα άγουρο προϊόν του πρώτου αιώνα της Αναγέννησης και αναδιαμορφωμένου κατά τις πρώιμες ρομαντικές συλλήψεις του ευρωπαϊκού 18ου αιώνα) η ευαισθησία και η εύθραυστη οπτική της πραγματικότητας καταπατούνται χάνοντας αυτήν την ορμέμφυτη διάθεση του ατόμου, εξαφανίζοντας το ενστικτώδες δικαίωμά του να σταθμεύσει για συγκεκριμένες στιγμές σε ψυχο-τοπία και θύμισες ή απαυγάσματα της επιβεβλημένης λήθης, που δια μέσω των εισπνέει τις ύστατες καθάριες ανάσες του θυμικού και της μοναδικότητας της αξιοπρέπειάς του.
Και ας υποθέσουμε πως τίποτε από τα ήδη γραμμένα σε αυτό το εγχείρημα δεν ισχύει και πως στην πραγματικότητα αποτελούν ένα εκ παραδρομής όραμα κάποιου Ζεράρ ντε Νερβάλ σε κάποια κλινική ή μοναστήρι. Ας είναι· ας αποσκοπούν έστω σε κάποια προσπάθεια παραμυθίας των ατόμων, με στόχο τη ξεκούραση από τα τετριμμένα των ορατών διαστάσεων της πραγματικότητας. Μα και πάλι όμως, αυτή η μορφή χαλάρωσης δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ως πραγματική ανάγκη στις σύγχρονες προσωπικές/ ατομικές διαθέσεις· δεν θα καθίστατο δυνατή και επίμονη απέναντι στις επίπλαστες επιθυμίες και ανάγκες του νεωτερικού κόσμου. Για τον λόγο ότι δεν επιτρέπει ως έννοια από μόνη της η μελαγχολία να εγκιβωτιστεί μέσα σε ορισμούς και εννοιολογικές αναλύσεις, όσο και αν οι λέξεις είναι τα μοναδικά εργαλεία του ιστορικού ατόμου!(11)
Επιστρέφοντας στην προηγούμενη παρ-άλογη ταύτιση μελαγχολίας και κατάθλιψης των ημερών των σύγχρονων αρρωστημένων κοινωνιών, μία διαπίστωση της ύπαρξης του τραγικά μεγάλου αριθμού των κοινωνικών εικονικών φαρμάκων θα μας έδινε το επιχείρημα να χαρακτηρίσουμε ακόμη και την κατάθλιψη ως ένα ψυχολογικό κοινωνικό κατασκεύασμα· εμφανίζεται κατόπιν της παραγωγής και της διάθεσης των φαρμάκων. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε πως οι περισσότερες των σύγχρονων ασθενειών ακολουθούν την προτεραιότητα της επιστημονικής- φαρμακευτικής (επιχειρηματικής) ιδιοτέλειας προς αύξηση των εσόδων. Το δικαίωμα και την ταυτόχρονη υποχρέωση της επιστήμης για νέα βήματα και ανακαλύψεις εκμεταλλεύονται, αναντίρρητα, οι δεκάδες κολοσσοί εταιρειών προς οικονομικό τους όφελος. Η ιδιωτικοποίηση του φαρμακευτικού τομέα (παραγωγή και διάθεση) σε συνδυασμό με τα ανοχύρωτα υγειονομικά και όχι μόνο δικαιώματα των πολιτών (στην ευρωπαϊκή Ελλάδα τουλάχιστον οι ασφαλισμένοι τελούν σε διαρκές «καθεστώς ομηρίας») υπογραμμίζουν την εν λόγω πραγματικότητα.
Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται ως η ασθένεια του αιώνα, μα η ασθενής κοινωνία που τραυματίζεται από την κατάθλιψη είναι η ευπαθής και αχόρταγη κοινωνία των καταναλωτών. Δεν παρουσιάζεται ως μετέωρο το επιχείρημα πως το εν λόγω φαινόμενο εμφανίζεται κατά μεγάλο ποσοστό σε κοινωνικές κατηγορίες λίγο παραπάνω από τις χαμηλόμισθες οικογένειες· όσον αφορά τα χαμηλότερα, από οικονομικής πλευράς πληθυσμιακά στρώματα, οι άνθρωποι δεν έχουν την ευχέρεια του χρόνου για ενασχόληση με τέτοιου είδους ζητήματα, καθώς η εξασφάλιση και η αγωνία του επιούσιου λιγοστεύουν-επιταχύνοντας συνάμα- τη ζωή. Για τις οικονομικά απλησίαστες τάξεις η κατάθλιψη, επιτρέψτε μου να ασπαστώ πως αποτελεί μία απόληξη της βαρεμάρας, μιας διάθεσης που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ιδιοτήτων(12), μιας και τα πάντα απαντούν σε μία ματαιοδοξία, εξαιτίας του κορεσμού και της ουδετερότητας του κόσμου. Ο καπιταλισμός -ο νεοφιλελευθερισμός έχουν διαμορφώσει τον ελεύθερο χρόνο, ώστε ο χρόνος πέραν της παραγωγικής διάρκειας προς τέρψη των ελίτ, να ονομάζεται τόσο αθυρόστομα ελεύθερος ισοδυναμώντας στην ουσία με την ευκαιρία καταναλωτικής ευελιξίας και αμετροέπειας. Ο καθηγητής φιλοσοφίας Παν. Νούτσος επισημαίνει πως ο χρόνος θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο κατηγορίες: α) τον εργάσιμο χρόνο, που είναι ένας χρόνος καταναγκαστικός, δεσμευτικός (…) με υποχρεώσεις, με ιεραρχίες, με ουσιαστικά πώληση της εργασιακής μας δύναμης και β) όχι ως ελεύθερος χρόνος αλλά μορφές που μπορεί να είναι μικρότερες και μεγαλύτερες του διαθέσιμου χρόνου.(12) Και οπόταν δυσχεραίνουν οι καταναλωτικές δυνατότητες και η λειτουργία του καταναλωτικού χρόνου (αυξήσεις τιμών, συμπίεση μισθών, διαστολή χρόνου εργασίας και αύξων ρυθμός ανεργίας), τότε τα συμπτώματα οδηγούν σε κατάθλιψη.
Πολλά έχουν γραφτεί, ειπωθεί, τραγουδηθεί και αποτυπωθεί γενικότερα για τη μελαγχολία· άλλα τόσα αποτυπώνονται εγγράφως και εικαστικά για την κατάθλιψη. Της τελευταίας τα αντιπροσωπευτικά στοιχεία άλλοτε ταυτίζονται και άλλοτε προχωρούν και πάνε πολύ μακρύτερα απ’ ότι έφθασε ή έχει φτάσει η μελαγχολία. Ο Τίτος Πατρίκιος αποδίδει το ουσιώδες περιεχόμενό της μονάχα στους εξόριστους πολιτικούς κρατούμενους- ίσως να μην έχει άδικο. Όμως η πολιτική αντίδραση εγγράφεται ως προοπτική εφόσον προηγείται κοινωνικών συμβάντων και γεγονότων, στιγμών και διαρκειών πολιτικοκοινωνικής κίνησης. Άρα μια κατάθλιψη, η οποία μάλλον ανταποκρίνεται πρωτίστως στις βιολογικές -οργανικές αποσταθεροποιήσεις του ανθρώπου, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση το να αντικατοπτρίζεται στην υπάρχουσα καταναλωτική κοινωνία. Να την εξηγεί αντανακλαστικά δικαιολογώντας τις υπερβολές (βομβαρδισμός προσωπικών ιστοριών, ανθρώπινα δράματα, αντίδοτα στα ανθρώπινα δράματα, φάρμακα χαλάρωσης, new age θρησκευτικά και πνευματικά τερτίπια κ.ο.κ.) της κοινωνίας των καταναλωτικών προϊόντων.
Η διαφανής θεαματική όψη της πραγματικότητας, που συνοψίζεται στην ωοειδή κινητικότητα του διπόλου παραγωγή-κατανάλωση, έχει ορίσει και παρουσιάζει ως προκαθορισμένες τις στιγμές (τις περισσότερες, όχι όλες) του κάθε ατόμου στην παρωδία του καθημερινού γίγνεσθαι. Το χρονοδιάγραμμα της καθημερινής δραστηριότητας περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων τον ύπνο και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Αυτά τα δύο εκπροσωπούν τον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος τοποθετείται και αποκτιέται δικαιωματικά από τον κάθε πολίτη-άτομο σαν απαραίτητο χρονικό διάστημα συγκέντρωσης δύναμης, ώστε να διατηρείται η συνέχεια της "εκμετάλλευσης των εργατικών χεριών". Ως νομοθετημένο χρονικό περιθώριο απουσίας από τα μέσα και τα εργαλεία παραγωγής, βρίθει επιρροών από το κατεστημένο σύστημα εξουσίας. Η ωρίμανση της εξουσιαστικής επιβλητικότητας πάνω (σε βάρος) στις ανθρώπινες σχέσεις έχει μετατρέψει το ουσιώδες της ελεύθερης μετακίνησης και επικοινωνίας των καταστάσεων σε χρόνους, γεμίζοντάς τους με όλες αυτές τις επίπλαστες ανάγκες-επιθυμίες που ρέπουν νομοτελειακά προς την καταναλωτική μανία.
Η μελαγχολία τουναντίον, ανταποκρίνεται σε αναπολήσεις στιγμών σε μικρότερες των σύγχρονων ηλικίες σαν φωτογραφικό φλας- μπακ στο θυμικό, προς την πατρίδα της άγνοιας των εξιδανικευμένων εννοιών, στα παιδικά χρόνια. Στη μαλθακή βλογημένη εφηβείας της.
Ο σύγχρονος κόσμος χάνει καθημερινά τις αισθήσεις του μέσα από τις αλλεπάλληλες προσβολές που δέχεται ο αισθητηριακός του κόσμος από τον βομβαρδισμό τεράστιας ποικιλίας πληροφοριών και εικόνων· είναι η γνωστή αυτή τακτική του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου, το οποίο διαμορφώνει και ανανεώνει τα όρια και το πλαίσιο της υπάρχουσας καταναλωτικής κοινωνίας. Ο κόσμος αποδεικνύεται ανίσχυρος να αντιστρέψει τις νέες νοηματοδοτήσεις σχετικά με την αξιακή χρήση των εννοιών, ήτοι υποκείμενο-αντικείμενο, ελευθερία-ελεύθερος χρόνος, επιβίωση-αγοραζωή, ανάγκες-επιθυμίες, ασθένειες-κατά φαντασία ασθένειες και άλλες τόσες αντιθετικές έννοιες, που χαρακτηρίζουν το κοινωνιολογικό dna της παρούσης πραγματικότητας.
Η προαναφερθείσα δυσκολία έγκειται στο γεγονός της ισχύος ενός συγκεκριμένου πολιτικο-κοινωνικού και πολιτιστικού μοντέλου πραγματικότητας, η οποία προς όφελος της διατήρησής της εκτρέφει τη σύγχυση διασπώντας το περιεχόμενο του σύγχρονου κόσμου σε μυριάδες υποσύνολα και σημεία. Ως φυσικό παρεπόμενο, ο καταναλωτής βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπος, κάθε στιγμή, με μια πληθώρα επιλογών αναφορικά στις αποφάσεις του, καταλήγοντας στην ουσιαστική απομόνωση και στην επιδερμική πολλαπλή συναναστροφή με ιδέες και καταστάσεις, όπου το νόημα χάνεται, εφόσον τη θέση του καταλαμβάνει η οργιώδης προσπάθεια του ελεύθερου χρόνου να καταστεί ικανοποιητικός για τον εργάτη-πολίτη και καταναλωτή. Στην ουσία, ο καταναλωτής πολίτης αποτελεί τη στοιχειώδη μορφή ανθρώπου, οία χρίζει ολοένα και μεγαλύτερου ενδιαφέροντος και προσοχής από ότι συμβαίνει στην άλλη περίπτωση του εργάτη πολίτη· σε αυτή τη μορφή του ανθρώπου τα όρια των δικαιωμάτων τίθενται προσδιορισμένα και περιορισμένα! Αυτή η δυσανάλογη σχέση που προκρίνεται και διατηρείται πρωτίστως από τις άρχουσες ελίτ και κατά δεύτερον από τον ίδιο τον πολίτη, διανθίζεται από το ιδιοτελές επιχειρηματικό σθένος για όφελος του κύκλου παραγωγής και ζήτησης. Υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των επιχειρησιακών συμφερόντων, των μάνατζερ και των χρηματιστών, η διελκυστίνδα του καθημερινού άγους προς εξασφάλιση των στοιχειωδών για την επιβίωση ρέπει προς την αυξανόμενη αμετροέπεια απέναντι στα εργασιακά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτικών και οικονομικών αφεντικών της καθημερινότητας.
Οι άνθρωποι της σύγχρονης εποχής αντιλαμβάνονται τη μελαγχολική διάθεση ως μια μορφή αναπόλησης παρελθουσών καταστάσεων και στιγμών, πολλές φορές αδιευκρίνιστα χαρούμενων ή λυπητερών. Οι περισσότεροι οπόταν μελαγχολούν, ανακαλούν περασμένες χαρές ή έστω υποψίες ευτυχίας από ένα εγγύς ή μακρινό παρελθόν, ως αντιστάθμισμα της τωρινής τους ανεπιθύμητης ψυχολογίας. Η μελαγχολία δεν θα μπορούσε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να ήταν μονάχα αυτό. Γιατί γι’ αυτό μονάχα αποτελεί ανώφελο συμφέρον μία αυτοκτονία ή μία απομόνωση από τα τεκταινόμενα της σύγχρονής τους πραγματικότητας. Μία μελαγχολική διάθεση αρκετές φορές εμπλουτίζεται –νου και πνεύματι- με βίαιες διαθέσεις, δηλαδή λειτουργικούς τρόπους στιγμιαίας απεξάρτησης από τα ανιαρά, πλην βίαια χαρακτηριστικά του χρόνου και του χώρου.
Τα βίαια ξεσπάσματα του Brückner στη “Symphony no.4”, τη Ρομαντική, σπρώχνουν πυρωμένα χέρια να βάψουν τα οχήματα του νεοπλουτισμού, τα κουτιά των τραπεζών, τα μανικετόκουμπα των επαγγελματιών πολιτικών ακόμη και τα κορμιά των υπαίτιων αυτής της πραγματικότητας, ενόσω από την Κόλαση του Δάντη θα αναβλύζουν ψίθυροι ανακουφίζοντας τους αιρετικούς-βλάσφημους του καθωσπρεπισμού.
|
Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στους ιστορικούς αιώνες από τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά χρόνια μέχρι και την ύστερη περίοδο του Μεσαίωνα, δεν θα εντοπίσουμε πουθενά τη μελαγχολία παρά μόνο στον ύστερο Μεσαίωνα. Μετά τον δέκατο τέταρτο αιώνα μ.Χ. (14ος αι.) ο όρος μελαγχολία αναγγέλλει την εμφάνισή του αντικαθιστώντας την προηγούμενη αμαρτωλή και δαιμόνια ακηδία (ήτοι το να νοιάζεσαι -κήδος- με το αρνητικό πρόθεμα) φτάνοντας στην Αναγέννηση και διαφοροποιώντας τη θέση της από αυτή της ακηδίας. Σε αυτό συνέδραμε κατά πολύ και η πιο νατουραλιστική θέ(α)ση και αντιμετώπιση των πραγμάτων. Και μία από τις διαφορές των δύο εννοιών είναι και το ότι ενώ η μελαγχολία μπορεί να περιλαμβάνει την ίδια της τη θεραπεία, η θεραπεία για την ακηδία βρίσκεται έξω από τον εαυτό - για παράδειγμα, στο θεό ή στη δουλεία.(13)
Αντιθέτως με τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, όπου η αγκαλιά της νεωτερικότητας και των νεοφιλελεύθερων επιλογών εμφανίζεται διάπλατη και οι ενστικτώδεις αντιδράσεις και ο αυθορμητισμός του ατόμου κρίνονται εκ του ασφαλούς δίχως κανένα ρίσκο, η μελαγχολία εμφανίζεται ως ενδεχόμενη συνέπεια της ευφράδειας του ηθικο-πολιτιστικού πλουραλισμού. Αποχαρακτηρίζεται από το ρομαντικό της αντικατοπτρισμό και διανθίζεται με γνωρίσματα της αδρανούς καταναλωτικής δράσης. Η ίδια η καταναλωτική κοινωνία αποτελεί το πεδίο όπου η θλίψη και η ευχαρίστηση επιβραβεύονται ή κατακρημνίζονται ακροβατώντας πάνω στις στιγμιαίες μνήμες που διαγράφουν. Η μελαγχολία ενέχει και αναγνωρίζεται από τη αναντίρρητη σχέση της με τη μνήμη· τη μνήμη όμως που μέσα της ρέει το βίωμα και η εκφραστικότητα. Στοιχεία που είτε μειονεκτούν είτε απλώς δεν υφίστανται- ειλικρινώς- στην κυρίαρχη πραγματικότητα.
Καθώς ασχολούμαστε με το σκεπτικό του δυτικότροπου κόσμου δεν θα μπορούσαμε, επιπλέον, να μην αναφερθούμε στους όρους που εισήγαγε ο εκλιπών γάλλος διανοούμενος Jean Baudrillard. Ο τιμητής της κοινωνίας των καταναλωτών έγραψε μια ζωή ασχολούμενος και επιτιθέμενος στα νέα πλαίσια της εργασίας· αμφισβήτησε διεξοδικά τον παραγωγισμό, ο οποίος έχοντας ξεφύγει από τα συγκεκριμένα πλαίσια της οικονομικής δραστηριότητας γενικεύτηκε, ώστε να καλύψει την παραγωγή ιδεολογιών, χρόνου και ψυχαγωγίας, για να προβληθεί-πέραν της καπιταλιστικής εποχής- στο ιστορικό γίγνεσθαι, γενικότερα. Ο ίδιος σημείωνε σε μια λεπτομερειακή προσέγγιση της εργασίας και της αξίας της παραγωγής στο Ο Καθρέφτης της Παραγωγής, πως η παραγωγή, η εργασία και η αξία αποτελούν στοιχεία από τα οποία αναδύεται ένας αντικειμενικός κόσμος, μέσω του οποίου ο άνθρωπος αναγνωρίζει αντικειμενικά τον εαυτό του (14)- ενθουσιάζεται δηλαδή το άτομο έχοντας να ασχοληθεί με μια πληθώρα αντικειμένων που ρέπουν προς την ηθικοποίηση.
Αυτό το φυσιολογικώς αντιφατικό σχήμα επαληθεύει και ο G. Steiner («Δέκα Πιθανοί Λόγοι για τη Μελαγχολία της Σκέψης»), με τη διαφορά όμως ότι ο Steiner απασχολείται με την ιδιότητα της σκέψης. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως τα συστατικά της σκέψης, ακόμα και στις πιο ιδιωτικές (…) στιγμές της ύπαρξής μας (…) αποτελούν εμπόρευμα μαζικής αγοράς, που το διακινούν οι ασταμάτητα επαναληπτικές κοινοτοπίες της γλώσσας μας, της κουλτούρας μας, της εποχής και του περιβάλλοντός μας.(15) Είναι ο προαναφερθείς παραγωγισμός, ο οποίος κυρίως μέσω των Μ.Μ.Ε. και ασφαλώς της διαφήμισης, προσδιορίζει και κατευθύνει τη σκέψη, την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτήρα του δυτικότροπου κόσμου. Το κατά πόσο είμαστε βυθισμένοι στο ιδεολογικό περιεχόμενο των media φαίνεται άλλωστε και από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε το σώμα μας, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και τα ίδια τα συναισθηματικά μας κριτήρια, πεδία τα οποία επηρεάζονται αναντίρρητα με ποικίλους τρόπους από αυτό που προβάλλεται στα media.(16) Η καλλίγραμμη και φινετσάτη μητέρα-σύζυγος-επαγγελματίας, ο αρρενωπός άντρας με το ρολόι του, το αμάξι και τα ρούχα του, το παιδάκι όχι με τα βιβλία αλλά με τους σούπερ ήρωες, τα αμέτρητα ηλεκτρονικά παιχνίδια, το αγοράκι που βουτάει να πιάσει το σταυρό την ημέρα των Φώτων και κατόπιν τρέχει στη μητέρα του να αναγγείλει τον άθλο του και αυτή τον ανταμείβει με κουταλιές από γιαούρτι.
Η ποικιλία των προσφερόμενων αγαθών, των τρόπων ζωής και των συναισθημάτων εμπλουτίζει την αισθητηριακή φαινομενικότητα με αποτέλεσμα η μνήμη να καθίσταται βραχύχρονη και η αυτοκυριαρχία του Εγώ να δεσμεύεται από την απόκτηση ολοένα και περισσότερων αγαθών, επιθυμιών και αναγκών. Ο σαρωτικός ολοκληρωτισμός της πολιτιστικής βιομηχανίας κραυγάζει επί τούτου, από την πρώτη κιόλας στιγμή που μας συστήθηκε από τη σχολή της Φραγκφούρτης.
Δεν θα ήταν αξιοσημείωτη διαπίστωση πως η μνήμη που χαρακτηρίζει το σύγχρονο αναδιαμορφωμένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ύπαρξης είναι βραχύχρονη και ίσως φευγαλέα. Ο χρόνος που κυνηγιέται -ακολουθείται από το ιστορικό άτομο μέσα στις κοινωνικές διαβαθμίσεις, των αστικών κέντρων κυρίως, δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια σε ουσιώδεις αναμνήσεις, εφόσον στις υπερ-διαφανείς κουλτούρες τα πειράματα και η "εμψύχωση" του υλικού στοιχείου προσφέρουν το διέξοδο από την καθημερινότητα. Ίσως να έχει δίκιο ο Κarl Κraus ότι η τεχνολογία καταστρέφει ό,τι έρχεται να αναπληρώσει. Είναι η ευχή και η ταυτόχρονη κατάρα της εξελιγμένης και κάθε εξελισσόμενης κοινωνίας. Οι εφήμερες ταυτότητες που κουβαλάει πάνω του ο πολίτης της χώρας της Καθημερινότητας προσδιορίζουν και τα όρια της υποκειμενικότητας του ατόμου. Το ξεπέρασμα της ρουτίνας προϋποθέτει εναλλαγές και επιλογές διαρκώς ανανεώσιμες, ώστε να αποδυναμώνεται το horror vacui(17) της διάρκειας μέσα στις αστικές σύγχρονες συνήθειες. Ως εκ τούτου, σε έναν κόσμο παραγωγικής κινητικότητας και καταναλωτικής αδηφαγίας το αποτέλεσμα είναι να καλλιεργούνται οι κοντόφθαλμες ματιές -οι πλέον κατάλληλες για τη συντήρηση ενός ακρωτηριασμένου μνημονικού.
Φυλλομετρώντας κανείς τις σελίδες των ημερήσιων φυλλάδων και των εβδομαδιαίων (και μη) περιοδικών διαπιστώνει την κερδοφόρα προσαρμοστικότητα του ατόμου στις κάθε είδους φαρμακευτικές συμβουλές και τους προτεινόμενους τρόπους για μια καλύτερη και ανθεκτική ζωή. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως η μελαγχολία και όχι η κατάθλιψη, εμπεριέχει τη θεραπεία της. Ο μελαγχολικός δικαιολογώντας τη ρομαντική του διάσταση παρατηρεί της διαφορές των ατόμων και δεν επωμίζεται τη δυνητική σύγκρουση αυτών των διαφορών. Δεν είναι μάρτυρας, απλώς μετουσιώνει και απασχολείται με το περιεχόμενο της εικόνας γύρω του. Η κατάθλιψη είναι η επιβράβευση και η ταυτόχρονη καταρράκωση του κυρίαρχου μοντέλου της επιβίωσης. Γι’ αυτό και συνεπικουρείται από τη φαρμακευτική πολιτική. Η μελαγχολία εκπροσωπείται τόσο από την ευχαρίστηση όσο και από την κακή διάθεση και την αδιαθεσία. Η κατάθλιψη αντιθέτως είναι μία διαρκής προσγειωμένη αίσθηση μιας καλοστημένης μιζέριας, η οποία προϋποθέτει ως δεκανίκια της τη φαρμακευτική αρωγή και την κατάπτωση του οργανισμού.
Όπως έγραφε και ο Π.Κονδύλης στο κείμενό του με τίτλο «Μελαγχολία και Πολεμική», : Αν (ειδικά) η μελαγχολία δεν είχε το πρόσωπο του Ιανού, τότε δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει (π.χ. με τη μορφή της ανθρωπολογικής ή πολιτισμικής απαισιόδοξης θεώρησης) ως ένα είδος εφαλτηρίου για πολύ συγκεκριμένες και πολύ δυναμικές αναμετρήσεις με την υφιστάμενη πραγματικότητα.(18)
Υποσημειώσεις...
- βλ. Από την ομιλία του Τ. Αντόρνο «Ύστερος Καπιταλισμός ή Βιομηχανική Κοινωνία» στο Γερμανικό Συνέδριο Κοινωνιολογίας το 1968 www.xodi.gr
- βλ. David S. Landes, Ο Πλούτος και η Φτώχεια των Εθνών, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2005, σελ. 93
- βλ. Γκαστόν Μπασελάρ, Η Εποπτεία της Στιγμής, μετ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 1997, σελ. 27
- «ο κόσμος αρέσκεται στο να αποπροσανατολίζεται, να εξαπατάται» (σ.τ.σ)
- εδώ το ουσιαστικό τέλος χρησιμοποιείται με την αρχαιοελληνική του χρήση, ήτοι σκοπός
- με τον όρο δυτικότροπος κόσμος αθροίζω τις κουλτούρες και τους τρόπους ζωής που είτε βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση με το προσφερόμενο νεοφιλελεύθερο μοντέλο εξουσίας είτε οδηγούνται προς μία απομίμησή του (βλ. Τουρκία, Ν.Α. Ασία, Ινδία, Πακιστάν κ.ο.κ.)
- βλ. Παναγιώτης κονδύλης, Μελαγχολία και Πολεμική. Δοκίμια και Μελετήματα, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, 2002, σελ. 182
- βλ. στο ίδιο, σελ. 177
- βλ. Αντόνιο Πόρτσια, Φωνές, μτφρ. Βασ. Λαλιώτης, εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήνα, 2004, σελ. 37
- Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Max Weber.
- Lars Svendsen, Η Φιλοσοφία της Βαρεμάρας, εκδ. Σαβάλλας, Αθήνα, 2006, σελ. 17
- βλ.από τη συνέντευξη του καθηγητή Π. Νούτσου στην εφημ. ΕΠΟΧΗ, 17/06/2007, σελ. 31
- Βλ. ό.π., Lars Svendsen, σελ. 75
- βλ. Jean Baudrillard, Ο Καθρέφτης της Παραγωγής ή Η Κριτική Αυταπάτη του Ιστορικού Υλισμού, μετ. Σπ. Μπενετάτος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1990, σελ. 16
- βλ. George Steiner, Δέκα (Πιθανοί) Λόγοι για τη Μελαγχολία της Σκέψης, μετ. Σερ. Βελέντζας, εκδ. Scripta, Αθήνα, 2007, σελ. 34-35
- Συναρμολογεί παλαιά γνώριμα στοιχεία σε μια νέα ποιότητα. Σε όλους τους κλάδους της (της πολιτιστικής βιομηχανίας) κατασκευάζονται με λίγο έως πολύ σχεδιασμένο τρόπο προϊόντα, κομμένα και ραμμένα για να καταναλωθούν από μάζες, τα οποία από τη μεριά τους εκφράζουν σε μαγάλο βαθμό αυτήν την κατανάλωση. Βλ. Th. Adorno, Σύνοψη της Πολιτιστικής Βιομηχανίας, προλεγ.-μετ. Λευ. Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σελ. 13-15
- τρόμος του κενού (σ.τ.σ.)
- βλ. ό.π., Παναγιώτης Κονδύλης, σελ. 178
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου